Royal Enfield - Έρχεται νέο ιστορικό ρεκόρ παραγωγής για τους Ινδούς

Η κατακόρυφη άνοδος μέσα σε μια 10ετία - Η ιστορία της εταιρείας από το σήμερα στο χθες
Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

26/7/2024

Από "εσωστρεφή" εταιρεία με ιστορικό όνομα, σε παγκόσμιο κατασκευαστή με κυριαρχικές βλέψεις, η υπεραιωνόβια Royal Enfield συνεχίζει να γράφει τη δική της ξεχωριστή ιστορία ατενίζοντας ένα όλο και πιο ευοίωνο μέλλον.

Σε ένα ακόμη ορόσημο παραγωγής, ασύλληπτο πριν από μία περίπου δεκαετία για τα δεδομένα της, αναμένεται να φτάσει φέτος η Royal Enfield, ο παλαιότερος κατασκευαστής μοτοσυκλετών στον κόσμο με αδιάκοπη παραγωγή -συμπεριλαμβανομένης και της βρετανικής κληρονομιάς του- από την ίδρυσή, πριν από 123 χρόνια, έως και σήμερα.

Εκμεταλλευόμενη πλήρως και με σεμιναριακό τρόπο τις τάσεις που επικρατούν παγκοσμίως στους δύο τροχούς και υπό τη σκέπη του κολοσσού Eicher Group, η Royal Enfield έχει βγει για τα καλά από το καβούκι της και το 2024 θα είναι λογικά η χρονιά που θα φτάσει -και ίσως ξεπεράσει- σε παραγωγή το ένα εκατομμύριο μοτοσυκλέτες!

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Ένα ορόσημο που είναι εντός των δυνατοτήτων της εταιρείας αφού και το 2023 έκλεισε επίσης με ιστορικό ρεκόρ για τους Ινδούς, με 920.000 πωλήσεις μοτοσυκλετών και άνοδο της τάξης του 16% έναντι της προηγούμενης χρονιάς.

Αυτός ο όγκος παραγωγής φέρνει τη Royal Enfield ανάμεσα στους μεγαλύτερους κατασκευαστές μοτοσυκλετών στον κόσμο ακόμη και εντός δεκάδας, αν βγουν από την εξίσωση τα παπιά και τα scooter, αλλά και οι μοτοσυκλέτες έως 250 κ.εκ. 

Οι παραπάνω είναι κυβισμοί και κατηγορίες που η ινδική εταιρεία δεν είχε ποτέ παρουσία και ούτε σκοπεύει να αποκτήσει, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, και αυτό κάνει το επίτευγμα της ακόμη πιο εντυπωσιακό. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι στην εγχώρια αγορά της Ινδίας τα μοντέλα με τις υψηλότερες πωλήσεις είναι μεταξύ 100 και 160 κ.εκ., και οτιδήποτε πάνω από 250 κ.εκ. θεωρείται premium.

Στην ινδική αγορά, η Royal Enfield έχει πάνω από το 90% της πίτας στα 250-750 κ.εκ. και σε αυτούς τους κυβισμούς θα παραμείνει και στο μέλλον τόσο στην Ινδία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο όπου δραστηριοποιείται ήδη σε περισσότερες από 40 χώρες, έχει παρουσία και στη Λατινική Αμερική, ενώ είναι ο μοναδικός Ινδός κατασκευαστής μοτοσυκλετών που δραστηριοποιείται και στη Β. Αμερική.

Για να πετύχει βέβαια αυτά τα νούμερα η Royal Enfield πραγματοποίησε "κοσμογονικές" για την ίδια αλλαγές στη στρατηγική της αλλά και στον τρόπο που κατασκευάζει μοτοσυκλέτες τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, χωρίς όμως να χάσει την ταυτότητά της. Αντίθετα την ενίσχυσε και την ανέδειξε αποκτώντας στην πορεία εκατοντάδες χιλιάδες φίλους σε όλο τον κόσμο. 

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Από τα μόλις δύο μοντέλα οι Ινδοί έχουν πλέον μια ευρεία γκάμα που απαρτίζεται από 8 μοτοσυκλέτες, οι οποίες θα φτάσουν στο άμεσο μέλλον στις 14 με απώτερο μάλιστα στόχο τις 20 συνολικά.

Μοτοσυκλέτα που ανέδειξε την εικόνα της εταιρείας και πρωτοστατεί στις πωλήσεις της είναι το adventure Himalayan, το οποίο παρουσιάστηκε το 2015 και βρίσκεται πλέον στη δεύτερη γενιά του. Mια γενιά που φέρνει μαζί της και το νέο Sherpa μοτέρ των Ινδών, το πρώτο υγρόψυκτο στην ιστορία τους, όπως και την πρώτη TFT οθόνη με δυνατότητα συνδεσιμότητας.

Οι Bullet και Classic είναι ο "στυλοβάτης" της Royal Enfield εκείνες που την κράτησαν ζωντανή για όσο διάστημα χρειάστηκε και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς της όπως και το εν σειρά δικύλινδρο Interceptor. Από την άλλη, τα επίσης δικύλινδρα 650 Shotgun και Super Meteor σκιαγραφούν την άποψη των Ινδών στα cruiser με το μονοκύλινδρο Meteor να αποτελεί την πιο προσιτή επιλογή και το HNTR να τραβά εντελώς διαφορετική πορεία και να συνδυάζει περισσότερα μοντέρνα στοιχεία -γραφικά και διχρωμίες ρεζερβουάρ- στη διαχρονική σχεδίασή του.

Άνθρωποι κλειδιά στην άνοδο της Royal Enfield είναι ο τωρινός διευθύνων σύμβουλός της εταιρείας Balakrishnan Govindarajan, ο Siddhartha Lal (CEO της εταιρείας την περίοδο 2000-2004) και ο πατέρας του, Vikram Lal, ο Ινδός δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας ο οποίος το 1994 εξαγόρασε τη Royal Enfield μέσω ομίλου της Eicher Motors, του ομίλου που ίδρυσε ο ίδιος και προήρθε από την οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του, την Eicher India.

O Govindarajan εντάχθηκε στο δυναμικό της Royal Enfield το 1994, όταν η παραγωγή δεν ξεπερνούσε τις 25.000 μοτοσυκλέτες τον χρόνο -ένα νούμερο που δεν θα άλλαζε σημαντικά για τουλάχιστον μία ακόμη 10ετία- στο μοναδικό τότε εργοστάσιο της εταιρείας στο Tiruvottiyur. 

Ο Govindarajan βρήκε τους κατάλληλους συμπαραστάτες στα πρόσωπα των δύο Lal που ήθελαν να επενδύσουν και να αναπτύξουν την εταιρεία, και από τα μέσα της 10ετίας του 2000 στόχευσε στην αύξηση της παραγωγής ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας και να περάσει η Royal Enfield στο επόμενο επίπεδο. 

Εκτός από τις μεγάλες επενδύσεις με τις ευλογίες των Lal, που επικεντρώθηκαν πρώτα στη Royal και έπειτα στα τρακτέρ του ομίλου, η σημαντικότερη ίσως συνεισφορά του Govindarajan ήταν στη βελτίωση της ποιότητας κατασκευής με τον παράλληλο εκσυγχρονισμό του εργοστασίου και των μεθόδων παραγωγής της εταιρείας, όπως και η προσοχή στον νευραλγικό ποιοτικό έλεγχο των εξαρτημάτων και των μοτοσυκλετών στο σύνολό τους.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Με πτυχίο μηχανικού μηχανολόγου, ο νεαρός τότε Siddhartha Lal, ως CEO συνέβαλε και αυτός με τη σειρά του στη βελτίωση των μοτοσυκλετών της RE, κάνοντας στη σέλα τους πολλά χιλιόμετρα, ενώ είχε συμβολή στην ανάπτυξη και μιας πιο ομαδικής εταιρικής κουλτούρας. "Butts on Seats" (Πισινοί στις σέλες), είναι άλλωστε μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά εσωτερικά από τους Ινδούς, μια αρχή που δείχνει τη γενικότερη φιλοσοφία τους και στην προσέγγισή νέων αναβατών. Στη Royal Enfield θέλουν οι μοτοσυκλέτες τους να οδηγούνται γιατί είναι σίγουροι ότι οι αναβάτες θα καταλήξουν έπειτα να τις αγοράσουν, με test rides να είναι διαθέσιμα σε όλες τις αγορές όπως και στην Ελλάδα.

Οι μεγάλες αλλαγές και επενδύσεις οδήγησαν στον διπλασιαμό της παραγωγής μέχρι το 2010, ενώ μια πενταετία αργότερα είχε ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο. Η κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής οφείλεται στα δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας σε Oragadam (2013) και Vallam (2017) με ένα ακόμη να ολοκληρώνεται φέτος-βάσει όσων έχουν ανακοινωθεί- στο Cheyyar, που θα ανεβάσει την παραγωγή ένα ακόμη επίπεδο.

Τα μέγιστα στην προσπάθεια των Ινδών να επεκταθούν παγκοσμίως έχουν συνεισφέρει και τα δύο τεχνολογικά κέντρα που διαθέτουν πλέον, ένα στην Ινδία και ένα στο Leicestershire της Αγγλίας όπως και η εξαγορά της βρετανικής Harris Performance Products το 2015. Η Harris φημήζεται για τα πλαίσια που σχεδιάζει και κατασκευάζει από το 1972 αλλά και για την αγωνιστική της εμπλοκή που είχε φτάσει τη 10ετία του '90 έως και την κορυφαία κλάση των 500 κ.εκ. του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος MotoGP.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Όλα τα εργοστάσια βρίσκονται στην πόλη Chennai (πρώην Madras), στην έδρα της Royal Enfield, εκεί όπου το 1955 στο Tiruvottiyur ξεκίνησε το δεύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της εταιρείας. Τρία χρόνια νωρίτερα η τοπική Madras Motors είχε αναλάβει να εφοδιάσει τον ινδικό στρατό με Bullet 350 και 500 κυβικών με τις μοτοσυκλέτες να καταφθάνουν στην Ινδία το 1953. 

Σκληροτράχηλες και εύκολες στη συντήρησή τους οι μοτοσυκλέτες κέρδισαν τους Ινδούς, και το 1955 η Madras Motors και η Royal Enfield προχώρησαν στη σύσταση της Enfield India με αρχικό στόχο να συναρμολογούνται στο Tiruvottiyur οι μοτοσυκλέτες της. Από το 1962 οι μοτοσυκλέτες κατασκευάζονταν πλέον εξολοκλήρου στην Ινδία.

Η βρετανική κληρονομιά
Το πρώτο κεφάλαιο της Royal Enfield είναι φυσικά βρετανικό με την αρχή να γίνεται το 1891 από τους Bob Walker Smith και Albert Eadie στο Redditch της Αγγλίας και την εξαγορά της George Townsend & Co. που κατασκεύαζε τότε βελόνες και είχε μόλις ξεκινήσει να κατασκευάζει και ποδήλατα.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Δύο χρόνια μετά, η εταιρεία έφτασε σε συμφωνία με την κρατική εταιρεία κατασκευής τουφεκιών Royal Small Arms Factory of Enfield -γνωστή και ως σκέτο Enfield- για την προμήθεια εξαρτημάτων. Αυτή η επιτυχία της την οδήγησε στη μετονομασία της σε Enfield Manufacturing Company Ltd., ενώ Enfield ονομάστηκε και το πρώτο ποδήλατό της. 

Το 1894 τα ποδήλατα ξεκίνησαν να ονομάζονται Royal Enfield έπειτα και από την άδεια που πήρε η εταιρεία από το Βρετανικό Στέμμα, ενώ τότε ξεκίνησε και το σήμα κατατεθέν σλόγκαν "Made Like A Gun" (Φτιαγμένο Σαν Όπλο).

Πέντε χρόνια μετά, το 1898, η εταιρεία κατασκεύασε το πρώτο της τετράκυκλο χρησιμοποιώντας δύο πλαίσια από τα ποδήλατά της και ένα μοτέρ De Dion, ενώ η εταιρεία άλλαξε ξανά το όνομά της σε The Enfield Cycle Co. Ltd., το οποίο και κράτησε για τις επόμενες επτά 10ετίες.

Η πρώτη Royal Enfield μοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε το 1901 και είχε σχεδιαστεί από τον Smith και τον Γάλλο Jules Gobiet. Το μοτέρ του 1,5 ίππου βρισκόταν μπροστά από τον λαιμό του σκελετού και η δύναμη έφτανε στον πίσω τροχό μέσω ενός τεράστιου σε μήκος δερμάτινου ιμάντα.

Το 1909 ακολούθησε η πρώτη V2 μοτοσυκλέτα της εταιρείας με κινητήρα Motosacoche 297 κ.εκ., ενώ το 1914 η μεγαλύτερη V2 μοτοσυκλέτα που κατασκεύαζε έφερε μοτέρ έξι ίππων και 770 κ.εκ. Αυτή ήταν και η μοτοσυκλέτα που "είδε δράση" στον 1ο ΠΠ, με τη Royal Enfield να προμηθεύει τον βρετανικό, τον βέλγικο, τον γαλλικό, τον αμερικάνικο αλλά και τον ρώσικο στρατό.

Μετά τον πόλεμο η εταιρεία συνεχίζει να μεγαλώνει και να εξελίσσει μοτοσυκλέτες φτάνοντας το 1930 να έχει συνολικά 11 μοντέλα, από τα 225 έως και τα 976 κ.εκ. Ο σταθμός στην ιστορία της έρχεται δύο χρόνια αργότερα όταν το 1932 παρουσιάστηκε η πρώτη Bullet στην ιστορία στο Λονδίνο, σε τρεις διαφορετικούς κυβισμούς: 250, 350 και 500 κ.εκ. Αυτό είναι και το μακροβιότερο όνομα μοτοσυκλέτας την ιστορία των δύο τροχών αφού εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα με την ίδια την μοτοσυκλέτα να έχει αλλάξει πολλές φορές από τότε.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Ακολουθεί η εμπλοκή της στον 2ο ΠΠ με την προμήθεια μοτοσυκλετών, γεννητριών, ποδηλάτων αλλά και εξαρτημάτων για αντιαεροπορικά όπλα. Πιο διάσημη μοτοσυκλέτα της αυτή την περίοδο ήταν ο δίχρονος "Ιπτάμενος Ψύλλος" (Flying Flea) των 126 κ.εκ. που χρησιμοποιήθηκε από τον στρατό για να πέφτει με αλεξίπτωτο από αεροπλάνο.

Η βρετανική Royal Enfield συνέχισε να κατασκευάζει μοτοσυκλέτες μετά τον πόλεμο κάνοντας το πέρασμα και στην Ινδία, παρουσιάζοντας το 1960 το Interceptor που έμεινε στην παραγωγή έως το 1970. Ωστόσο η άνοδος των ιαπωνικών εργοστασίων εκείνη την περίοδο αλλά και η δυσκολία των Βρετανών να καλύψουν τη ζήτηση για τις μοτοσυκλέτες τους στην Ευρώπη αλλά και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού οδήγησαν στο κλείσιμο της εταιρείας με το οριστικό λουκέτο να μπαίνει το 1970. Επτά χρόνια μετά η πρώτη ινδική Royal Enfield "αποβιβάστηκε" στη Μ.Βρετανία...

Ετικέτες

Aprilia RSV4 X ex3ma - 230 ίπποι για 165 κιλά, σε τιμή για λίγους

Με τεχνολογίες και αεροδυναμική από το MotoGP - Στα χρώματα της RS 250 του Max Biaggi
Aprilia RSV4 X ex3ma και Max Biaggi
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

23/9/2024

Με την "υπογραφή" του αγωνιστικού τμήματος το project "X" της της Aprilia πηγαίνει στο επόμενο επίπεδο με την ιδιαίτερα περιορισμένης παραγωγής RSV4 X ex3ma να αποτελεί την πιο προηγμένη και ακραία εκδοχή της superbike των Ιταλών που έχει παρουσιαστεί μέχρι στιγμής.

Η μεταφορά των τεχνολογιών από τις RS-GP στις μοτοσυκλέτες "δρόμου" της Aprilia συνεχίζεται με την RSV4 X ex3ma, του τέταρτου στη σειρά κεφάλαιου του project "X" που ξεκίνησε το 2019 με την RSV4 X, συνεχίστηκε με το Tuono X για να ακολουθήσε, το 2022, την RSV4 X Thirty.

Σύμφωνα με τον τεχνικό διευθυντή της Aprilia, Romano Albesiano, η μεταφορά τεχνολογίας από τις πρωτότυπες μοτοσυκλέτες του κορυφαίου πρωταθλήματος στον κόσμο στο superbike του Noale είναι πιο εμφανής στην αεροδυναμική της μοτοσυκλέτας. 

Aprilia RSV4 X ex3ma και Max Biaggi

Όπως σας είχαμε πληροφορήσει πριν από μερικές ημέρες η RSV4 X ex3ma είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα στην ιστορία που διατίθεται προς πώληση στο κοινό από έναν κατασκευαστή, η οποία εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της αρχής της επίδρασης του εδάφους (ground effect για τους αγγλομαθείς) όταν βρίσκεται υπό ακραία κλίση και με αυτόν τον τρόπο αυξάνει την πρόσφυση των τροχών της. Η συγκεκριμένη λύση εφαρμόζεται ήδη στην RS-GP 24.

Σύμφωνα με τον Albesiano και σε σχέση με την RSV4 X Thirty, το κάθετο φορτίο που ασκείται στους τροχούς της RSV4 X ex3ma χάρη στα νέα αεροδυναμικά βοηθήματα έχει τριπλασιαστεί στις στροφές, με την τεράστια εμπρός πτέρυγα να ξεπερνά σε μήκος το μισό μέτρο (550 χλστ.) και να έρχεται επίσης απευθείας από το MotoGP κλέβοντας την παράσταση. Παράλληλα και έναντι της RSV4 X Trenta το αεροδυναμικό φορτίο έχει πενταπλασιαστεί, με τη μοτοσυκλέτα να κινείται κάθετα ως προς το έδαφος, ενώ έχει βελτιωθεί η σταθερότητα στην ευθεία και έχουν περιοριστεί περαιτέρω οι σούζες ισχύος.

Aprilia RSV4 X ex3ma και Max Biaggi

Η μεγάλη καμπυλωτή αεροτομή στέλνει τον αέρα στα νέα πλαϊνά του φαίρινγκ που σχεδιάστηκαν με ένα εμφανέστατο και βαθύ αεροδυναμικό "σκαλοπάτι" από τη μέση και πάνω, ενώ νέα είναι και η αεροτομή που βρίσκεται κάτω από το αλουμινένιο ψαλίδι. Νέες είναι και οι μικρές αεροτομές στον εμπρός τροχό, που αξιοποιούνται κυρίως όταν η μοτοσυκλέτα βρίσκεται υπό κλίση, ως οι πρώτες που "υποδέχονται" τον αέρα και τον κατευθύνουν στο ρηχό "τούνελ" που βρίσκεται ακριβώς από πίσω τους.

Ολόκληρο το κοστούμι της ακραίας superbike της Aprilia κατασκευάστηκε από ανθρακονήματα από την PAN Compositi που συνεργάζεται με το Noale στο MotoGP και για τη δημιουργία του χρησιμοποιήθηκε η ίδια τεχνοτροπία και μέθοδος που χρησιμοποιείται και για τα φαίρινγκ των MotoGP μοτοσυκλετών.

Με τη νέα περιορισμένης παραγωγής έκδοση της RSV4 η Aprilia φαίνεται να κερδίζει τις εντυπώσεις και να ξεχωρίζει στον τεχνολογικό "πόλεμο" που επικρατεί μεταξύ των κορυφαίων ευρωπαίων και μη κατασκευαστών στα superbikes, έχοντας παράλληλα πατεντάρει τις αεροδυναμικές λύσεις που έχει εφαρμόσει στην RSV4 ex3ma. 

Aprilia RSV4 X ex3ma και Max Biaggi

Στην εξέλιξη της μοτοσυκλέτας συμμετείχε και ο Max Biaggi και αυτός είναι ίσως ένας ακόμη λόγος που η RSV4 X ex3ma έχει ντυθεί στα χρώματα της εργοστασιακής RS 250 του "Ρωμαίου Αυτοκράτορα" με την οποία και κατέκτησε τον πρώτο από τους τέσσερεις σερί παγκόσμιους τίτλους του στην κλάση των 250 κ.εκ., το 1995. Φυσικά η καπνοβιομηχανία "Chesterfield" που ήταν και ο μεγάλος χορηγός εδώ απουσιάζει, ωστόσο οι παλιότεροι σίγουρα αναγνωρίζουν άμεσα τα χρώματα και τα σχήματα των γραφικών στα πλαϊνά του φαίρινγκ.

Η εξάτμιση της SC Project με το διπλό τελικό και τους λαιμούς από τιτάνιο κάνει την ιταλική χειροποίητη superbike να θυμίζει ακόμη περισσότερο την RS 250, ενώ βοηθά και στη συγκράτηση του βάρους στα 165 κιλά. Η ισχύς του V4 των 1.099 κ.εκ. έχει ανέβει στους 230 ίππους στις 13.500 σ.α.λ. και η ροπή στα 13,35 κιλά στις 11.000 σ.α.λ. Στη βελτίωση της απόδοσης συνεισφέρει και η υψηλότερη συμπίεση, η ECU APX της Aprilia που ελέγχει και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά της μοτοσυκλέτας αλλά και το νέο φίλτρο αέρα της Sprint Filter.

Aprilia RSV4 X ex3ma και Max Biaggi
H RS 250 του Max Biaggi του 1994 

Στην RSV4 X ex3ma οι αναρτήσεις δεν είναι ηλεκτρονικές και προέρχονται από την Ohlins, οι δαγκάνες είναι οι billet GP4 MS της Brembo με αγωνιστικά τακάκια Z04, ενώ οι δίσκοι των 330 χλστ. είναι από τη σειρά T-Drive της ιταλικής εταιρείας, ενώ και η τρόμπα είναι φυσικά ακτινική. Την εικόνα συμπληρώνουν οι ανθρακονημάτινοι τροχοί που φέρουν τα slick ελαστικά SC1 της Pirelli, τα ίδια που χρησιμοποιούνται και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbike, με διάσταση 125/70 εμπρός και 200/65 πίσω.

Ως το απόλυτο όπλο της Aprilia για trackdays το μοτέρ διατηρεί τη θερμοκρασία του στα επιθυμητά επίπεδα με τη βοήθεια μεγαλύτερων και αγωνιστικών προδιαγραφών ψυγείων "νερού" και λαδιού της Taleo Tecnoracing με την αγωνιστική αλυσίδα να προέρχεται από την RK και τα γρανάζια από την PBR.

Η εξωτική supebike της Aprilia γίνεται ακόμη πιο λαχταριστή μέσα από λεπτομέρειες όπως είναι το φτερό και ο λασπωτήρας από ανθρακονήματα, τους διακόπτες στο τιμόνι της Jetprime, με τα μαρσπιέ να είναι ρυθμιζόμενα, όπως και οι μανέτες με τα τελευταία δύο να είναι από billet αλουμίνιο, όπως και η τάπα του ρεζερβουάρ.

Η Aprilia RSV4 X ex3ma θα παραχθεί συνολικά σε μόλις 30 αντίτυπα με την τιμή της στην Ευρώπη να βρίσκεται στα 80.000 ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται οι όποιοι φόροι, ωστόσο περιλαμβάνεται προίκα: πίσω σταντ, laptop της Yashi, κουκούλα και χαλί. 

Οι κρατήσεις γίνονται αποκλειστικά μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της Aprilia Racing, ενώ όσοι την αγοράσουν θα έχουν τη δυνατότητα να την παραλάβουν από το Noale με δώρο την επίσκεψή τους στο αγωνιστικό τμήμα των Ιταλών.