Mega Test με παπιά: Οι εργάτες της πόλης κατακτούν τα βουνά της Κρήτης

Μια αξέχαστη εμπειρία με παπιά!
1
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

6/10/2017

Κουζουλόπαπα!

Daelim Ace 110 - Honda Wave 110i – Kawasaki Kaze 115R – Yamaha Crypton 110

To αγροτικό σταματάει δίπλα μου. Συνοφρυωμένος ο μπάρμπας, με κοιτάει καλά καλά χωρίς κουβέντα. Αφού το σκέφτεται λίγο, μου γαβγίζει: "Τώρα τί ’σαστε σεις, ααστρονάαυτεες;". Πιθανώς η θέα τεσσάρων χωματερών με παπιά να μην είναι πολύ συνηθισμένη στα Τρία Κορφάλια του Αποκόρωνα. "Περίπου", του απαντώ, κι εκείνος φεύγει, σίγουρος πως δεν μπορεί να βγάλει άκρη με τέσσερις αστροναύτες, μπορεί και εξωγήινους. Εμείς να δούμε τι άκρη θα βγάζαμε, που θέλαμε να γυρίσουμε τους πετρόδρομους των Λευκών Ορέων με τα ταπεινά παπάκια μας...

 

Το συγκεκριμένο άρθρο γράφτηκε το 2014 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 536 του ΜΟΤΟ, και αφορά ένα μοναδικό ταξιδιωτικό-συγκριτικό παπιών, έτσι όπως μόνο το ΜΟΤΟ έχει τη δυνατότητα να κάνει

Γιατί με παπιά; Γιατί όχι; Όταν η απόλυτη ταχύτητα δεν είναι προτεραιότητα, με ένα παπί μπορείς να γυρίσεις τον πλανήτη ολόκληρο. Κι όταν μάλιστα η παρέα αποτελείται μόνο από παπιά, το πράγμα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον. Εντάξει όμως, ας ξεκινήσουμε και με μια εξομολόγηση: Το κάναμε και λίγο επίτηδες, για να διακωμωδήσουμε πρώτους απ’ όλους εμάς τους ίδιους, που κάθε χρόνο παίρνουμε τα βουνά με πανάκριβα και βαριά "adventure bikes", στο MEGA TEST. Ταυτόχρονα, το κάνουμε και σαν ένα καμπανάκι αφύπνισης, σχετικά με όλο το μάρκετινγκ που έχει αναπτυχθεί γύρω από το θέμα τουρισμός παντός δρόμου, ειδικά για όσους έχουν ψηθεί πως αν δεν έχουν μοτοσυκλέτα των πάνω από δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ, συν τέσσερα – πέντε χιλιάρικα για αξεσουάρ και εξοπλισμό, δεν μπορούν να κάνουν ταξίδια και να εξερευνήσουν κάθε γωνιά του πλανήτη.

Για να μην κουραζόμαστε, μοτοσυκλέτα τουρισμού είναι αυτή που καβαλάς για να ταξιδέψεις, και μοτοσυκλέτα "περιπέτειας" είναι αυτή που πας γυρεύοντας για να βρεις την περιπέτεια. Ας μην μπούμε εδώ στην συζήτηση για το αν είναι μοτοσυκλέτες τα παπιά. Είναι. Έχουν τον κινητήρα τους στη σωστή θέση. Κι όσο πιο ακατάλληλο είναι το μέσο, τόσο πιο απολαυστικό μπορεί να γίνει το ταξίδι. Το δικό μας σχέδιο ήταν να περιπλανηθούμε στα Λευκά Όρη της Κρήτης, ανεβαίνοντας όσο πιο ψηλά γίνεται και από την βόρεια και από την νότια πλευρά τους.

Επιλέξαμε να κάνουμε αυτό το ταξιδάκι με "μεσαία" παπιά, ούτε τα πιο ακριβά, αλλά ούτε και τα πιο φτηνά. Αντιπροσωπεύουν μια κατηγορία παπιών που δεν έχει απομακρυνθεί τόσο από τις χρηστικές καταβολές του είδους όσο τα ακριβότερα, ενώ βρίσκονται σε καλύτερο επίπεδο από τα πολύ φτηνότερα. Έτσι, βρεθήκαμε με ένα Κορεάτικο (το Daelim) και τρία Ιαπωνικών εταιριών, προερχόμενα από εργοστάσια κατασκευής στην Κίνα (της Honda και της Yamaha) και την Ινδονησία (της Kawasaki). 

Η μόνη ειδική προετοιμασία που τους έγινε ήταν στις πιέσεις των ελαστικών, τουλάχιστον 40 μπροστά και 45 πίσω, για να αντέξουν τα λάστιχα και οι σαμπρέλες και να μην κοπούν από τις πέτρες. 

Ναι, από δω περνάει και το Ε4

Οδήγηση υψίστης ακριβείας

Οι αγουροξυπνημένοι Χανιώτες που έβλεπαν τέσσερις εντουράδες να τρώνε μπουγάτσα, δεν θα πίστευαν με τίποτα πως αμέσως μετά οι ίδιοι τύποι θα ανέβαιναν σε παπιά. Κι όμως, η ανάβαση Ομαλού άρχισε, με ήπιο αρχικά ρυθμό αφού το Yamaha στρωνόταν ακόμα. Οδηγώντας με μονοψήφιο αριθμό ίππων, είναι σαν να τρέχεις αγώνα με δίχρονο racing 125. Πας πολύ πιο αργά βέβαια, αλλά ξαφνικά παίζει τεράστιο ρόλο η κλιμάκωση του κιβωτίου, αρχίζεις να υπολογίζεις τις γραμμές σου για να κερδίσεις λίγους πόντους, μαζεύεις τα γόνατα πίσω από τις ποδίτσες για να μην σου κόβουν κι άλλη ταχύτητα, εκμεταλλεύεσαι το slip streaming κολλώντας πίσω από τον προπορευόμενο και προσπαθείς να διατηρείς όσο περισσότερη φόρα γίνεται, γιατί μόλις κλείσεις το γκάζι πρέπει και να κατεβάσεις. Και στον ανήφορο η επιτάχυνση είναι αργή.

Σταματάμε στους Λάκκους για μερικές φωτογραφίες, τώρα που τα παπιά είναι ακόμα καθαρά. Παραπάνω έχει λάσπες και σκόνη, καθώς γίνονται έργα διαπλάτυνσης του δρόμου. Ο αέρας είναι δυνατός, κι όταν συνδυάζεται με τον ανήφορο, βοηθάει ακόμα και η χαρακτηριστική κίνηση της λεκάνης του αναβάτη μπρος-πίσω (ναι, ξέρω με τι μοιάζει, και ξέρω πόσο γελοίο φαίνεται, αλλά μαζεύεις χιλιόμετρα έτσι!). Μην ξεχνάτε επίσης πως τα είχαμε και φορτωμένα τα παπιά, ο καθένας με τα πράγματά του, εκτός από τον Ιάκωβο που ισχυριζόταν πως μια οδοντόβουρτσα του ήταν αρκετή, κι είχε ένα μικρούλι σακιδιάκι. Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα πάνω από τους Λάκκους στρίβουμε αριστερά σε χωματόδρομο. Σιγά μην πηγαίναμε ψηλά από την άσφαλτο. Βέβαια, το να πεις "χωματόδρομος" εκεί πάνω είναι εντελώς παραπλανητικό. Ο δρόμος ήταν πετρόδρομος, βραχόδρομος, γκωναρόδρομος, ό,πως θέλετε πείτε τον, αλλά χωματόδρομος δεν ήταν. Κι αρχίζει κατηφορικός. Με τα λάστιχά τους παραφουσκωμένα, τα παπιά χοροπηδάνε σε κάθε πετραδάκι που βρίσκουν. Φόρα δεν μπορείς να πάρεις, καθώς πρέπει συνέχεια να έχεις το νου σου για την επιλογή της πιο ομαλής διαδρομής, για να αποφεύγεις τις μεγαλύτερες πέτρες και να περάσεις με το παπί άθικτο. Τα πεντάλ των φρένων είναι το πρώτο πράγμα που βρίσκει. Έχουμε μπροστά μας δεκατρία χιλιόμετρα ανάβασης, ανάμεσα στις κορφές Μαλλιαρωπά και Κουκουλέ. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή είναι ζήτημα αν βάλεις δυο-τρεις φορές δευτέρα, κι αυτές για λίγα μέτρα. Το σκηνικό όμως είναι ήδη πολύ όμορφο. Ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, έχουμε μια ανησυχία για το πως θα δουλεύουν τα παπιά στο υψόμετρο, καθώς μόνο το Honda είναι ψεκαστό και τα άλλα έχουν καρμπυρατέρ. Πάντως, με τις ταχύτητες που μπορούσαμε να πάμε εκεί στον ανήφορο, και να έχασαν μισό άλογο λόγω υψομέτρου, κανείς δεν το κατάλαβε. Βλέπουμε ένα αγροτικό σε μια χαράδρα. Είχε ξεμείνει στο βουνό, χιόνισε, αποκλείστηκε, τα χιόνια το έσπρωξαν στο γκρεμό...

Στα Ποριά, την άλλη είσοδο του φαραγγιού της Σαμαριάς

Περνάμε από κάτι παρατημένα μητάτα και φτάνουμε ως τα Ποριά, την παλιά είσοδο του φαραγγιού της Σαμαριάς, όπου ήταν και το μητάτο των Βίγληδων, κατοίκων του παλιού χωριού της Σαμαριάς, προ Εθνικού Δρυμού. Δοκιμάζουμε να κατέβουμε λίγο το μονοπάτι, αλλά μπα, άστο καλύτερα, εκεί θα μείνουμε κι εμείς και τα παπιά και θα κάνουν πάρτυ οι κοκκαλάδες. Τα όρνια ζουν ακόμα εδώ, και κάτι τέτοιους σαν κι εμάς περιμένουν. Η θέα όμως προς τα κάτω είναι όλα τα λεφτά. Λίγο ήθελα να παρατήσω το παπί και να κατηφορίσω για το φαράγγι. Το έχω περπατήσει, έχω μείνει στο παλιό χωριό, έχω διαβάσει την ιστορία του, αλλά κάθε φορά που το βλέπω προσπαθώ – μάταια – να νιώσω πως ήταν η ζωή αυτών των ανθρώπων εκεί μέσα. Λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω, φτάνουμε στο καταφύγιο Καλλέργη, που το δουλεύει ο δικός μας ο Πατεράκης το χειμώνα. Λίγη ξεκούραση με θέα τις ορθοπλαγιές του Γκίγκιλου και του Βολακιά είναι στο πρόγραμμα. Η κατηφόρα, από την άλλη μεριά, για να κατέβουμε προς τον Ομαλό, είναι πολύ χειρότερη από την ανηφόρα. Ακόμα πιο πολλή πέτρα, ακόμα πιο μεγάλες κλίσεις, ψιλοζόρικη. Κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί οι σέλες των παπιών είναι ελαφρά κατηφορικές προς τα μπρος, ενοχλητικό και στην πόλη αλλά και στο ασφάλτινο στροφιλίκι ή στο χώμα. Ειδικά σε τέτοιο πετροκατήφορο, πέφτει όλο το βάρος στα χέρια, αφού δεν υπάρχει μπροστά σου ρεζερβουάρ για να το σφίξεις με τα γόνατα. Σφίγγεις τα δόντια όμως, και συνεχίζεις προς τα κάτω, μέχρι που βλέπεις κάτι αμερικάνους με mountain bike να έχουν κάνει εκατό μέτρα πέτρα και κάθιδροι να ρωτάνε "έτσι είναι μέχρι επάνω;" "χειρότερα...".

 

Ειδική Ομαλός - Λάκκοι

Βγαίνουμε στην άσφαλτο, στον Ομαλό, κι η διαφορά από το κοπάνημα στις πέτρες είναι τόση που νομίζουμε πως βρεθήκαμε ξαφνικά καβάλα σε Goldwing. Άσε που αλλάζουμε ταχύτητες, ναι, βάζουμε και τρίτη, τρελά γκάζια, πάρε και μια τετάρτη να έχεις! Ο δρόμος εδώ διαπλατύνεται κτηνωδώς, και για κάποια χιλιόμετρα είναι ακόμα πατημένο χώμα με σκόνη. Εικόνες από Dakar, με παπιά. Κι αν για τις μοτοσυκλέτες (και τα αδύναμα αυτοκίνητα) η βροχή είναι το turbo του φτωχού, για τα παπιά ο κατήφορος διπλασιάζει το γκάζι τους. Eίναι νομίζω περιττό να τονίσω πως σε τέτοιες συνθήκες αναπτύσσονται τα αθλητικά ιδεώδη και η ευγενής άμιλλα, και τα παπιά στην ειδική Ομαλός – Λάκκοι κάνουν χρόνους που θα άφηναν τον Marquez με το στόμα ανοιχτό. Άσε που ο μικρός δεν θα είχε καμία τύχη αν συναντούσε εκεί τον Πατεράκη που ξέρει κάθε πόντο του δρόμου απέξω, και δεν έχει πρόβλημα να τον κάνει με κλειστά μάτια.

Μετά τους Λάκκους, στρίβουμε δεξιά κάτω για Μεσκλά (ωραίο χωριό!) και μετά ανηφορίζουμε για Ζούρβα, και προς στιγμή πιστεύουμε πως βρεθήκαμε στα Άγραφα... Τα Λευκά Όρη είναι όλο εκπλήξεις. Σ’ αυτά τα στενά δρομάκια, κατηφορίζοντας για Θέρισο, τα παπιά είναι στο στοιχείο τους, και δύσκολα θα τα απειλήσει μοτοσυκλέτα με αναβάτη που δεν είναι αποφασισμένος και ικανός. Το Θέρισο είναι γεμάτο ταβέρνες, κάτι σαν την Χασιά της Αττικής αλλά στο πιο όμορφο, όπως και το φαράγγι του. Βρίσκουμε αναρριχητές να το διασκεδάζουν στα βράχια του φαραγγιού, απογευματάκι, στη σκιά, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο των Χανίων. Τυχεροί Χανιώτες!

Ο πλέχτης βρίσκεται παντού στην Κρήτη, χιλιάδες χιλιομέτρων. Αν βρεις τέτοιο πλέγμα να σου κλείνει το δρόμο, το ανοίγεις, περνάς, και μετά, ΚΛΕΙΝΕΤΑΙ

Κατεβαίνουμε για ανεφοδιασμό έξω απ’ τα Χανιά, γιατί σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες η αυτονομία των παπιών πάει περίπατο. Έχουν και μικρά ρεζερβουάρ, σκάρτα τέσσερα λίτρα, κι όταν καίνε πάνω από τρία στα εκατό, δεν πάνε και πολύ μακριά. Βγαίνουμε στην "εθνική", κι εδώ είναι ένα μέρος όπου δεν θες γενικώς να βρίσκεσαι, και ειδικά με παπιά. Με την εξαίρεση του Honda, που ταξιδεύει με 90 αλλά δείχνει άνετα 100 και 110 με λίγη υπομονή, τα υπόλοιπα δεν αισθάνονται άνετα πάνω από τα 80, καθώς διαμαρτύρονται με κραδασμούς και τραχιά λειτουργία. Παπί και εθνική δεν πάνε, πως λέμε αλκοόλ και οδήγηση; Έτσι. Κι αν κοιτάξεις και λίγο πιο προσεκτικά, στο πλάι των μαύρων αγροτικών με τα φυμέ τζάμια και τον σκύλο στην καρότσα, υπάρχουν σειρές από μικρά παπάκια διαγραμμένα με "X", ανάλογα με το πόσα έχει καταρρίψει ο καθένας.

Αντίθετα με την πρακτική των ορειβατών στα μεγάλα υψόμετρα, εμείς ανεβαίνουμε ψηλά για να κοιμηθούμε, για θέα, δροσιά κι ωραία μέρη. Ο Πατεράκης μιλάει για κάτι μητάτα, εγώ έχω δει φωτογραφίες από ένα ωραίο τέτοιο μέρος, κι ανακαλύπτουμε πως μιλάμε για το ίδιο. Γραμμή λοιπόν για το Άγιο Πνέμα Πεμονίων, μέσω Πεμονίων φυσικά και Μελιδονίου. Σταματάμε για φωτογραφίες σ’ ένα γιγαντιαίο κυπαρίσσι, κι έρχεται ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να ξεχορταριάσει τα μουρέλα του. Χαιρετιόμαστε, κι η κυρία μας λέει "Είναι ωραία επάνω, έχει και μέρος να κοιμηθείτε, πηγαίντε παιδιά μου". Αυτό που θέλαμε. Τα δρομάκια είναι σωστός λαβύρινθος κοντά στα χωριά, αλλά για το Άγιο Πνεύμα έχει ταμπελίτσες, κι έτσι δεν χανόμαστε. Λίγο πιο πάνω συναντήσαμε και τον "Τώρα τί ’σαστε σεις, ααστρονάαυτεες;", που έμεινε να αναρωτιέται αν οι εξωγήινοι τρώνε αίγες, μην και φάμε τις δικές του.

Άλλωστε, είχαμε προμήθειες δικές μας. Όσο ανηφορίζαμε για το Άγιο Πνέμα, τόσο πιο ωραίο γινόταν το σκηνικό, κι όταν φτάσαμε εκεί, διαπιστώσαμε πως θα μπορούσαν να είναι αυτά τα βουνά αν δεν τα βόσκαγαν. Σε μια περιφραγμένη περιοχή γύρω από το πέτρινο εκκλησάκι, το χορτάρι, η πρασινάδα και τα λουλούδια ήταν άφθονα. Έξω από την περίφραξη, μόνο τα άγρια κυπαρίσσια επιβίωναν... Δεν βλέπουμε όμως εκεί τα μητάτα που ξέραμε πως υπάρχουν, οπότε κάνουμε λίγο πίσω κι ανεβαίνουμε στον Προφήτη Ηλία. Όπως φτάνουμε, αιφνιδιάζουμε δύο αστυνομικούς που είχαν ανέβει με ένα τετρακίνητο POLICE. "Μ’ αυτά ανεβήκατε εδώ πάνω; Με τα παπιά; Εμείς με το τέσσερα επί τέσσερα και τρομάξαμε ν’ ανέβουμε!". Ε, ήταν λίγο υπερβολικοί, δεν ήταν κι άσχημος ο δρόμος, πάντα σε σχέση με τον γκωναρόδρομο που κάναμε για το Καλλέργη. Ο Προφήτης λοιπόν, τα είχε όλα. Εκκλησιά στο σημείο με την καλύτερη θέα, από Ρέθυμνο μέχρι Σούδα. Ανακατασκευασμένα μητάτα και τυροκομείο, πέτρινα τραπέζια, ψησταριά, νερό, τι άλλο να ζητήσει κανείς; Να, μόνο να σταματούσε λίγο ο αέρας, που μας έριξε κάτω κι ένα παπί, και δεν σταμάτησε να φυσάει παρά μόνο αργά το βράδυ. Ψήσαμε, η εκκλησιά μας φιλοξένησε για φαγητό (έξω ο αέρας θα μας έπαιρνε τις ντομάτες της σαλάτας από την καραβάνα), και μετά, βγήκε κι ένα φεγγάρι να με το συμπάθιο. Μαγικό το σκηνικό, κανείς δεν ήθελε να πάει για ύπνο.

Duck Downhill

Το πρωί, ακούσαμε δυό μηχανάκια να ανηφορίζουν, και τους συναντήσαμε παρακάτω, καθώς κατεβαίναμε. Δύο Άγγλοι, με νοικιάρικα, που ρώταγαν αν ο δρόμος βγαίνει στην κορυφή κι από κει στην άλλη μεριά των Λευκών Ορέων! Ώπα παιδιά, θα βρείτε, πάρτε το αλλιώς. Δεν υπάρχει τέτοιος δρόμος. Μόνο πόδι και δυό μέρες ξεθέωμα κι ένα ζευγάρι φαγωμένα άρβυλα θα σας βγάλουν στη νότια μεριά. Γι’ αυτό κι εμείς θα κάναμε τον κύκλο, μετά τα δέκα χωματερά χιλιόμετρα duck downhill. Μπαίνουμε μετά σε κάτι ασφάλτινα στενά δρομάκια, φτιαγμένα επίτηδες για παπιά, αφού είναι το μόνο όχημα που χωράει όταν από απέναντι έρχεται αγροτικό... Με κάποιο μαγικό τρόπο, δεν χαθήκαμε (απλώς δεν ξέραμε που ακριβώς βρισκόμαστε) και περάσαμε από τον Φρε (ωραίο χωριό)- Τζιτζιφέ – Νίπος, για να φτάσουμε Βρύσες και να ξεκινήσουμε την ανάβαση Ασκύφου. Λίγο η ευγενής άμιλλα που λέγαμε, λίγο το ωραίο στροφιλίκι, την ευχαριστηθήκαμε την ανάβαση, κι όταν φτάσαμε στο οροπέδιο, ήταν ώρα για pit stop με καφέ, σφακιανές πίτες με μέλι και ρακή, στο Αμμουδάρι. Από κει και πέρα, ξεκινά μια ακόμα πιο όμορφη διαδρομή ως τον Ίμπρο, που ολοκληρώνεται με την κατάβαση Σφακίων, δοκιμασία μέγιστη για τα φρένα. Μοτοσυκλέτες δεν συναντήσαμε, αλλά από τα αυτοκίνητα κανένα δεν μας πέρασε στις διαδρομές που κάναμε. Η θέα στο Λιβυκό πέλαγος και στο φαράγγι αξίζει μια στάση, αλλά πού τέτοια εμείς. Σταματάει κανείς μέσα στην ειδική; Πλάκα κάνεις τώρα; Η φάση ήταν λίγο Isle of Man, με ανεφοδιασμό στο βενζινάδικο έξω από την Χώρα Σφακίων, και μετά συνέχεια της ειδικής με άλλη μια ανάβαση, σχεδόν δεκατρία χιλιόμετρα ασφάλτινης κορδέλας που σε ανεβάζει από την θάλασσα στα πεντακόσια τόσα της Ανώπολης.                     

Κάτι δεν μου πήγαινε καλά, χωρίς να ξέρω τι. Σταματάω μόλις περάσαμε την Ανώπολη, σε μια σκιά, και λέω σε όλους να τσεκάρουν τα λάδια στα παπιά τους. Είχα στα χέρια μου το Yamaha, που μας είχε παραδοθεί καινούργιο, τσεκαρισμένο από την αντιπροσωπεία. Ξεβιδώνω τον δείκτη, τον σκουπίζω, δεν πιάνει λάδι. Τον βιδώνω, για να δω πόσο έχει, ίσα που έπιανε κάτω – κάτω. Τα υπόλοιπα παπιά ήταν εντάξει. Φεύγει ο Πατεράκης πίσω για το χωριό να βρει λάδι. Του δίνει ο φούρναρης (να σημειωθεί πως κάνει και υπέροχες σφακιανές πίτες, εκτός απ’ όλα τα άλλα), και συμπλήρωσε κάπου 250-300 ml. Θεωρώ απίθανο να το είχε κάψει το λάδι στα λίγα χιλιόμετρα που είχαμε κάνει, οπότε κάποιος δεν είχε τσεκάρει αρχικά τα λάδια. Προς τιμή του Crypton, ούτε που διαμαρτυρήθηκε για αυτά τα χιλιόμετρα που έκανε με ελάχιστο λάδι. Και μετά το συμπλήρωμα, άναψαν και τα λαμπάκια ένδειξης ταχυτήτων, που είχαν σβήσει νωρίς την πρώτη μέρα στην Κρήτη. Έτσι πρέπει να είναι τα παπιά, να δουλεύουν ακόμα και με αναθυμιάσεις, βενζίνης ή λαδιού.

O Κορμοκόπος μας νίκησε

Συνεχίζουμε προς τη γέφυρα της Αράδαινας, πάνω από το φαράγγι της. Το παλιό μονοπάτι υπάρχει ακόμα, κατεβαίνει απ’ τη μια μεριά, ανεβαίνει από την άλλη. Μόνο ξένοι όμως το περπατάνε. Οι Έλληνες πάνε με το αυτοκίνητο στη γέφυρα, λένε "πω πω ψηλά είναι" και αναχωρούν για την ταβέρνα. Μας έκανε τρομερή εντύπωση πως μέσα Μαΐου υπήρχαν εκατοντάδες ξένοι περιπατητές στα Λευκά Όρη, όχι μόνο για να κατέβουν το φαράγγι της Σαμαριάς, αλλά και για να ανέβουν στο καταφύγιο Καλλέργη, να περιπλανηθούν ανάμεσα στις ατελείωτες κορφές τους (περισσότερες από 50 πάνω από τα 2000 μέτρα!) και να περπατήσουν και τα μονοπάτια της νότιας πλευράς, από τα παράκτια έως ψηλά στα δάση του Κορμοκόπου και τις Πάχνες. Αρχίζουν να έρχονται από τον Απρίλιο, και με κάποια πτώση της κίνησης τους πολύ ζεστούς Ιούλιο και Αύγουστο, συνεχίζουν ως τον Οκτώβρη τουλάχιστον! Αυτό το μονοπάτι του Κορμοκόπου το είχα βάλει στο μάτι, να χωθούμε με τα παπιά κι όσο πάει. Στις φωτογραφίες φαινόταν βατό, αλλά οι πληροφορίες από τον ΕΟΣ Χανίων έλεγαν πως η αρχή του είναι δύσκολη (για παπιά, όχι για πόδια). Κι έτσι ήταν. Μια ανηφόρα με βράχια που θα νικούσε κάθε μέτριο αναβάτη με καθαρόαιμο εντούρο, μας νίκησε κι εμάς με τα καθαρόαιμα παπιά μας. Σκέφτηκα προς στιγμή να τα σπρώξουμε, αλλά ήδη είχε πολλή ζέστη για τέτοιες ασκήσεις. Γυρίσαμε πίσω, βγάζοντας το γενικό συμπέρασμα πως στα βουνά της Κρήτης δεν έχει νόημα να πεις "έχω enduro καθαρόαιμο", αφού μόνο όπου υπάρχει χάραξη δρόμου μπορείς να πας. Η πέτρα είναι ανελέητη.

Τα δάση όμως, είναι το κάτι άλλο. Τα δέντρα, κυρίως κυπαρίσσια, δίνουν την αίσθηση πως έχουν ηλικία αιώνων, κι έτσι είναι. Γκρίζοι κορμοί, ίδιο χρώμα με τις πέτρες, αν χαθούν κι αυτά, θα μείνει γυμνός ο τόπος, μικρά δεν βλέπεις ανάμεσά τους. Η ίδια τους η παρουσία είναι θαύμα και έκπληξη σε ένα τόπο άνυδρο, που ό,τι νερό πέφτει εξαφανίζεται αμέσως στο υπέδαφος. Και γιατί ειδικά αυτή η νότια μεριά της δυτικής Κρήτης έχει τόσα φαράγγια, αφού δεν κυλάνε νερά που θα μπορούσαν να τα διαμορφώσουν; Το έψαξα, και βρήκα μια απάντηση: Η Κρήτη ξεχειλώνει, κι η γη της σκάει και φτιάχνει φαράγγια. ελάχιστο ρόλο έχει παίξει το νερό στη δημιουργία τους.

Ανάμεσα στην Αράδαινα και στον Αι-Γιάννη, ένας δρομάκος κατεβαίνει προς άλλη μια μαγική περιοχή, με αραιά τεράστια δέντρα και πολλά μελίσσια, προς τη Βίγλα και το Σελλί, απ’ όπου κατέβαινε το παλιό καλντερίμι, η Κακόσκαλα, προς την Αγία Ρουμέλη. Την εξερευνούμε κι αυτή, καθώς ψάχνουμε και μέρος να κατασκηνώσουμε, αποφασίζουμε όμως να μην μείνουμε εδώ. Η Αγία Αικατερίνη, στα 650 μέτρα υψόμετρο, πάνω από την Ανώπολη, μας φιλοξένησε για το βράδυ, χαρίζοντάς μας άλλη μια υπέροχη πανσέληνο, με τα φώτα του παραλιακού Λουτρού από κάτω μας και την Γαύδο με την Γαυδοπούλα να φαίνονται ξεκάθαρα, 23 μίλια στ’ ανοιχτά.

Η Κρήτη ξεχειλώνει, κι η γη της σκάει και φτιάχνει φαράγγια

Αποτζιτζικωμένοι στις μαδάρες

Πρωινό στο φούρνο της Ανώπολης, με σούπερ Σφακιανές πίτες και... ρακή. "Θα σας βάνω από μια. Τσε να μου ζητάτε τσε δεύτερη δε σας βάζω, ζατί σας είδα με τα μηχανάτσια", μας ξηγήθηκε ο φούρναρης, ούτε εννιά το πρωί. Για να πω την αλήθεια, δεν μας χάλασε. Εδώ πέρα, η ρακή είναι πανάκεια, πάει με όλα, όλες τις ώρες. Ο ταβερνιάρης που είχαμε φάει την προηγούμενη το βράδυ, σε μια άλλη περίπτωση που είδε έναν τουρίστα ορειβάτη να φτάνει σχεδόν σέρνοντας, ξεπνοημένος και αποτζιτζικωμένος, έβγαλε φωνή: "Φέρτε τ’ αθρώπου μια ρατσή, ετσά απού’ναι ιδρωμένος, είναι το καλύυυτερο πράμα". Κι είχαμε δύσκολη αποστολή: Θα ανεβαίναμε όσο πιο ψηλά πάει ο δρόμος που οδηγεί στην καρδιά των Λευκών Ορέων. Τα παπιά μας όμως είχαν μάθει πια από πέτρα, κι εμείς είχαμε προσαρμοστεί. Η επιλογή των ιδανικών γραμμών ανάμεσα στα γκωνάρια είχε εξελιχθεί σε επιστήμη, είχαμε βρει ακόμα και την κίνηση-αστραπή που σου επιτρέπει να αποφύγεις μια πέτρα χωρίς να αλλάξει πορεία το παπί: Λίγα εκατοστά πριν την χτυπήσει ο μπροστινός τροχός, κάνεις μια πολύ γρήγορη κίνηση του τιμονιού αριστερά-δεξιά, ο μπροστινός την αποφεύγει και ο πίσω περνά ξυστά δίπλα της! Γκάζι δεν υπάρχει για να σηκώσεις τον εμπρός τροχό, αλλά αν κάτσεις λίγο πίσω και τραβήξεις το τιμόνι, κάτι γίνεται. Το να οδηγήσεις όρθιος είναι από δύσκολο έως απαγορευτικό, την βρίσκεις όμως την άκρη, και αρχίζεις να απολαμβάνεις οδήγηση υψηλής ακριβείας και προδιαγραφών. Βελτιώνεσαι όταν δεν ξελασπώνει το μηχανάκι για σένα, αλλά πρέπει εσύ να κάνεις τα πάντα για κείνο.

Όσο ανηφορίζουμε από την Ανώπολη, το σκηνικό συνέχεια αλλάζει. Δάσος χαμηλά, πάντα πολλή πέτρα, το υψόμετρο ανεβαίνει κατακόρυφα, μέσα σε πέντε χιλιόμετρα είσαι πάνω από τα 1200. Πέφτει και μια ομίχλη που μας δροσίζει, τα δέντρα αραιώνουν σιγά σιγά, οι γκρίζοι κορμοί τους λες κι είναι κι αυτοί πέτρινοι. Ζώα βρίσκονται διάσπαρτα στο βουνό, λίγα δω λίγα κει, με τα γίδια να έχουν καμουφλάζ απίστευτο και να τα βλέπεις μόνο όταν κινηθούν ξαφνικά, τρομαγμένα απ’ τα κακόμοιρα παπάκια μας. Και τα πρόβατα όμως εδώ πάνω δεν πάνε πίσω, πηδάνε από βράχο σε βράχο καλύτερα από αγριοκάτσικα. Το τοπίο που αντικρίζει κανείς πάνω από τα 1600-1700, από κει που ο δρόμος μπαίνει στην καρδιά του βουνού, δεν περιγράφεται με λόγια, ούτε καν με φωτογραφίες, πρέπει να το ζήσει κανείς για να το νιώσει. Άλλος πλανήτης. Γύρω μας κορφές στα 2100, 2300, 2400, πλαγιές και λάκκες ατέλειωτες. Και τα βράχια... Σεληνιακό τοπίο, λένε. Σας πληροφορώ πως σε σχέση με τις μαδάρες αυτές η Σελήνη είναι ομαλή και καταπράσινη σαν γήπεδο του γκολφ. Μαύρα βράχια που μοιάζουν σαν μόλις να κρύωσε η λάβα που τα έφτιαξε. Άσπρα βράχια σαν κύματα που έχουν πάρει τον ανήφορο για τις ψηλότερες κορφές. Κι ένα γκρι που κυριαρχεί, κι ένα φως τόσο έντονο, τόσο οξύ, που δεν είναι να απορείς για το τι είδους ανθρώπους ανάθρεψαν τέτοια μέρη. Και δολίνες, και χάσματα, γουργούθακες είναι μια υπέροχη λέξη, πετάς πέτρα μέσα στις μαύρες τρύπες και την ακούς ώρα να χάνεται στα έγκατα, εκεί που εξαφανίζεται κι ό,τι νερό πέφτει εδώ πάνω, ό,τι χιόνι λιώνει. Μ’ αρέσει που πήγαιναν τους αστροναύτες για προπόνηση σε κάτι κυριλέ μέρη όπως το Lanzarote στα Κανάρια, εδώ να τους έφερναν να δουν τι θα πει αφιλόξενος πλανήτης. Μόνο πέτρα και αέρας υπάρχει εδώ. Πηγές; Ρέματα; Νερό; Θα αστειεύεστε. Δεν έχει τέτοιες πολυτέλειες. Μέσα Μαΐου όμως κι οι χιονούρες είναι πολλές, ακόμα και δίπλα στο δρόμο, που σταματάει κάπου πάνω από τα 2.000 μέτρα. Η ψηλότερη βλάστηση είναι κάτι μικροσκοπικά λουλουδάκια που δεν ξεμυτίζουν από τις πέτρες, είναι χωμένα ανάμεσά τους.

Βλέπουμε έναν μοναχικό ορειβάτη να κατηφορίζει από τις Πάχνες, πάει αργά, κοντοστέκεται, μην έχει πρόβλημα ο άνθρωπος, περιμένετε λίγο, φαί νερό έχουμε μαζί μας, να του δώσουμε. Αλλά μπα. Ξαναγυρίζει λίγο προς τα πάνω, πάλι κατεβαίνει αργά. Δεν φαίνεται να θέλει να έρθει κοντά μας. Αν συνεχίσει έτσι, δεν του φτάνει η μέρα για να βρεθεί σε κατοικημένο μέρος, πάρτυ θα κάνουν πάλι οι κοκκαλάδες αν τονε βρούνε πουθενά αποτζιτζικωμένο (άλλη υπέροχη λέξη!). Είχαμε την τύχη να δούμε και γύπες, εφτά μαζί σε κάποια φάση, πέταγαν μπροστά μας, έκαναν κύκλους στα θερμικά χωρίς να κουνάνε τις τεράστιες φτερούγες τους.

Yπάρχει όμως μια στέρνα εδώ πάνω, εκτός του καταφυγίου της Σβουριχτής, κι αν ξέρεις να την βρεις, σώθηκες. το σιδερένιο καπάκι της είναι βέβαια σουρωτήρι από τις σφαίρες πολεμικών όπλων, αλλά τι να κάνεις, είναι το μοναδικό σιδερένιο καπάκι σε ακτίνα είκοσι χιλιομέτρων, που να εξασκηθεί στη σκοποβολή ο άθρωπος με το καλάσνικοφ;

Αν είσαι adventure, είσαι και με παπί

Στην ουσία, εκεί πάνω ανάμεσα Τροχάρη, Στέρνες και Πάχνες τελείωσε το ταξίδι μας με τα μαδαρόπαπα. Όχι πως είκοσι χιλιόμετρα κατήφορος πέτρα στην πέτρα είναι απλή υπόθεση, αλλά τώρα πια είμαστε βετεράνοι αορίτες παπόβιοι, δεν μασάμε, και τα επιπλέον 70 περίπου ως Σούδα ούτε που τα ρευτήκαμε. Η επόμενή μας στάση είναι σε μια φουρκέτα του δρόμου πάνω από το φαράγγι του Ίμπρου, για κολατσιό πριν κατηφορίσουμε Σούδα για το καράβι. Δεν χορταίνεται αυτός ο τόπος, δεν εξαντλείται με μια και δυό επισκέψεις. Με ό,τι κι αν είσαι. Ακόμα και με παπί. Αν υπολογίσεις και το χαμηλό τους κόστος, αγοράς, κίνησης και συντήρησης, τότε μιλάμε για το απόλυτο εκδρομικό όχημα, που σε βάζει πολύ πιο μέσα στο τοπίο του ταξιδιού σου σε σχέση με τις μεγάλες, εξειδικευμένες μοτοσυκλέτες. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά η εμπειρία του ταξιδιού και του τόπου είναι τελικά πολύ πιο έντονη με ένα παπί, παρά με μια γρήγορη μοτοσυκλέτα που θα σε διακτίνιζε από στάση σε στάση. Με το παπί, έχεις το χρόνο να τα δεις, να τα ακούσεις και να τα μυρίσεις όλα, χωρίς να λείπει η απόλαυση της οδήγησης, το αντίθετο μάλιστα. Είπαμε, άλλο το ταξίδι, άλλο η γρήγορη μετακίνηση. Κι όπως μου έλεγε ο Πατεράκης όταν ήμασταν ψηλά στις μαδάρες, "Ξέρεις πόσοι από αυτούς που κυκλοφορούν με on-off στα Χανιά έχουν έρθει εδώ πάνω; Μπορεί και κανένας..."    

Τα σκούτερ πάνε στον Παράδεισο, τα παπιά πάνε παντού

Το παπί το γνώρισα ως εργαλείο, και σαν τέτοιο παραμένει στα μάτια μου. Εργαλείο δουλειάς, αλλά και εργαλείο διασκέδασης. Ίσως να ήταν το τρίτο μηχανάκι μου, γκρι εξάβολτο με άσπρα πλαϊνά καπάκια και τον διακόπτη στο καπάκι, με καρμπυρατέρ καθέτου ροής. Και άσπρο κοντέρ, τελείως φετίχ. Απλό και άθραυστο. Τότε, τα χρησιμοποιούσαμε για να μετακινούμαστε, παντού τέρμα γκάζι, Δροσιά-Φάληρο 27 λεπτά, όλες οι αλλαγές πολύ μετά τον κόφτη, και με πάτημα του λεβιέ χωρίς να κλείσει καθόλου το γκάζι... Αλλά και παιχνίδια στα χώματα, και δικάβαλα, και τρικάβαλα, και φορτώματα, και εκδρομές, και εκδρομές στα βουνά και τις λάσπες, και περάσματα ποταμιών με την εξάτμιση να γουργουρίζει υποβρυχίως. Κάθε μέρα, όλη μέρα, ό,τι κι αν έκανες, μπορούσες κυριολεκτικά να ζεις πάνω σε ένα παπί.

Και σήμερα δηλαδή, τι έχει αλλάξει; Και όλα και τίποτα. Στην ουσία, το παπί παραμένει το πιο οικονομικό, ιδιαίτερα σε σχέση με τα σκούτερ, και ειδικά όταν υπολογιστούν κόστη συντήρησης. Τα πάντα είναι πολύ φθηνότερα για το παπί. Το παπί παραμένει το καλύτερο εργαλείο δουλειάς – δείτε τους ντελιβεράδες, πόσοι έχουν σκούτερ ή μοτοσυκλέτες; Είναι χαμηλό, βολικό, και, πολύ σημαντικό αυτό, ημιαυτόματο. Με ένα ημιαυτόματο κιβώτιο έχεις καλύτερο έλεγχο της κίνησής σου, και πιο άμεση απόκριση στις εντολές σου, σε σχέση με τα CVT. Μόνο και μόνο ότι σε εμπλέκει περισσότερο στην οδήγηση, αντί να σε αφήνει να ξεχνιέσαι ως θεατής του τοπίου, κάνει το παπί πιο ευχάριστο για όσους αγαπούν να οδηγούν, καθώς σε κρατάει σε εγρήγορση, με πιο άμεση επαφή με το περιβάλλον σου. Άρα, και πιο ασφαλή.

Με την πάροδο του χρόνου και τα παπιά εξελίχθηκαν, κι όχι μόνο σε κυβικά. Τα πλαίσια και οι αναρτήσεις τους έγιναν καλύτερα, όπως και τα φρένα τους, αλλά στην πορεία βάρυναν και πάχυναν, προσπαθώντας να αποκτήσουν κάποια από την αισθητική αλλά και την άνεση των σκούτερ. Παράλληλα, άρχισαν να ξεφεύγουν από την όψη του εργαλείου, μιμούμενα σπορ μοτοσυκλέτες και χάνοντας πλεονεκτήματα. Ένα καλό παράδειγμα είναι η ποδιά, που ρόλος της είναι να προστατεύει τα πόδια του αναβάτη από τα νερά και τον κρύο αέρα. Τείνει να εξαφανιστεί σιγά σιγά, χάριν μιας σπορ αισθητικής που δεν εξυπηρετεί τίποτα άλλο πέρα από τον εντυπωσιασμό κάποιων πιτσιρικάδων. Επιπλέον, αντί για το κλασικό μαλακό άβαφο πλαστικό της, μερικά (όπως το Honda και το Kawasaki) έχουν αρχίσει να αντιγράφουν τον τρόπο κατασκευής των σκούτερ, με σκληρά βαμμένα πλαστικά βιδωμένα μεταξύ τους. Μια απλή πτώση, αντί για ένα λύγισμα κι έστω μια γρατζουνιά, έχει ως αποτέλεσμα έναν οδυνηρό λογαριασμό σε ανταλλακτικά και εργασία, κάτι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει σε παπί. Κρατήστε τα απλά, είναι καλύτερα.

Ανεβαίνοντας για Άγιο Πνέμα και Προφήτη Ηλία

Τα παπιά μας ήταν της μεσαίας κατηγορίας, με 110 ή 115 κυβικά, και τιμές από 1.595 έως 1.890 ευρώ. Κάποιες από τις αρχικές εντυπώσεις μας επιβεβαιώθηκαν στην πορεία, κάποιες άλλαξαν. Για παράδειγμα, το Daelim που ήταν και το πιο ταλαιπωρημένο απ’ όλα, με τα περισσότερα χιλιόμετρα, έχοντας "τελειωμένη" σέλα και αμορτισέρ, έμοιαζε να μην έχει τύχη απέναντι στα υπόλοιπα πιο φανταχτερά. Αλλά δεν ήταν έτσι. Όσο το οδηγούσαμε, τόσο περισσότερο εκτιμούσαμε τις ξεχωριστές αρετές του: Πρώτα απ’ όλα είχε την πιο ευρύχωρη θέση οδήγησης, μαζί με χαμηλό ύψος σέλας, κάτι που βολεύει πολύ τους μεγαλόσωμους και δίνει σε όλους μια σιγουριά πως ό,τι και αν γίνει, μπορείς να το σώσεις (και μιλάω κυρίως για τις δύσκολες διαδρομές που κάναμε). Αυτά τα χαρακτηριστικά βολεύουν και στην πόλη, ειδικά αν συγκρίνεις την θέση οδήγησής του με την κάπως στριμωγμένη του Kawasaki, που θα βολέψει περισσότερο τα μικρά αναστήματα, καθώς και το τιμόνι είναι πιο χαμηλά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι οι ζάντες των 16 ιντσών, ενώ η κλασική διάσταση των παπιών είναι 17, και μάλιστα με πιο χοντρά λάστιχα, που αποδείχτηκαν πλεονέκτημα στους πετρόδρομους. Το επόμενο ατού του είναι ο κινητήρας του, που είναι παρόμοιος με των Honda Αstrea, με πολύ καλά ρυθμισμένη τροφοδοσία, που του δίνει και ζωντάνια και ελαστικότητα. Ψηλά δουλεύει πιο ομαλά από του Kawasaki, και στις μεσαίες καθαρά, χωρίς το κόμπιασμα του Υamaha. Το καλό είναι πως για αυτόν τον κινητήρα υπάρχουν στην Ελλάδα πληθώρα αναλώσιμων, ανταλλακτικών και βελτιώσεων, όπως και τεχνογνωσία για την εφαρμογή τους. Πόντο παίρνει και για τα φρένα, καθώς έχει δισκόφρενο και πίσω, που δεν θα πέσει στην σκληρή χρήση όπως τα ταμπούρα των άλλων. Τα ταμπούρα βέβαια είναι πιο απλά στην συντήρηση, οπότε διαλέγετε και παίρνετε. Ο χαρακτήρας του εργαλείου επιβιώνει μια χαρά στο Daelim. Δεν έχει εντυπωσιασμούς και φιγούρες, ούτε μικρές ευκολίες όπως τους χώρους κάτω από την σέλα των Ηonda και Yamaha, ούτε design που θα εντυπωσιάσει τους πιτσιρικάδες. Αυτά όμως δεν απασχολούν όσους θέλουν εργαλείο, που όταν δουν και την τιμή του (είναι το φθηνότερο μεταξύ των τεσσάρων, με διαφορά από 155 ως 235 ευρώ) θα το εκτιμήσουν ακόμα περισσότερο.

Παρατημένο μητάτο, με καθίσματα πλοίου

Το Yamaha έχει δύο από τα κλασικά χαρακτηριστικά των παπιών: Την ποδιά από εύκαμπτο πλαστικό (όπως και το Daelim) και το κάλυμμα της αλυσίδας, όπως έπρεπε να έχουν και όλα τα παπιά. Αλλά σ’ αυτή την παρέα είναι το μόνο που το διαθέτει, με τεράστιο όφελος στην μακροζωία της, όπως και στην καθαριότητα της περιοχής μετά το λάδωμα της αλυσίδας. Όπως και το Honda, έχει κι αυτό αποθηκευτικό χώρο κάτω από την σέλα, που θα χωρέσει ένα αδιάβροχο, αλλά όχι κράνος. Είναι επίσης το μοναδικό που διαθέτει σκάρα, παίρνοντας άλλο ένα πόντο πρακτικότητας, και διευκολύνοντας στο δέσιμο των αποσκευών που κουβαλούσαμε. Τα αμορτισέρ του δεν ρυθμίζονται, έχουν όμως καλή λειτουργία, όπως και το πιρούνι. Το μπροστινό του ήταν λίγο ελαφρύ στις πέτρες, κι έπρεπε να ρίχνεις λίγο περισσότερο βάρος μπροστά για να είναι όλα εντάξει.

Ο χαρακτήρας του εργαλείου επιβιώνει μια χαρά στο Daelim

Ο κινητήρας του δείχνει πρόθυμος στις χαμηλές, αλλά στις μεσαίες διστάζει, πιθανότατα ως αποτέλεσμα του συνδυασμού καρμπυρατέρ με φτωχές ρυθμίσεις και του συστήματος εμπλουτισμού των καυσαερίων με αέρα, για να μειώνονται οι ρύποι και να περνά τις προδιαγραφές Euro3. Μάθαμε πως το θέμα βελτιώνεται σημαντικά με τις ρυθμίσεις από το παλιότερο Crypton R. Αυτό το μπέρδεμα είναι πιθανώς υπεύθυνο και για την αυξημένη κατανάλωσή του. Κι είναι κρίμα, γιατί το Yamaha διαθέτει έναν πολύ καλό συνδυασμό πρακτικότητας και καλής συμπεριφοράς στο δρόμο, και σε εμπνέει να το οδηγήσεις σβέλτα. Όπως και τα άλλα εκτός του Honda, έτσι κι αυτό δεν συμπαθεί τις ταχύτητες πάνω από 80, διαμαρτυρόμενο με κραδασμούς και συντονισμούς. Μετά την εξόρμησή μας στην Κρήτη, αρχίζω να πιστεύω πως αυτοί οι κραδασμοί είναι και αποτέλεσμα των ρυθμίσεων της τροφοδοσίας, γιατί και το Kawasaki τους έχει. Με μια καλή ρύθμιση στην τροφοδοσία, κι ένα πλαϊνό σταντ, το Yamaha θα ήταν ένα εξαιρετικό, κλασικό παπί για όλες τις δουλειές.

Προφανώς οι ίδιοι άνθρωποι που σχεδιάζουν τα μεγάλα Kawasaki έχουν ανακατευτεί και με το παπί της εταιρείας, καθώς έχει την πιο επιθετική, γεμάτη γωνίες σχεδίαση. Το καλό είναι πως έχουν κάνει το ίδιο και στο πλαίσιο με τις αναρτήσεις του, που αποτελούν και το κορυφαίο σημείο του. Το τιμόνι του είναι σχετικά χαμηλά, και η θέση οδήγησης θα βολέψει περισσότερο τα μικρότερα αναστήματα. Το νιώθεις όμως να έχει το πιο στιβαρό πλαίσιο, και με πολύ καλές, αρκετά σφιχτές αναρτήσεις. Είναι πολύ σταθερό, με σχετικά βαρύ μπροστινό, όπως και τα μεγάλα ZX της Kawasaki. Σου εμπνέει εμπιστοσύνη για να επιτεθείς στα κλειστά ασφάλτινα στροφιλίκια, περισσότερο από όλα τα άλλα της παρέας. Εδώ, η εμφάνισή του συμβαδίζει με την συμπεριφορά του. Το ίδιο καλό είναι και στα χώματα, με το μπροστινό να έχει πολύ καλή πρόσφυση, και τις σφιχτές αναρτήσεις να το βοηθάνε να περνά από παντού αλώβητο. Αν οι χωματόδρομοι της Κρήτης ήταν όντως χωματόδρομοι κι όχι πετρόδρομοι, η διασκέδαση πάνω σ’ αυτά τα παπιά θα αυξανόταν κατακόρυφα, και το Kawasaki είναι αυτό που θέτει την πιο σοβαρή υποψηφιότητα για το βραβείο του καλύτερου στησίματος για άσφαλτο και χώμα. Την καλή εικόνα χαλάει λίγο η απόδοση του κινητήρα ψηλά, καθώς μετά τα 80 εμφανίζονται κραδασμοί και τραχιά λειτουργία. Επίσης, το κιβώτιό του ήταν λίγο σκληρό στις αλλαγές, και η πολύ σπορ εμφάνισή του, του στερεί στοιχεία πρακτικότητας όπως ο χώρος κάτω από την σέλα ή η σχάρα.

Στην γκάμα και της Υamaha και της Κawasaki υπάρχουν και λίγο μεγαλύτερα σε κυβικά, πιο ακριβά και με σαφώς καλύτερη απόδοση παπιά. Μια σκέψη θα ήταν πως οι κατασκευαστές σκόπιμα "συγκρατούν" από επιδόσεις τα πιο φτηνά τους μοντέλα, για να μην κλέβουν πωλήσεις από τα ακριβότερα. Γιατί αν υπήρχε ένα πράγμα που παραδοσιακά μπορούσαν να κάνουν τα παπιά χωρίς να ιδρώνουν, ήταν να πηγαίνουν παντού τέρμα γκάζι, χωρίς να νιώθεις ότι τα βασανίζεις. Υποψιάζομαι πως και τα δύο αυτά έχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, με ελάχιστο κόστος.

Ας διευκρινίσουμε εδώ πως η σειρά με την οποία αναφέραμε τα παπιά δεν είναι και σειρά κατάταξης, καθώς αυτό το άρθρο δεν αποτελεί κάποιο εξαντλητικό συγκριτικό στους συνήθεις χώρους δράσης των παπιών, αλλά καταγραφή των εμπειριών μας στις μέρες που ζήσαμε και ταξιδέψαμε μαζί τους. Όλα τους έχουν υπέρ και κατά, όπως και το Honda Wave, που ξεχωρίζει όμως από τα υπόλοιπα. Ξεκινώντας από το μοναδικό για την παρέα χαρακτηριστικό του ψεκασμού, το Honda έχει μια τόσο ποιοτική λειτουργία σε όλα του, που δείχνει πόσο καλά εξελιγμένο είναι. Ήταν χαρακτηριστικά τα σχόλια όσων το οδηγούσαν, που το παρομοίαζαν, ανάλογα με το είδος του δρόμου που βρισκόμασταν, με μεγαλύτερα μοντέλα της Honda. Άκουγες σχόλια του τύπου "αυτό είναι CBR", ή CRF, ή VFR, ή Crosstourer.

Ανάβαση Ανώπολης, με φόντο τα Σφακιά

O κινητήρας του έχει αυτό το αβίαστο ανέβασμα στροφών, χωρίς ενοχλητικούς κραδασμούς ψηλά, που σου δίνει την αίσθηση πως θα λειτουργεί το ίδιο καλά για πολλά χρόνια. Όπου τα χιλιόμετρα μπορούσαν να ανέβουν πάνω από τα 80, ήταν το καλύτερο απ’ όλα, χωρίς να υστερεί σημαντικά ούτε στα σκληρά χώματα ούτε στο κλειστό ασφάλτινο στροφιλίκι. Το κιβώτιό του που έχει την λειτουργία "μύλου", σου επιτρέπει να βγάλεις νεκρά αν σταματήσεις με τετάρτη, βοηθώντας στη μείωση των αλλαγών. Ήταν το μόνο που έβλεπε άνετα τα 100 κι ανέβαινε και στα 110 με λίγο ευνοϊκές συνθήκες, κάνοντας τα 90 μια καλή ταχύτητα... ταξιδιού. Η κατανάλωσή του είναι μια ευχάριστη έκπληξη, αφού με πολλά χιλιόμετρα ανηφόρας και πετρόδρομων δεν ανέβηκε ποτέ πάνω από τα 2,2 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα.

Μειονέκτημα, για παπί-εργαλείο, είναι ο τρόπος κατασκευής της ποδιάς, με διπλά σκληρά πλαστικά βιδωμένα μεταξύ τους, κάτι που σημαίνει μεγάλο κόστος επισκευής, όπως και η έλλειψη κλειστής αλυσίδας. Τα αμορτισέρ του δεν ρυθμίζονται, αλλά είναι αξιοπρεπή, όπως και το πιρούνι.

Συνολικά, η ποιότητα της λειτουργίας και κατασκευής του Honda το κάνουν το καλύτερο της παρέας, καθώς αποδίδει εξαιρετικά σε όλες τις συνθήκες, χωρίς να υστερεί ουσιαστικά πουθενά.

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Mας ξεπαράδιασαν!

Δεν είχα ξαναοδηγήσει ποτέ κάτι που να καίει βενζίνη και να καίει λιγότερη από δύο λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα. Πρωταθλητής οικονομίας, το Honda Wave έβγαλε μέση κατανάλωση δύο λίτρα στα εκατό. Ακόμα και στην κίνηση της πόλης, μετά την εξόρμηση στην Κρήτη, τα ίδια έκαιγε. Η μεγάλη έκπληξη ήταν το Daelim, που ο κινητήρας του είναι κι αυτός σαν των Honda Astrea, και παρά το καρμπυρατέρ του των 16mm είχε κατανάλωση μεγαλύτερη μεν από του Honda, αλλά καλύτερη από των άλλων δύο καρμπυρατεράτων, με το Kawasaki να έχει καρμπυρατέρ 18mm και το Yamaha 16mm. Το Kawasaki ήταν πιο βενζινοβόρο από το Daelim, με καταναλώσεις που πλησίαζαν αυτές του Yamaha, που σίγουρα χρειάζεται μια καλύτερη ρύθμιση. Έτσι όπως έρχεται ρυθμισμένο, έχει ένα κόμπιασμα στις μεσαίες, που σίγουρα του στοιχίζει σε κατανάλωση.

Μπορεί σε απόλυτους αριθμούς η διαφορά να φαίνεται μικρή, τι δύο λίτρα, τι τρία, αλλά μιλάμε για διαφορά 50%, οπότε δεν είναι καθόλου αμελητέα. Σκεφτείτε δύο μοτοσυκλέτες ίδιων κυβικών και παραπλήσιας απόδοσης, που η μια να καίει 8 λίτρα και η άλλη 12, για να έχετε μια πιο απτή αναλογία.

Ένα άλλο συμπέρασμα ήταν πως οι δείκτες βενζίνης λένε ψέματα, και φωνάζουν πριν χρειαστεί. Για παράδειγμα, έβαλα στο Honda 2,7 λίτρα μετά από 135 χιλιόμετρα, με τον δείκτη βενζίνης βαθιά μέσα στο κόκκινο, ενώ σύμφωνα με την εργοστασιακή χωρητικότητα του ρεζερβουάρ είχα άλλο ένα λίτρο, δηλαδή άλλα 50 χιλιόμετρα. Aντί για αναξιόπιστους δείκτες, καλύτερα να υπάρχει λαμπάκι, και για τα καρμπυρατεράτα, ο παλιός καλός διακόπτης βενζίνης.

Όσο για τις αυτονομίες, το Honda καταφέρνει να έχει την μεγαλύτερη, παρά το μικρότερό του ρεζερβουάρ (3,7 λίτρα, έναντι 4 του Daelim, 4,2 του Yamaha και 4,4 του Kawasaki).

 

Ανεφοδιασμός 1

                 κατανάλωση (lt/100km)

HONDA       1,90

DAELIM       2,22

KAWASAKI  2,42

YAMAHA      2,75

                

Ανεφοδιασμός 2

                 κατανάλωση (lt/100km)

HONDA       1,92

DAELIM       2,50

KAWASAKI  2,61

YAMAHA      2,75

                

Ανεφοδιασμός 3

                 κατανάλωση (lt/100km)

HONDA       2,22

DAELIM       2,22

KAWASAKI  2,87

YAMAHA      3,14

 

Μέση κατανάλωση (lt/100km) / μέση αυτονομία (km)

HONDA      2,01 / 184

DAELIM      2,31 / 173

KAWASAKI 2,63 / 167

YAMAHA     2,88 / 150

 

Οι μαδαρόπαπιες…

Στα Λευκά Όρη έχω ανέβει και κατέβει από παντού, με κάθε τρόπο. Πόδια, σκι, εντούρο, motocross, τζιπ, επιβατικά, αγροτικά, 2CV, αλλά ποτέ μα ποτέ με παπάκι… Στα πρώτα μέτρα και γενικά στους πρόποδες του βουνού, στην άσφαλτο, είχε πλάκα. Τέρμα γκάζι παντού, ιδανικές γραμμές με ταχύτητες απολύτως λογικές σε σχέση με ένα αυτοκίνητο. Μόλις όμως στρίψαμε στις Φώκιες για να πάμε Καλλέργη τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Εδώ δεν είσαι ούτε με enduro, ούτε και με on-off. Aλλού πατούσες κι αλλού βρισκόσουν και υπάρχει μόνο ένας τρόπος να φτάσεις στον προορισμό σου. Υπομονή. Σιγά σιγά έβρισκα το κόλπο να μην κοπανιέμαι πολύ, και με τα ποδαράκια κουπιά μερικές φορές, έφτανες αλώβητος παντού, ενώ στα ίδια επίπεδα ήταν και οι συνπαποβιοταξιδιώτες μου, που κάποιοι το ευχαριστιόντουσαν κιόλας…

4

Φυσικά η κάθε πάπια είχε το δικό της χαρακτήρα και μαδάρωνε με διαφορετικό τρόπο. Στην άσφαλτο το Honda ήταν αυτό που εντυπωσίασε, όχι λόγω των επιδόσεων, αλλά κυρίως τη ομαλής λειτουργίας και της αψεγάδιαστης απόδοσης. Οι αναρτήσεις του φίλτραραν τις λακκούβες και γενικά σου έδινε μια σιγουριά για τα πάντα. Στο χώμα δεν ήταν το καλύτερο καθώς το μικρό ύψος από το έδαφος έκανε τις πέτρες να κοπανάνε άτσαλα, ενώ το ζύγισμα του ήταν λίγο μπροστόβαρο και δυσκόλευε λίγο. Όμως συνολικά ήταν το πιο ολοκληρωμένο και αυτό που ήθελες συνεχώς να οδηγείς. Το Kawasaki είχε την καλύτερη συμπεριφορά στα χώματα, αφού οι αναρτήσεις του κατάπιναν τις ανωμαλίες, ενώ το ελαφρύ τιμόνι σε βοηθούσε να περάσεις εύκολα από παντού. Δεν ήταν “ραπτομηχανή” σαν το Wave, όμως ήταν εξίσου γρήγορο και στην άσφαλτο και με πολύ καλή συμπεριφορά. Το Daelim παρά την κουριεράδικη εμφάνιση τα κατάφερνε περίφημα στο χώμα και με σταθερό ρυθμό σκαρφάλωνε παντού. Το πλαίσιό του δεν ήταν από τα σταθερότερα, όμως τα πάντα έσωζε ο καλός κινητήρας και τα καλά φρένα που σε έβγαζαν ασπροπρόσωπο σε άσφαλτο και χώμα. Η σέλα του βέβαια είχε παραδώσει το πνεύμα και κανείς δεν βολευόταν, αλλά είχε και 18.000 σκληρά χιλιόμετρα. Το Yamaha τα καταφέρνει πολύ καλά στους χωματόδρομους και έχει τις καλύτερες αναρτήσεις, όμως ο κινητήρας του (επειδή ήταν ολοκαίνουργιο;) δεν δούλευε καθαρά και κατανάλωνε την περισσότερη βενζίνη. Στην άσφαλτο δεν ήταν το γρηγορότερο, όμως και εκεί οι αναρτήσεις του δούλευαν πολύ σωστά.

Τελικά δεν ήταν και τίποτα, τα παπιά μπορούν να τα κάνουν όλα, αποδεικνύοντας ότι είναι τα πιο πολυμορφικά πτηνά.

Χρήστος Πατεράκης

 

Ξανά δεκαεφτά

Όταν ήμουν δεκαεφτά είχα ένα μπλε δωδεκάβολτο Honda С50. Το ανέβασα, όπως συνηθιζόταν τότε, στα 72 κυβικά, με 19άρι καρμπιρατέρ, φιλτροχοάνη και Sebring εξάτμιση. Νομίζω έπιασε μια φορά τα εκατό, σε ελαφρά κατηφόρα με ούριο άνεμο και τις βαλβίδες έτοιμες να βγουν να χαιρετήσουν από την εξάτμιση. Αυτό το μηχανάκι των ονείρων μου τότε δεν θα σκάμπαζε μία μπροστά στα παπιά αυτού του συγκριτικού. Είναι ασύγκριτα πιο γρήγορα, φρενάρουν χωρίς να σηκώνεται το μπροστινό (!), στρίβουν καλύτερα, καίνε λιγότερο συγκριτικά με τη δύναμή τους… είναι φοβερά εργαλεία. Και όπως αποδείχτηκε και σ’ αυτό το συγκριτικό, μπορούν επίσης να είναι και απίστευτα αγχολυτικά και διασκεδαστικά. Επιθυμούσα συνέχεια να είμαι πάνω στο Honda. Αν ήταν αυτοκίνητο θα ήταν Μερσεντές. Πολύ καλή ποιότητα λειτουργίας και κίνησης, φρένα, αναρτήσεις, σέλα, όλα απροβλημάτιστα. Ακόμα και ο ήχος του ήταν πιο σοβαρός. Μετά μου άρεσε το Kawasaki – ήταν και το πιο όμορφο. Αν ήμουν δεκαεφτά θα πάθαινα ντουβρουτζά από το χρώμα και τις εντυπωσιακές ακμές του και ούτε που θα με ένοιαζε που κρεμούσε απότομα ψηλά και το λίγο σκληρό κιβώτιο. Ναι, για το Kawasaki θα έπρηζα τα ούμπαλα του μπαμπά μου μέχρι να μου κάνουν το χατήρι. Αν όμως μου έφερναν το Daelim με τρέλα και κόκκινη κορδέλα για τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου δεν θα χαλιόμουν καθόλου. Τα χρήματα που περίσσευαν θα τα έκανα αξεσουάρ και πρώτα πρώτα πίσω αμορτισέρ που πήγαιναν βάρκα γιαλό όταν κυνηγιόμασταν (!) στο στροφιλίκι της Ανώπολης. Εκτός συναγωνισμού θα βγάλω το Yamaha, επειδή δεν δούλευε σωστά. Μπούκωνε, δυσφορούσε, κάτι δεν του πήγαινε καλά. Ελπίζω να τα ξαναοδηγήσω στα καλά του.

Μακάρι να ήξερα που μπορούσα να φτάσω με το παπί μου τότε. Θα ήταν λιγότερο περιορισμένος ο κόσμος μου και εύχομαι να μην είναι καθόλου περιορισμένος ο δικός σας, οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα κι αν καβαλάτε.

Ιάκωβος Σουργουτσίδης

 

XR ή KazeR;

Ούτε που μπορώ να υπολογίσω πόσες φορές έχουν ειπωθεί στο περιοδικό φράσεις όπως: "όλα γίνονται με ένα παπί", "με μια πάπια έμαθαν όλοι να οδηγούν" κι άλλα τέτοια. Στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης που έχουμε ριζώσει, πολλά πράγματα τα κάνουμε διαφορετικά από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, επηρεασμένοι από ανατολικότερα. Η μετακίνησή μας με παπιά είναι ένα από αυτά, ο τρόπος που χτίζουμε τις πόλεις μας ένα άλλο. Ακόμα κι εγώ που δεν είχα ποτέ δικό μου παπί, που το πρώτο δικό μου μηχανάκι ήταν ένα XR250 το οποίο δεν κυκλοφορούσα ποτέ στο δρόμο γιατί δεν είχα το αντίστοιχο δίπλωμα, ταυτίζομαι με τις παραπάνω φράσεις. Γιατί τα παπιά είναι στη ζωή όλων. Οι πρώτες μου "ταξιδιωτικές" αναμνήσεις ήταν με ένα Super Cub 50, αυτό με τη σχάρα πίσω, που μου είχε κολλήσει δύο φορές κατεβαίνοντας τον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης και έπαιρνε ξανά πάντα, μόλις περνούσαν 15-20 λεπτά και κρύωνε λίγο. Ανήλικος ακόμα, δούλευα πριν πάω στη σχολή σε μια εταιρία ως τεχνικός υπολογιστών και με το παπί αυτό πήγαινα σε πελάτες ακόμα και στην Πέλλα. Και επιδίωκα να πάω εγώ μέχρι εκεί και όχι κάποιος άλλος με αυτοκίνητο, γιατί θα μου δινόταν η ευκαιρία να οδηγήσω και ας με περίμενε στο σπίτι το XR! Η απόσταση ήταν αυτή που μ’ ένοιαζε και όχι το μέσο. Οπότε ας μην πει κανείς γιατί με τα παπιά στα βουνά, γιατί στο χώμα, γιατί όχι με μικρά εντούρο. Τις περισσότερες φορές η καλύτερη μοτοσυκλέτα είναι αυτή που ήδη έχεις ή τέλος πάντων αυτή που μπορείς να δανειστείς τσάμπα, και ένα παπί έχει τις περισσότερες πιθανότητες να ανήκει στις δύο παραπάνω περιπτώσεις.

Περάσαμε υπέροχα στα βουνά και στα χωριά της Κρήτης με τα παπιά. Μπορεί οι λιγοστοί τουρίστες που πετύχαμε στους χωματόδρομους, με τα νοικιασμένα τους KLΧ, τα κοντά τους παντελόνια και τα αθλητικά παπούτσια με τις λευκές κάλτσες που καλύπτουν όλη τη γάμπα, να γελούσαν βλέποντάς μας με πλήρη εξοπλισμό enduro, πάνω σε φορτωμένα με πράγματα παπιά, αλλά ποτέ δεν ζήλεψα το περισσότερο γκάζι, ή τις διαδρομές των αναρτήσεών τους. Η παρέα και η αίσθηση της περιπέτειας μετρούσαν περισσότερο και κάλυπταν όλα τα υπόλοιπα. Γιατί είναι πραγματική περιπέτεια να κατεβαίνεις από το καταφύγιο του Πατεράκη, στο χωματόδρομο με τις τεράστιες πέτρες που ένα KTM Adventure, για παράδειγμα, θα είχε καταπιεί αμάσητες και θα είχε φτάσει στην άσφαλτο πριν ακόμα καταλαγιάσει η σκόνη στην κορυφή! Εμάς μας πήρε κανένα μισάωρο, μπορεί και λιγότερο, αλλά σαν μισάωρο το έζησα. Αυτό είναι από μόνο του ανεκτίμητο και μόνο από αυτή τη διαδρομή, μονάχα από μισή ώρα, έχεις πράγματα να διηγηθείς, όταν με το KTM θα είχες ξεχάσει μετά από λίγο καιρό κάθε λεπτομέρεια και το μόνο που θα θυμόσουν θα ήταν το καταφύγιο, ίσως και τη διασταύρωση με την άσφαλτο. Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι με τα παπιά στα βουνά περνάς καλύτερα απ’ ότι με μια on-off, απλά ότι είναι πολύ διαφορετικά και ότι μια τέτοια εμπειρία, ένα ταξίδι με την παρέα σου, αξίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Κι ας είναι και με παπί.

Στην προσωπική μου κατάταξη, ως το καλύτερο από τα παπιά που είχαμε μαζί μας, ξεχωρίζω το Honda με μεγάλη διαφορά από το Kawasaki που έρχεται δεύτερο, σε κοντινή απόσταση με το Yamaha, και λίγο πιο πίσω το Daelim. Το Honda πέρα από την πιο οικονομική κατανάλωση, με τεράστια διαφορά, είχε επίσης αρκετά καλή συμπεριφορά, όχι όμως σαν το Kawasaki που μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα ήταν η μέρα, και εκείνα η νύχτα. Τόσο καλύτερο στην οδήγηση δηλαδή. Ωστόσο για μένα χάνει από το Honda εξαιτίας του κινητήρα, αφού μετά τα ογδόντα θέλει παρακάλια για να φτάσει τα εκατό, ενώ έχει τόσους κραδασμούς που σκέφτεσαι αν πρέπει να κρατήσεις το γκάζι ανοικτό. Όμως στις στροφές κρατάς πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από τα υπόλοιπα, ενώ στο χώμα πραγματικά δεν έχει αντίπαλο. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να βοηθήσει κάποιον ως συμπέρασμα, αλλά το Kawasaki ήταν για εμένα μακράν το ταχύτερο στο χώμα. Σε κάποια φάση, ανάμεσα σε Σφακιά και Ανώπολη, μέσα στο δάσος που είχαμε χωρίσει από τους υπόλοιπους, βλέπω από μακριά τον Ιάκωβο με το Yamaha να παίρνει λάθος στροφή. Αρχίζω να κορνάρω, αλλά στο μεταξύ πρόλαβε να ρίξει και δυο κουταλιές μερέντα στα αυτιά του, και καμαρωτός – καμαρωτός, συνέχισε το δρόμο του αδιαφορώντας για το ότι δεν βλέπει κανέναν μπροστά του. Αν είχα το Daelim θα τον ψάχναμε ακόμα, αλλά με το Kawasaki γέμισα την τρίτη στο χωματόδρομο, προσπέρασα από δεξιά έναν χαμένο Γερμανό(;) με Fiat που σταμάτησε απότομα μόλις είδε ότι ο χωματόδρομος δεν ήταν το ίδιο βατός όπως οι ελάχιστοι ελεύθεροι της χώρας του, και έπιασα τον Ιάκωβο αρκετά γρήγορα. Το Honda σε αυτό το ρυθμό, θα είχε γλιστρήσει 2-3 φορές μπροστά σίγουρα, αυξάνοντας τις πιθανότητες για πέσιμο. Το Kawasaki όμως το εμπιστεύεσαι στο δρόμο είτε αυτός είναι άσφαλτος, είτε τσιμεντένιος επαρχιακός, είτε χωματόδρομος με πέτρες και χαλίκια. Είναι επίσης, κατά την άποψή μου πάντα, το πιο μοντέρνο, και το πιο προσεγμένο εμφανισιακά, αλλά μπροστά στη λειτουργία του κινητήρα της Honda δεν του μένουν πολλά περιθώρια. Το Yamaha είναι επίσης όμορφο και με ροπάτο κινητήρα που ήθελε ρύθμιση, και το Daelim είναι πολύ τίμιο σε όλα όσα προσφέρει και με περισσότερο χώρο απ’ όλα για ψηλούς αναβάτες, ωστόσο ως γενική αίσθηση μετά από τόσες μέρες στη σέλα τους, έχω καταλήξει στην παραπάνω κατάταξη. Βέβαια, επαναλαμβάνω, ότι ακόμα και το Super Cub της εφηβείας μου να είχα πάλι ευτυχισμένος θα ήμουν για μια τέτοια εκδρομή. Γιατί το βασικό είναι να εκδράμει κανείς με την παρέα του, και το όχημα έρχεται δεύτερο!

Θάνος Φελούκας

 

Δείτε αναλυτικά στο τέλος όλες τις φωτογραφίες

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Αντιπρόσωπος:
TEOMOTO ΑΕ
Τιμή (2014):
1.595
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.910
Μεταξόνιο (mm):
1.220
Ύψος σέλας (mm):
765
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
670
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
620
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
770
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
560
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
102,5Kg
(χωρίς καύσιμο: 99,5Kg)
Πίσω
41,5%
Εμπρός
58,5%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
1%
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Μονό σωληνωτό
Πλάτος (mm):
700
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
96/ -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1 ΕΕΚ 
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
50 x 55,5
Χωρητικότητα (cc):
108,9
Σχέση συμπίεσης:
9:1
Τροφοδοσία:
Καρμπυρατέρ 16mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα και μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός ημιαυτόματος, φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 4,058
Σχέσεις ταχυτήτων
1: 2,833 2: 1,705 3:1,182 4: 0,958
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,571
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
63
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
3.00 - 16
ΦΡΕΝΟ
Tαμπούρο
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, ολικός χιλιομετρητής, δείκτης βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / επιλεγμένης σχέσης στο κιβώτιο
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
90 / -
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
2,75 - 16
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
4

 

Αντιπρόσωπος:
Αφοι Σαρακάκη ΑΕΒΜΕ
Τιμή (2014):
1.830 (με βαλιτσάκι)
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.870
Μεταξόνιο (mm):
1.227
Ύψος σέλας (mm):
760
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
790
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
580
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
620
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
660
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
102Kg
(χωρίς καύσιμο: 99,2Kg)
Πίσω
41,2%
Εμπρός
58,8%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Μονό σωληνωτό
Πλάτος (mm):
709
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
- / 99,1
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1 ΕΕΚ, 2 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
50 x 55,6
Χωρητικότητα (cc):
109,1
Σχέση συμπίεσης:
9:1
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός PGM Fi με αυλό 22mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα και μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός ημιαυτόματος, φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / -
Σχέσεις ταχυτήτων
Τέσσερις
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / -
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
80/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ταμπούρο 110mm
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, ολικός χιλιομετρητής, δείκτης βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / επιλεγμένης σχέσης στο κιβώτιο
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό  πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
- / 26
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
70/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 220 χιλιοστών
 
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
3,7

 

Αντιπρόσωπος:
TEOMOTO ΑΕ
Τιμή (2014):
1.890 (R, με ακτίνες :1.790)
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.895
Μεταξόνιο (mm):
1.230
Ύψος σέλας (mm):
-
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
550
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
540
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
730
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
490
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
103,5Kg
(χωρίς καύσιμο:100,2Kg )
Πίσω
42,5%
Εμπρός
57,5%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
-0,5%
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
700
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
102/ -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1 ΕΕΚ/2 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
53 x 50,6
Χωρητικότητα (cc):
112
Σχέση συμπίεσης:
9,5:1
Τροφοδοσία:
Καρμπυρατέρ Keihin PB 18mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα και μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός ημιαυτόματος, φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
-
Σχέσεις ταχυτήτων
Τέσσερις
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / -
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
 
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
80/90 -17
ΦΡΕΝΟ
Ταμπούρο
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό ταχύμετρο, ολικός χιλιομετρητής, δείκτης βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / σταντ/επιλεγμένης σχέσης στο κιβώτιο / αποθηκευτικός χώρος κάτω από τη σέλα, πλαϊνό και κεντρικό σταντ
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
 /
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
70/90  -17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
4,4
 

Αντιπρόσωπος:
Μοτοδυναμική Α.Ε.Ε
Τιμή:
1.750
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.870
Μεταξόνιο (mm):
1.205
Ύψος σέλας (mm):
770
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
550
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
570
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
760
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
490
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
103
(χωρίς καύσιμο: 98,8)
Πίσω
60
Εμπρός
40
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
-0,5%
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Μονό σωληνωτό
Πλάτος (mm):
675
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
- / 102
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1 ΕΕΚ, 2 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
51x54
Χωρητικότητα (cc):
110,3
Σχέση συμπίεσης:
9,3:1
Τροφοδοσία:
Mikuni VM17SH
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα και μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός ημιαυτόματος, φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
67 / 18 (3,722)
Σχέσεις ταχυτήτων
1: 3,166 2: 1,941 3:1,380 4: 1,095
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,400
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
77
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
80/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ταμπούρο
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, ολικός χιλιομετρητής, δείκτης βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / επιλεγμένης σχέσης στο κιβώτιο
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό συμβατικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
95 / 26
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
70/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 220 χιλιοστών
 
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
4,2 / 1
 

 

#MENOUMESPITIMEMOTO - Η Μάχη της χρονιάς! - Συγκριτικό On-Off - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

27/3/2020

Η μάχη της χρονιάς

Ο τίτλος αυτού του συγκριτικού θα μπορούσε να είναι “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”, αφού η BMW με τη νέα F 650 GS κάνει μια επιθετική τιμολογιακή πολιτική, με σκοπό να κατακτήσει την κορυφή των πωλήσεων. Θα μπορούσε όμως να είναι “Ποιος θα δείρει τον Su-γκλάκο”, αφού το Suzuki V-Strom 650 είναι “αήττητο” στις πωλήσεις τα τελευταία χρόνια. Ίσως να ήταν και “Η επιστροφή ενός θρύλου”, με αφορμή τη ριζική ανανέωση του γενάρχη των δικύλινδρων on-off, του Honda XL700V Transalp. Εξίσου λογικός θα ήταν και ο τίτλος “Πρώτο και φέτος;” αφού το Kawasaki Versys 650 ήταν ο νικητής το 2007. Για όλους τους παραπάνω τίτλους έναρξης αυτού του συγκριτικού, ίσως να υπάρχουν αντιρρήσεις -όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με τη μάχη της χρονιάς!

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Σε αυτό το τεστ κανείς δεν θέλει να χάσει. Αν ήμασταν σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ίσως αυτό να ήταν το πιο αδιάφορο συγκριτικό που μπορούσε να κάνει ένα περιοδικό. Στην Ελλάδα όμως, τα μεσαία on-off αποτελούν σχεδόν το 1/4 των πωλήσεων καινούριων μοτοσυκλετών! Από τις 22.800 μοτοσυκλέτες που πωλήθηκαν το 2007, οι 5.300 ήταν on-off 650. Οι καρέκλες των διευθυντών πωλήσεων τρίζουν, τα bonus των πωλητών αμφισβητούνται και οι επιταγές των καταστημάτων περιμένουν να καλυφθούν.

Ο συνδυασμός ροπής και κλιμάκωσης δίνει άλλη μια πρωτιά στο F 650 GS της BMW, το οποίο χρειάζεται από 20 έως και 40 ολόκληρα μέτρα λιγότερα από τους ανταγωνιστές του, για να φτάσει από τα 80 χιλιόμετρα την ώρα στα 140. Η ελαστικότητα του κινητήρα και η σωστή κλιμάκωση του κιβωτίου, βοηθούν το Transalp να σκαρφαλώσει στη δεύτερη θέση, ενώ η σχέση κιλών ανά ίππο δυσκολεύει το Suzuki και το πιο αδύναμο Kawasaki, που χρειάζεται να διανύσουν μεγαλύτερη απόσταση

 

Πολύ συγκινητικά όλα αυτά και καταλαβαίνουμε την αγωνία τους, αλλά πέρα και πάνω από αυτούς, υπάρχουν 5.300 μοτοσυκλετιστές που θα βγάλουν από την τσέπη τους (οι περισσότεροι με δυσκολία) μερικές χιλιάδες ευρώ για να αποκτήσουν μια τέτοια μοτοσυκλέτα. Οπότε, το θέμα μας είναι ένα και μοναδικό: Για ποια από αυτές θα πηγαίνατε ευχαρίστως κάθε μήνα στην τράπεζα, για να πληρώσετε τη δόση της χρηματοδότησης;

Ποτέ ένα Honda δεν είχε πρόβλημα με τα φρένα -ούτε φυσικά και το καινούριο Transalp 700. Μάλιστα, στην περίπτωσή μας είναι τα καλύτερα όλων σε αίσθηση και ακρίβεια. Εξίσου κορυφαίο είναι το ABS, όμως χρεώνεται επιπλέον

 

Τα δεδομένα

Η Suzuki με το V-Strom 650, είναι αυτή τη στιγμή ο απόλυτος κυρίαρχος της κατηγορίας. Είναι τόσο ξεκάθαρη η πρωτιά του στις πωλήσεις, που μας υποχρεώνει να δεχτούμε το V-Strom ως μέτρο σύγκρισης για τις υπόλοιπες. Λέμε “μας υποχρεώνει”, διότι η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είναι εμφανώς προσηλωμένη σχεδιαστικά στις τουριστικές δυνατότητές της, αδιαφορώντας για τομείς στους οποίους η συγκεκριμένη κατηγορία μοτοσυκλετών, οφείλει, υποτίθεται, τον λόγο ύπαρξής της.

Από τις πιο άνετες θέσεις για τον συνεπιβάτη, με πολύ καλή αναλογία χώρου, στήριξης και άνεσης. Μοναδική ένσταση η ελλιπής προστασία από τον αέρα, η οποία επηρεάζει λόγω του σχεδιασμού της ζελατίνας και τον συνεπιβάτη

 

Όταν η Honda παρουσίασε το Transalp 600 στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ξεκινώντας την ιστορία των δικύλινδρων on-off με φαίρινγκ, υπήρχε ακριβώς το ίδιο πρόβλημα. Στο μυαλό των περισσότερων υπήρχαν δύο κατηγορίες, τα μονοκύλινδρα ‘’χωματερά’’ και τα πολυκύλινδρα ‘’ασφάλτινα’’. Για τους περισσότερους, το Transalp δεν ήταν τίποτα από τα δύο, ενώ για τη Honda ήταν και τα δύο. Τελικά οι μοτοσυκλετιστές δικαίωσαν την Honda, αφού το Transalp έκανε ό,τι χρειαζόταν στην άσφαλτο και πολλά περισσότερα από αυτά που μπορούσε ή επιτρεπόταν από τις συνθήκες και τη νομοθεσία να κάνει ο ιδιοκτήτης του στο χώμα.

 

Τα αναχρονιστικά μηχανικά όργανα του παλιού μοντέλου, έδωσαν τη θέση τους σε αυτά τα όμορφα και sport ψηφιακά, με το αναλογικό στροφόμετρο. Η ένδειξη βενζίνης αρχίζει να αναβοσβήνει όταν μπει η ρεζέρβα, αντί να σου δείχνει τα χιλιόμετρα που απομένουν

 

Το V-Strom 650 στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο στο χώμα, από το να διασχίσει μια μικρή διαδρομή χωρίς να πάθει ζημιά. Οι πωλήσεις του λένε ότι αυτό αρκεί. Βέβαια, αν ήταν τόσο απλό, τότε το μεγάλο V-Strom 1000 θα έπρεπε να είχε την αντίστοιχη επιτυχία, κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν έγινε στη χώρα μας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μα γιατί το 1000 κοστίζει και έχει τον όγκο ενός 1000, ενώ το 650 κοστίζει όσο ένα μονοκύλινδρο 600 και έχει τον όγκο ενός 1000!

Το νέο Tansalp 700 εξακολουθεί να έχει μεγάλες διαδρομές αναρτήσεων, κάτι που του δίνει πλεονέκτημα στο χώμα. Όμως με τη ρύθμισή τους με τα μαλακά ελατήρια και τις αργές αποσβέσεις, δεν παίρνουν καλό βαθμό ούτε στην άνεση ούτε στη sport οδήγηση. Επίσης, η ρύθμιση του πίσω αμορτισέρ είναι μια επίπονη διαδικασία

 

Άρα, η πρώτη δοκιμασία για τους τέσσερις μονομάχους αυτού του συγκριτικού, είναι η σχέση όγκου/τιμής. Για την ακρίβεια όταν λέμε όγκο, στην πραγματικότητα εννοούμε ‘’πουλάω μούρη’’. Παρκάρουμε λοιπόν τις μοτοσυκλέτες μας μπροστά στην καφετέρια και μετράμε τα... κυβικά μας! Το V-Strom παραμένει για άλλη μια φορά νικητής σε αυτή τη δοκιμασία, όντας το μεγαλύτερο σε διαστάσεις απ’ όλα. Μάλιστα, αν δεν πάει καταμεσήμερο να ανέβει ψηλά ο ήλιος, η σκιά του V-Strom 650 σκεπάζει τους ανταγωνιστές του.

Μέτρια σε μέγεθος η σχάρα της Honda, όμως είναι πρακτική όπως και οι ενσωματωμένες χειρολαβές πάνω της

 

Επίσης, η σταθερή ‘’Made in Japan’’ ποιότητα υλικών και φινιρίσματος του V-Strom, του δίνουν άλλον έναν πόντο -και μόνο το BMW F 650 GS μπορεί να σταθεί υπερήφανο δίπλα του. Το Kawasaki έχει εξίσου προσεγμένο φινίρισμα, αλλά η ποιότητα των πλαστικών και της βαφής κινούνται σε ρηχά νερά. Το Transalp 700 από τη μεριά του, δείχνει ότι οι κοστολόγοι ασχολήθηκαν παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε με τη μείωση του κατασκευαστικού κόστους. Το παραδοσιακό τέλειο φινίρισμα των Honda εδώ απουσιάζει εμφανώς, όπως και η προσεγμένη βαφή στην οποία μας είχε συνηθίσει η ιαπωνική εταιρεία. Ίσως είναι ανεκτό για συγκρίσεις με τον ανταγωνισμό, αλλά για μοτοσυκλέτα της Honda…

Η έξτρα ζελατίνα είναι απαραίτητη για το Transalp, αν σκοπεύετε να φύγετε από την πόλη

 

Μετά από αυτή τη διαπίστωση, οι καφέδες ήρθαν στο τραπέζι και είναι η ώρα για μια κλασική κουβέντα καφετέριας, βασισμένη όπως πάντα στα διαφημιστικά φυλλάδια και τους τιμοκαταλόγους. Φτηνότερο όλων το Suzuki, με ABS και τηλε-προφόρτιση του πίσω αμορτισέρ στον βασικό εξοπλισμό. Ακολουθεί με απειροελάχιστη διαφορά στην τιμή το Kawasaki Versys 650, αλλά με ελλείψεις στον βασικό εξοπλισμό, όπως αυτή του ABS.

To Versys και το F 650 GS απέχουν μια ανάσα μεταξύ τους, με μόλις τρία εκατοστά πιο γρήγορο το Versys στα 0-100, λόγω γραναζώματος. Ακολουθούν τα V-Strom και Transalp, που λόγω μακριάς κλιμάκωσης δεν έχουν το ξέσπασμα των ανταγωνιστών τους

 

Τρίτο κατά σειρά κόστους, το Transalp 700 της Honda -και αυτό όμως χωρίς ABS. Αναμενόμενα πιο ακριβό όλων είναι το BMW F 650 GS, τόσο λόγω μεγαλύτερου κυβισμού (είναι 800 κυβικά, για να μην ξεχνιόμαστε) όσο και λόγω νεότητας του μοντέλου αλλά και... γερμανικής καταγωγής! Η αρχική τιμή του F 650 GS είναι άμεσα συγκρίσιμη με τα άλλα τέσσερα, όμως αν του βάλεις πάνω τον εξοπλισμό του V-Strom 650, τότε το πράγμα ξεφεύγει αρκετά.

Ρουφώντας την τελευταία γουλιά του φραπέ, είμαστε έτοιμοι για την πρώτη απονομή. Στα χαρτιά, ‘’Πρωταθλητής της Καφετέριας’’ είναι το V-Strom 650, με το F 650 GS να αμφισβητεί τον τίτλο της Suzuki μοστράροντας το κύρος της BMW στο ρεζερβουάρ και της προσιτής αρχικής τιμής αγοράς. Πίσω τους το Transalp 700, μπορεί να αισθάνεται υπερήφανο ως γενάρχης της κατηγορίας και ξεχωρίζει με τη φρέσκια σχεδίασή του.

Πρωταθλητές οικονομίας τα Versys και F 650 GS με μόλις 5,3 και 5,4 λίτρα στα 100 χιλιόμετρα, μια πραγματικά εντυπωσιακή επίδοση -ειδικά για το F 650 GS που διαθέτει και 149 κυβικά περισσότερα. Το Transalp και το V-Strom αποδεικνύονται πιο "βενζινοβόρα", καταναλώνοντας ένα λίτρο παραπάνω για κάθε 100 χιλιόμετρα

 

Όμως είναι λιγότερο ογκώδες από το V-Strom, ακριβότερο, έχει ελλείψεις στον βασικό εξοπλισμό και δεν μπορεί να συναγωνιστεί το BMW σε κύρος και ποιότητα. Το Versys 650 χάνει τη μάχη του “φραπόγαλου”, γιατί πέρα από τη χαμηλή τιμή αγοράς και την ξεχωριστή σχεδίαση, δεν θα συγκινήσει αυτούς που αγοράζουν... πίτσα με το μέτρο.

Το V-Strom 650 είναι μεγάλη και βαριά μοτοσυκλέτα, δυσκολεύοντας τη ζωή των φρένων. Δυστυχώς η Suzuki δεν τα πάει πολύ καλά με τα φρένα, που έχουν σπογγώδη αίσθηση και μεγάλη διαδρομή στη μανέτα, απαιτώντας από τον αναβάτη να κρατά μεγαλύτερες αποστάσεις ασφαλείας. Το ABS όμως είναι στον βασικό εξοπλισμό και η λειτουργία του κρίνεται κορυφαία

 

Αποφασίζουμε η επόμενη δοκιμασία να περιλαμβάνει διάσχιση της πηγμένης Αθήνας, με τελικό προορισμό τα βουνά της Βοιωτίας και αρκετά χιλιόμετρα στην εθνική οδό. Είμαστε όλοι έτοιμοι να φύγουμε, εκτός από τον Γκλαβά που ψάχνει να βρει ποιο είναι το δικό του V-Strom ανάμεσα στα άλλα πενήντα που έχουν παρκάρει στην καφετέρια...

Μεγάλα, χορταστικά, να τα βλέπεις και να τα χαίρεσαι. Οι ψηφιακές ενδείξεις όμως είναι πολύ μικρές
 

 

Η γλώσσα της αλήθειας

‘’Ποτέ μην λες όλη την αλήθεια στον λαό -δεν θα στο συγχωρέσει ποτέ!’’ Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουν οι πολιτικοί όλου του πλανήτη, είναι να χαϊδεύουν τα αυτιά των ψηφοφόρων. Ο κόσμος θέλει να του λες αυτά που γουστάρει να ακούσει -η αλήθεια έχει ελάχιστη σημασία. Η αλήθεια στην περίπτωσή μας είναι, ότι ελάχιστοι από τους ιδιοκτήτες τέτοιων μοτοσυκλετών βγαίνουν έξω από την πόλη.

Ο βασιλιάς της εθνικής είναι εδώ

 

Μέσα στην Αθήνα λοιπόν, το V-Strom 650 είναι ταλαιπωρία. Οι διαστάσεις και το βάρος του περιορίζουν την ευελιξία του, ενώ ο κινητήρας θέλει πολλές στροφές για να ξυπνήσει και τα φρένα πάσχουν σε αίσθηση και γραμμικότητα, κάνοντας τη μοτοσυκλέτα να κινείται μουδιασμένα. Όλα τα παραπάνω, επιβάλλουν στον αναβάτη του Suzuki να υπολογίζει με ακρίβεια χιλιοστού τον διαθέσιμο χώρο και να περιμένει υπομονετικά πίσω από τα αυτοκίνητα, αν δεν θέλει να ιδρώνει και να ξεφυσάει κάνοντας μανούβρες εκεί που τα υπόλοιπα του συγκριτικού περνάνε χωρίς να πατήσει πόδι κάτω ο αναβάτης τους.

Φορτώστε! Καρότσα η σχάρα του V-Strom

 

Το Transalp και το Versys είναι οι δύο μοτοσυκλέτες του συγκριτικού που χαίρεσαι να οδηγείς μέσα στην πόλη. Ειδικά το Transalp 700, έχει την αεράτη συμπεριφορά μονοκύλινδρου. Οι χειρισμοί γίνονται με την ελάχιστη απαιτούμενη δύναμη, ο κινητήρας έχει ροπή και καθαρή λειτουργία από το ρελαντί χαρίζοντας σπιρτόζικες επιταχύνσεις, και τα φρένα μπορούν με το ένα δάχτυλο να εκτελέσουν χειρουργικής ακρίβειας εντολές.

Τη μεγαλύτερη απόσταση μέχρι να "στεγνώσει" από καύσιμο θα τη διανύσει το Versys, ενώ χάρη στη μεγάλη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ, ακολουθούν το Suzuki και το BMW -το οποίο παρά την εξαιρετική κατανάλωση, δεν διαθέτει μεγάλη χωρητικότητα στο ρεζερβουάρ του. Τελευταίο είναι το Transalp το οποίο θα "μείνει" στα 272 χιλιόμετρα

 

Τους καθρέφτες του Transalp μόνο ο προβολές του Versys μπορεί να τους γεμίσει. Το Kawasaki είναι εξίσου ευέλικτο με το Honda, και ο κινητήρας του είναι έτοιμος να δεχτεί τις προσταγές του γκαζιού από πολύ χαμηλές στροφές. Τα φρένα δεν έχουν την αίσθηση του Honda ούτε την προοδευτικότητά τους, όμως είναι καλύτερα από του Suzuki και το μικρό βάρος της μοτοσυκλέτας δεν τους δημιουργεί περισσότερα προβλήματα.

Προσανατολισμένες στην άνεση, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, δεν θα προβληματίσουν όσο οι απαιτήσεις περιορίζονται στα όρια της σβέλτης βόλτας. Η τηλε-προφόρτιση του πίσω αμορτισέρ λύνει τα χέρια

 

Επίσης, η χαμηλή σέλα και η πλήρης ρύθμιση των μανετών και των αναρτήσεων της πράσινης μοτοσυκλέτας, της προσφέρουν επιπλέον πόντους στην άνεση. Το μοναδικό σοβαρό μειονέκτημα του Versys μέσα στην πόλη είναι το πολύ σκληρό κιβώτιο ταχυτήτων. Η περίπτωση της BMW είναι κάπως πιο περίπλοκη.

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και θρόνος, η θέση του συνεπιβάτη του V-Strom, καθώς το αρχοντικό μέγεθος της σέλας και το μπόλικο αφρώδες με τις εξαιρετικές χειρολαβές στη σωστή θέση, παρέχουν όλες τις προδιαγραφές, αλλά η γωνία στα γόνατα και το μεγάλο άνοιγμα στην... περιεχόμενη γωνία, λόγω της φαρδιάς σιλουέτας του Suzuki, του στερεί τον τίτλο του ιδανικού

 

Οι Γερμανοί ξεπέρασαν την εμμονή τους να φτιάχνουν μοτοσυκλέτες μόνο για απόγονους των Βίκινγκς, όμως η μικρή GS εξακολουθεί να κρατάει πολλά στοιχεία από το DNA των μεγάλων GS -μέχρι και τον ήχο του boxer κατάφεραν να παράγει ο δικύλινδρος σε σειρά. Το τιμόνι είναι πολύ φαρδύ, ψηλά και μακριά από τη σέλα, δημιουργώντας μια κλασική BMW εργονομία, που ναι μεν δεν προβληματίζει, όμως δεν προσφέρει και κανένα πλεονέκτημα. Είναι προφανές ότι ήθελαν η F 650 GS να προετοιμάζει τον αναβάτη της για την ιδιόμορφη θέση οδήγησης των R 1200 GS, όταν αυτός στο μέλλον αποφασίσει να ανέβει κατηγορία.

Αντίθετα από την εργονομία, η σέλα έχει μικρή απόσταση από το έδαφος, επιτρέποντας στα πόδια να πατάνε ξερά στην άσφαλτο, ακόμα κι αν ανήκουν σε όσους ήταν τελευταίοι στην παρέλαση. Ο σχεδιασμός της όμως, μπορεί να δεχτεί κριτική. Το εμπρός τμήμα της δημιουργεί γωνίες, αναγκάζοντας τα πόδια να ανοίγουν και το αφρώδες στο κομμάτι του αναβάτη είναι μεν μαλακό, αλλά λεπτότερο από το ιδανικό.

Εκεί που οι ιπποδυνάμεις έχουν ξεδιπλώσει τις αρετές τους, και με τον διπλάσιο χρόνο, σε σχέση με αυτόν που χρειάζονται οι μοτοσυκλέτες για να διανύσουν τα πρώτα 400 μέτρα, το BMW κρατάει φυσιολογικά τα σκήπτρα της καλύτερης επίδοσης -αλλά η έκπληξη είναι το Transalp. Χάρη στη μακρύτερη συνολικά τελευταία και προτελευταία σχέση (πλην του F 650 GS), κερδίζει χρόνο στις αλλαγές και αναπληρώνει το χαμένο έδαφος. Η διαφορά πάντως του V-Strom και του Versys που ακολουθούν, είναι εξαιρετικά μικρή

 

Οι μικρές διαστάσεις της BMW, η χαμηλή σέλα και ο γλυκός και πρόθυμος κινητήρας με την πλούσια ροπή, βοηθούν την GS να πλησιάσει σε ευκολία χειρισμών τα κορυφαία Honda και Kawasaki, όμως η αίσθηση παραμένει λίγο πιο βαριά από εκείνων.

Για τις επιδόσεις του Versys 650 τα φρένα είναι μεν επαρκή, όμως η sport απόχρωση που έχει η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα δεν συμβαδίζει με την ξύλινη αίσθηση της μανέτας, που θέλει πολύ περισσότερη δύναμη, για να καταφέρει αυτά που η Honda και η BMW κάνουν με ένα δάχτυλο. Η απουσία ABS στη βασική έκδοση δεν προβληματίζει, λόγω του sport προσανατολισμού της μοτοσυκλέτας

 

Ραντεβού στα διόδια

Επιτέλους! Να φύγουμε από την Αθήνα, γιατί βαρεθήκαμε να περιμένουμε σε κάθε φανάρι το V-Strom. Τώρα όμως, το Suzuki παίζει στο δικό του γήπεδο και οι φίλαθλοι της αντίπαλης ομάδας δεν έχουν εισιτήρια. Μόλις η μπάρα των διοδίων σηκωθεί, το V-Strom 650 είναι ο απόλυτος άρχοντας της κατηγορίας, χωρίς καμία αμφισβήτηση. Σέλα βασιλική για δύο άτομα και πανεύκολη ρύθμιση για την προφόρτιση της πίσω ανάρτησης. Μεγάλη σχάρα, να φορτώσεις σαν άνθρωπος τα πράγματα των καλοκαιρινών σου διακοπών. Προστασία από τον αέρα, το κρύο, την βροχή, τα... μυγάκια.

Ο βασιλιάς στο τετρακοσάρι αναδεικνύεται το δικύλινδρο της BMW (ιπποδύναμη και κυβικά γαρ), το οποίο χάρη στη μακρύτερη τελική του μετάδοση, μπορεί να κρατήσει τις ταχύτητες στο κιβώτιο για περισσότερη ώρα, γλιτώνοντας και μία αλλαγή. Με μικρή διαφορά ακολουθεί το V-Strom της Suzuki, που παρά το μεγάλο βάρος του, αντισταθμίζει τη "ζημιά" κι αυτό με την ιπποδύναμή του. Ελάχιστα πιο πίσω και με τον ίδιο χρόνο βρίσκονται το Versys και το Transalp

 

Και φυσικά ένας εύστροφος και με δύναμη ψηλά κινητήρας, με ελάχιστους κραδασμούς, ώστε να καταπίνεις τα χιλιόμετρα με μεγάλες μέσες ωριαίες ταχύτητες. Το μεγάλο μεταξόνιο εγγυάται τη σταθερότητα και το γεροδεμένο αλουμινένιο πλαίσιο την ακρίβεια στους χειρισμούς με υψηλές ταχύτητες.

Η θέση συνεπιβάτη με τις περισσότερες street επιρροές, είναι αυτή του Kawasaki. Μεγάλη υψομετρική διαφορά με τον αναβάτη και ξεχωριστή σέλα για τον συνεπιβάτη. Πολύ καλή στήριξη από τις χειρολαβές, αλλά τα πόδια διπλώνουν λίγο παραπάνω απ' ό,τι πρέπει για να χαρακτηριστεί άνετη η στάση του σώματος
 

Πίσω του το... χάος! Το Versys μπορεί να παίξει μαζί του σε άνεση και ευκολία κάλυψης μεγάλων αποστάσεων, με το ταχύμετρο κολλημένο στα 180, όμως αυτό αφορά μόνο τον αναβάτη. Η σχάρα είναι έξτρα, η ρυθμιζόμενη ζελατίνα είναι έξτρα και ο συνεπιβάτης κάθεται πιο ψηλά, αρκετά εκτεθειμένος στον αέρα. Το πίσω αμορτισέρ ρυθμίζεται εύκολα, αλλά όχι με γυμνά χέρια, όπως στο Suzuki και στη BMW. Γενικά, πάνω στο Versys μπορείς να καλύψεις γρήγορα και άνετα μεγάλες αποστάσεις σε εθνικές οδούς, αλλά δεν σου βγάζει αυτή την αίσθηση λιμουζίνας του V-Strom.

Η ρυθμιζόμενη ζελατίνα της μοτοσυκλέτας μας, έκανε θαύματα

 

Τα BMW και Transalp είναι αναγκασμένα να κάνουν τη δική τους ξεχωριστή παρέα, η οποία μπορεί να ακολουθήσει τους άλλους μέχρι τα 140 χιλιόμετρα την ώρα, αλλά όταν το Suzuki και το Kawasaki αποφασίσουν να εκμεταλλευτούν όλη τη δύναμη του κινητήρα τους, το μόνο που τους απομένει είναι να βγάλουν τα μαντίλια από την τσέπη και να τα κουνάνε. Προσοχή, δεν μιλάμε για επιδόσεις.

Μικρές οι διαφορές μεταξύ των τεσσάρων ανταγωνιστών στα φρένα, με τη μέγιστη μεταξύ τους διαφορά να είναι λιγότερο από δύο μέτρα. Κορυφαία σε αίσθηση και αποτελεσματικότητα τα φρένα του BMW, με το Suzuki να ακολουθεί από πολύ κοντά, ενώ το Kawasaki, κυρίως λόγω έλλειψης αίσθησης και δύναμης είναι στην τρίτη θέση. Ομοίως, αν είχαν λίγη παραπάνω δύναμη, γιατί σε αίσθηση δεν υπολείπονται καθόλου, τα φρένα του Transalp θα μπορούσαν να καταφέρουν κάτι καλύτερο από την τέταρτη επίδοση

 

Τόσο το BMW όσο και το Honda έχουν εξίσου δυνατούς κινητήρες -και μάλιστα οι ρεπρίζ τους είναι σε πολλές περιπτώσεις καλύτερες των αντιπάλων τους και με πρακτικά εφάμιλλες τελικές ταχύτητες. Άλλωστε, το BMW είναι ταχύτερο όλων. Όμως, το θέμα μας εδώ είναι ο μαραθώνιος και όχι το sprint των εκατό μέτρων.

Πολύ λιτά και sport τα όργανα του Versys, δείχνουν φτωχά, παρά το γεγονός ότι έχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες

 

Με τη στάνταρ ζελατίνα, το Transalp 700 προσφέρει υποτυπώδη προστασία μετά τα 140. Μπορεί να έχει αφθονία χώρων για δύο άτομα και να φορτώνεται εύκολα με πολλά μπαγκάζια, όμως όλα πρέπει γίνονται με 20-30 χιλιόμετρα μικρότερη ταχύτητα, σε σχέση με τα V-Strom και Versys. Ο κινητήρας παρουσιάζει περισσότερους κραδασμούς ψηλά και ο ήχος του σε κάνει να πιστεύεις ότι προσπαθεί πολύ. Από τη μεριά τους, το πλαίσιο και οι αναρτήσεις φωνάζουν τον “χωμάτινο” χαρακτήρα τους.

Ελαφρύτερο όλων είναι το Kawasaki, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την αίσθηση στον δρόμο. Αντίστοιχα, το V-Strom της Suzuki το αισθάνεσαι και είναι το βαρύτερο του συγκριτικού. Το BMW είναι το αμέσως πιο ελαφρύ μετά το Kawasaki, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται το Transalp, το οποίο πλήρες υγρών μόλις που ξεπερνά τα 220 κιλά

 

Η “γρήγορη” γεωμετρία του πλαισίου προσφέρει μεν ευελιξία, όμως στις υψηλές ταχύτητες μειώνει την αίσθηση στιβαρότητας, όπως και οι ελαφρύτεροι των ανταγωνιστών του ακτινωτοί τροχοί, που μειώνουν την επίδραση του γυροσκοπικού φαινομένου, με αποτέλεσμα το τιμόνι να έχει πολύ ελαφριά αίσθηση στα χέρια.

Το Versys έχει τις περισσότερες δυνατότητες ρύθμισης των αναρτήσεών του απ’ όλα τα υπόλοιπα. Έχουν την καλύτερη ποιότητα λειτουργίας -ειδικά το πιρούνι εμπρός θα μπορούσε να μπει ακόμα και σε μια γνήσια sport μοτοσυκλέτα. Εύκολη η πρόσβαση για ρυθμίσεις, όμως μόνο με εργαλεία

 

Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται οι αναρτήσεις, όπου η επιλογή μαλακών ελατηρίων με σφιχτές αποσβέσεις συμπίεσης, έχουν ως αποτέλεσμα να εμφανίζονται πλεύσεις στις μεγάλου μήκους λακκούβες της εθνικής (μαλακά ελατήρια, γρήγορη απόσβεση επαναφοράς) και ταυτόχρονα να κοπανάει στις εγκάρσιες ανωμαλίες (αργή απόσβεση συμπίεσης), ενώ για να ρυθμίσεις το πίσω αμορτισέρ πρέπει να είσαι ταχυδακτυλουργός. Τίποτα από τα παραπάνω δεν πρόκειται να σας προβληματίσει αν αφήσετε το V-Strom να φύγει και δώσετε ραντεβού στην έξοδο της εθνικής.

Ποια σχάρα; Μόνο έξτρα, παιδιά...

 

Η BMW είναι σκληρό καρύδι. Σε επιδόσεις στην ευθεία δεν έχει αντίπαλο και ο κινητήρας του δουλεύει ευχάριστα ψηλά, ενώ είναι πραγματικά βελούδινος στις μεσαίες. Το πλαίσιο είναι σταθερό και οι αναρτήσεις είναι καλύτερες από του Honda και του Suzuki, αλλά όχι και του Kawasaki που έχει με διαφορά τις καλύτερες όλων. Το πιρούνι είναι προσανατολισμένο στην άνεση και ίσως να κρίνεται πιο μαλακό απ’ όσο θα έπρεπε, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν ενοχλεί. Πίσω τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, με την τηλε-προφόρτιση και την ποιοτική λειτουργία του αμορτισέρ να παίρνουν άριστα. Πλησιάζοντας την τελική ταχύτητα, το τιμόνι ελαφραίνει αρκετά στα χέρια και η μοτοσυκλέτα δείχνει κάπως ευαίσθητη στους πλάγιους ανέμους, ή όταν πέφτει σε διαμήκεις αυλακώσεις. Επίσης, ο μονός δίσκος μπροστά, τα βρίσκει σκούρα στα δυνατά φρεναρίσματα από την τελική ταχύτητα. Μέχρι τα 120 είναι τα καλύτερα φρένα μαζί με αυτά του Transalp, αλλά από εκεί και πάνω οι αποστάσεις φρεναρίσματος μεγαλώνουν.

Με τον στάνταρ εξοπλισμό, η άνεση στην εθνική μόλις που ξεπερνά το Transalp. Βασική αιτία είναι η φτωχή προστασία της μικροσκοπικής ζελατίνας και το λεπτό αφρώδες της σέλας. Οι χώροι είναι και σε αυτή τη μοτοσυκλέτα πλουσιοπάροχοι και ο συνεπιβάτης δεν θα γκρινιάξει. Βέβαια, η BMW έχει μια λίστα αξεσουάρ που θυμίζει τηλεφωνικό κατάλογο, οπότε αν βαστάει η τσέπη σας, μπορείτε να εξαλείψετε κάθε αδυναμία της GS. Το ίδιο μπορείτε να κάνετε με τα υπόλοιπα, όμως οι επιλογές είναι πολύ πιο περιορισμένες και τα αξεσουάρ τους παρουσιάζουν ελλείψεις. Η έξοδος από την εθνική ήταν μία ευχάριστη είδηση για το Transalp και το GS, όμως για κάποιον άλλον ήταν η πύλη της κολάσεως...

Ο μονός δίσκος εμπρός, καταφέρνει να πλησιάσει την κορυφαία απόδοση της Honda μέχρι τα 120 χιλιόμετρα ανά ώρα και είναι σαφώς καλύτερα από των Suzuki και Kawasaki σε αίσθηση, όμως στις υψηλές ταχύτητες τα βρίσκει σκούρα, αυξάνοντας τις αποστάσεις

 

Αλλαγή φρουράς

Το V-Strom μαζί με το Versys κατάπιαν αμάσητη την εθνική, όμως το Suzuki ήξερε ότι από εδώ και πέρα, θα είναι εκείνο που θα περιμένουν στην παρέα. Όπως και μέσα στην πόλη, το V-Strom κάνει τους επαρχιακούς δρόμους να μοιάζουν πιο στενοί απ’ ό,τι είναι. Θέλει κόπο και καλό σημάδι για να περάσει ένα εσάκι χωρίς να βγει στο αντίθετο ρεύμα, και οι φουρκέτες είναι μια επίπονη και αργή διαδικασία. Ειδικά σε γλιστερό στροφιλίκι με πρώτη-δευτέρα στο κιβώτιο, συγκρίνεται μόνο με μεροκάματο στην οικοδομή Αύγουστο μήνα. Η έλλειψη ροπής και δύναμης χαμηλά σε συνδυασμό με το μεγάλο βάρος, σε αναγκάζουν να κρατάς τις στροφές του κινητήρα ψηλά, με αποτέλεσμα την εύκολη απώλεια πρόσφυσης του πίσω τροχού στους άθλιους επαρχιακούς δρόμους μας. Τα φρένα με τη σπογγώδη αίσθηση σε κάνουν να εναποθέτεις τις ελπίδες σου στο ABS, που είναι πράγματι υποδειγματικό στη λειτουργία του.

Τα μόνα όργανα της παρέας, που όταν μπει η ρεζέρβα σε πληροφορούν για τα χιλιόμετρα που απομένουν, μέχρι να μείνεις τελείως από βενζίνη. Έτσι θα έπρεπε να είναι και των υπόλοιπων

 

Τα πράγματα γίνονται πολύ καλύτερα όταν ανοίξει ο δρόμος και στο κιβώτιο δεν ξαναμπεί μικρότερη ταχύτητα από την τρίτη, όμως και πάλι, τα άλλα τρία θα συνεχίσουν να απομακρύνονται. Οδηγός σε αυτό το πανηγυράκι είναι το Transalp, με το Versys να παίρνει τη σκυτάλη, όπου η άσφαλτος του επιτρέπει να εκμεταλλευτεί τα σπορ ελαστικά του και τις street αναρτήσεις του. Το BMW δεν έχει κανένα πρόβλημα να κολλήσει τη μούρη του πίσω τους, απλώς, η όρθια θέση οδήγησης που σε απομακρύνει κάπως από τον εμπρός τροχό και η ελάχιστα πιο βαριά αίσθηση στις αλλαγές πορείας, λόγω της γεωμετρίας του πλαισίου και της κατανομής βάρους, δεν το αφήνουν να τα προσπεράσει.

Στο πνεύμα της υπόλοιπης κατασκευής, οι αναρτήσεις της BMW προσπαθούν να ακολουθήσουν τη μέση οδό. Το πιρούνι είναι λίγο παραπάνω μαλακό απ’ όσο θα έπρεπε, όμως το αμορτισέρ πίσω κάνει καλά τη δουλειά του και ρυθμίζεται εύκολα

 

Κάπου εκεί στην κορυφή του βουνού, ξεκινά ο χωματόδρομος για το καταπράσινο λιβάδι. Το Transalp ούτε καν το σκέφτεται δεύτερη φορά. Με τον αναβάτη του όρθιο στα μαρσπιέ, πλαγιολισθαίνει από στροφή σε στροφή και δεν διστάζει να κάνει άλματα σε κάθε εξόγκωμα! Βλέποντας το Honda στον χωματόδρομο να πηγαίνει τόσο γρήγορα, θυμηθήκαμε γιατί ονομάζουμε αυτές τις μοτοσυκλέτες on-off. Μεταξύ μας, είναι το μοναδικό της παρέας που δικαιούται να φέρει αυτόν τον τίτλο. Ακόμα και η BMW που τα καταφέρνει αρκετά καλά στο χώμα, έχει επίτηδες αυτοπεριοριστεί, για να αφήσει χώρο στο πιο “χωματερό” F 800 GS. Το F 650 GS είναι ιδανικό για διάσχιση χωματόδρομων, όμως του ταιριάζει καλύτερα να οδηγείται με τον αναβάτη καθιστό στη σέλα, συνεπιβάτη και φορτωμένο με εξοπλισμό κατασκήνωσης.

Εργονομικά, η θέση του συνεπιβάτη πάνω στο F 650 GS είναι εξαιρετική, τόσο όσον αφορά τη στήριξη όσο και την κατανομή του βάρους του. Αν και υπάρχει αρκετός χώρος ως εμβαδόν για τον συνεπιβάτη, λίγο παραπάνω αφρώδες στη σέλα θα την έκανε ιδανική, ιδιαίτερα σε μεγάλες αποστάσεις

 

Το Transalp προσφέρει επιπλέον διασκέδαση, και σε τσιγκλάει να συνεχίσεις το ταξίδι σου από το χώμα κι ας μην το είχες σχεδιάσει έτσι, όταν ξεκινούσες. Το V-Strom... τσούκου-τσούκου θα σε πάει μέχρι την παραλία -και αν το όνειρό σου είναι κάποια μέρα να αυτομαστιγωθείς, ίσως μπεις σε κάποιον δασικό δρόμο, αναζητώντας την περιπέτεια. Για το Versys, τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα. Το μοναδικό του όπλο στον χωματόδρομο, σε σχέση με ένα Z 1000, είναι η μεγαλύτερη απόσταση από το έδαφος. Η μικρή διάμετρος των τροχών με τα street λάστιχα και οι μικρές διαδρομές των αναρτήσεων, το περιορίζουν σε βατό χωματόδρομο, χωρίς λάσπες, χωρίς πέτρες, χωρίς λακκούβες...

Υποτυπώδης ο χώρος φορτώματος πίσω. Όπως και στο Kawasaki, αν θέλεις να κάνεις δουλειά θα ανατρέξεις στον κατάλογο των έξτρα

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ο λογαριασμός στον κύριο

‘’Είναι μια ώρα δύσκολη του χωρισμού η ώρα’’ λέει το λαϊκό άσμα, όμως δυσκολότερη όλων είναι η ώρα που κάθονται οι συντάκτες μετά από ένα μεγάλο συγκριτικό τεστ, για να βγάλουν νικητή. Μπορεί όμως να βγει νικητής σε αυτό το τεστ; Από μια μοτοσυκλέτα on-off ζητάμε τη δυνατότητα κίνησης στην άσφαλτο και στο χώμα. Ευκολία κίνησης στην καθημερινή μας συμβίωση μαζί της και τουριστικές δυνατότητες. Αν τις κρίνουμε αυστηρά, μέσα στα όρια της κατηγορίας των on-off, τότε μόνο το Transalp και το F 650 GS πληρούν και τα on και τα off κριτήρια εξίσου. Και νικητής ανάμεσα στα δύο είναι το BMW, γιατί δικαιολογεί την μεγαλύτερη τιμή του, με τη σαφώς ανώτερη ποιότητα κατασκευής και τον πλουσιότερο εξοπλισμό από τη βασική έκδοσή του. Το V-Strom θα ήταν τρίτο, λόγω της περιορισμένης εμβέλειάς του στο χώμα και το Versys τέταρτο, αφού είναι περισσότερο ένα street ντυμένο με τα ρούχα ενός on-off. Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Μόνο τα όργανα προστατεύει η ζελατίνα της BMW, μετά τα 120. Ψάξτε στον κατάλογο των έξτρα για μια ψηλότερη

 

Για όσους οι τουριστικές δυνατότητες είναι στην πρώτη γραμμή και τους απασχολεί η σχέση κόστους / εξοπλισμού και ποιότητας, τότε το V-Strom είναι πολύ δυνατός παίχτης. Το ίδιο ισχύει και για το Versys, αν η σπορ οδήγηση στην άσφαλτο έχει ιδιαίτερη σημασία για σας. Το BMW δεν κινδυνεύει να χάσει την πρώτη θέση, όμως οι ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μπορούν να αλλάξουν κατάταξη μεταξύ τους, αν ο υποψήφιος αγοραστής έχει διαφορετικές προτεραιότητες, από αυτές που οριοθετεί η κατηγορία των μοτοσυκλετών διπλής χρήσης.

 

Να έχετε υπόψη σας

Το κόστος εργασίας είναι το προτεινόμενο από τις γενικές αντιπροσωπείες και δεν δεσμεύει τα συνεργεία. Επίσης, αφορά μόνο τις προγραμματισμένες εργασίες από το βιβλίο συντήρησης της μοτοσυκλέτας. Αν δηλαδή κατά τους ελέγχους που προτείνει ο κατασκευαστής (π.χ. αλυσίδα), προκύψει ότι χρειάζεται αντικατάσταση, τότε το κόστος των εργατικών αυξάνεται ανάλογα με την απαιτούμενη ώρα επισκευής. Επίσης, ανάλογα με τη χρήση, μπορεί να χρειαστεί η αντικατάσταση αναλώσιμων ανταλλακτικών, ακόμα κι αν δεν είναι μέσα στα προγραμματισμένα service, όπως για παράδειγμα το φίλτρο αέρα αν η μοτοσυκλέτα χρησιμοποιείται σε περιβάλλον με πολλή σκόνη.

Τέλος, μέχρι τα 30.000χλμ, τα ρουλεμάν λαιμού, τροχών και οι δίσκοι συμπλέκτη μπορεί να χρειαστούν αντικατάσταση αν η χρήση είναι σκληρή, ενώ κάθε χρόνο θα πρέπει να αντικαθίστανται τα υγρά φρένων και το ψυκτικό υγρό, ανεξάρτητα από τα χιλιόμετρα και τη χρήση της μοτοσυκλέτας.

Οι τιμές που αναφέρονται παρακάτω ίσχυαν τον Μάιο του 2008

KAWASAKI VERSYS 650

Τα φθηνότερα ανταλλακτικά

Το δικύλινδρο σε σειρά της Kawasaki είναι (και μάλιστα με διαφορά), το φθηνότερο εκ των τεσσάρων ανταγωνιστών, σε ότι αφορά το κόστος των ανταλλακτικών. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα είναι ότι τόσο το φέρινγκ, όσο και τα πλαϊνά καπάκια, αποτελούνται από αρκετά μικρότερα κομμάτια, και σε περίπτωση πτώσης μπορούν να αλλαχθούν μόνο τα συγκεκριμένα τμήματα που έχουν υποστεί βλάβη, τα οποία μάλιστα έχουν και ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Η διαφορά στην τιμή των αντίστοιχων ανταλλακτικών, σε σύγκριση με τον υπόλοιπο ανταγωνισμό, κυμαίνεται από τα €600 έως και €1.000 ευρώ.

Σε ό,τι αφορά το κόστος συντήρησης και service, το Versys βρίσκεται ξανά προς το χαμηλότερο όριο της κατηγορίας, ενώ το συνολικό κόστος συντήρησης, στα 30.000 χιλιόμετρα ανεβαίνει λόγω των ακριβών ελαστικών που διαθέτει, σε καθαρά street διαστάσεις.

 
Ανταλλακτικά πλαισίου
Τιμή σε ευρώ, με ΦΠΑ
Προβολέας
185,52
Φέρινγκ
 
Μάσκα
47,68
Αριστερό κομμάτι μάσκας
47,64
Δεξί κομμάτι μάσκας
47,64
Αριστερό φέρινγκ
137,74
Δεξί φέρινγκ
137,74
Ρεζερβουάρ
480,78
Δεξιά πίσω καπάκια (δύο κομμάτια)
59,36 (37,12 συν 22,24)
Αριστερά πίσω καπάκια (δύο κομμάτια)
59,36 (37,12 συν 22,24)
Πίσω φανάρι
115,73
Πίσω βάση πινακίδας με φτερό
29,69
Μανέτα φρένου
38,14
Μανέτα συμπλέκτη
11,50
Εμπρός φλας
31,12
Πίσω φλας
31,12
Καθρέφτης
40,83
ΣΥΝΟΛΟ
1.332,73
 
 
Αναλώσιμα ανταλλακτικά
 
Ποσότητα και κόστος λαδιού
12,21 επί 2 λίτρα
Φίλτρο λαδιού
8,13
Φίλτρο αέρα
29,87
Μπουζί
20,22 επί 2
Τακάκια εμπρός (σετ ανά δίσκο)
37,53 επί 2 σετ
Υγρό φρένων 0,5l
11,89
Σετ αλυσίδας εμπρός/πίσω γραναζιών
189,89
Διαστήματα, εργασίες και κόστος service                 
Χρονοδιάγραμμα service έως τα 30.000χλμ.
 
 
 
Διάστημα
Αναλώσιμα
Κόστος εργασιών
Συνολικό κόστος
Στα πρώτα 1.000
Λάδια, Φίλτρο λαδιού
Δωρεάν
32,55
Στα 12.000
Φίλτρο αέρα (έλεγχος - καθαρισμός - αντικατάσταση εάν απαιτείται - προβλεπόμενη αντικατάσταση κάθε δύο έτη), Φίλτρο λαδιού, Λάδια, Μπουζί
75
167,29
Στα 24.000
Φίλτρο αέρα, Φίλτρο λαδιού, Λάδια Μπουζί, Υγρό φρένων
130
244,75
Συνολικό κόστος συντήρησης έως τα 30.000
 
 
444,59
Τύπος και κόστος ελαστικών: Dunlop D220 ST*
Εμπρός: (120/70-17 58W) 154,5
Πίσω: (160/60-17 69W) 178,5
Σύνολο: 333
Συνολικό κόστος χρήσης έως τα 30.000χλμ. με μία αλλαγή ελαστικών, αλυσίδας/γραναζιών και τα προγραμματισμένα service
 
 
967,48
*Τα ελαστικά (Dunlop 221 FA) που φοράει το Versys από το εργοστάσιο, δεν εισάγονται στην Ελλάδα, γι’ αυτό αναγράφουμε τον πλησιέστερο τύπο ελαστικού με τον οποίο μπορείτε να τα αντικαταστήσετε (Dunlop D 220 ST).

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ         KAWASAKI VERSYS 650
Αντιπρόσωπος:
ΤΕΟΜΟΤΟ ΑΕ
Τιμή:
€7.190
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο περιμετρικό
Πλάτος (mm):
760
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
181 / 206,5
Μήκος:
2.125mm
Ύψος:
1.315mm
Μεταξόνιο:
1.415mm
Απόσταση από το έδαφος:
180mm
Ύψος σέλας:
840mm
Ίχνος:
108mm
Γωνία κάστερ:
25°
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Δικύλινδρος σε σειρά, υγρόψυκτος με 2 ΕΕΚ, 8 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
83x60
Χωρητικότητα (cc):
649
Σχέση συμπίεσης:
10,6:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
64 / 8.000
Ροπή (kg.m/rpm):
6,2 / 6.800
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
98,6
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός Keihin 2x38
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1 με καταλύτη
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 2,095
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 3,067
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
2,438 / 8
1,714 / 11
1,333 / 14
1,111 / 16
0,966 / 19
0,852 / 21
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Αλουμινένιο ψαλίδι με μονό, παράκεντρο αμορτισέρ χωρίς μοχλικό
Διαδρομή (mm):
145
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,5x17''
Ελαστικό:
160/60-17
 
 
ΦΡΕΝΟ
Αεριζόμενος δίσκος 220 χιλιοστών με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ολικός και δύο μερικοί χιλιομετρητές, ρολόι, ψηφιακός δείκτης βενζίνης / ρεζέρβα, immobilizer, ρυθμιζόμενες μανέτες συμπλέκτη / εμπρός φρένου, ρυθμιζόμενη ζελατίνα
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό ανεστραμμένο πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150/41
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17''
Ελαστικό:
120/70-17
 
 
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι ‘’μαργαρίτα’’ 300 χιλιοστών με δαγκάνες δύο εμβόλων και γλίστρα

BMW F 650 GS

Το φθηνότερο service

Η μεγαλύτερη σε κυβισμό μοτοσυκλέτα του συγκριτικού, αποδεικνύεται η πιο οικονομική της παρέας σε κόστος χρήσης και συντήρησης. Με διαφορά από 160 έως και 200 ευρώ, το κόστος συντήρησης του F 650 GS του προσφέρει ένα σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα σε βάθος χρόνου, συνεπικουρούμενο και από τα σχετικά μεγάλα διαστήματα service (κάθε 10.000 χιλιόμετρα).

Το υψηλό, ή μάλλον πιο σωστά το υψηλότερο κόστος ανταλλακτικών, οφείλεται κυρίως στη σχετικά υψηλή τιμή των πλαϊνών καπακιών και των πλαϊνών τμημάτων του φέρινγκ, αλλά εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το F 650 GS είναι η μοναδική εκ των τεσσάρων μοτοσυκλετών, η οποία έχει το ρεζερβουάρ κάτω από τη σέλα αντί της συνηθισμένης θέσης του. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση πτώσης, μειώνεται σημαντικά η πιθανότητα του να προκληθεί ζημιά στο ρεζερβουάρ και κατ' επέκταση του να γίνει αναγκαία η αντικατάστασή του.

 
Ανταλλακτικά πλαισίου
Τιμή σε ευρώ, με ΦΠΑ
Προβολέας
367,38
Φέρινγκ
 
Ζελατίνα
137,29
Αριστερό φέρινγκ
293,27
Δεξί φέρινγκ
293,27
Ρεζερβουάρ*
632,72
Δεξί πίσω καπάκι
113,52
Αριστερό πίσω καπάκι
113,52
Πίσω φανάρι
130,88
Πίσω βάση πινακίδας με φτερό
56,76
Μανέτα φρένου
53,69
Μανέτα συμπλέκτη
49,21
Εμπρός φλας
10,59
Πίσω φλας
10,59
Καθρέφτης
63,54
 ΣΥΝΟΛΟ
2.326,23
 
 
Αναλώσιμα ανταλλακτικά
 
Ποσότητα και κόστος λαδιού
11,57 επί 3 λίτρα
Φίλτρο λαδιού
13,42
Φίλτρο αέρα
16,79
Μπουζί
15,54
Τακάκια εμπρός
80,33
Υγρό φρένων 0,5l
-
Σετ αλυσίδας εμπρός/πίσω γραναζιών
202,93
Διαστήματα, εργασίες και κόστος service                 
Χρονοδιάγραμμα service έως τα 30.000χλμ.
 
 
 
Διάστημα
Αναλώσιμα
Κόστος εργασιών
Συνολικό κόστος
Στα πρώτα 1.000
Λάδια, φίλτρο λαδιού
14,87
63,25
Στα 10.000
Λάδια φίλτρο λαδιού, φίλτρο αέρα (έλεγχος), μπουζί (έλεγχος)
17,85
66
Στα 20.000
Λάδια φίλτρο λαδιού, φίλτρο αέρα, μπουζί, ρύθμιση βαλβίδων
47,6
115,52
Στα 30.000
Λάδια φίλτρο λαδιού, φίλτρο αέρα, μπουζί
17,85
66
Συνολικό κόστος συντήρησης έως τα 30.000
 
 
310,77
Τύπος και κόστος ελαστικών: Bridgestone Battle Wing
Εμπρός: (110/80-19 BW 501) 124,10
Πίσω: (140/80-17 BW 502) 153
Σύνολο: 277,1
Συνολικό κόστος χρήσης έως τα 30.000χλμ. με μία αλλαγή ελαστικών, αλυσίδας/γραναζιών και τα προγραμματισμένα service
 
 
802,55
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                             BMW F 650 GS ABS
Αντιπρόσωπος:
BMW HELLAS
Τιμή:
€7.995 η βασική έκδοση (€9.710 η μοτοσυκλέτα της δοκιμής)
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο χωροδικτύωμα
Πλάτος (mm):
890
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
171 / 199,5
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, δικύλινδρος εν σειρά, υγρόψυκτος με 4 Β/Κ και 2 ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
 
82x75,6
Χωρητικότητα (cc):
798
Σχέση συμπίεσης:
12:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
71 / 7.000
Ροπή (kg.m/rpm):
7,6 / 4.500
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός BMS 46mm
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1 με καταλύτη και αισθητήρα οξυγόνου (Euro 3)
Σύστημα λίπανσης:
Hμίξηρο κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος με ντίζα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,943
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,412 (17/41)
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,462/11
2α
1,750/15
3η
1,381/19
4η
1,174/22
5η
1,042/25
6η
0,960/27
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ χωρίς μοχλικό
Διαδρομή (mm):
170
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17’’
Ελαστικό:
140/80-17 Bridgestone Battle Wing
 
 
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 265 χιλιοστών με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό στροφόμετρο και ταχύμετρο, ψηφιακό όργανο με ολικό και δυο μερικούς χιλιομετρητές, μέση ωριαία ταχύτητα, μέση και στιγμιαία κατανάλωση, στάθμη βενζίνης, ρολόι και λυχνίες νεκράς / μεγάλης σκάλας φώτων / πίεσης λαδιού / θερμοκρασίας κινητήρα και περιβάλλοντος, πλαϊνό και κεντρικό σταντ, χειρολαβές συνεπιβάτη
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
180/41
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
2,5x19’’
Ελαστικό:
110/80-19 (59H) Bridgestone Battle Wing
 
 
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 300 χιλιοστών με δαγκάνα δύο εμβόλων της Brembo

HONDA XL700V Transalp

Πάνω από τον μέσο όρο

Το νέο Transalp στον τομέα του κόστους χρήσης και συντήρησης κινείται πάνω από το μέσο όρο, τόσο σε ό,τι αφορά το συνολικό κόστος των ανταλλακτικών όσο και των service. Δύο σημαντικοί παράγοντες που ανεβάζουν σημαντικά τις “επιδόσεις” του σ' αυτούς τους δύο τομείς, είναι η υψηλή τιμή (η υψηλότερη του συγκριτικού) για το ρεζερβουάρ και τα πολύ συχνά διαστήματα για αλλαγή λαδιών και προγραμματισμένων ελέγχων, ενώ από την άλλη, οι υπόλοιπες τιμές των ανταλλακτικών αλλά και των εργασιών των service κινούνται μέσα στα πλαίσια του ανταγωνισμού.

 
Ανταλλακτικά πλαισίου
Τιμή σε ευρώ, με ΦΠΑ
Προβολέας
233,15
Φέρινγκ
61,57
Μάσκα
95,99
Αριστερό κομμάτι μάσκας
94,46
Δεξί κομμάτι μάσκας
100,03
Αριστερό φέρινγκ
107,13
Δεξί φέρινγκ
107,13
Ρεζερβουάρ
804,15
Δεξί πίσω καπάκι
100,56
Αριστερά πίσω καπάκι
100,56
Πίσω φανάρι
92,06
Πίσω βάση πινακίδας με φτερό
39,58
Μανέτα φρένου
26,91
Μανέτα συμπλέκτη
18,89
Εμπρός φλας
43,43
Πίσω φλας
43,43
Καθρέφτης
41,78
 ΣΥΝΟΛΟ
2.110,81
 
 
Αναλώσιμα ανταλλακτικά
 
Ποσότητα και κόστος λαδιού
12 επί 2,6
Φίλτρο λαδιού
8,10
Φίλτρο αέρα
62,81
Μπουζί
12,03
Τακάκια εμπρός (σετ ανά δίσκο)
40,51
Σετ αλυσίδας εμπρός/πίσω γραναζιών
224,60
Διαστήματα, εργασίες και κόστος service                 
Χρονοδιάγραμμα service έως τα 30.000χλμ.
 
 
 
Διάστημα
Αναλώσιμα
Κόστος εργασιών
Συνολικό κόστος
Στα 1.000
Λάδια, φίλτρο λαδιού, γενικός έλεγχος
40
79,3
Στα 6.000
Φίλτρο λαδιού (έλεγχος), φίλτρο αέρα (έλεγχος) και γενικοί έλεγχοι
40
79,3
Στα 12.000
Λάδια, φίλτρο λαδιού, μπουζί, ρύθμιση βαλβίδων
80
143,36
Συνολικό κόστος συντήρησης έως τα 30.000
 
 
524,62
Τύπος και κόστος ελαστικών: Bridgestone Trailwing
Εμπρός: (100/90-19M/C57H) 99,60
Πίσω: (130/80R-17M/C65H) 132,90
Σύνολο: 232,50
Συνολικό κόστος χρήσης έως τα 30.000χλμ. με μία αλλαγή ελαστικών, αλυσίδας/γραναζιών και τα προγραμματισμένα service
 
 
981,72
 
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ         Honda XL 700V Transalp
Αντιπρόσωπος:
Γενική αυτοκινήτων AEΒΕ
Τιμή:
€8.650
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο περιμετρικό
Πλάτος (mm):
905
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
- / 200
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Δικύλινδρος V52, τετράχρονος, 1 ΕΕΚ, 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
 
81x66
Χωρητικότητα (cc):
680,2
Σχέση συμπίεσης:
10:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
59 / 7.750
Ροπή (kg.m/rpm):
6,1 / 5.500
Ειδική ισχύς (HP/l):
86,9
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός PGM-FI με σώματα 40mm
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος, με ντίζα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
 
Γρανάζια 1,763 (67/38)
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα 3,133 (47/15)
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
9/ (2,500)
13/ (1,722)
16/ (1,333)
20/ (1,111)
23/ (0,961)
 
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μοχλισμού με μονό αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
173
Ρυθμίσεις:
 Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x19”
Ελαστικό:
Bridgestone Trailwing- 130/80ZR-17
 
 
ΦΡΕΝΟ
Μονός δίσκος 240 χιλιοστών με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό ταχύμετρο, στροφόμετρο, δύο μερικοί χιλιομετρητές και ένας ολικός, ένδειξη θερμοκρασίας ψυκτικού υγρού, ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / πίεση λαδιού / immobilizer, ABS, CBS
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
 Tηλεσκοπικό πιρούνι της Showa
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
177/41
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
2,15x19”
Ελαστικό:
Bridgestone Trailwing 100/90-19
 
 
ΦΡΕΝΟ
Δύο δισκόφρενα 256 χιλιοστών, δαγκάνες με τρία έμβολα CABS

SUZUKI DL 650 V-STROM

Είναι πολλά τα λεφτά...

Το πιο “παλιό” της κατηγορίας, το V-Strom της Suzuki, αναδεικνύεται και το πιο ακριβό σε κόστος συντήρησης, αν και το κόστος ανταλλακτικών είναι μικρότερο από αυτό των F 650 GS και Transalp. Το κόστος των ανταλλακτικών είναι υψηλό λόγω των συγκριτικά ακριβότερων πλαστικών του φέρινγκ και των πίσω πλαϊνών πλαστικών, ενώ το κόστος της συνολικής συντήρησης στα 30.000 χιλιόμετρα ανεβαίνει, λόγω των συχνών διαστημάτων service(κάθε 6.000 χιλιόμετρα), παρά το γεγονός ότι τα αναλώσιμα και το κόστος της εργασίας είναι σε ανταγωνιστικά επίπεδα.

 
Ανταλλακτικά πλαισίου
Τιμή σε ευρώ, με ΦΠΑ
Προβολέας
278,64
Μάσκα
182,53
Αριστερό φέρινγκ
180,83
Δεξί φέρινγκ
180,83
Ρεζερβουάρ
568,13
Δεξί πίσω καπάκι
127,90
Αριστερό πίσω καπάκι
127,90
Πίσω φανάρι
66,50
Πίσω βάση πινακίδας με φτερό
51,63
Μανέτα φρένου
55,88
Μανέτα συμπλέκτη
19,44
Εμπρός φλας
32,01
Πίσω φλας
29,76
Καθρέφτης
35,24
ΣΥΝΟΛΟ
1.937,22
 
 
Αναλώσιμα ανταλλακτικά
 
Ποσότητα και κόστος λαδιού
9,42 επί 2,7 λίτρα
Φίλτρο λαδιού
10,23
Φίλτρο αέρα
21,60
Μπουζί
9,23 επί 4
Τακάκια εμπρός (σετ ανά δίσκο)
46,27 επί 2 σετ
Σετ αλυσίδας εμπρός/πίσω γραναζιών
176,05
 
 
Διαστήματα, εργασίες και κόστος service                 
Χρονοδιάγραμμα service έως τα 30.000χλμ.
 
 
 
Διάστημα
Αναλώσιμα
Κόστος εργασιών
Συνολικό κόστος
Στα πρώτα 1.000
Λάδια, Φίλτρο λαδιού
Δωρεάν
38,50
Στα 6.000
Λάδια
40
68,26
Στα 12.000
Λάδια, Μπουζί
80
145,18
Στα 18.000
Λάδια, Φίλτρο λαδιού, Φίλτρο αέρος
40
100,09
Στα 24.000
Λάδια, Μπουζί, Ρύθμιση βαλβίδων
150
215,18
Συνολικό κόστος συντήρησης έως τα 30.000
 
 
567,21
Τύπος και κόστος ελαστικών: Bridgestone Trail Wing
Εμπρός: (110/80-19 59H) 125
Πίσω: (150/70-17 69H) 165
Σύνολο: 290
Συνολικό κόστος χρήσης έως τα 30.000χλμ. με μία αλλαγή ελαστικών, αλυσίδας/γραναζιών και τα προγραμματισμένα service
 
 
1.033,26
 
 
 ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Suzuki DL 650 V-Strom
Αντιπρόσωπος:
ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ ΑΕΒΕ
Τιμή:
€7.195
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο δύο δοκών
Πλάτος:
840mm
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
197 / 213,5
Μήκος:
2.290mm
Ύψος:
1.390mm
Μεταξόνιο:
1.540mm
Απόσταση από το έδαφος:
165mmm
Ύψος σέλας:
820mm
Ίχνος:
110mm
Γωνία κάστερ:
26°
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Δικύλινδρος σε V2 90°, υγρόψυκτος με 2 ΕΕΚ, 4 Β/K
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
81x62,6
Χωρητικότητα (cc):
645
Σχέση συμπίεσης:
11.5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
66,6 / 8.800
Ροπή (kg.m/rpm):
6,12 / 6.400
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
103,2
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1 με καταλύτη
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 2,088
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 3,133
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
2,461 / 8
1,777 / 10
1,380 / 13
1,125 / 16
0,961 / 19
0,851 / 22
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
 
Διαδρομή (mm):
150
Ρυθμίσεις:
Υδραυλική προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4x17''
Ελαστικό:
150/70-17
 
 
ΦΡΕΝΟ
Αεριζόμενος δίσκος 260 χιλιοστών με δαγκάνα ενός εμβόλου (δυνατότητα επιλογής ABS)
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ολικός και δύο μερικοί χιλιομετρητές, ρολόι, ψηφιακός δείκτης βενζίνης / θερμοκρασίας / ρεζέρβας, σχάρα
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
2,5x19''
Ελαστικό:
110/80-19
 
 
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 310 χιλιοστών με δαγκάνες δύο εμβόλων (ABS)

Ετικέτες