Royal Enfield - Έρχεται νέο ιστορικό ρεκόρ παραγωγής για τους Ινδούς

Η κατακόρυφη άνοδος μέσα σε μια 10ετία - Η ιστορία της εταιρείας από το σήμερα στο χθες
Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

26/7/2024

Από "εσωστρεφή" εταιρεία με ιστορικό όνομα, σε παγκόσμιο κατασκευαστή με κυριαρχικές βλέψεις, η υπεραιωνόβια Royal Enfield συνεχίζει να γράφει τη δική της ξεχωριστή ιστορία ατενίζοντας ένα όλο και πιο ευοίωνο μέλλον.

Σε ένα ακόμη ορόσημο παραγωγής, ασύλληπτο πριν από μία περίπου δεκαετία για τα δεδομένα της, αναμένεται να φτάσει φέτος η Royal Enfield, ο παλαιότερος κατασκευαστής μοτοσυκλετών στον κόσμο με αδιάκοπη παραγωγή -συμπεριλαμβανομένης και της βρετανικής κληρονομιάς του- από την ίδρυσή, πριν από 123 χρόνια, έως και σήμερα.

Εκμεταλλευόμενη πλήρως και με σεμιναριακό τρόπο τις τάσεις που επικρατούν παγκοσμίως στους δύο τροχούς και υπό τη σκέπη του κολοσσού Eicher Group, η Royal Enfield έχει βγει για τα καλά από το καβούκι της και το 2024 θα είναι λογικά η χρονιά που θα φτάσει -και ίσως ξεπεράσει- σε παραγωγή το ένα εκατομμύριο μοτοσυκλέτες!

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Ένα ορόσημο που είναι εντός των δυνατοτήτων της εταιρείας αφού και το 2023 έκλεισε επίσης με ιστορικό ρεκόρ για τους Ινδούς, με 920.000 πωλήσεις μοτοσυκλετών και άνοδο της τάξης του 16% έναντι της προηγούμενης χρονιάς.

Αυτός ο όγκος παραγωγής φέρνει τη Royal Enfield ανάμεσα στους μεγαλύτερους κατασκευαστές μοτοσυκλετών στον κόσμο ακόμη και εντός δεκάδας, αν βγουν από την εξίσωση τα παπιά και τα scooter, αλλά και οι μοτοσυκλέτες έως 250 κ.εκ. 

Οι παραπάνω είναι κυβισμοί και κατηγορίες που η ινδική εταιρεία δεν είχε ποτέ παρουσία και ούτε σκοπεύει να αποκτήσει, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, και αυτό κάνει το επίτευγμα της ακόμη πιο εντυπωσιακό. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι στην εγχώρια αγορά της Ινδίας τα μοντέλα με τις υψηλότερες πωλήσεις είναι μεταξύ 100 και 160 κ.εκ., και οτιδήποτε πάνω από 250 κ.εκ. θεωρείται premium.

Στην ινδική αγορά, η Royal Enfield έχει πάνω από το 90% της πίτας στα 250-750 κ.εκ. και σε αυτούς τους κυβισμούς θα παραμείνει και στο μέλλον τόσο στην Ινδία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο όπου δραστηριοποιείται ήδη σε περισσότερες από 40 χώρες, έχει παρουσία και στη Λατινική Αμερική, ενώ είναι ο μοναδικός Ινδός κατασκευαστής μοτοσυκλετών που δραστηριοποιείται και στη Β. Αμερική.

Για να πετύχει βέβαια αυτά τα νούμερα η Royal Enfield πραγματοποίησε "κοσμογονικές" για την ίδια αλλαγές στη στρατηγική της αλλά και στον τρόπο που κατασκευάζει μοτοσυκλέτες τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, χωρίς όμως να χάσει την ταυτότητά της. Αντίθετα την ενίσχυσε και την ανέδειξε αποκτώντας στην πορεία εκατοντάδες χιλιάδες φίλους σε όλο τον κόσμο. 

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Από τα μόλις δύο μοντέλα οι Ινδοί έχουν πλέον μια ευρεία γκάμα που απαρτίζεται από 8 μοτοσυκλέτες, οι οποίες θα φτάσουν στο άμεσο μέλλον στις 14 με απώτερο μάλιστα στόχο τις 20 συνολικά.

Μοτοσυκλέτα που ανέδειξε την εικόνα της εταιρείας και πρωτοστατεί στις πωλήσεις της είναι το adventure Himalayan, το οποίο παρουσιάστηκε το 2015 και βρίσκεται πλέον στη δεύτερη γενιά του. Mια γενιά που φέρνει μαζί της και το νέο Sherpa μοτέρ των Ινδών, το πρώτο υγρόψυκτο στην ιστορία τους, όπως και την πρώτη TFT οθόνη με δυνατότητα συνδεσιμότητας.

Οι Bullet και Classic είναι ο "στυλοβάτης" της Royal Enfield εκείνες που την κράτησαν ζωντανή για όσο διάστημα χρειάστηκε και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς της όπως και το εν σειρά δικύλινδρο Interceptor. Από την άλλη, τα επίσης δικύλινδρα 650 Shotgun και Super Meteor σκιαγραφούν την άποψη των Ινδών στα cruiser με το μονοκύλινδρο Meteor να αποτελεί την πιο προσιτή επιλογή και το HNTR να τραβά εντελώς διαφορετική πορεία και να συνδυάζει περισσότερα μοντέρνα στοιχεία -γραφικά και διχρωμίες ρεζερβουάρ- στη διαχρονική σχεδίασή του.

Άνθρωποι κλειδιά στην άνοδο της Royal Enfield είναι ο τωρινός διευθύνων σύμβουλός της εταιρείας Balakrishnan Govindarajan, ο Siddhartha Lal (CEO της εταιρείας την περίοδο 2000-2004) και ο πατέρας του, Vikram Lal, ο Ινδός δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας ο οποίος το 1994 εξαγόρασε τη Royal Enfield μέσω ομίλου της Eicher Motors, του ομίλου που ίδρυσε ο ίδιος και προήρθε από την οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του, την Eicher India.

O Govindarajan εντάχθηκε στο δυναμικό της Royal Enfield το 1994, όταν η παραγωγή δεν ξεπερνούσε τις 25.000 μοτοσυκλέτες τον χρόνο -ένα νούμερο που δεν θα άλλαζε σημαντικά για τουλάχιστον μία ακόμη 10ετία- στο μοναδικό τότε εργοστάσιο της εταιρείας στο Tiruvottiyur. 

Ο Govindarajan βρήκε τους κατάλληλους συμπαραστάτες στα πρόσωπα των δύο Lal που ήθελαν να επενδύσουν και να αναπτύξουν την εταιρεία, και από τα μέσα της 10ετίας του 2000 στόχευσε στην αύξηση της παραγωγής ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας και να περάσει η Royal Enfield στο επόμενο επίπεδο. 

Εκτός από τις μεγάλες επενδύσεις με τις ευλογίες των Lal, που επικεντρώθηκαν πρώτα στη Royal και έπειτα στα τρακτέρ του ομίλου, η σημαντικότερη ίσως συνεισφορά του Govindarajan ήταν στη βελτίωση της ποιότητας κατασκευής με τον παράλληλο εκσυγχρονισμό του εργοστασίου και των μεθόδων παραγωγής της εταιρείας, όπως και η προσοχή στον νευραλγικό ποιοτικό έλεγχο των εξαρτημάτων και των μοτοσυκλετών στο σύνολό τους.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Με πτυχίο μηχανικού μηχανολόγου, ο νεαρός τότε Siddhartha Lal, ως CEO συνέβαλε και αυτός με τη σειρά του στη βελτίωση των μοτοσυκλετών της RE, κάνοντας στη σέλα τους πολλά χιλιόμετρα, ενώ είχε συμβολή στην ανάπτυξη και μιας πιο ομαδικής εταιρικής κουλτούρας. "Butts on Seats" (Πισινοί στις σέλες), είναι άλλωστε μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά εσωτερικά από τους Ινδούς, μια αρχή που δείχνει τη γενικότερη φιλοσοφία τους και στην προσέγγισή νέων αναβατών. Στη Royal Enfield θέλουν οι μοτοσυκλέτες τους να οδηγούνται γιατί είναι σίγουροι ότι οι αναβάτες θα καταλήξουν έπειτα να τις αγοράσουν, με test rides να είναι διαθέσιμα σε όλες τις αγορές όπως και στην Ελλάδα.

Οι μεγάλες αλλαγές και επενδύσεις οδήγησαν στον διπλασιαμό της παραγωγής μέχρι το 2010, ενώ μια πενταετία αργότερα είχε ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο. Η κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής οφείλεται στα δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας σε Oragadam (2013) και Vallam (2017) με ένα ακόμη να ολοκληρώνεται φέτος-βάσει όσων έχουν ανακοινωθεί- στο Cheyyar, που θα ανεβάσει την παραγωγή ένα ακόμη επίπεδο.

Τα μέγιστα στην προσπάθεια των Ινδών να επεκταθούν παγκοσμίως έχουν συνεισφέρει και τα δύο τεχνολογικά κέντρα που διαθέτουν πλέον, ένα στην Ινδία και ένα στο Leicestershire της Αγγλίας όπως και η εξαγορά της βρετανικής Harris Performance Products το 2015. Η Harris φημήζεται για τα πλαίσια που σχεδιάζει και κατασκευάζει από το 1972 αλλά και για την αγωνιστική της εμπλοκή που είχε φτάσει τη 10ετία του '90 έως και την κορυφαία κλάση των 500 κ.εκ. του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος MotoGP.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Όλα τα εργοστάσια βρίσκονται στην πόλη Chennai (πρώην Madras), στην έδρα της Royal Enfield, εκεί όπου το 1955 στο Tiruvottiyur ξεκίνησε το δεύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της εταιρείας. Τρία χρόνια νωρίτερα η τοπική Madras Motors είχε αναλάβει να εφοδιάσει τον ινδικό στρατό με Bullet 350 και 500 κυβικών με τις μοτοσυκλέτες να καταφθάνουν στην Ινδία το 1953. 

Σκληροτράχηλες και εύκολες στη συντήρησή τους οι μοτοσυκλέτες κέρδισαν τους Ινδούς, και το 1955 η Madras Motors και η Royal Enfield προχώρησαν στη σύσταση της Enfield India με αρχικό στόχο να συναρμολογούνται στο Tiruvottiyur οι μοτοσυκλέτες της. Από το 1962 οι μοτοσυκλέτες κατασκευάζονταν πλέον εξολοκλήρου στην Ινδία.

Η βρετανική κληρονομιά
Το πρώτο κεφάλαιο της Royal Enfield είναι φυσικά βρετανικό με την αρχή να γίνεται το 1891 από τους Bob Walker Smith και Albert Eadie στο Redditch της Αγγλίας και την εξαγορά της George Townsend & Co. που κατασκεύαζε τότε βελόνες και είχε μόλις ξεκινήσει να κατασκευάζει και ποδήλατα.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Δύο χρόνια μετά, η εταιρεία έφτασε σε συμφωνία με την κρατική εταιρεία κατασκευής τουφεκιών Royal Small Arms Factory of Enfield -γνωστή και ως σκέτο Enfield- για την προμήθεια εξαρτημάτων. Αυτή η επιτυχία της την οδήγησε στη μετονομασία της σε Enfield Manufacturing Company Ltd., ενώ Enfield ονομάστηκε και το πρώτο ποδήλατό της. 

Το 1894 τα ποδήλατα ξεκίνησαν να ονομάζονται Royal Enfield έπειτα και από την άδεια που πήρε η εταιρεία από το Βρετανικό Στέμμα, ενώ τότε ξεκίνησε και το σήμα κατατεθέν σλόγκαν "Made Like A Gun" (Φτιαγμένο Σαν Όπλο).

Πέντε χρόνια μετά, το 1898, η εταιρεία κατασκεύασε το πρώτο της τετράκυκλο χρησιμοποιώντας δύο πλαίσια από τα ποδήλατά της και ένα μοτέρ De Dion, ενώ η εταιρεία άλλαξε ξανά το όνομά της σε The Enfield Cycle Co. Ltd., το οποίο και κράτησε για τις επόμενες επτά 10ετίες.

Η πρώτη Royal Enfield μοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε το 1901 και είχε σχεδιαστεί από τον Smith και τον Γάλλο Jules Gobiet. Το μοτέρ του 1,5 ίππου βρισκόταν μπροστά από τον λαιμό του σκελετού και η δύναμη έφτανε στον πίσω τροχό μέσω ενός τεράστιου σε μήκος δερμάτινου ιμάντα.

Το 1909 ακολούθησε η πρώτη V2 μοτοσυκλέτα της εταιρείας με κινητήρα Motosacoche 297 κ.εκ., ενώ το 1914 η μεγαλύτερη V2 μοτοσυκλέτα που κατασκεύαζε έφερε μοτέρ έξι ίππων και 770 κ.εκ. Αυτή ήταν και η μοτοσυκλέτα που "είδε δράση" στον 1ο ΠΠ, με τη Royal Enfield να προμηθεύει τον βρετανικό, τον βέλγικο, τον γαλλικό, τον αμερικάνικο αλλά και τον ρώσικο στρατό.

Μετά τον πόλεμο η εταιρεία συνεχίζει να μεγαλώνει και να εξελίσσει μοτοσυκλέτες φτάνοντας το 1930 να έχει συνολικά 11 μοντέλα, από τα 225 έως και τα 976 κ.εκ. Ο σταθμός στην ιστορία της έρχεται δύο χρόνια αργότερα όταν το 1932 παρουσιάστηκε η πρώτη Bullet στην ιστορία στο Λονδίνο, σε τρεις διαφορετικούς κυβισμούς: 250, 350 και 500 κ.εκ. Αυτό είναι και το μακροβιότερο όνομα μοτοσυκλέτας την ιστορία των δύο τροχών αφού εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα με την ίδια την μοτοσυκλέτα να έχει αλλάξει πολλές φορές από τότε.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Ακολουθεί η εμπλοκή της στον 2ο ΠΠ με την προμήθεια μοτοσυκλετών, γεννητριών, ποδηλάτων αλλά και εξαρτημάτων για αντιαεροπορικά όπλα. Πιο διάσημη μοτοσυκλέτα της αυτή την περίοδο ήταν ο δίχρονος "Ιπτάμενος Ψύλλος" (Flying Flea) των 126 κ.εκ. που χρησιμοποιήθηκε από τον στρατό για να πέφτει με αλεξίπτωτο από αεροπλάνο.

Η βρετανική Royal Enfield συνέχισε να κατασκευάζει μοτοσυκλέτες μετά τον πόλεμο κάνοντας το πέρασμα και στην Ινδία, παρουσιάζοντας το 1960 το Interceptor που έμεινε στην παραγωγή έως το 1970. Ωστόσο η άνοδος των ιαπωνικών εργοστασίων εκείνη την περίοδο αλλά και η δυσκολία των Βρετανών να καλύψουν τη ζήτηση για τις μοτοσυκλέτες τους στην Ευρώπη αλλά και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού οδήγησαν στο κλείσιμο της εταιρείας με το οριστικό λουκέτο να μπαίνει το 1970. Επτά χρόνια μετά η πρώτη ινδική Royal Enfield "αποβιβάστηκε" στη Μ.Βρετανία...

Ετικέτες

Yamaha R1 RACE και R1 GYTR 2025 - Αναβάθμιση με μισή καρδιά... [VIDEO]

Φρένα, αναρτήσεις και αεροδυναμικά βοηθήματα, αλλά με καθυστέρηση απέναντι στον ανταγωνισμό
Yamaha R1 2025
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

19/9/2024

Για το 2025 η Yamaha αναβαθμίζει συντηρητικά τις δυο εκδόσεις R1 της, με το βασικό μοντέλο να μετονομάζεται  σε R1 RACE (και αυτό αποκλειστικά για χρήση πίστας πλέον στην Ευρώπη, καθώς δεν θα πληροί τις Euro 5+ προδιαγραφές) και να δέχεται νέες αναρτήσεις, Brembo φρένα και αεροδυναμικά φτεράκια. Αντίστοιχα κι η κορυφαία έκδοση RY GYTR που φέρει κορυφαία εξαρτήματα της Yamaha για αγωνιστική χρήση λαμβάνει τις βελτιώσεις της R1 RACE, στην οποία βασίζεται. Σημειώστε πως στις Η.Π.Α. για το 2025 τα R1 & R1M θα κυκλοφορήσουν κανονικά με δυνατότητα έκδοσης αριθμού κυκλοφορίας, ελλείψει προδιαγραφών ρύπων και θορύβου που κάνουν δυνατή ακόμα και την κυκλοφορία μοτοσυκλετών του παρελθόντος με καρμπιρατέρ κ.α.

Το γεγονός πως η Yamaha στο δελτίο τύπου της ξεκινά με τα αεροδυναμικά βοηθήματα, μπορεί να υποδηλώνει και την αγωνία της να δείξει πως πήρε το μάθημά της μαζί με τη Honda από το MotoGP, εκεί που αμφότερα τα ιαπωνικά εργοστάσια παλεύουν να φτάσουν ξανά το επίπεδο των Ευρωπαίων που έχουν ξεφύγει, και είναι πρωτοπώροι σε “φτερά”, “φτυάρια”, και λοιπούς νεωτερισμούς στην αεροδυναμική.

Εμείς όμως θα ξεκινήσουμε από τα φρένα, τον τομέα που το R1 έπασχε περισσότερο σε σχέση με τον ανταγωνισμό, όπου τα παράπονα είχαν να κάνουν τόσο με τη δύναμή τους όσο κυρίως με το fade σε σκληρή χρήση.

Yamaha R1 2025

Το ολοκαίνουργιο πακέτο φρένων του R1 RACE είναι της ιταλικής Brembo (αντί Ιάπωνα προμηθευτή) και αποτελείται από ακτινική τρόμπα και Stylema monobloc δαγκάνες. Εξαιρετική επιλογή αν και θα μπορούσαμε να πούμε πως στην επιλογή αυτή της Yamaha ταιριάζει γάντι η φράση “too little, too late”, καθώς οι Stylema είναι μεν εξαιρετικές δαγκάνες, έκαναν όμως το ντεμπούτο τους το μακρινό… 2017 (στο Ducati Panigale V4), ενώ φέτος η Brembo έχει παρουσιάσει τον αντικαταστάτη τους, τις Hypure, τις οποίες φέρει -φυσικά- το νέο Panigale!

Yamaha R1 2025

Περνάμε στο πλήρως ρυθμιζόμενο ανεστραμμένο πιρούνι νέας γενιάς 43 mm της KYB, το οποίο έχει ανασχεδιαστεί και φέρει ανεξάρτητους ρυθμιστές για συμπίεση επαναφοράς και συμπίεσης σε αριστερό και δεξί καλάμι, με ρύθμιση για διαφορετική συμπεριφορά σε χαμηλές και ψηλές ταχύτητες. Κάθε καλάμι πλέον διαθέτει μια βαλβίδα στη βάση του, σχεδιασμένη να βελτιστοποιεί την πίεση στον κύλινδρο, μειώνοντας ή αποτρέποντας εντελώς τη ροή του λαδιού στο κάτω μέρος του πιρουνιού. Η Yamaha αναφέρει πως με το νέο πιρούνι, η απόσβεση γίνεται καλύτερη, ο τροχός κρατά καλύτερα την επαφή του με την άσφαλτο, και έχουμε βελτίωση και γενικότερα στη σταθερότητα. Νέα τέλη είναι η επίστρωση Kashima που δίνει ένα σκούρο χρυσό χρώμα στο πάνω μέρος του πιρουνιού.

Περιέργως, η Yamaha δεν αλλάζει και το πίσω αμορτισέρ, κάτι που τονίζει λίγο ακόμα τον συντηρητικό χαρακτήρα της αναβάθμισης του 2025.

Yamaha R1 2025

Φτάνουμε στα carbon αεροδυναμικά φτεράκια, τα οποία διαθέτει το R1 RACE στο πάνω μέρος του φαίρινγκ μπροστά, με τα συγκεκριμένα βοηθήματα να βελτιώνουν την αποτροπή της σούζας στα πολλά, και την αίσθηση στο μπροστινό σε φρένα και στροφές. Αν τώρα άλλοι κατασκευαστές γράφουν αναλυτικά για τα οφέλη των συγκεκριμένων βοηθημάτων, με στοιχεία όπως τον αριθμό των κιλών που προσθέτουν με το downforce σε συγκεκριμένο αριθμό χιλιομέτρων, η Yamaha δυστυχώς δεν κάνει τέτοια παράθεση στοιχείων, αφαιρώντας λίγο από το κύρος που προσθέτουν τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία υπάρχουν για να αποδεικνύουν τη λειτουργικότητα των βοηθημάτων, πέρα από την “MotoGP” εμφάνισή τους. Να σημειώσουμε τέλος, πως πρώτο Superbike παραγωγής με "φτεράκια" ήταν το Aprilia RSV4 RF LE του 2018, με το Ducati Panigale V4 να εξοπλίζεται με αυτά από το 2019...

Yamaha R1 2025

Αναβαθμισμένη είναι η σέλα του R1 RACE, με νέο υλικό για καλύτερη πρόσφυση, ώστε να παραμένει στη θέση του ο αναβάτης και να μη γλιστρά πάνω της σε αλλαγές κατεύθυνσης.

Κάπου εδώ φτάνουμε στο τέλος των αναβαθμίσεων, που δυστυχώς δεν άγγιξαν βαθιά το R1, μην έχοντας τη δύναμη να το φέρουν κοντά στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό που έχει ξεφύγει τόσο στους αγώνες (MotoGP & WorldSBK) όσο και στα SBK μοντέλα παραγωγής.

Αλλαγές δεν έχουμε στο αλουμινένιο πλαίσιο dealtabox, ούτε και στο ψαλίδι, ούτε όμως και στον τετρακύλινδρο κινητήρα CP4, με επίσημη απόδοση μόλις 197,26 hp, όταν το Aprilia RSV4 Factory 1100 αποδίδει 217 hp, το BMW M 1000 RR 209 hp, το Ducati Panigale V4 του 25 216 hp και το Honda CBR1000RRR 214,5 hp.

Ίδια έμεινε και η σουίτα ηλεκτρονικών βοηθημάτων, με IMU 6 αξόνων και συστήματα Traction Control, Slide Control, Brake Control, Lift Control, Launch Control, και Engine Brake Control. Η μοτοσυκλέτα συνεχίζει να διαθέτει quickshifter και φυσικά Riding Modes που η Yamaha ονομάζει Power selection modes.

Αλλαγή δεν είχαμε ούτε στα όργανα, με την TFT οθόνη να παραμένει ιδιαίτερα μικρή και δυσδιάκριτη, στις 4,2 ίντσες.

Yamaha R1 2025 GYTR

Όσον αφορά στην έκδοση R1 GYTR, αυτή διαθέτει όλες τις αναβαθμίσεις του R1 RACE -πλην των φρένων-, ενώ παράλληλα φέρει και μια σειρά κορυφαίων εξαρτημάτων GYTR με στόχο την αγωνιστική χρήση, τις βελτιωμένες επιδόσεις και το μικρότερο βάρος.

Yamaha R1 2025 GYTR

Στα επιπλέον εξαρτήματα GYTR που φέρει η κορυφαία έκδοση R1 περιλαμβάνονται μαύρο φαίρινγκ από fiberglass (θα έπρεπε να ήταν carbon), ρυθμιζόμενα μαρσπιέ, κλιπ-ον, Racing ECU (SST Spec), αγωνιστική καλωδίωση, Akrapovic τελικό εξάτμισης (και όχι ολόσωμη εξάτμιση), μπουζί, αλυσίδα, ABS emulator, σωληνάκια φρένων, τάπα ρεζερβουάρ μισής στροφής, μανέτες, καλύμματα κινητήρα, ζελατίνα, τακάκια Brembo Z04, αγωνιστικό σταντ, κ.α.

Yamaha R1 2025 GYTR

Τα νέα R1 αναμένεται να γίνουν διαθέσιμα από τον Νοέμβριο του 2024, το μεν R1 RACE από το δίκτυο dealer της Yamaha και το δε R1 GYTR από τα GYTR PRO SHOPS.

Αν θέλουμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα από την παραπάνω αναβάθμιση, είναι πως η Yamaha δεν έχει ακόμα εμπεδώσει τα μαθήματα από τα Πρωταθλήματα MotoGP & WorldSBK, και συνεχίζει και στα μοντέλα παραγωγής μια αργή εξέλιξη που συνεχίζει να τη φέρνει σε δυσμενή θέση απέναντι στον ανταγωνισμό.

Ετικέτες