Mega Test με παπιά: Οι εργάτες της πόλης κατακτούν τα βουνά της Κρήτης

Μια αξέχαστη εμπειρία με παπιά!
1
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

6/10/2017

Κουζουλόπαπα!

Daelim Ace 110 - Honda Wave 110i – Kawasaki Kaze 115R – Yamaha Crypton 110

To αγροτικό σταματάει δίπλα μου. Συνοφρυωμένος ο μπάρμπας, με κοιτάει καλά καλά χωρίς κουβέντα. Αφού το σκέφτεται λίγο, μου γαβγίζει: "Τώρα τί ’σαστε σεις, ααστρονάαυτεες;". Πιθανώς η θέα τεσσάρων χωματερών με παπιά να μην είναι πολύ συνηθισμένη στα Τρία Κορφάλια του Αποκόρωνα. "Περίπου", του απαντώ, κι εκείνος φεύγει, σίγουρος πως δεν μπορεί να βγάλει άκρη με τέσσερις αστροναύτες, μπορεί και εξωγήινους. Εμείς να δούμε τι άκρη θα βγάζαμε, που θέλαμε να γυρίσουμε τους πετρόδρομους των Λευκών Ορέων με τα ταπεινά παπάκια μας...

 

Το συγκεκριμένο άρθρο γράφτηκε το 2014 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 536 του ΜΟΤΟ, και αφορά ένα μοναδικό ταξιδιωτικό-συγκριτικό παπιών, έτσι όπως μόνο το ΜΟΤΟ έχει τη δυνατότητα να κάνει

Γιατί με παπιά; Γιατί όχι; Όταν η απόλυτη ταχύτητα δεν είναι προτεραιότητα, με ένα παπί μπορείς να γυρίσεις τον πλανήτη ολόκληρο. Κι όταν μάλιστα η παρέα αποτελείται μόνο από παπιά, το πράγμα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον. Εντάξει όμως, ας ξεκινήσουμε και με μια εξομολόγηση: Το κάναμε και λίγο επίτηδες, για να διακωμωδήσουμε πρώτους απ’ όλους εμάς τους ίδιους, που κάθε χρόνο παίρνουμε τα βουνά με πανάκριβα και βαριά "adventure bikes", στο MEGA TEST. Ταυτόχρονα, το κάνουμε και σαν ένα καμπανάκι αφύπνισης, σχετικά με όλο το μάρκετινγκ που έχει αναπτυχθεί γύρω από το θέμα τουρισμός παντός δρόμου, ειδικά για όσους έχουν ψηθεί πως αν δεν έχουν μοτοσυκλέτα των πάνω από δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ, συν τέσσερα – πέντε χιλιάρικα για αξεσουάρ και εξοπλισμό, δεν μπορούν να κάνουν ταξίδια και να εξερευνήσουν κάθε γωνιά του πλανήτη.

Για να μην κουραζόμαστε, μοτοσυκλέτα τουρισμού είναι αυτή που καβαλάς για να ταξιδέψεις, και μοτοσυκλέτα "περιπέτειας" είναι αυτή που πας γυρεύοντας για να βρεις την περιπέτεια. Ας μην μπούμε εδώ στην συζήτηση για το αν είναι μοτοσυκλέτες τα παπιά. Είναι. Έχουν τον κινητήρα τους στη σωστή θέση. Κι όσο πιο ακατάλληλο είναι το μέσο, τόσο πιο απολαυστικό μπορεί να γίνει το ταξίδι. Το δικό μας σχέδιο ήταν να περιπλανηθούμε στα Λευκά Όρη της Κρήτης, ανεβαίνοντας όσο πιο ψηλά γίνεται και από την βόρεια και από την νότια πλευρά τους.

Επιλέξαμε να κάνουμε αυτό το ταξιδάκι με "μεσαία" παπιά, ούτε τα πιο ακριβά, αλλά ούτε και τα πιο φτηνά. Αντιπροσωπεύουν μια κατηγορία παπιών που δεν έχει απομακρυνθεί τόσο από τις χρηστικές καταβολές του είδους όσο τα ακριβότερα, ενώ βρίσκονται σε καλύτερο επίπεδο από τα πολύ φτηνότερα. Έτσι, βρεθήκαμε με ένα Κορεάτικο (το Daelim) και τρία Ιαπωνικών εταιριών, προερχόμενα από εργοστάσια κατασκευής στην Κίνα (της Honda και της Yamaha) και την Ινδονησία (της Kawasaki). 

Η μόνη ειδική προετοιμασία που τους έγινε ήταν στις πιέσεις των ελαστικών, τουλάχιστον 40 μπροστά και 45 πίσω, για να αντέξουν τα λάστιχα και οι σαμπρέλες και να μην κοπούν από τις πέτρες. 

Ναι, από δω περνάει και το Ε4

Οδήγηση υψίστης ακριβείας

Οι αγουροξυπνημένοι Χανιώτες που έβλεπαν τέσσερις εντουράδες να τρώνε μπουγάτσα, δεν θα πίστευαν με τίποτα πως αμέσως μετά οι ίδιοι τύποι θα ανέβαιναν σε παπιά. Κι όμως, η ανάβαση Ομαλού άρχισε, με ήπιο αρχικά ρυθμό αφού το Yamaha στρωνόταν ακόμα. Οδηγώντας με μονοψήφιο αριθμό ίππων, είναι σαν να τρέχεις αγώνα με δίχρονο racing 125. Πας πολύ πιο αργά βέβαια, αλλά ξαφνικά παίζει τεράστιο ρόλο η κλιμάκωση του κιβωτίου, αρχίζεις να υπολογίζεις τις γραμμές σου για να κερδίσεις λίγους πόντους, μαζεύεις τα γόνατα πίσω από τις ποδίτσες για να μην σου κόβουν κι άλλη ταχύτητα, εκμεταλλεύεσαι το slip streaming κολλώντας πίσω από τον προπορευόμενο και προσπαθείς να διατηρείς όσο περισσότερη φόρα γίνεται, γιατί μόλις κλείσεις το γκάζι πρέπει και να κατεβάσεις. Και στον ανήφορο η επιτάχυνση είναι αργή.

Σταματάμε στους Λάκκους για μερικές φωτογραφίες, τώρα που τα παπιά είναι ακόμα καθαρά. Παραπάνω έχει λάσπες και σκόνη, καθώς γίνονται έργα διαπλάτυνσης του δρόμου. Ο αέρας είναι δυνατός, κι όταν συνδυάζεται με τον ανήφορο, βοηθάει ακόμα και η χαρακτηριστική κίνηση της λεκάνης του αναβάτη μπρος-πίσω (ναι, ξέρω με τι μοιάζει, και ξέρω πόσο γελοίο φαίνεται, αλλά μαζεύεις χιλιόμετρα έτσι!). Μην ξεχνάτε επίσης πως τα είχαμε και φορτωμένα τα παπιά, ο καθένας με τα πράγματά του, εκτός από τον Ιάκωβο που ισχυριζόταν πως μια οδοντόβουρτσα του ήταν αρκετή, κι είχε ένα μικρούλι σακιδιάκι. Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα πάνω από τους Λάκκους στρίβουμε αριστερά σε χωματόδρομο. Σιγά μην πηγαίναμε ψηλά από την άσφαλτο. Βέβαια, το να πεις "χωματόδρομος" εκεί πάνω είναι εντελώς παραπλανητικό. Ο δρόμος ήταν πετρόδρομος, βραχόδρομος, γκωναρόδρομος, ό,πως θέλετε πείτε τον, αλλά χωματόδρομος δεν ήταν. Κι αρχίζει κατηφορικός. Με τα λάστιχά τους παραφουσκωμένα, τα παπιά χοροπηδάνε σε κάθε πετραδάκι που βρίσκουν. Φόρα δεν μπορείς να πάρεις, καθώς πρέπει συνέχεια να έχεις το νου σου για την επιλογή της πιο ομαλής διαδρομής, για να αποφεύγεις τις μεγαλύτερες πέτρες και να περάσεις με το παπί άθικτο. Τα πεντάλ των φρένων είναι το πρώτο πράγμα που βρίσκει. Έχουμε μπροστά μας δεκατρία χιλιόμετρα ανάβασης, ανάμεσα στις κορφές Μαλλιαρωπά και Κουκουλέ. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή είναι ζήτημα αν βάλεις δυο-τρεις φορές δευτέρα, κι αυτές για λίγα μέτρα. Το σκηνικό όμως είναι ήδη πολύ όμορφο. Ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, έχουμε μια ανησυχία για το πως θα δουλεύουν τα παπιά στο υψόμετρο, καθώς μόνο το Honda είναι ψεκαστό και τα άλλα έχουν καρμπυρατέρ. Πάντως, με τις ταχύτητες που μπορούσαμε να πάμε εκεί στον ανήφορο, και να έχασαν μισό άλογο λόγω υψομέτρου, κανείς δεν το κατάλαβε. Βλέπουμε ένα αγροτικό σε μια χαράδρα. Είχε ξεμείνει στο βουνό, χιόνισε, αποκλείστηκε, τα χιόνια το έσπρωξαν στο γκρεμό...

Στα Ποριά, την άλλη είσοδο του φαραγγιού της Σαμαριάς

Περνάμε από κάτι παρατημένα μητάτα και φτάνουμε ως τα Ποριά, την παλιά είσοδο του φαραγγιού της Σαμαριάς, όπου ήταν και το μητάτο των Βίγληδων, κατοίκων του παλιού χωριού της Σαμαριάς, προ Εθνικού Δρυμού. Δοκιμάζουμε να κατέβουμε λίγο το μονοπάτι, αλλά μπα, άστο καλύτερα, εκεί θα μείνουμε κι εμείς και τα παπιά και θα κάνουν πάρτυ οι κοκκαλάδες. Τα όρνια ζουν ακόμα εδώ, και κάτι τέτοιους σαν κι εμάς περιμένουν. Η θέα όμως προς τα κάτω είναι όλα τα λεφτά. Λίγο ήθελα να παρατήσω το παπί και να κατηφορίσω για το φαράγγι. Το έχω περπατήσει, έχω μείνει στο παλιό χωριό, έχω διαβάσει την ιστορία του, αλλά κάθε φορά που το βλέπω προσπαθώ – μάταια – να νιώσω πως ήταν η ζωή αυτών των ανθρώπων εκεί μέσα. Λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω, φτάνουμε στο καταφύγιο Καλλέργη, που το δουλεύει ο δικός μας ο Πατεράκης το χειμώνα. Λίγη ξεκούραση με θέα τις ορθοπλαγιές του Γκίγκιλου και του Βολακιά είναι στο πρόγραμμα. Η κατηφόρα, από την άλλη μεριά, για να κατέβουμε προς τον Ομαλό, είναι πολύ χειρότερη από την ανηφόρα. Ακόμα πιο πολλή πέτρα, ακόμα πιο μεγάλες κλίσεις, ψιλοζόρικη. Κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί οι σέλες των παπιών είναι ελαφρά κατηφορικές προς τα μπρος, ενοχλητικό και στην πόλη αλλά και στο ασφάλτινο στροφιλίκι ή στο χώμα. Ειδικά σε τέτοιο πετροκατήφορο, πέφτει όλο το βάρος στα χέρια, αφού δεν υπάρχει μπροστά σου ρεζερβουάρ για να το σφίξεις με τα γόνατα. Σφίγγεις τα δόντια όμως, και συνεχίζεις προς τα κάτω, μέχρι που βλέπεις κάτι αμερικάνους με mountain bike να έχουν κάνει εκατό μέτρα πέτρα και κάθιδροι να ρωτάνε "έτσι είναι μέχρι επάνω;" "χειρότερα...".

 

Ειδική Ομαλός - Λάκκοι

Βγαίνουμε στην άσφαλτο, στον Ομαλό, κι η διαφορά από το κοπάνημα στις πέτρες είναι τόση που νομίζουμε πως βρεθήκαμε ξαφνικά καβάλα σε Goldwing. Άσε που αλλάζουμε ταχύτητες, ναι, βάζουμε και τρίτη, τρελά γκάζια, πάρε και μια τετάρτη να έχεις! Ο δρόμος εδώ διαπλατύνεται κτηνωδώς, και για κάποια χιλιόμετρα είναι ακόμα πατημένο χώμα με σκόνη. Εικόνες από Dakar, με παπιά. Κι αν για τις μοτοσυκλέτες (και τα αδύναμα αυτοκίνητα) η βροχή είναι το turbo του φτωχού, για τα παπιά ο κατήφορος διπλασιάζει το γκάζι τους. Eίναι νομίζω περιττό να τονίσω πως σε τέτοιες συνθήκες αναπτύσσονται τα αθλητικά ιδεώδη και η ευγενής άμιλλα, και τα παπιά στην ειδική Ομαλός – Λάκκοι κάνουν χρόνους που θα άφηναν τον Marquez με το στόμα ανοιχτό. Άσε που ο μικρός δεν θα είχε καμία τύχη αν συναντούσε εκεί τον Πατεράκη που ξέρει κάθε πόντο του δρόμου απέξω, και δεν έχει πρόβλημα να τον κάνει με κλειστά μάτια.

Μετά τους Λάκκους, στρίβουμε δεξιά κάτω για Μεσκλά (ωραίο χωριό!) και μετά ανηφορίζουμε για Ζούρβα, και προς στιγμή πιστεύουμε πως βρεθήκαμε στα Άγραφα... Τα Λευκά Όρη είναι όλο εκπλήξεις. Σ’ αυτά τα στενά δρομάκια, κατηφορίζοντας για Θέρισο, τα παπιά είναι στο στοιχείο τους, και δύσκολα θα τα απειλήσει μοτοσυκλέτα με αναβάτη που δεν είναι αποφασισμένος και ικανός. Το Θέρισο είναι γεμάτο ταβέρνες, κάτι σαν την Χασιά της Αττικής αλλά στο πιο όμορφο, όπως και το φαράγγι του. Βρίσκουμε αναρριχητές να το διασκεδάζουν στα βράχια του φαραγγιού, απογευματάκι, στη σκιά, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο των Χανίων. Τυχεροί Χανιώτες!

Ο πλέχτης βρίσκεται παντού στην Κρήτη, χιλιάδες χιλιομέτρων. Αν βρεις τέτοιο πλέγμα να σου κλείνει το δρόμο, το ανοίγεις, περνάς, και μετά, ΚΛΕΙΝΕΤΑΙ

Κατεβαίνουμε για ανεφοδιασμό έξω απ’ τα Χανιά, γιατί σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες η αυτονομία των παπιών πάει περίπατο. Έχουν και μικρά ρεζερβουάρ, σκάρτα τέσσερα λίτρα, κι όταν καίνε πάνω από τρία στα εκατό, δεν πάνε και πολύ μακριά. Βγαίνουμε στην "εθνική", κι εδώ είναι ένα μέρος όπου δεν θες γενικώς να βρίσκεσαι, και ειδικά με παπιά. Με την εξαίρεση του Honda, που ταξιδεύει με 90 αλλά δείχνει άνετα 100 και 110 με λίγη υπομονή, τα υπόλοιπα δεν αισθάνονται άνετα πάνω από τα 80, καθώς διαμαρτύρονται με κραδασμούς και τραχιά λειτουργία. Παπί και εθνική δεν πάνε, πως λέμε αλκοόλ και οδήγηση; Έτσι. Κι αν κοιτάξεις και λίγο πιο προσεκτικά, στο πλάι των μαύρων αγροτικών με τα φυμέ τζάμια και τον σκύλο στην καρότσα, υπάρχουν σειρές από μικρά παπάκια διαγραμμένα με "X", ανάλογα με το πόσα έχει καταρρίψει ο καθένας.

Αντίθετα με την πρακτική των ορειβατών στα μεγάλα υψόμετρα, εμείς ανεβαίνουμε ψηλά για να κοιμηθούμε, για θέα, δροσιά κι ωραία μέρη. Ο Πατεράκης μιλάει για κάτι μητάτα, εγώ έχω δει φωτογραφίες από ένα ωραίο τέτοιο μέρος, κι ανακαλύπτουμε πως μιλάμε για το ίδιο. Γραμμή λοιπόν για το Άγιο Πνέμα Πεμονίων, μέσω Πεμονίων φυσικά και Μελιδονίου. Σταματάμε για φωτογραφίες σ’ ένα γιγαντιαίο κυπαρίσσι, κι έρχεται ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να ξεχορταριάσει τα μουρέλα του. Χαιρετιόμαστε, κι η κυρία μας λέει "Είναι ωραία επάνω, έχει και μέρος να κοιμηθείτε, πηγαίντε παιδιά μου". Αυτό που θέλαμε. Τα δρομάκια είναι σωστός λαβύρινθος κοντά στα χωριά, αλλά για το Άγιο Πνεύμα έχει ταμπελίτσες, κι έτσι δεν χανόμαστε. Λίγο πιο πάνω συναντήσαμε και τον "Τώρα τί ’σαστε σεις, ααστρονάαυτεες;", που έμεινε να αναρωτιέται αν οι εξωγήινοι τρώνε αίγες, μην και φάμε τις δικές του.

Άλλωστε, είχαμε προμήθειες δικές μας. Όσο ανηφορίζαμε για το Άγιο Πνέμα, τόσο πιο ωραίο γινόταν το σκηνικό, κι όταν φτάσαμε εκεί, διαπιστώσαμε πως θα μπορούσαν να είναι αυτά τα βουνά αν δεν τα βόσκαγαν. Σε μια περιφραγμένη περιοχή γύρω από το πέτρινο εκκλησάκι, το χορτάρι, η πρασινάδα και τα λουλούδια ήταν άφθονα. Έξω από την περίφραξη, μόνο τα άγρια κυπαρίσσια επιβίωναν... Δεν βλέπουμε όμως εκεί τα μητάτα που ξέραμε πως υπάρχουν, οπότε κάνουμε λίγο πίσω κι ανεβαίνουμε στον Προφήτη Ηλία. Όπως φτάνουμε, αιφνιδιάζουμε δύο αστυνομικούς που είχαν ανέβει με ένα τετρακίνητο POLICE. "Μ’ αυτά ανεβήκατε εδώ πάνω; Με τα παπιά; Εμείς με το τέσσερα επί τέσσερα και τρομάξαμε ν’ ανέβουμε!". Ε, ήταν λίγο υπερβολικοί, δεν ήταν κι άσχημος ο δρόμος, πάντα σε σχέση με τον γκωναρόδρομο που κάναμε για το Καλλέργη. Ο Προφήτης λοιπόν, τα είχε όλα. Εκκλησιά στο σημείο με την καλύτερη θέα, από Ρέθυμνο μέχρι Σούδα. Ανακατασκευασμένα μητάτα και τυροκομείο, πέτρινα τραπέζια, ψησταριά, νερό, τι άλλο να ζητήσει κανείς; Να, μόνο να σταματούσε λίγο ο αέρας, που μας έριξε κάτω κι ένα παπί, και δεν σταμάτησε να φυσάει παρά μόνο αργά το βράδυ. Ψήσαμε, η εκκλησιά μας φιλοξένησε για φαγητό (έξω ο αέρας θα μας έπαιρνε τις ντομάτες της σαλάτας από την καραβάνα), και μετά, βγήκε κι ένα φεγγάρι να με το συμπάθιο. Μαγικό το σκηνικό, κανείς δεν ήθελε να πάει για ύπνο.

Duck Downhill

Το πρωί, ακούσαμε δυό μηχανάκια να ανηφορίζουν, και τους συναντήσαμε παρακάτω, καθώς κατεβαίναμε. Δύο Άγγλοι, με νοικιάρικα, που ρώταγαν αν ο δρόμος βγαίνει στην κορυφή κι από κει στην άλλη μεριά των Λευκών Ορέων! Ώπα παιδιά, θα βρείτε, πάρτε το αλλιώς. Δεν υπάρχει τέτοιος δρόμος. Μόνο πόδι και δυό μέρες ξεθέωμα κι ένα ζευγάρι φαγωμένα άρβυλα θα σας βγάλουν στη νότια μεριά. Γι’ αυτό κι εμείς θα κάναμε τον κύκλο, μετά τα δέκα χωματερά χιλιόμετρα duck downhill. Μπαίνουμε μετά σε κάτι ασφάλτινα στενά δρομάκια, φτιαγμένα επίτηδες για παπιά, αφού είναι το μόνο όχημα που χωράει όταν από απέναντι έρχεται αγροτικό... Με κάποιο μαγικό τρόπο, δεν χαθήκαμε (απλώς δεν ξέραμε που ακριβώς βρισκόμαστε) και περάσαμε από τον Φρε (ωραίο χωριό)- Τζιτζιφέ – Νίπος, για να φτάσουμε Βρύσες και να ξεκινήσουμε την ανάβαση Ασκύφου. Λίγο η ευγενής άμιλλα που λέγαμε, λίγο το ωραίο στροφιλίκι, την ευχαριστηθήκαμε την ανάβαση, κι όταν φτάσαμε στο οροπέδιο, ήταν ώρα για pit stop με καφέ, σφακιανές πίτες με μέλι και ρακή, στο Αμμουδάρι. Από κει και πέρα, ξεκινά μια ακόμα πιο όμορφη διαδρομή ως τον Ίμπρο, που ολοκληρώνεται με την κατάβαση Σφακίων, δοκιμασία μέγιστη για τα φρένα. Μοτοσυκλέτες δεν συναντήσαμε, αλλά από τα αυτοκίνητα κανένα δεν μας πέρασε στις διαδρομές που κάναμε. Η θέα στο Λιβυκό πέλαγος και στο φαράγγι αξίζει μια στάση, αλλά πού τέτοια εμείς. Σταματάει κανείς μέσα στην ειδική; Πλάκα κάνεις τώρα; Η φάση ήταν λίγο Isle of Man, με ανεφοδιασμό στο βενζινάδικο έξω από την Χώρα Σφακίων, και μετά συνέχεια της ειδικής με άλλη μια ανάβαση, σχεδόν δεκατρία χιλιόμετρα ασφάλτινης κορδέλας που σε ανεβάζει από την θάλασσα στα πεντακόσια τόσα της Ανώπολης.                     

Κάτι δεν μου πήγαινε καλά, χωρίς να ξέρω τι. Σταματάω μόλις περάσαμε την Ανώπολη, σε μια σκιά, και λέω σε όλους να τσεκάρουν τα λάδια στα παπιά τους. Είχα στα χέρια μου το Yamaha, που μας είχε παραδοθεί καινούργιο, τσεκαρισμένο από την αντιπροσωπεία. Ξεβιδώνω τον δείκτη, τον σκουπίζω, δεν πιάνει λάδι. Τον βιδώνω, για να δω πόσο έχει, ίσα που έπιανε κάτω – κάτω. Τα υπόλοιπα παπιά ήταν εντάξει. Φεύγει ο Πατεράκης πίσω για το χωριό να βρει λάδι. Του δίνει ο φούρναρης (να σημειωθεί πως κάνει και υπέροχες σφακιανές πίτες, εκτός απ’ όλα τα άλλα), και συμπλήρωσε κάπου 250-300 ml. Θεωρώ απίθανο να το είχε κάψει το λάδι στα λίγα χιλιόμετρα που είχαμε κάνει, οπότε κάποιος δεν είχε τσεκάρει αρχικά τα λάδια. Προς τιμή του Crypton, ούτε που διαμαρτυρήθηκε για αυτά τα χιλιόμετρα που έκανε με ελάχιστο λάδι. Και μετά το συμπλήρωμα, άναψαν και τα λαμπάκια ένδειξης ταχυτήτων, που είχαν σβήσει νωρίς την πρώτη μέρα στην Κρήτη. Έτσι πρέπει να είναι τα παπιά, να δουλεύουν ακόμα και με αναθυμιάσεις, βενζίνης ή λαδιού.

O Κορμοκόπος μας νίκησε

Συνεχίζουμε προς τη γέφυρα της Αράδαινας, πάνω από το φαράγγι της. Το παλιό μονοπάτι υπάρχει ακόμα, κατεβαίνει απ’ τη μια μεριά, ανεβαίνει από την άλλη. Μόνο ξένοι όμως το περπατάνε. Οι Έλληνες πάνε με το αυτοκίνητο στη γέφυρα, λένε "πω πω ψηλά είναι" και αναχωρούν για την ταβέρνα. Μας έκανε τρομερή εντύπωση πως μέσα Μαΐου υπήρχαν εκατοντάδες ξένοι περιπατητές στα Λευκά Όρη, όχι μόνο για να κατέβουν το φαράγγι της Σαμαριάς, αλλά και για να ανέβουν στο καταφύγιο Καλλέργη, να περιπλανηθούν ανάμεσα στις ατελείωτες κορφές τους (περισσότερες από 50 πάνω από τα 2000 μέτρα!) και να περπατήσουν και τα μονοπάτια της νότιας πλευράς, από τα παράκτια έως ψηλά στα δάση του Κορμοκόπου και τις Πάχνες. Αρχίζουν να έρχονται από τον Απρίλιο, και με κάποια πτώση της κίνησης τους πολύ ζεστούς Ιούλιο και Αύγουστο, συνεχίζουν ως τον Οκτώβρη τουλάχιστον! Αυτό το μονοπάτι του Κορμοκόπου το είχα βάλει στο μάτι, να χωθούμε με τα παπιά κι όσο πάει. Στις φωτογραφίες φαινόταν βατό, αλλά οι πληροφορίες από τον ΕΟΣ Χανίων έλεγαν πως η αρχή του είναι δύσκολη (για παπιά, όχι για πόδια). Κι έτσι ήταν. Μια ανηφόρα με βράχια που θα νικούσε κάθε μέτριο αναβάτη με καθαρόαιμο εντούρο, μας νίκησε κι εμάς με τα καθαρόαιμα παπιά μας. Σκέφτηκα προς στιγμή να τα σπρώξουμε, αλλά ήδη είχε πολλή ζέστη για τέτοιες ασκήσεις. Γυρίσαμε πίσω, βγάζοντας το γενικό συμπέρασμα πως στα βουνά της Κρήτης δεν έχει νόημα να πεις "έχω enduro καθαρόαιμο", αφού μόνο όπου υπάρχει χάραξη δρόμου μπορείς να πας. Η πέτρα είναι ανελέητη.

Τα δάση όμως, είναι το κάτι άλλο. Τα δέντρα, κυρίως κυπαρίσσια, δίνουν την αίσθηση πως έχουν ηλικία αιώνων, κι έτσι είναι. Γκρίζοι κορμοί, ίδιο χρώμα με τις πέτρες, αν χαθούν κι αυτά, θα μείνει γυμνός ο τόπος, μικρά δεν βλέπεις ανάμεσά τους. Η ίδια τους η παρουσία είναι θαύμα και έκπληξη σε ένα τόπο άνυδρο, που ό,τι νερό πέφτει εξαφανίζεται αμέσως στο υπέδαφος. Και γιατί ειδικά αυτή η νότια μεριά της δυτικής Κρήτης έχει τόσα φαράγγια, αφού δεν κυλάνε νερά που θα μπορούσαν να τα διαμορφώσουν; Το έψαξα, και βρήκα μια απάντηση: Η Κρήτη ξεχειλώνει, κι η γη της σκάει και φτιάχνει φαράγγια. ελάχιστο ρόλο έχει παίξει το νερό στη δημιουργία τους.

Ανάμεσα στην Αράδαινα και στον Αι-Γιάννη, ένας δρομάκος κατεβαίνει προς άλλη μια μαγική περιοχή, με αραιά τεράστια δέντρα και πολλά μελίσσια, προς τη Βίγλα και το Σελλί, απ’ όπου κατέβαινε το παλιό καλντερίμι, η Κακόσκαλα, προς την Αγία Ρουμέλη. Την εξερευνούμε κι αυτή, καθώς ψάχνουμε και μέρος να κατασκηνώσουμε, αποφασίζουμε όμως να μην μείνουμε εδώ. Η Αγία Αικατερίνη, στα 650 μέτρα υψόμετρο, πάνω από την Ανώπολη, μας φιλοξένησε για το βράδυ, χαρίζοντάς μας άλλη μια υπέροχη πανσέληνο, με τα φώτα του παραλιακού Λουτρού από κάτω μας και την Γαύδο με την Γαυδοπούλα να φαίνονται ξεκάθαρα, 23 μίλια στ’ ανοιχτά.

Η Κρήτη ξεχειλώνει, κι η γη της σκάει και φτιάχνει φαράγγια

Αποτζιτζικωμένοι στις μαδάρες

Πρωινό στο φούρνο της Ανώπολης, με σούπερ Σφακιανές πίτες και... ρακή. "Θα σας βάνω από μια. Τσε να μου ζητάτε τσε δεύτερη δε σας βάζω, ζατί σας είδα με τα μηχανάτσια", μας ξηγήθηκε ο φούρναρης, ούτε εννιά το πρωί. Για να πω την αλήθεια, δεν μας χάλασε. Εδώ πέρα, η ρακή είναι πανάκεια, πάει με όλα, όλες τις ώρες. Ο ταβερνιάρης που είχαμε φάει την προηγούμενη το βράδυ, σε μια άλλη περίπτωση που είδε έναν τουρίστα ορειβάτη να φτάνει σχεδόν σέρνοντας, ξεπνοημένος και αποτζιτζικωμένος, έβγαλε φωνή: "Φέρτε τ’ αθρώπου μια ρατσή, ετσά απού’ναι ιδρωμένος, είναι το καλύυυτερο πράμα". Κι είχαμε δύσκολη αποστολή: Θα ανεβαίναμε όσο πιο ψηλά πάει ο δρόμος που οδηγεί στην καρδιά των Λευκών Ορέων. Τα παπιά μας όμως είχαν μάθει πια από πέτρα, κι εμείς είχαμε προσαρμοστεί. Η επιλογή των ιδανικών γραμμών ανάμεσα στα γκωνάρια είχε εξελιχθεί σε επιστήμη, είχαμε βρει ακόμα και την κίνηση-αστραπή που σου επιτρέπει να αποφύγεις μια πέτρα χωρίς να αλλάξει πορεία το παπί: Λίγα εκατοστά πριν την χτυπήσει ο μπροστινός τροχός, κάνεις μια πολύ γρήγορη κίνηση του τιμονιού αριστερά-δεξιά, ο μπροστινός την αποφεύγει και ο πίσω περνά ξυστά δίπλα της! Γκάζι δεν υπάρχει για να σηκώσεις τον εμπρός τροχό, αλλά αν κάτσεις λίγο πίσω και τραβήξεις το τιμόνι, κάτι γίνεται. Το να οδηγήσεις όρθιος είναι από δύσκολο έως απαγορευτικό, την βρίσκεις όμως την άκρη, και αρχίζεις να απολαμβάνεις οδήγηση υψηλής ακριβείας και προδιαγραφών. Βελτιώνεσαι όταν δεν ξελασπώνει το μηχανάκι για σένα, αλλά πρέπει εσύ να κάνεις τα πάντα για κείνο.

Όσο ανηφορίζουμε από την Ανώπολη, το σκηνικό συνέχεια αλλάζει. Δάσος χαμηλά, πάντα πολλή πέτρα, το υψόμετρο ανεβαίνει κατακόρυφα, μέσα σε πέντε χιλιόμετρα είσαι πάνω από τα 1200. Πέφτει και μια ομίχλη που μας δροσίζει, τα δέντρα αραιώνουν σιγά σιγά, οι γκρίζοι κορμοί τους λες κι είναι κι αυτοί πέτρινοι. Ζώα βρίσκονται διάσπαρτα στο βουνό, λίγα δω λίγα κει, με τα γίδια να έχουν καμουφλάζ απίστευτο και να τα βλέπεις μόνο όταν κινηθούν ξαφνικά, τρομαγμένα απ’ τα κακόμοιρα παπάκια μας. Και τα πρόβατα όμως εδώ πάνω δεν πάνε πίσω, πηδάνε από βράχο σε βράχο καλύτερα από αγριοκάτσικα. Το τοπίο που αντικρίζει κανείς πάνω από τα 1600-1700, από κει που ο δρόμος μπαίνει στην καρδιά του βουνού, δεν περιγράφεται με λόγια, ούτε καν με φωτογραφίες, πρέπει να το ζήσει κανείς για να το νιώσει. Άλλος πλανήτης. Γύρω μας κορφές στα 2100, 2300, 2400, πλαγιές και λάκκες ατέλειωτες. Και τα βράχια... Σεληνιακό τοπίο, λένε. Σας πληροφορώ πως σε σχέση με τις μαδάρες αυτές η Σελήνη είναι ομαλή και καταπράσινη σαν γήπεδο του γκολφ. Μαύρα βράχια που μοιάζουν σαν μόλις να κρύωσε η λάβα που τα έφτιαξε. Άσπρα βράχια σαν κύματα που έχουν πάρει τον ανήφορο για τις ψηλότερες κορφές. Κι ένα γκρι που κυριαρχεί, κι ένα φως τόσο έντονο, τόσο οξύ, που δεν είναι να απορείς για το τι είδους ανθρώπους ανάθρεψαν τέτοια μέρη. Και δολίνες, και χάσματα, γουργούθακες είναι μια υπέροχη λέξη, πετάς πέτρα μέσα στις μαύρες τρύπες και την ακούς ώρα να χάνεται στα έγκατα, εκεί που εξαφανίζεται κι ό,τι νερό πέφτει εδώ πάνω, ό,τι χιόνι λιώνει. Μ’ αρέσει που πήγαιναν τους αστροναύτες για προπόνηση σε κάτι κυριλέ μέρη όπως το Lanzarote στα Κανάρια, εδώ να τους έφερναν να δουν τι θα πει αφιλόξενος πλανήτης. Μόνο πέτρα και αέρας υπάρχει εδώ. Πηγές; Ρέματα; Νερό; Θα αστειεύεστε. Δεν έχει τέτοιες πολυτέλειες. Μέσα Μαΐου όμως κι οι χιονούρες είναι πολλές, ακόμα και δίπλα στο δρόμο, που σταματάει κάπου πάνω από τα 2.000 μέτρα. Η ψηλότερη βλάστηση είναι κάτι μικροσκοπικά λουλουδάκια που δεν ξεμυτίζουν από τις πέτρες, είναι χωμένα ανάμεσά τους.

Βλέπουμε έναν μοναχικό ορειβάτη να κατηφορίζει από τις Πάχνες, πάει αργά, κοντοστέκεται, μην έχει πρόβλημα ο άνθρωπος, περιμένετε λίγο, φαί νερό έχουμε μαζί μας, να του δώσουμε. Αλλά μπα. Ξαναγυρίζει λίγο προς τα πάνω, πάλι κατεβαίνει αργά. Δεν φαίνεται να θέλει να έρθει κοντά μας. Αν συνεχίσει έτσι, δεν του φτάνει η μέρα για να βρεθεί σε κατοικημένο μέρος, πάρτυ θα κάνουν πάλι οι κοκκαλάδες αν τονε βρούνε πουθενά αποτζιτζικωμένο (άλλη υπέροχη λέξη!). Είχαμε την τύχη να δούμε και γύπες, εφτά μαζί σε κάποια φάση, πέταγαν μπροστά μας, έκαναν κύκλους στα θερμικά χωρίς να κουνάνε τις τεράστιες φτερούγες τους.

Yπάρχει όμως μια στέρνα εδώ πάνω, εκτός του καταφυγίου της Σβουριχτής, κι αν ξέρεις να την βρεις, σώθηκες. το σιδερένιο καπάκι της είναι βέβαια σουρωτήρι από τις σφαίρες πολεμικών όπλων, αλλά τι να κάνεις, είναι το μοναδικό σιδερένιο καπάκι σε ακτίνα είκοσι χιλιομέτρων, που να εξασκηθεί στη σκοποβολή ο άθρωπος με το καλάσνικοφ;

Αν είσαι adventure, είσαι και με παπί

Στην ουσία, εκεί πάνω ανάμεσα Τροχάρη, Στέρνες και Πάχνες τελείωσε το ταξίδι μας με τα μαδαρόπαπα. Όχι πως είκοσι χιλιόμετρα κατήφορος πέτρα στην πέτρα είναι απλή υπόθεση, αλλά τώρα πια είμαστε βετεράνοι αορίτες παπόβιοι, δεν μασάμε, και τα επιπλέον 70 περίπου ως Σούδα ούτε που τα ρευτήκαμε. Η επόμενή μας στάση είναι σε μια φουρκέτα του δρόμου πάνω από το φαράγγι του Ίμπρου, για κολατσιό πριν κατηφορίσουμε Σούδα για το καράβι. Δεν χορταίνεται αυτός ο τόπος, δεν εξαντλείται με μια και δυό επισκέψεις. Με ό,τι κι αν είσαι. Ακόμα και με παπί. Αν υπολογίσεις και το χαμηλό τους κόστος, αγοράς, κίνησης και συντήρησης, τότε μιλάμε για το απόλυτο εκδρομικό όχημα, που σε βάζει πολύ πιο μέσα στο τοπίο του ταξιδιού σου σε σχέση με τις μεγάλες, εξειδικευμένες μοτοσυκλέτες. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά η εμπειρία του ταξιδιού και του τόπου είναι τελικά πολύ πιο έντονη με ένα παπί, παρά με μια γρήγορη μοτοσυκλέτα που θα σε διακτίνιζε από στάση σε στάση. Με το παπί, έχεις το χρόνο να τα δεις, να τα ακούσεις και να τα μυρίσεις όλα, χωρίς να λείπει η απόλαυση της οδήγησης, το αντίθετο μάλιστα. Είπαμε, άλλο το ταξίδι, άλλο η γρήγορη μετακίνηση. Κι όπως μου έλεγε ο Πατεράκης όταν ήμασταν ψηλά στις μαδάρες, "Ξέρεις πόσοι από αυτούς που κυκλοφορούν με on-off στα Χανιά έχουν έρθει εδώ πάνω; Μπορεί και κανένας..."    

Τα σκούτερ πάνε στον Παράδεισο, τα παπιά πάνε παντού

Το παπί το γνώρισα ως εργαλείο, και σαν τέτοιο παραμένει στα μάτια μου. Εργαλείο δουλειάς, αλλά και εργαλείο διασκέδασης. Ίσως να ήταν το τρίτο μηχανάκι μου, γκρι εξάβολτο με άσπρα πλαϊνά καπάκια και τον διακόπτη στο καπάκι, με καρμπυρατέρ καθέτου ροής. Και άσπρο κοντέρ, τελείως φετίχ. Απλό και άθραυστο. Τότε, τα χρησιμοποιούσαμε για να μετακινούμαστε, παντού τέρμα γκάζι, Δροσιά-Φάληρο 27 λεπτά, όλες οι αλλαγές πολύ μετά τον κόφτη, και με πάτημα του λεβιέ χωρίς να κλείσει καθόλου το γκάζι... Αλλά και παιχνίδια στα χώματα, και δικάβαλα, και τρικάβαλα, και φορτώματα, και εκδρομές, και εκδρομές στα βουνά και τις λάσπες, και περάσματα ποταμιών με την εξάτμιση να γουργουρίζει υποβρυχίως. Κάθε μέρα, όλη μέρα, ό,τι κι αν έκανες, μπορούσες κυριολεκτικά να ζεις πάνω σε ένα παπί.

Και σήμερα δηλαδή, τι έχει αλλάξει; Και όλα και τίποτα. Στην ουσία, το παπί παραμένει το πιο οικονομικό, ιδιαίτερα σε σχέση με τα σκούτερ, και ειδικά όταν υπολογιστούν κόστη συντήρησης. Τα πάντα είναι πολύ φθηνότερα για το παπί. Το παπί παραμένει το καλύτερο εργαλείο δουλειάς – δείτε τους ντελιβεράδες, πόσοι έχουν σκούτερ ή μοτοσυκλέτες; Είναι χαμηλό, βολικό, και, πολύ σημαντικό αυτό, ημιαυτόματο. Με ένα ημιαυτόματο κιβώτιο έχεις καλύτερο έλεγχο της κίνησής σου, και πιο άμεση απόκριση στις εντολές σου, σε σχέση με τα CVT. Μόνο και μόνο ότι σε εμπλέκει περισσότερο στην οδήγηση, αντί να σε αφήνει να ξεχνιέσαι ως θεατής του τοπίου, κάνει το παπί πιο ευχάριστο για όσους αγαπούν να οδηγούν, καθώς σε κρατάει σε εγρήγορση, με πιο άμεση επαφή με το περιβάλλον σου. Άρα, και πιο ασφαλή.

Με την πάροδο του χρόνου και τα παπιά εξελίχθηκαν, κι όχι μόνο σε κυβικά. Τα πλαίσια και οι αναρτήσεις τους έγιναν καλύτερα, όπως και τα φρένα τους, αλλά στην πορεία βάρυναν και πάχυναν, προσπαθώντας να αποκτήσουν κάποια από την αισθητική αλλά και την άνεση των σκούτερ. Παράλληλα, άρχισαν να ξεφεύγουν από την όψη του εργαλείου, μιμούμενα σπορ μοτοσυκλέτες και χάνοντας πλεονεκτήματα. Ένα καλό παράδειγμα είναι η ποδιά, που ρόλος της είναι να προστατεύει τα πόδια του αναβάτη από τα νερά και τον κρύο αέρα. Τείνει να εξαφανιστεί σιγά σιγά, χάριν μιας σπορ αισθητικής που δεν εξυπηρετεί τίποτα άλλο πέρα από τον εντυπωσιασμό κάποιων πιτσιρικάδων. Επιπλέον, αντί για το κλασικό μαλακό άβαφο πλαστικό της, μερικά (όπως το Honda και το Kawasaki) έχουν αρχίσει να αντιγράφουν τον τρόπο κατασκευής των σκούτερ, με σκληρά βαμμένα πλαστικά βιδωμένα μεταξύ τους. Μια απλή πτώση, αντί για ένα λύγισμα κι έστω μια γρατζουνιά, έχει ως αποτέλεσμα έναν οδυνηρό λογαριασμό σε ανταλλακτικά και εργασία, κάτι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει σε παπί. Κρατήστε τα απλά, είναι καλύτερα.

Ανεβαίνοντας για Άγιο Πνέμα και Προφήτη Ηλία

Τα παπιά μας ήταν της μεσαίας κατηγορίας, με 110 ή 115 κυβικά, και τιμές από 1.595 έως 1.890 ευρώ. Κάποιες από τις αρχικές εντυπώσεις μας επιβεβαιώθηκαν στην πορεία, κάποιες άλλαξαν. Για παράδειγμα, το Daelim που ήταν και το πιο ταλαιπωρημένο απ’ όλα, με τα περισσότερα χιλιόμετρα, έχοντας "τελειωμένη" σέλα και αμορτισέρ, έμοιαζε να μην έχει τύχη απέναντι στα υπόλοιπα πιο φανταχτερά. Αλλά δεν ήταν έτσι. Όσο το οδηγούσαμε, τόσο περισσότερο εκτιμούσαμε τις ξεχωριστές αρετές του: Πρώτα απ’ όλα είχε την πιο ευρύχωρη θέση οδήγησης, μαζί με χαμηλό ύψος σέλας, κάτι που βολεύει πολύ τους μεγαλόσωμους και δίνει σε όλους μια σιγουριά πως ό,τι και αν γίνει, μπορείς να το σώσεις (και μιλάω κυρίως για τις δύσκολες διαδρομές που κάναμε). Αυτά τα χαρακτηριστικά βολεύουν και στην πόλη, ειδικά αν συγκρίνεις την θέση οδήγησής του με την κάπως στριμωγμένη του Kawasaki, που θα βολέψει περισσότερο τα μικρά αναστήματα, καθώς και το τιμόνι είναι πιο χαμηλά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι οι ζάντες των 16 ιντσών, ενώ η κλασική διάσταση των παπιών είναι 17, και μάλιστα με πιο χοντρά λάστιχα, που αποδείχτηκαν πλεονέκτημα στους πετρόδρομους. Το επόμενο ατού του είναι ο κινητήρας του, που είναι παρόμοιος με των Honda Αstrea, με πολύ καλά ρυθμισμένη τροφοδοσία, που του δίνει και ζωντάνια και ελαστικότητα. Ψηλά δουλεύει πιο ομαλά από του Kawasaki, και στις μεσαίες καθαρά, χωρίς το κόμπιασμα του Υamaha. Το καλό είναι πως για αυτόν τον κινητήρα υπάρχουν στην Ελλάδα πληθώρα αναλώσιμων, ανταλλακτικών και βελτιώσεων, όπως και τεχνογνωσία για την εφαρμογή τους. Πόντο παίρνει και για τα φρένα, καθώς έχει δισκόφρενο και πίσω, που δεν θα πέσει στην σκληρή χρήση όπως τα ταμπούρα των άλλων. Τα ταμπούρα βέβαια είναι πιο απλά στην συντήρηση, οπότε διαλέγετε και παίρνετε. Ο χαρακτήρας του εργαλείου επιβιώνει μια χαρά στο Daelim. Δεν έχει εντυπωσιασμούς και φιγούρες, ούτε μικρές ευκολίες όπως τους χώρους κάτω από την σέλα των Ηonda και Yamaha, ούτε design που θα εντυπωσιάσει τους πιτσιρικάδες. Αυτά όμως δεν απασχολούν όσους θέλουν εργαλείο, που όταν δουν και την τιμή του (είναι το φθηνότερο μεταξύ των τεσσάρων, με διαφορά από 155 ως 235 ευρώ) θα το εκτιμήσουν ακόμα περισσότερο.

Παρατημένο μητάτο, με καθίσματα πλοίου

Το Yamaha έχει δύο από τα κλασικά χαρακτηριστικά των παπιών: Την ποδιά από εύκαμπτο πλαστικό (όπως και το Daelim) και το κάλυμμα της αλυσίδας, όπως έπρεπε να έχουν και όλα τα παπιά. Αλλά σ’ αυτή την παρέα είναι το μόνο που το διαθέτει, με τεράστιο όφελος στην μακροζωία της, όπως και στην καθαριότητα της περιοχής μετά το λάδωμα της αλυσίδας. Όπως και το Honda, έχει κι αυτό αποθηκευτικό χώρο κάτω από την σέλα, που θα χωρέσει ένα αδιάβροχο, αλλά όχι κράνος. Είναι επίσης το μοναδικό που διαθέτει σκάρα, παίρνοντας άλλο ένα πόντο πρακτικότητας, και διευκολύνοντας στο δέσιμο των αποσκευών που κουβαλούσαμε. Τα αμορτισέρ του δεν ρυθμίζονται, έχουν όμως καλή λειτουργία, όπως και το πιρούνι. Το μπροστινό του ήταν λίγο ελαφρύ στις πέτρες, κι έπρεπε να ρίχνεις λίγο περισσότερο βάρος μπροστά για να είναι όλα εντάξει.

Ο χαρακτήρας του εργαλείου επιβιώνει μια χαρά στο Daelim

Ο κινητήρας του δείχνει πρόθυμος στις χαμηλές, αλλά στις μεσαίες διστάζει, πιθανότατα ως αποτέλεσμα του συνδυασμού καρμπυρατέρ με φτωχές ρυθμίσεις και του συστήματος εμπλουτισμού των καυσαερίων με αέρα, για να μειώνονται οι ρύποι και να περνά τις προδιαγραφές Euro3. Μάθαμε πως το θέμα βελτιώνεται σημαντικά με τις ρυθμίσεις από το παλιότερο Crypton R. Αυτό το μπέρδεμα είναι πιθανώς υπεύθυνο και για την αυξημένη κατανάλωσή του. Κι είναι κρίμα, γιατί το Yamaha διαθέτει έναν πολύ καλό συνδυασμό πρακτικότητας και καλής συμπεριφοράς στο δρόμο, και σε εμπνέει να το οδηγήσεις σβέλτα. Όπως και τα άλλα εκτός του Honda, έτσι κι αυτό δεν συμπαθεί τις ταχύτητες πάνω από 80, διαμαρτυρόμενο με κραδασμούς και συντονισμούς. Μετά την εξόρμησή μας στην Κρήτη, αρχίζω να πιστεύω πως αυτοί οι κραδασμοί είναι και αποτέλεσμα των ρυθμίσεων της τροφοδοσίας, γιατί και το Kawasaki τους έχει. Με μια καλή ρύθμιση στην τροφοδοσία, κι ένα πλαϊνό σταντ, το Yamaha θα ήταν ένα εξαιρετικό, κλασικό παπί για όλες τις δουλειές.

Προφανώς οι ίδιοι άνθρωποι που σχεδιάζουν τα μεγάλα Kawasaki έχουν ανακατευτεί και με το παπί της εταιρείας, καθώς έχει την πιο επιθετική, γεμάτη γωνίες σχεδίαση. Το καλό είναι πως έχουν κάνει το ίδιο και στο πλαίσιο με τις αναρτήσεις του, που αποτελούν και το κορυφαίο σημείο του. Το τιμόνι του είναι σχετικά χαμηλά, και η θέση οδήγησης θα βολέψει περισσότερο τα μικρότερα αναστήματα. Το νιώθεις όμως να έχει το πιο στιβαρό πλαίσιο, και με πολύ καλές, αρκετά σφιχτές αναρτήσεις. Είναι πολύ σταθερό, με σχετικά βαρύ μπροστινό, όπως και τα μεγάλα ZX της Kawasaki. Σου εμπνέει εμπιστοσύνη για να επιτεθείς στα κλειστά ασφάλτινα στροφιλίκια, περισσότερο από όλα τα άλλα της παρέας. Εδώ, η εμφάνισή του συμβαδίζει με την συμπεριφορά του. Το ίδιο καλό είναι και στα χώματα, με το μπροστινό να έχει πολύ καλή πρόσφυση, και τις σφιχτές αναρτήσεις να το βοηθάνε να περνά από παντού αλώβητο. Αν οι χωματόδρομοι της Κρήτης ήταν όντως χωματόδρομοι κι όχι πετρόδρομοι, η διασκέδαση πάνω σ’ αυτά τα παπιά θα αυξανόταν κατακόρυφα, και το Kawasaki είναι αυτό που θέτει την πιο σοβαρή υποψηφιότητα για το βραβείο του καλύτερου στησίματος για άσφαλτο και χώμα. Την καλή εικόνα χαλάει λίγο η απόδοση του κινητήρα ψηλά, καθώς μετά τα 80 εμφανίζονται κραδασμοί και τραχιά λειτουργία. Επίσης, το κιβώτιό του ήταν λίγο σκληρό στις αλλαγές, και η πολύ σπορ εμφάνισή του, του στερεί στοιχεία πρακτικότητας όπως ο χώρος κάτω από την σέλα ή η σχάρα.

Στην γκάμα και της Υamaha και της Κawasaki υπάρχουν και λίγο μεγαλύτερα σε κυβικά, πιο ακριβά και με σαφώς καλύτερη απόδοση παπιά. Μια σκέψη θα ήταν πως οι κατασκευαστές σκόπιμα "συγκρατούν" από επιδόσεις τα πιο φτηνά τους μοντέλα, για να μην κλέβουν πωλήσεις από τα ακριβότερα. Γιατί αν υπήρχε ένα πράγμα που παραδοσιακά μπορούσαν να κάνουν τα παπιά χωρίς να ιδρώνουν, ήταν να πηγαίνουν παντού τέρμα γκάζι, χωρίς να νιώθεις ότι τα βασανίζεις. Υποψιάζομαι πως και τα δύο αυτά έχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, με ελάχιστο κόστος.

Ας διευκρινίσουμε εδώ πως η σειρά με την οποία αναφέραμε τα παπιά δεν είναι και σειρά κατάταξης, καθώς αυτό το άρθρο δεν αποτελεί κάποιο εξαντλητικό συγκριτικό στους συνήθεις χώρους δράσης των παπιών, αλλά καταγραφή των εμπειριών μας στις μέρες που ζήσαμε και ταξιδέψαμε μαζί τους. Όλα τους έχουν υπέρ και κατά, όπως και το Honda Wave, που ξεχωρίζει όμως από τα υπόλοιπα. Ξεκινώντας από το μοναδικό για την παρέα χαρακτηριστικό του ψεκασμού, το Honda έχει μια τόσο ποιοτική λειτουργία σε όλα του, που δείχνει πόσο καλά εξελιγμένο είναι. Ήταν χαρακτηριστικά τα σχόλια όσων το οδηγούσαν, που το παρομοίαζαν, ανάλογα με το είδος του δρόμου που βρισκόμασταν, με μεγαλύτερα μοντέλα της Honda. Άκουγες σχόλια του τύπου "αυτό είναι CBR", ή CRF, ή VFR, ή Crosstourer.

Ανάβαση Ανώπολης, με φόντο τα Σφακιά

O κινητήρας του έχει αυτό το αβίαστο ανέβασμα στροφών, χωρίς ενοχλητικούς κραδασμούς ψηλά, που σου δίνει την αίσθηση πως θα λειτουργεί το ίδιο καλά για πολλά χρόνια. Όπου τα χιλιόμετρα μπορούσαν να ανέβουν πάνω από τα 80, ήταν το καλύτερο απ’ όλα, χωρίς να υστερεί σημαντικά ούτε στα σκληρά χώματα ούτε στο κλειστό ασφάλτινο στροφιλίκι. Το κιβώτιό του που έχει την λειτουργία "μύλου", σου επιτρέπει να βγάλεις νεκρά αν σταματήσεις με τετάρτη, βοηθώντας στη μείωση των αλλαγών. Ήταν το μόνο που έβλεπε άνετα τα 100 κι ανέβαινε και στα 110 με λίγο ευνοϊκές συνθήκες, κάνοντας τα 90 μια καλή ταχύτητα... ταξιδιού. Η κατανάλωσή του είναι μια ευχάριστη έκπληξη, αφού με πολλά χιλιόμετρα ανηφόρας και πετρόδρομων δεν ανέβηκε ποτέ πάνω από τα 2,2 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα.

Μειονέκτημα, για παπί-εργαλείο, είναι ο τρόπος κατασκευής της ποδιάς, με διπλά σκληρά πλαστικά βιδωμένα μεταξύ τους, κάτι που σημαίνει μεγάλο κόστος επισκευής, όπως και η έλλειψη κλειστής αλυσίδας. Τα αμορτισέρ του δεν ρυθμίζονται, αλλά είναι αξιοπρεπή, όπως και το πιρούνι.

Συνολικά, η ποιότητα της λειτουργίας και κατασκευής του Honda το κάνουν το καλύτερο της παρέας, καθώς αποδίδει εξαιρετικά σε όλες τις συνθήκες, χωρίς να υστερεί ουσιαστικά πουθενά.

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Mας ξεπαράδιασαν!

Δεν είχα ξαναοδηγήσει ποτέ κάτι που να καίει βενζίνη και να καίει λιγότερη από δύο λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα. Πρωταθλητής οικονομίας, το Honda Wave έβγαλε μέση κατανάλωση δύο λίτρα στα εκατό. Ακόμα και στην κίνηση της πόλης, μετά την εξόρμηση στην Κρήτη, τα ίδια έκαιγε. Η μεγάλη έκπληξη ήταν το Daelim, που ο κινητήρας του είναι κι αυτός σαν των Honda Astrea, και παρά το καρμπυρατέρ του των 16mm είχε κατανάλωση μεγαλύτερη μεν από του Honda, αλλά καλύτερη από των άλλων δύο καρμπυρατεράτων, με το Kawasaki να έχει καρμπυρατέρ 18mm και το Yamaha 16mm. Το Kawasaki ήταν πιο βενζινοβόρο από το Daelim, με καταναλώσεις που πλησίαζαν αυτές του Yamaha, που σίγουρα χρειάζεται μια καλύτερη ρύθμιση. Έτσι όπως έρχεται ρυθμισμένο, έχει ένα κόμπιασμα στις μεσαίες, που σίγουρα του στοιχίζει σε κατανάλωση.

Μπορεί σε απόλυτους αριθμούς η διαφορά να φαίνεται μικρή, τι δύο λίτρα, τι τρία, αλλά μιλάμε για διαφορά 50%, οπότε δεν είναι καθόλου αμελητέα. Σκεφτείτε δύο μοτοσυκλέτες ίδιων κυβικών και παραπλήσιας απόδοσης, που η μια να καίει 8 λίτρα και η άλλη 12, για να έχετε μια πιο απτή αναλογία.

Ένα άλλο συμπέρασμα ήταν πως οι δείκτες βενζίνης λένε ψέματα, και φωνάζουν πριν χρειαστεί. Για παράδειγμα, έβαλα στο Honda 2,7 λίτρα μετά από 135 χιλιόμετρα, με τον δείκτη βενζίνης βαθιά μέσα στο κόκκινο, ενώ σύμφωνα με την εργοστασιακή χωρητικότητα του ρεζερβουάρ είχα άλλο ένα λίτρο, δηλαδή άλλα 50 χιλιόμετρα. Aντί για αναξιόπιστους δείκτες, καλύτερα να υπάρχει λαμπάκι, και για τα καρμπυρατεράτα, ο παλιός καλός διακόπτης βενζίνης.

Όσο για τις αυτονομίες, το Honda καταφέρνει να έχει την μεγαλύτερη, παρά το μικρότερό του ρεζερβουάρ (3,7 λίτρα, έναντι 4 του Daelim, 4,2 του Yamaha και 4,4 του Kawasaki).

 

Ανεφοδιασμός 1

                 κατανάλωση (lt/100km)

HONDA       1,90

DAELIM       2,22

KAWASAKI  2,42

YAMAHA      2,75

                

Ανεφοδιασμός 2

                 κατανάλωση (lt/100km)

HONDA       1,92

DAELIM       2,50

KAWASAKI  2,61

YAMAHA      2,75

                

Ανεφοδιασμός 3

                 κατανάλωση (lt/100km)

HONDA       2,22

DAELIM       2,22

KAWASAKI  2,87

YAMAHA      3,14

 

Μέση κατανάλωση (lt/100km) / μέση αυτονομία (km)

HONDA      2,01 / 184

DAELIM      2,31 / 173

KAWASAKI 2,63 / 167

YAMAHA     2,88 / 150

 

Οι μαδαρόπαπιες…

Στα Λευκά Όρη έχω ανέβει και κατέβει από παντού, με κάθε τρόπο. Πόδια, σκι, εντούρο, motocross, τζιπ, επιβατικά, αγροτικά, 2CV, αλλά ποτέ μα ποτέ με παπάκι… Στα πρώτα μέτρα και γενικά στους πρόποδες του βουνού, στην άσφαλτο, είχε πλάκα. Τέρμα γκάζι παντού, ιδανικές γραμμές με ταχύτητες απολύτως λογικές σε σχέση με ένα αυτοκίνητο. Μόλις όμως στρίψαμε στις Φώκιες για να πάμε Καλλέργη τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Εδώ δεν είσαι ούτε με enduro, ούτε και με on-off. Aλλού πατούσες κι αλλού βρισκόσουν και υπάρχει μόνο ένας τρόπος να φτάσεις στον προορισμό σου. Υπομονή. Σιγά σιγά έβρισκα το κόλπο να μην κοπανιέμαι πολύ, και με τα ποδαράκια κουπιά μερικές φορές, έφτανες αλώβητος παντού, ενώ στα ίδια επίπεδα ήταν και οι συνπαποβιοταξιδιώτες μου, που κάποιοι το ευχαριστιόντουσαν κιόλας…

4

Φυσικά η κάθε πάπια είχε το δικό της χαρακτήρα και μαδάρωνε με διαφορετικό τρόπο. Στην άσφαλτο το Honda ήταν αυτό που εντυπωσίασε, όχι λόγω των επιδόσεων, αλλά κυρίως τη ομαλής λειτουργίας και της αψεγάδιαστης απόδοσης. Οι αναρτήσεις του φίλτραραν τις λακκούβες και γενικά σου έδινε μια σιγουριά για τα πάντα. Στο χώμα δεν ήταν το καλύτερο καθώς το μικρό ύψος από το έδαφος έκανε τις πέτρες να κοπανάνε άτσαλα, ενώ το ζύγισμα του ήταν λίγο μπροστόβαρο και δυσκόλευε λίγο. Όμως συνολικά ήταν το πιο ολοκληρωμένο και αυτό που ήθελες συνεχώς να οδηγείς. Το Kawasaki είχε την καλύτερη συμπεριφορά στα χώματα, αφού οι αναρτήσεις του κατάπιναν τις ανωμαλίες, ενώ το ελαφρύ τιμόνι σε βοηθούσε να περάσεις εύκολα από παντού. Δεν ήταν “ραπτομηχανή” σαν το Wave, όμως ήταν εξίσου γρήγορο και στην άσφαλτο και με πολύ καλή συμπεριφορά. Το Daelim παρά την κουριεράδικη εμφάνιση τα κατάφερνε περίφημα στο χώμα και με σταθερό ρυθμό σκαρφάλωνε παντού. Το πλαίσιό του δεν ήταν από τα σταθερότερα, όμως τα πάντα έσωζε ο καλός κινητήρας και τα καλά φρένα που σε έβγαζαν ασπροπρόσωπο σε άσφαλτο και χώμα. Η σέλα του βέβαια είχε παραδώσει το πνεύμα και κανείς δεν βολευόταν, αλλά είχε και 18.000 σκληρά χιλιόμετρα. Το Yamaha τα καταφέρνει πολύ καλά στους χωματόδρομους και έχει τις καλύτερες αναρτήσεις, όμως ο κινητήρας του (επειδή ήταν ολοκαίνουργιο;) δεν δούλευε καθαρά και κατανάλωνε την περισσότερη βενζίνη. Στην άσφαλτο δεν ήταν το γρηγορότερο, όμως και εκεί οι αναρτήσεις του δούλευαν πολύ σωστά.

Τελικά δεν ήταν και τίποτα, τα παπιά μπορούν να τα κάνουν όλα, αποδεικνύοντας ότι είναι τα πιο πολυμορφικά πτηνά.

Χρήστος Πατεράκης

 

Ξανά δεκαεφτά

Όταν ήμουν δεκαεφτά είχα ένα μπλε δωδεκάβολτο Honda С50. Το ανέβασα, όπως συνηθιζόταν τότε, στα 72 κυβικά, με 19άρι καρμπιρατέρ, φιλτροχοάνη και Sebring εξάτμιση. Νομίζω έπιασε μια φορά τα εκατό, σε ελαφρά κατηφόρα με ούριο άνεμο και τις βαλβίδες έτοιμες να βγουν να χαιρετήσουν από την εξάτμιση. Αυτό το μηχανάκι των ονείρων μου τότε δεν θα σκάμπαζε μία μπροστά στα παπιά αυτού του συγκριτικού. Είναι ασύγκριτα πιο γρήγορα, φρενάρουν χωρίς να σηκώνεται το μπροστινό (!), στρίβουν καλύτερα, καίνε λιγότερο συγκριτικά με τη δύναμή τους… είναι φοβερά εργαλεία. Και όπως αποδείχτηκε και σ’ αυτό το συγκριτικό, μπορούν επίσης να είναι και απίστευτα αγχολυτικά και διασκεδαστικά. Επιθυμούσα συνέχεια να είμαι πάνω στο Honda. Αν ήταν αυτοκίνητο θα ήταν Μερσεντές. Πολύ καλή ποιότητα λειτουργίας και κίνησης, φρένα, αναρτήσεις, σέλα, όλα απροβλημάτιστα. Ακόμα και ο ήχος του ήταν πιο σοβαρός. Μετά μου άρεσε το Kawasaki – ήταν και το πιο όμορφο. Αν ήμουν δεκαεφτά θα πάθαινα ντουβρουτζά από το χρώμα και τις εντυπωσιακές ακμές του και ούτε που θα με ένοιαζε που κρεμούσε απότομα ψηλά και το λίγο σκληρό κιβώτιο. Ναι, για το Kawasaki θα έπρηζα τα ούμπαλα του μπαμπά μου μέχρι να μου κάνουν το χατήρι. Αν όμως μου έφερναν το Daelim με τρέλα και κόκκινη κορδέλα για τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου δεν θα χαλιόμουν καθόλου. Τα χρήματα που περίσσευαν θα τα έκανα αξεσουάρ και πρώτα πρώτα πίσω αμορτισέρ που πήγαιναν βάρκα γιαλό όταν κυνηγιόμασταν (!) στο στροφιλίκι της Ανώπολης. Εκτός συναγωνισμού θα βγάλω το Yamaha, επειδή δεν δούλευε σωστά. Μπούκωνε, δυσφορούσε, κάτι δεν του πήγαινε καλά. Ελπίζω να τα ξαναοδηγήσω στα καλά του.

Μακάρι να ήξερα που μπορούσα να φτάσω με το παπί μου τότε. Θα ήταν λιγότερο περιορισμένος ο κόσμος μου και εύχομαι να μην είναι καθόλου περιορισμένος ο δικός σας, οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα κι αν καβαλάτε.

Ιάκωβος Σουργουτσίδης

 

XR ή KazeR;

Ούτε που μπορώ να υπολογίσω πόσες φορές έχουν ειπωθεί στο περιοδικό φράσεις όπως: "όλα γίνονται με ένα παπί", "με μια πάπια έμαθαν όλοι να οδηγούν" κι άλλα τέτοια. Στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης που έχουμε ριζώσει, πολλά πράγματα τα κάνουμε διαφορετικά από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, επηρεασμένοι από ανατολικότερα. Η μετακίνησή μας με παπιά είναι ένα από αυτά, ο τρόπος που χτίζουμε τις πόλεις μας ένα άλλο. Ακόμα κι εγώ που δεν είχα ποτέ δικό μου παπί, που το πρώτο δικό μου μηχανάκι ήταν ένα XR250 το οποίο δεν κυκλοφορούσα ποτέ στο δρόμο γιατί δεν είχα το αντίστοιχο δίπλωμα, ταυτίζομαι με τις παραπάνω φράσεις. Γιατί τα παπιά είναι στη ζωή όλων. Οι πρώτες μου "ταξιδιωτικές" αναμνήσεις ήταν με ένα Super Cub 50, αυτό με τη σχάρα πίσω, που μου είχε κολλήσει δύο φορές κατεβαίνοντας τον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης και έπαιρνε ξανά πάντα, μόλις περνούσαν 15-20 λεπτά και κρύωνε λίγο. Ανήλικος ακόμα, δούλευα πριν πάω στη σχολή σε μια εταιρία ως τεχνικός υπολογιστών και με το παπί αυτό πήγαινα σε πελάτες ακόμα και στην Πέλλα. Και επιδίωκα να πάω εγώ μέχρι εκεί και όχι κάποιος άλλος με αυτοκίνητο, γιατί θα μου δινόταν η ευκαιρία να οδηγήσω και ας με περίμενε στο σπίτι το XR! Η απόσταση ήταν αυτή που μ’ ένοιαζε και όχι το μέσο. Οπότε ας μην πει κανείς γιατί με τα παπιά στα βουνά, γιατί στο χώμα, γιατί όχι με μικρά εντούρο. Τις περισσότερες φορές η καλύτερη μοτοσυκλέτα είναι αυτή που ήδη έχεις ή τέλος πάντων αυτή που μπορείς να δανειστείς τσάμπα, και ένα παπί έχει τις περισσότερες πιθανότητες να ανήκει στις δύο παραπάνω περιπτώσεις.

Περάσαμε υπέροχα στα βουνά και στα χωριά της Κρήτης με τα παπιά. Μπορεί οι λιγοστοί τουρίστες που πετύχαμε στους χωματόδρομους, με τα νοικιασμένα τους KLΧ, τα κοντά τους παντελόνια και τα αθλητικά παπούτσια με τις λευκές κάλτσες που καλύπτουν όλη τη γάμπα, να γελούσαν βλέποντάς μας με πλήρη εξοπλισμό enduro, πάνω σε φορτωμένα με πράγματα παπιά, αλλά ποτέ δεν ζήλεψα το περισσότερο γκάζι, ή τις διαδρομές των αναρτήσεών τους. Η παρέα και η αίσθηση της περιπέτειας μετρούσαν περισσότερο και κάλυπταν όλα τα υπόλοιπα. Γιατί είναι πραγματική περιπέτεια να κατεβαίνεις από το καταφύγιο του Πατεράκη, στο χωματόδρομο με τις τεράστιες πέτρες που ένα KTM Adventure, για παράδειγμα, θα είχε καταπιεί αμάσητες και θα είχε φτάσει στην άσφαλτο πριν ακόμα καταλαγιάσει η σκόνη στην κορυφή! Εμάς μας πήρε κανένα μισάωρο, μπορεί και λιγότερο, αλλά σαν μισάωρο το έζησα. Αυτό είναι από μόνο του ανεκτίμητο και μόνο από αυτή τη διαδρομή, μονάχα από μισή ώρα, έχεις πράγματα να διηγηθείς, όταν με το KTM θα είχες ξεχάσει μετά από λίγο καιρό κάθε λεπτομέρεια και το μόνο που θα θυμόσουν θα ήταν το καταφύγιο, ίσως και τη διασταύρωση με την άσφαλτο. Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι με τα παπιά στα βουνά περνάς καλύτερα απ’ ότι με μια on-off, απλά ότι είναι πολύ διαφορετικά και ότι μια τέτοια εμπειρία, ένα ταξίδι με την παρέα σου, αξίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Κι ας είναι και με παπί.

Στην προσωπική μου κατάταξη, ως το καλύτερο από τα παπιά που είχαμε μαζί μας, ξεχωρίζω το Honda με μεγάλη διαφορά από το Kawasaki που έρχεται δεύτερο, σε κοντινή απόσταση με το Yamaha, και λίγο πιο πίσω το Daelim. Το Honda πέρα από την πιο οικονομική κατανάλωση, με τεράστια διαφορά, είχε επίσης αρκετά καλή συμπεριφορά, όχι όμως σαν το Kawasaki που μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα ήταν η μέρα, και εκείνα η νύχτα. Τόσο καλύτερο στην οδήγηση δηλαδή. Ωστόσο για μένα χάνει από το Honda εξαιτίας του κινητήρα, αφού μετά τα ογδόντα θέλει παρακάλια για να φτάσει τα εκατό, ενώ έχει τόσους κραδασμούς που σκέφτεσαι αν πρέπει να κρατήσεις το γκάζι ανοικτό. Όμως στις στροφές κρατάς πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από τα υπόλοιπα, ενώ στο χώμα πραγματικά δεν έχει αντίπαλο. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να βοηθήσει κάποιον ως συμπέρασμα, αλλά το Kawasaki ήταν για εμένα μακράν το ταχύτερο στο χώμα. Σε κάποια φάση, ανάμεσα σε Σφακιά και Ανώπολη, μέσα στο δάσος που είχαμε χωρίσει από τους υπόλοιπους, βλέπω από μακριά τον Ιάκωβο με το Yamaha να παίρνει λάθος στροφή. Αρχίζω να κορνάρω, αλλά στο μεταξύ πρόλαβε να ρίξει και δυο κουταλιές μερέντα στα αυτιά του, και καμαρωτός – καμαρωτός, συνέχισε το δρόμο του αδιαφορώντας για το ότι δεν βλέπει κανέναν μπροστά του. Αν είχα το Daelim θα τον ψάχναμε ακόμα, αλλά με το Kawasaki γέμισα την τρίτη στο χωματόδρομο, προσπέρασα από δεξιά έναν χαμένο Γερμανό(;) με Fiat που σταμάτησε απότομα μόλις είδε ότι ο χωματόδρομος δεν ήταν το ίδιο βατός όπως οι ελάχιστοι ελεύθεροι της χώρας του, και έπιασα τον Ιάκωβο αρκετά γρήγορα. Το Honda σε αυτό το ρυθμό, θα είχε γλιστρήσει 2-3 φορές μπροστά σίγουρα, αυξάνοντας τις πιθανότητες για πέσιμο. Το Kawasaki όμως το εμπιστεύεσαι στο δρόμο είτε αυτός είναι άσφαλτος, είτε τσιμεντένιος επαρχιακός, είτε χωματόδρομος με πέτρες και χαλίκια. Είναι επίσης, κατά την άποψή μου πάντα, το πιο μοντέρνο, και το πιο προσεγμένο εμφανισιακά, αλλά μπροστά στη λειτουργία του κινητήρα της Honda δεν του μένουν πολλά περιθώρια. Το Yamaha είναι επίσης όμορφο και με ροπάτο κινητήρα που ήθελε ρύθμιση, και το Daelim είναι πολύ τίμιο σε όλα όσα προσφέρει και με περισσότερο χώρο απ’ όλα για ψηλούς αναβάτες, ωστόσο ως γενική αίσθηση μετά από τόσες μέρες στη σέλα τους, έχω καταλήξει στην παραπάνω κατάταξη. Βέβαια, επαναλαμβάνω, ότι ακόμα και το Super Cub της εφηβείας μου να είχα πάλι ευτυχισμένος θα ήμουν για μια τέτοια εκδρομή. Γιατί το βασικό είναι να εκδράμει κανείς με την παρέα του, και το όχημα έρχεται δεύτερο!

Θάνος Φελούκας

 

Δείτε αναλυτικά στο τέλος όλες τις φωτογραφίες

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Αντιπρόσωπος:
TEOMOTO ΑΕ
Τιμή (2014):
1.595
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.910
Μεταξόνιο (mm):
1.220
Ύψος σέλας (mm):
765
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
670
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
620
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
770
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
560
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
102,5Kg
(χωρίς καύσιμο: 99,5Kg)
Πίσω
41,5%
Εμπρός
58,5%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
1%
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Μονό σωληνωτό
Πλάτος (mm):
700
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
96/ -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1 ΕΕΚ 
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
50 x 55,5
Χωρητικότητα (cc):
108,9
Σχέση συμπίεσης:
9:1
Τροφοδοσία:
Καρμπυρατέρ 16mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα και μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός ημιαυτόματος, φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 4,058
Σχέσεις ταχυτήτων
1: 2,833 2: 1,705 3:1,182 4: 0,958
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,571
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
63
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
3.00 - 16
ΦΡΕΝΟ
Tαμπούρο
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, ολικός χιλιομετρητής, δείκτης βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / επιλεγμένης σχέσης στο κιβώτιο
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
90 / -
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
2,75 - 16
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
4

 

Αντιπρόσωπος:
Αφοι Σαρακάκη ΑΕΒΜΕ
Τιμή (2014):
1.830 (με βαλιτσάκι)
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.870
Μεταξόνιο (mm):
1.227
Ύψος σέλας (mm):
760
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
790
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
580
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
620
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
660
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
102Kg
(χωρίς καύσιμο: 99,2Kg)
Πίσω
41,2%
Εμπρός
58,8%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Μονό σωληνωτό
Πλάτος (mm):
709
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
- / 99,1
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1 ΕΕΚ, 2 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
50 x 55,6
Χωρητικότητα (cc):
109,1
Σχέση συμπίεσης:
9:1
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός PGM Fi με αυλό 22mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα και μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός ημιαυτόματος, φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / -
Σχέσεις ταχυτήτων
Τέσσερις
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / -
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
80/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ταμπούρο 110mm
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, ολικός χιλιομετρητής, δείκτης βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / επιλεγμένης σχέσης στο κιβώτιο
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό  πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
- / 26
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
70/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 220 χιλιοστών
 
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
3,7

 

Αντιπρόσωπος:
TEOMOTO ΑΕ
Τιμή (2014):
1.890 (R, με ακτίνες :1.790)
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.895
Μεταξόνιο (mm):
1.230
Ύψος σέλας (mm):
-
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
550
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
540
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
730
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
490
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
103,5Kg
(χωρίς καύσιμο:100,2Kg )
Πίσω
42,5%
Εμπρός
57,5%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
-0,5%
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
700
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
102/ -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1 ΕΕΚ/2 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
53 x 50,6
Χωρητικότητα (cc):
112
Σχέση συμπίεσης:
9,5:1
Τροφοδοσία:
Καρμπυρατέρ Keihin PB 18mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα και μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός ημιαυτόματος, φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
-
Σχέσεις ταχυτήτων
Τέσσερις
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / -
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
 
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
80/90 -17
ΦΡΕΝΟ
Ταμπούρο
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό ταχύμετρο, ολικός χιλιομετρητής, δείκτης βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / σταντ/επιλεγμένης σχέσης στο κιβώτιο / αποθηκευτικός χώρος κάτω από τη σέλα, πλαϊνό και κεντρικό σταντ
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
 /
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
70/90  -17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
4,4
 

Αντιπρόσωπος:
Μοτοδυναμική Α.Ε.Ε
Τιμή:
1.750
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
1.870
Μεταξόνιο (mm):
1.205
Ύψος σέλας (mm):
770
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
550
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
570
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
760
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
490
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
103
(χωρίς καύσιμο: 98,8)
Πίσω
60
Εμπρός
40
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
-0,5%
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Μονό σωληνωτό
Πλάτος (mm):
675
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
- / 102
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, 1 ΕΕΚ, 2 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
51x54
Χωρητικότητα (cc):
110,3
Σχέση συμπίεσης:
9,3:1
Τροφοδοσία:
Mikuni VM17SH
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα και μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός ημιαυτόματος, φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
67 / 18 (3,722)
Σχέσεις ταχυτήτων
1: 3,166 2: 1,941 3:1,380 4: 1,095
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,400
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
77
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
80/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ταμπούρο
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, ολικός χιλιομετρητής, δείκτης βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για φλας / νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / επιλεγμένης σχέσης στο κιβώτιο
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό συμβατικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
95 / 26
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
70/90-17
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 220 χιλιοστών
 
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
4,2 / 1
 

 

#MENOUMESPITIMEMOTO - Φάκελος Ducati Desmosedici RR - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Τα πάντα για την Ducati Desmocedici σε ένα σημείο!
25/3/2020

Άνθρωπος στο φεγγάρι

Μετά το Apollo 11, το Concord, την Bugatti Veyron και την Honda NR 750, έρχεται η Ducati με την Desmosedici RR, να προσθέσει την τελευταία χειροπιαστή απόδειξη, ότι ορισμένοι μηχανικοί μπορούν να βοηθήσουν την ανθρωπότητα να κάνει άλματα εμπρός...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Το να συγκρίνεις την Desmosedici RR με την NR 750, δείχνει κάπως πιο λογικό. Το να τις βάζεις στο ίδιο σακί με το πρώτο αυτοκίνητο παραγωγής που ξεπέρασε το φράγμα των χιλίων ίππων, με το μοναδικό επιβατικό υπερηχητικό αεροσκάφος των 3 mach και με το διαστημόπλοιο που πήγε τον πρώτο άνθρωπο στο φεγγάρι, μάλλον αρχίζει να δείχνει παρατραβηγμένο. Όμως, αυτές οι “μηχανές” έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, με βασικότερο όλων τη φιλοσοφία των ανθρώπων που τις δημιούργησαν. Αν έρχονταν οι εξωγήινοι και μας ζητούσαν να τους δείξουμε τα οχήματα που χρησιμοποιούμε για να μετακινούμαστε, να είστε σίγουροι ότι αυτά θα ήταν τα καλύτερα δείγματα που θα μπορούσαμε να βρούμε. Γιατί δεν είναι μόνο οι επιδόσεις τους, δεν είναι μόνο τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, δεν είναι μόνο η σχεδίασή τους αυτή που τα κάνει να ξεχωρίζουν ανάμεσα στα όμοιά τους, αλλά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ανωτερότητά τους φαίνεται όταν τα χρησιμοποιείς!

Αρχίζοντας ανάποδα

Δεν σας κρύβω ότι αυτό το άρθρο με τίτλο “φάκελος Desmosedici’’, είχε σχεδιαστεί να ξεκινάει με γλαφυρές περιγραφές από την οδήγηση της μοτοσυκλέτας στην πίστα του Misano, όπου είχαμε την τιμή μαζί με ελάχιστους ξένους δημοσιογράφους από την Ευρώπη και την Ιαπωνία να προσκληθούμε από την Ducati. Όμως η τύχη παίζει περίεργα παιχνίδια. Μια απίστευτη θεομηνία διάρκειας δύο ωρών, μετέτρεψε την πίστα σε τεχνητή λίμνη, σχηματίζοντας λακκούβες με βουρκόνερα σε κάθε στροφή, ενώ όσο στέγνωνε η πίστα τόσο χειρότερα γίνονταν τα πράγματα από τις λάσπες που κατακάθονταν στην άσφαλτο. Ένα επώδυνο ταξίδι στην Ιταλία με την Alitalia (όπως επώδυνο ήταν κάθε ταξίδι με την Alitalia τότε) μετατρεπόταν με μαθηματική ακρίβεια σε μια παταγώδη αποτυχία.

Το περίπλοκο σύστημα κίνησης βαλβίδων της Desmosedici RR, μπορεί να περιστρέφεται άνετα μέχρι τις 14.200 στροφές, χάρη στην πολύχρονη εμπειρία τής Ducati στη χρήση του. Στην αγωνιστική του έκδοση, φτάνει στις 16.500 στροφές ανά λεπτό!

 

Δέκα δημοσιογράφοι που είχαμε ταξιδέψει μέχρι το Rimini μόνο και μόνο για να οδηγήσουμε την Desmosedici, καθόμασταν τώρα μέσα σε ένα δωμάτιο πενήντα τετραγωνικών, ακούγοντας τον αέρα των οκτώ -και πλέον- μποφόρ, να πετάει με δύναμη τις χοντρές σταγόνες τής βροχής στους τοίχους σαν αμμοβολή, και βλέποντας από τις δύο γυάλινες πόρτες τους ανθρώπους τής Ducati να μαζεύουν άρον-άρον τις σημαίες και τα φορτηγά, την ίδια ώρα που οι υπάλληλοι της πίστας κυνηγούσαν έναν μεταλλικό κάδο σκουπιδιών “μεγάλου κυβισμού”, ο οποίος με ιλιγγιώδη ταχύτατα μας προσπέρασε και κατευθυνόταν προς το αγωνιστικό φορτηγό της Yamaha τού Rossi, που ήταν ακόμα παρκαρισμένο στα paddocks μετά τις ελεύθερες δοκιμές της IRTA, της προηγούμενης ημέρας. Τραγωδία και κωμωδία μαζί, τόσο αριστοτεχνικά συνδυασμένες που δεν ήξερες πότε να κλάψεις και πότε να γελάσεις.

Μόνο η μίζα προδίδει εξωτερικά ότι αυτός ο κινητήρας είναι της Desmosedici RR και όχι της GP6. Με χρυσό χρώμα είναι βαμμένα όλα τα καπάκια από μαγνήσιο, ενώ και το φιλτροκούτι από πάνω του είναι κατασκευασμένο από carbon

 

“Ωραία μέρα για να οδηγήσεις μια μοτοσυκλέτα 200 ίππων, ε;” πετάχτηκε και είπε ένας Εγγλέζος συνάδερφος, προσπαθώντας να επαληθεύσει την καλή σχέση της φυλής του με το χιούμορ -μόνο που τα παγωμένα βλέμματα που αντίκρισε στα πρόσωπα των υπολοίπων, τον επανέφεραν στην τάξη. Όλα μαύρα λοιπόν; Όχι, σίγουρα όχι. Γιατί μπορεί η οδήγηση μιας από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες του κόσμου να αναβλήθηκε, όμως η ευκαιρία να περάσεις μια ολόκληρη μέρα πίνοντας πορτοκαλάδες και μασουλώντας πατατάκια με τον Domenicali και τον Forni, αποδείχτηκε εξίσου συναρπαστική.

Το πάρτι

Οι άνθρωποι της Ducati ήταν ολοφάνερα ευτυχισμένοι και πρέπει να ομολογήσω, ότι τα τελευταία δέκα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, δεν έχω ξαναδεί τόσο χαρούμενα πρόσωπα σε παρουσίαση νέου μοντέλου. “Όταν χθες, στα ελεύθερα δοκιμαστικά τής IRTA είδα την Desmosedici, με φώτα και καθρέφτες, να μπαίνει στην πίστα μαζί με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες των MotoGP, ήμουν έτοιμος να σκάσω από χαρά, υπερηφάνεια και συγκίνηση”, μας εκμυστηρεύτηκε ο Filippo Preziosi, γενικός διευθυντής τής Ducati Corce. Και ποιος δεν θα ένιωθε έτσι στη θέση του; “Το 2000, καθίσαμε επί μέρες σε ένα γραφείο, βαθιά προβληματισμένοι για το αν ή όχι έπρεπε να συμμετάσχουμε στα MotoGP” πρόσθεσε ο Domenicali. “Για μια μικρή εταιρεία όπως εμείς, που κατασκευάζουμε περίπου 30.000 μοτοσυκλέτες τον χρόνο, μια αποτυχία θα ήταν καταστροφική. Από την άλλη, οι αγώνες σε κορυφαίο επίπεδο είναι μέρος της ιστορίας μας, ενώ η αλλαγή των κανονισμών από δίχρονα σε τετράχρονα, ήταν μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να αφήσουμε να πάει χαμένη -και τελικά δικαιωθήκαμε. Σήμερα μοιάζουν όλα εύκολα, τότε όμως ήταν ένα μεγάλο ρίσκο”.

Η διαφορά σε βάρος μεταξύ της ήσυχης εξάτμισης με καταλύτη και της ελεύθερης των 102db, αγγίζει τα 4,5 κιλά

 

Τώρα καταλαβαίνετε από πού πηγάζει όλη αυτή η ευτυχία. Οι άνθρωποι στοιχημάτισαν πριν επτά χρόνια ενάντια στα γιγαντιαία εργοστάσια του πλανήτη (πέρα από τα χρήματα και τις επιτυχίες της στα GP, η Honda έχει κατά γενική ομολογία έναν από τους κορυφαίους κινητήρες στην Formula 1, όπου εμπλέκεται ενεργά από τη δεκαετία του ’60, ενώ και η Yamaha είναι ο προμηθευτής κινητήρων τής Toyota στη Formula 1) με όλες τις πιθανότητες εναντίον τους, και σήμερα βρίσκονται στη μέση τού πρωταθλήματος 85 βαθμούς μπροστά από τον δεύτερο (που είναι ο Rossi, για να μην ξεχνιόμαστε...) αλλά και παρουσιάζουν στους δημοσιογράφους την πιο “αγωνιστική” μοτοσυκλέτα που μπορεί να κυκλοφορήσει νόμιμα στον δρόμο. Το σκηνικό τής παρουσίασης θύμιζε περισσότερο πάρτι γενεθλίων και μόνο οι σερπαντίνες και τα κωνικά χάρτινα καπέλα έλειπαν, για να ολοκληρωθεί η εικόνα. Κρίμα που η λασπωμένη πίστα έκανε τους προσκεκλημένους να μην συμμερίζονται τη χαρά τού οικοδεσπότη.

Ο Andrea Forni μαζί με τη μοτοσυκλέτα που άρχισε την περιπέτεια της Ducati στα MotoGP και αυτή που την ολοκληρώνει, ανοίγοντας έναν νέο δρόμο για τις σπορ μοτοσυκλέτες

 

Ο χαρακτηρισμός race replica είναι μάλλον υποτιμητικός, για την Desmosedici RR. Υποτιμητικός ακόμα κι αν βγάλουμε έξω τα κοινά superbikes και κρατήσουμε μόνο τις RC 30 ή την 916 SPS, πάνω στις οποίες στήθηκαν οι πιο επιτυχημένες πρωταθλήτριες των SBK. Η Desmosedici RR είναι μια GP replica που δεν μένει μόνο στην εικόνα, αλλά προχωράει στην ουσία τού όρου. Δεν είναι δηλαδή μια μοτοσυκλέτα εμπνευσμένη από τους αγώνες των GP, όπως το θρυλικό RG 500 της Suzuki, αλλά ένα πιστό αντίγραφο τής αγωνιστικής μοτοσυκλέτας του Capirossi, όπου αφιερώθηκαν χιλιάδες ώρες δουλειάς με τη γλώσσα στο μάγουλο και η τελευταία λέξη της τεχνολογίας για να μπορέσει να βγάλει πινακίδες. Για να καταλάβεις τη σπουδαιότητα της Desmosedici RR μέσα στη σύγχρονη ιστορία της μοτοσυκλέτας, θα πρέπει να κάτσεις όπως κι εγώ στο βρεγμένο και παγωμένο τσιμεντένιο στηθαίο των πιτς μαζί με τον Forni, τον Domenicali, τον Sairu, τον Guareschi και τον Suppo, να αδιαφορήσεις όπως κι αυτοί για τον παγωμένο αέρα που διαπερνά τις βρεγμένες μπλούζες σας, και να ακούσεις τις ιστορίες που συνοδεύουν μέχρι και την τελευταία βίδα αυτής της δίτροχης επίδειξης μηχανολογικής αρτιότητας.

Κουβέντες της παρέας

Η τυπική ενημέρωση έχει τελειώσει και ό,τι ήταν να πει ο καθένας στον τομέα του, τα είχαν πει και τα είχαν δείξει με περίσσια λεπτομέρεια στην αίθουσα Τύπου. Τώρα καθόμασταν σαν σε σχολική εκδρομή στο τσιμεντένιο πεζούλι, με τις μοτοσυκλέτες απέναντί μας μέσα στο pit box. Από την αμηχανία τής στιγμής, μας έβγαλε τελικά ο Domenicali. Πηγαίνει σε έναν μηχανικό, παίρνει το κλειδί μιας εκ των τριών μοτοσυκλετών που ήταν να οδηγήσουμε, πατάει το κουμπί τής μίζας και γκαζώνει μέχρι τον κόφτη. Έχω ακούσει αρσενικά λιοντάρια να τσακώνονται μεταξύ τους, αλλά ο ανατριχιαστικός βρυχηθμός των ελεύθερων εξατμίσεων της Desmosedici RR, θα έκανε ακόμα και τον βασιλιά των ζώων να κουλουριαστεί πίσω από τον πρώτο θάμνο που θα έβρισκε. Την προηγούμενη μόλις μέρα, ήμουν στο ίδιο μέρος και άκουγα τα αγωνιστικά MotoGP των 800 κυβικών να περνάνε από την ευθεία με τον κινητήρα να γυρίζει στις 17.000 στροφές και τα τζάμια τού κτιρίου να τρίζουν, κι όμως ακόμα και μετά από αυτή την εμπειρία, ο ήχος τής Desmosedici RR είναι συγκλονιστικός.

Οι εξατμίσεις βγαίνουν μέσα από το μονόσελο και γι’ αυτόν τον λόγο, το καπάκι που βρίσκεται εκεί είναι κατασκευασμένο από carbon με επίστρωση κεραμικών υλικών, όμοιων με αυτά που χρησιμοποιεί η NΑSΑ στη “μύτη” και την “κοιλιά” των διαστημικών λεωφορείων, για να αντέξουν στις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται μπαίνοντας στην ατμόσφαιρα, κατά την επάνοδό τους στη γη

 

Σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελα να είμαι στην εθνική οδό, πάνω το καινούριο μου τετρακύλινδρο χιλιάρι και να περάσει δίπλα μου η Desmosedici. Για το ότι θα προσπεράσει οποιαδήποτε κοινή superbike, οι άνθρωποι της Ducati είναι απόλυτα σίγουροι. Ο Guareschi, δοκιμαστής των αγωνιστικών μοτοσυκλετών του Capirossi και του Stoner, και μοναδικός υπεύθυνος για την εξέλιξη και το στήσιμο της Desmosedici RR, δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης. “Βγήκα χθες στην ευθεία, μαζί με τον Colin Edwards. Συνήθως όταν μια μοτοσυκλέτα των MotoGP έρχεται από πίσω σου, μόλις που προλαβαίνεις να δεις το χρώμα της. Όμως η M1 του Colin ζορίστηκε πολύ για να με προσπεράσει στο τέλος της ευθείας. Ήξερα ότι η Desmosedici RR είναι απίστευτα γρήγορη για μοτοσυκλέτα δρόμου, αλλά δεν περίμενα να είναι τόσο κοντά σε αυτές των MotoGP”.

Domenicali (αριστερά), Stoner (κέντρο) και Capirossi (δεξιά) δείχνουν με τη γλώσσα του σώματος, πόσο εύκολο είναι το πρωτάθλημα φέτος για την Ducati

 

Κάποιοι δημοσιογράφοι πήγαν να χαμογελάσουν με τα λεγόμενα του πολύπειρου δοκιμαστή, όμως πάνω στην ώρα ήρθαν στην παρέα ο Capirossi με τον Stoner, οι οποίοι από την πρώτη τους κιόλας φράση επιβεβαίωσαν με τον πιο πειστικό τρόπο τούς ισχυρισμούς του Guareschi. “Έκανα μερικούς γύρους μαζί με τον Stoner χθες για να φωτογραφηθούμε για το press kit που κρατάτε στα χέρια σας. Μπορώ να σας πω ότι η μοτοσυκλέτα είναι πολύ κοντά σε επιδόσεις με την GP6, με την οποία έτρεχα πέρσι”, μας διαβεβαίωσε ο μικρόσωμος Ιταλός. Στην κουβέντα ξαναμπαίνει ο Domenicali, απευθυνόμενος με νόημα στον Capirossi. -“Πες τους πόσο γύρισες στο Mugello και στο Mizano”. -“Χωρίς να βάλουμε σλικ λάστιχα, η μοτοσυκλέτα παραγωγής είναι μόλις επτά με οχτώ δευτερόλεπτα πιο αργή από την αγωνιστική στον γύρο!”. Ψάχνοντας λίγο στο internet για τους χρόνους των MotoGP στο Mugello, ανακάλυψα ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα όσο και εντυπωσιακά πραγματάκια. Λοιπόν, ο Biaggi έκανε ρεκόρ γύρου στο 1:50” με την V5 της Honda, δηλαδή η Desmosedici γυρίζει περίπου στο 1:57’’ με 1:58’’.

Κατασκευασμένο από την Riba, την εταιρεία που φτιάχνει τα πλαίσια τής Ferrari στη Formula 1, το πρώτο υποπλαίσιο από carbon φτιάχνεται στο χέρι, ενώ η διαδικασία “ψησίματος” γίνεται αποκλειστικά μέσα σε θαλάμους κενού αέρος

 

Τίποτα το σπουδαίο μέχρι στιγμής, έτσι; Το 2003 όμως, την πρώτη χρονιά των τετράχρονων MotoGP των 990 κυβικών, το ρεκόρ ήταν 1:52’’ στον αγώνα και οι περισσότεροι αναβάτες γύριζαν στο 1:53’’ με ένα 1:55’’. Δηλαδή η Desmosedici RR, με φώτα, καθρέφτες, πινακίδα, φλας και λάστιχα δρόμου, θα ήταν μόλις δύο με τρία δευτερόλεπτα πιο αργή από τις γρηγορότερες μοτοσυκλέτες του κόσμου, με τα περισσότερα από 250 άλογα και τα μόλις 135 κιλά! Μιλάμε για μία πίστα με 5.245 μέτρα μήκος! Για όνομα του Θεού, μα δεν μπορώ να χωνέψω ότι κατάφεραν να κατασκευάσουν μια μοτοσυκλέτα δρόμου, που μπορεί να προκριθεί σε αγώνα των MotoGP! Αν δηλαδή ο Guareschi έβαζε σλικ λάστιχα κατεβάζοντας τον χρόνο τουλάχιστον άλλα δύο δευτερόλεπτα, θα τον βλέπαμε σε κάποιον αγώνα να κορνάρει στον Kenny Roberts; Σύμφωνα με τον Capirossi, ΝΑΙ!

Τα όργανα είναι τα ίδια με αυτά της 1098 που... είναι ίδια με της GP6

 

Ο Stoner από την άλλη, μην έχοντας οδηγήσει την αγωνιστική GP6 των 990 κυβικών, αρκέστηκε στο να αναφερθεί στη γενικότερη συμπεριφορά τής μοτοσυκλέτας. “Ο κινητήρας της, είναι φανταστικός. Πολύ δυνατός και ταυτόχρονα πολύ φιλικός, αλλά και το πλαίσιο μοιάζει πολύ με τα αγωνιστικά μας. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα στους λίγους γύρους που έκανα μαζί της”. Το ωραιότερο μέσα σε όλα αυτά, το είπε ο Domenicali. “Όταν ζητήσαμε από την IRTA να βάλουμε την Desmosedici RR στην πίστα μαζί με τις μοτοσυκλέτες των MotoGP, για να ρυθμίσουμε τις αναρτήσεις, μας είπαν ότι ίσως είναι επικίνδυνο να κυκλοφορεί ανάμεσα στις αγωνιστικές μια αργή νορμάλ μοτοσυκλέτα. Τους είπαμε ότι είναι μια πραγματική αγωνιστική μοτοσυκλέτα, με φώτα. Μετά τους πρώτους γύρους, κατάλαβαν ότι λέγαμε την αλήθεια”.

Περισσότερα από έξι χρόνια εξέλιξη χρειάστηκε η Ohlins, για να μπορέσει να βγάλει στην παραγωγή το πρώτο πιρούνι αζώτου. Σύμφωνα με την Ducati, βελτιώνει εντυπωσιακά την αίσθηση τής πρόσφυσης του εμπρός τροχού και συμπεριφέρεται πολύ καλύτερα στις μεγάλες ανωμαλίες

 

Ιστορίες επιστημονικής φαντασίας

Στο ερώτημα πόσο εύκολο είναι να μετατρέψεις μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα σε μοτοσυκλέτα δρόμου, η απάντηση που θα δίναμε οι περισσότεροι από εμάς, θα ήταν η εξής: Φτιάχνεις έναν κινητήρα που μοιάζει στα χαρτιά με τον αγωνιστικό, βάζεις και ένα κουστούμι αντίστοιχης σχεδίασης και καθάρισες. Α! Και μην ξεχάσεις να τη βάψεις στα χρώματα των χορηγών. Στην περίπτωσή μας, αυτές οι “μαρκετινίστικες μαϊμουδιές” δεν χωρούν. Η Desmosedici έπρεπε να είναι μια MotoGP με φώτα -και όχι απλώς να μοιάζει με τέτοια. Και κάπου εδώ, αρχίζει το μεγαλείο της και ταυτόχρονα ξεκινά το τεχνολογικό άλμα στις σύγχρονες σπορ μοτοσυκλέτες. Για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται σφυρήλατες ζάντες μαγνησίου. Για πρώτη φορά χρησιμοποιείται carbon υποπλαίσιο και για πρώτη φορά μοτοσυκλέτα δρόμου έχει πιρούνι αζώτου. Ίσως σε πρώτη ανάγνωση να μη δείχνουν δα και τόσο σπουδαία, όμως αποκτούν την πραγματική τους διάσταση στην ιστορία της εξέλιξης των μοτοσυκλετών, όταν αναρωτηθείς γιατί κανείς μέχρι τώρα δεν τα είχε χρησιμοποιήσει.

Το κόκκινο τετράγωνο δείχνει πού τοποθετούνται τα λάστιχα της Desmosedici RR, σε σχέση με όλη την σπορ γκάμα τής Brigdestone, στον πίνακα της πρόσφυσης

 

Ξεκινώντας από το πιρούνι, που είναι ίσως και το μόνο που έχουμε ελπίδες να δούμε στο άμεσο μέλλον στις κοινές superbikes, η κατασκευάστριά του, Ohlins, χρειάστηκε έξι ολόκληρα χρόνια για να μπορέσει να το φτάσει μέχρι την παραγωγή. “Μα καλά”, θα αναρωτηθείτε, “τέτοια πιρούνια χρησιμοποιούνται στους αγώνες ταχύτητας πάνω από μια δεκαετία -και αν δεν κάνω λάθος, τα είχαμε πρωτοδεί στο Π.Π. Μotocross στα μέσα του ’90.” Η αλήθεια είναι, ότι σε τόσο υψηλό επίπεδο αγώνων, οι περιορισμοί για το κόστος και τη συντήρηση, απλώς δεν υπάρχουν. Θα ακουστεί περίεργο αρχικά, αλλά για ορισμένα εξαρτήματα της Desmosedici RR, χρειάστηκε να επιστρατευτεί υψηλότερου επιπέδου τεχνολογία απ’ ό,τι στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των MotoGP. Έτσι και μόνο έτσι μπόρεσε η Ohlins να φτιάξει αυτό το πιρούνι, ώστε το service του να μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό της και όχι αναγκαστικά από τους μηχανικούς του Stoner ή του Rossi -και μάλιστα, σε χρονικά διαστήματα όμοια με τα συμβατικά πιρούνια που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

Συμβατικό στην όψη το αμορτισέρ, αλλά με αγωνιστικής ποιότητας απόδοση και τεράστιο εύρος ρυθμίσεων. Διαθέτει 20 θέσεις για την “αργή” και 48 για τη “γρήγορη” λειτουργία, ενώ ένας ειδικός μηχανισμός αναλαμβάνει να κρατήσει σταθερή την απόδοσή του όταν υπερθερμανθεί και τα λάδια γίνουν πιο λεπτόρευστα!
 

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τις σφυρήλατες ζάντες μαγνησίου τής Marchesini, που είναι οι πρώτες που καταφέρνουν να πάρουν έγκριση τύπου για χρήση στο δρόμο. “Οι ζάντες αυτές είναι αξιοθαύμαστες”, είπε ο Forni, υπεύθυνος για την εξέλιξη όλων των Ducati της σύγχρονης ιστορίας και φυσικά και της Desmosedici. “Όπως ξέρετε, το μαγνήσιο χρησιμοποιείται στις αγωνιστικές ζάντες, γιατί είναι ελαφρύ σαν carbon αλλά ανθεκτικότερο στις καταπονήσεις. Στις μοτοσυκλέτες παραγωγής όμως, ήταν ακατάλληλο προς χρήση γιατί παθαίνει εύκολα ψωρίαση. Εξελίξαμε λοιπόν μια ειδική επίστρωση (χωρίς το βλαβερό για το περιβάλλον χρώμιο) που αυξάνει τη διάρκεια ζωής τους κατά 50% και δεν καταστρέφονται από τα αλάτια που ρίχνουν στους δρόμους για να λιώσουν τα χιόνια”. Το αποτέλεσμα ήταν να γλιτώσουν 700 γραμμάρια από την πίσω ζάντα και 400 γραμμάρια από την εμπρός, σε σύγκριση με τις πανάλαφρες σφυρήλατες ζάντες αλουμινίου της 999R.

Η φιλοσοφία Twin Pulse θέλει τα κομβία μετατοπισμένα κατά 70°. Ουσιαστικά μιλάμε για δύο ξεχωριστούς V2 των 500 κυβικών εκατοστών -και όπως μπορούμε να δούμε στο συγκριτικό σχεδιάγραμμα με έναν screamer, υπάρχουν μεγαλύτερα κενά διαστήματα, που επιτρέπουν στο ελαστικό να βρίσκει πιο εύκολα πρόσφυση

 

Αυτά τα 1.100 γραμμάρια είναι ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, γιατί δεν αφαιρέθηκαν από κάποιο σταθερό τμήμα τής μοτοσυκλέτας, αλλά από τους τροχούς που περιστρέφονται δημιουργώντας ροπές αδράνειας, το γυροσκοπικό φαινόμενο και ανεβοκατεβαίνουν επηρεάζοντας τη λειτουργία των αναρτήσεων. Κι αν όλα αυτά σας φαίνονται πολύ θεωρητικά και ολίγον ασήμαντα, ακούστε τι μας είπε ο Forni: “Υπολογίσαμε ότι ακόμα και σε σύγκριση με τις μέχρι τώρα ελαφρύτερες ζάντες παραγωγής, όπως αυτές της 999R, στα 200 χιλιόμετρα την ώρα, το κέρδος σε ενέργεια κατά την επιτάχυνση ή την επιβράδυνση πλησιάζει το 10%”. Με απλά λόγια, στα 200 οι ζάντες αυτές, κάνουν τον κινητήρα και τα φρένα 10% αποδοτικότερα. Και φυσικά, όσο αυξάνεται η ταχύτητα τόσο αυξάνεται και το ποσοστό αυτό. Αν σκεφτούμε ότι οι καλύτερες ελεύθερες εξατμίσεις βελτιώνουν την απόδοση ενός σύγχρονου κινητήρα περίπου κατά 7%-10% χωρίς να συνεισφέρουν τίποτα το ουσιαστικό στην απόδοση των φρένων ή τη συμπεριφορά τής μοτοσυκλέτας στις στροφές, τότε μάλλον από εδώ και πέρα, η πρώτη βελτίωση που θα πρέπει να σκεφτόμαστε για τη μοτοσυκλέτα μας, είναι το να βάλουμε ένα κιλό ελαφρύτερες ζάντες. 

Αυτό που δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να βάλουμε, είναι το υποπλαίσιο από carbon. Φτιάχνεται στο χέρι από την Riba, μια εταιρεία κοντά στο εργοστάσιο της Ducati στην Μπολόνια, η οποία ασχολείται κυρίως με τα αγωνιστικά πλαίσια της Ferrari στη Formula 1. Οι λόγοι που θεωρώ απίθανο να το δούμε σε κάποια superbike για θνητούς, είναι βασικά δύο: Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι το carbon δεν χρησιμοποιείται ως κάλυμμα αντί του πλαστικού, για αισθητικούς λόγους όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, αλλά είναι δομικό στοιχείο τού πλαισίου. Δηλαδή, δεν αρκεί να φτιάξεις τα καλούπια, να τα καλύψεις με carbon ή kevlar σε μορφή υφάσματος και μετά να τα πασαλείψεις με ρητίνες, να τα ψήσεις και στο τέλος να τα περάσεις με βερνίκι για φινίρισμα. Αυτή τη διαδικασία πλέον, μπορούμε να την κάνουμε και μόνοι μας στο σπίτι. Όταν όμως πρέπει να φτιάξεις κάτι μεγάλο, με πολύπλοκο σχήμα, που να αντέχει το βάρος ενός ανθρώπου και μιας εξάτμισης με καταλύτη, τα οποία μάλιστα κινούνται με ταχύτητες κοντά στα 300 χιλιόμετρα την ώρα και “κοπανιούνται” σε λακκούβες, τότε η διαδικασία απαιτεί να δημιουργήσεις νέες τεχνολογίες.

Το σταμπιλιζατέρ διαθέτει, όπως το αμορτισέρ, μηχανισμό σταθεροποίησης της απόδοσης, σε περίπτωση υπερθέρμανσης των λαδιών του

 

Για να φτιαχτεί το πρώτο αυτό υποπλαίσιο, που να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μακροχρόνιας χρήσης σε δημόσιους δρόμους, χρειάστηκε να εξελιχθεί ειδικό πρόγραμμα σχεδιασμού, με το οποίο οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θα καθόριζαν το τελικό σχήμα, με βάση τη χημική σύνθεση των ρητινών που είναι απαραίτητες για να σταθεροποιηθούν οι ίνες carbon στο επιθυμητό σχήμα, αφού βέβαια γίνουν κι οι αναγκαίες διαδικασίες “ψησίματος”. Φυσικά, το ίδιο πρόγραμμα μπορεί να προσομοιώσει τις πιθανές δυνάμεις που θα ασκηθούν στο εξάρτημα, κάτι απολύτως αναγκαίο στην περίπτωσή μας, γιατί το βασικότερο πρόβλημα στη σχεδίαση των εξαρτημάτων carbon, όταν αυτά προορίζονται για δομικά στοιχεία, είναι ότι αν υπάρχει λάθος το βρίσκεις στο τέλος -και για να το διορθώσεις, θα πρέπει να ξεκινήσεις τη διαδικασία από το μηδέν.

Οι δύο δυναμομετρήσεις του V4 της Ducati: Με την ελεύθερη εξάτμιση αγγίζει τους 200 ίππους στις 13.800 στροφές (κόκκινο χρώμα) και τους 178 με αυτές που έχουν καταλύτη

 

Δηλαδή πετάς στα σκουπίδια δουλειά μηνών ή και ετών. Ακόμα και στη Formula 1, όπου χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες αυτή η τεχνολογία, δεν έχουν βρει τρόπο να διορθώνουν γρήγορα τα λάθη στην αρχική σχεδίαση -και πρέπει να περιμένουν την επόμενη σεζόν, για να απαλλαγούν από ένα προβληματικό σασί.

Το δεύτερο πράγμα που κάνει αδύνατη τη χρήση τέτοιας τεχνολογίας σε μοτοσυκλέτες μαζικής παραγωγής, είναι ότι η διαδικασία παραγωγής τέτοιων εξαρτημάτων δεν μπορεί να γίνει… μαζικά! Ο συμπαθέστατος κύριος Reviani της Riba, μας είπε με περίσσια περηφάνια, ότι η εταιρεία του είναι η μόνη που μπορεί να ανταποκριθεί σε τόσο μεγάλη παραγωγή. Αν εννοεί τα 1.000 υποπλαίσια που θα φτιάξει (με βάση τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις) σε διάστημα ενός χρόνου για την Ducati, προφανώς θα κάνει χιούμορ, βάζοντας στην ίδια πρόταση τις λέξεις “μεγάλη” και “παραγωγή”. Για να καταλάβετε, η Yamaha φτιάχνει περισσότερα από 5.000 R1 τον χρόνο. Με τα υπόλοιπα 4.000 R1, τι θα κάνει; Θα τα πουλάει χωρίς υποπλαίσια;

Φυσικά το κιβώτιο είναι τύπου “κασέτας”, όπως σε κάθε αγωνιστική μοτοσυκλέτα...

 

Το συμπέρασμα λοιπόν προκύπτει αβίαστα. Ακόμα κι αν το κόστος εξέλιξης και παραγωγής μειωθεί ή έστω δεν ληφθεί υπόψη, είναι αδύνατον να χρησιμοποιηθούν σήμερα δομικά στοιχεία carbon σε μοτοσυκλέτες μαζικής παραγωγής. Αυτό θα παραμείνει προνόμιο των αυτοκινήτων της Formula 1, των μοτοσυκλετών των ΜotoGP και φυσικά της Desmosedici RR.

Μην ψάχνετε άδικα για ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της GP6 και της Desmosedici RR. Οι άνθρωποι της Ducati, έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να μην υπάρξουν. Προσέξτε πόσο μικρό σε διαστάσεις είναι το πλαίσιο που δένει στις κεφαλές του κινητήρα. Ο τελευταίος δεν είναι απλώς ενεργό μέρος του πλαισίου, αλλά ουσιαστικά αυτός είναι το πλαίσιο, με το χωροδικτύωμα να έχει περισσότερο τον ρόλο τής σύνδεσης του πιρουνιού πάνω του. Το ψαλίδι είναι τεράστιο, σε όλες του τις διαστάσεις.

 

3,2,1… μοτέρ!

Ωραία όλα αυτά, αλλά σε μια μοτοσυκλέτα των €60.000, αναμένεις λίγο-πολύ να συναντήσεις πάνω της υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας εξαρτήματα. Από την άλλη, όπως ξέρουν και τα μικρά παιδιά, η βάση κάθε μοτοσυκλέτας είναι ο κινητήρας της -και ο συγκεκριμένος, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. “Σχεδόν όλοι παραδέχονται ότι το σύστημα desmo δίνει πλεονέκτημα στους κινητήρες τής Ducati. Παρόλα αυτά, μόνο εσείς το χρησιμοποιείτε. Τι είναι αυτό που κάνει τους υπόλοιπους κατασκευαστές να το αποφεύγουν;” ρώτησα τον υπεύθυνο για την εξέλιξη του κινητήρα, κ. Sairu.

Το μεγάλο πλεονέκτημα του desmo, οφείλεται στη σταθερή του απόδοση σε όλο το φάσμα των στροφών. Θέλω να πω δηλαδή, ότι όσοι χρησιμοποιούν ελατήρια για την επαναφορά των βαλβίδων, είναι αναγκασμένοι να διαλέξουν σε πoιο φάσμα στροφών θα έχουν τη μέγιστη απόδοση και σε πoιο θα έχουν απώλειες. Εμείς με το desmo, δεν χρειάζεται να μπούμε σε τέτοια διλήμματα”. -“Ναι, αλλά η πολυπλοκότητα του συστήματος και τα πολύ περισσότερα κινούμενα μέρη του, δεν σας εμποδίζουν στην επίτευξη υψηλών ρυθμών περιστροφής;” ξαναρωτάω, με αφορμή το άρθρο τού Διονύση Χοϊδά για τους κινητήρες των MotoGP.

Αυτός είναι βασικά ο λόγος που δεν επιτρέπει στα υπόλοιπα εργοστάσια να χρησιμοποιήσουν το desmo, και όχι η ταύτιση του συστήματος με την Ducati. Με τη σύγχρονη τεχνολογία των ελατηρίων, σαφώς και οι κινητήρες μπορούν να ανεβάσουν πολλές στροφές με ασφάλεια. Όμως μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας που έχουμε στις δεσμοδρομικές βαλβίδες, καταφέραμε να αναπτύξουμε σχεδιαστικά προγράμματα τα οποία υπολογίζουν με μεγάλη ακρίβεια τους συντονισμούς του συστήματος -και αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, έχουμε τους πιο εύστροφους κινητήρες στα MotoGP, ενώ και η Desmosedici RR μπορεί να φτάσει χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι τις 14.200 στροφές. Σίγουρα οι πνευματικές βαλβίδες είναι θεωρητικά καλύτερες, όμως στην πράξη δεν το έχουν αποδείξει ακόμα στις μοτοσυκλέτες -στην Formula 1 είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα, για να κάνουμε συγκρίσεις.

Τα ειδικά σχεδιαστικά προγράμματα, που μπορούν να προσομοιώσουν την αντοχή του εξαρτήματος πριν αυτό κατασκευαστεί, είναι απολύτως απαραίτητα για τα εξαρτήματα από carbon, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως δομικά στοιχεία

 

Η κοινή απορία όλων μας, πριν πάρει τον λόγο ο κ. Sairu, ήταν κατά πόσο αυτός ο κινητήρας παραγωγής πλησιάζει το αγωνιστικό πρότυπο. Η πιο πειστική απάντηση, βρίσκεται στο γεγονός ότι ο κινητήρας της Desmosedici RR ήταν έτοιμος μέσα σε πέντε μήνες. Σε πέντε μήνες, ούτε το R&D τής Honda που απορροφά το ιλιγγιώδες ποσό τού 10% των καθαρών κερδών τής εταιρείας, δεν μπορεί να φτιάξει έναν κινητήρα από το μηδέν. Το μόνο που μπορεί να γίνει μέσα σε πέντε μήνες, είναι να προσαρμοστεί ένας υπάρχον κινητήρας στις ανάγκες της νέας μοτοσυκλέτας. Και επειδή ο μοναδικός V4 που είχε η Ducati, ήταν αυτός της GP του Capirossi, δεν χρειάζεται και πολύ φαντασία για να καταλάβουμε πόσο κοντά στα MotoGP είναι ο κινητήρας τής Desmosedici RR. Πράγματι, τόσο η εξωτερική αρχιτεκτονική, όσο και τα “σωθικά” τού κινητήρα είναι τόσο ίδια, που στις φωτογραφίες που μας έδειξαν βάζοντας δίπλα-δίπλα τους στρόφαλους, τα έμβολα και τους εκκεντροφόρους τής αγωνιστικής και τής “καθημερινής” Desmosedici, ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσουμε ποια είναι ποιας.

Είτε σε μονόχρωμο κόκκινο (Rosso GP) είτε στα αγωνιστικά χρώματα (Team Version) φωνάζει την ιταλική καταγωγή της

 

Αυτό συνέβη, γιατί οι όποιες διαφορές αφορούν τα υλικά κατασκευής και όχι τον σχεδιασμό. Αλλά ακόμα και οι διαφορές στην επιλογή υλικών, δεν έχουν να κάνουν σε καμία περίπτωση με το κόστος. Το αντίθετο, θα έλεγα! Για παράδειγμα, τα κοκκοράκια, τα οποία στον κινητήρα τής RR όχι μόνο είναι από το ίδιο, υψηλής αντοχής σφυρήλατο ατσάλι, αλλά έχουν μια επιπλέον επικάλυψη χρωμίου, για ακόμα μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Την ίδια φιλοσοφία ακολουθούν τα πανάλαφρα έμβολα, τα οποία διαφέρουν μόνο στο ότι έχουν τρία ελατήρια αντί των μόλις δύο τής αγωνιστικής GP6. Θα ήταν μάταιο να συνεχίσω τις συγκρίσεις μεταξύ των δύο κινητήρων, γιατί ούτε οι σελίδες του περιοδικού θα μου φτάσουν, ούτε πρόκειται να βρούμε κάποια ουσιαστική διαφορά. Άλλωστε οι 200 ίπποι στον τροχό (με τις ελεύθερες εξατμίσεις) στις 13.800 στροφές, μιλάνε από μόνοι τους. Θα πείτε ότι βγάζει 50 ίππους λιγότερους και έχει τον κόφτη 2.000 στροφές πιο κάτω από την αγωνιστική, αλλά μην ξεχνάτε ότι χρειάζεται service κάθε 10.000 χιλιόμετρα, αντί για γενική επισκευή κάθε Σαββατοκύριακο!

 

Στην περίπτωση τής Desmosedici RR, όταν λέμε πλαίσιο θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στον όρο και τον κινητήρα, που όχι μόνο αποτελεί δομικό στοιχείο του, αλλά ουσιαστικά καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του, περιορίζοντας δραματικά τις διαστάσεις τού παραδοσιακού χωροδικτυώματος τής Ducati. Tα βασικά γεωμετρικά του χαρακτηριστικά, είναι όμοια με αυτά των τελευταίων superbikes της ιταλικής εταιρείας και οι απόλυτες τιμές τους μπορούν να ρυθμιστούν από τον αναβάτη. Αλλάζοντας θέση στα έκκεντρα του λαιμού, η γωνία κάστερ μπορεί να γίνει 24,5° ή 23,5°. Πιο ουσιαστική όμως είναι η ρύθμιση του ύψους της πίσω ανάρτησης, που μεταβάλει εκτός από τη γωνία κάστερ και το ίχνος και το μεταξόνιο. Το χωροδικτύωμα από την άλλη, αποτελείται από τέσσερις, διαφορετικής διατομής και πάχους σωλήνες, ώστε το βάρος του να είναι 1,8 κιλά μικρότερο από αυτό της 1098, διαθέτoντας σχεδόν την διπλάσια ακαμψία. Αντίστοιχα, το ψαλίδι είναι 35% πιο ισχυρό από το εξίσου διπλό ψαλίδι τής 999.

 

Ποιο πλαίσιο;

Ο John Britten με την μοτοσυκλέτα του, μας έδειξε το 1995 ποια μορφή πρέπει να έχουν οι σπορ μοτοσυκλέτες. Δηλαδή αναρτήσεις μοχλισμού εμπρός-πίσω και ανάμεσά τους ένας κινητήρας χωρίς το περιττό πλαίσιο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μόνο η BMW έχει υιοθετήσει μέχρι στιγμής αυτή τη σχεδιαστική φιλοσοφία, αλλά θα μου επιτρέψετε να έχω σοβαρότατες ενστάσεις για το αν κοιτάνε στην ίδια κατεύθυνση με τον Britten. Αντίθετα, θα έλεγα ότι το πλαίσιο της Desmosedici RR του Andrea Forni, είναι ό,τι πιο κοντινό έχω δει στη μοτοσυκλέτα τού Britten. Για την ακρίβεια, είναι ήδη έτοιμη να δεχτεί το πρωτοποριακό εμπρός σύστημα του Britten. Το πλαίσιο - χωροδικτύωμα της Desmosedici, δένει πάνω στις κεφαλές τού κινητήρα και όχι στα κάρτερ, όπως τα προηγούμενα pivot-less πλαίσια που χρησιμοποίησε η Ducati κατά τη δεκαετία του ’80, από την F1 750 Santamonica μέχρι και την 888 (…και αντιγράφτηκαν από την Honda στις VTR 1000 Firestorm και CBR 954 RR). Πραγματικά δεν θα εκπλαγώ, αν η Ducati θα είναι η πρώτη εταιρεία που θα επαναφέρει τα εναλλακτικά μπροστινά συστήματα στους αγώνες των GP, μετά την άκαρπη προσπάθεια της ELF 500, μερικές δεκαετίες πριν.

Όχι “όπως” αλλά “ακριβώς όπως” των MotoGP. Το ύψος τής πίσω ανάρτησης ρυθμίζεται, μεταβάλλοντας αντίστοιχα τη συνολική γεωμετρία του πλαισίου

 

Μέχρι τότε όμως, στις κορυφαίες μοτοσυκλέτες θα βασιλεύει το τηλεσκοπικό πιρούνι και μαζί του η ανάγκη για ύπαρξη πλαισίου. Ευτυχώς, στην περίπτωσή μας, έχουμε τα καλύτερα στο είδος τους. Με το πιρούνι της Ohlins δεν θα σας κουράσω παραπάνω κι ας το έχω ερωτευθεί, όμως το γεγονός ότι το πλαίσιο έχει σχεδόν τη διπλάσια ακαμψία σε σχέση με αυτή του 1098, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο. Είναι γνωστό ότι το πλαίσιο της 1098 είναι στην κορυφή των superbikes στον τομέα της ακαμψίας, με 2.300Nm/° αντοχή στις στρεβλώσεις, οπότε όπως καταλαβαίνετε τα 4.250Nm/° τής Desmosedici είναι ένα εντυπωσιακότατο, όσο και αναμενόμενο επίτευγμα. Αναμενόμενο, γιατί ουσιαστικά τον ρόλο του πλαισίου παίζει ο ίδιος ο κινητήρας, που εκ φύσεως είναι (και πρέπει να είναι…) το πιο άκαμπτο εξάρτημα πάνω σε μια μοτοσυκλέτα. Ο Capirossi ήταν ο πιο διαφωτιστικός επί του θέματος: “Η 1098 είναι μια μαλακή και φιλική σπορ μοτοσυκλέτα. Τούτη, είναι αγωνιστική”.

Διαστάσεις σωλήνων πλαισίου:
Μπλε: Διάμετρος 28 χιλιοστά και πάχος 2 χιλιοστά
Κίτρινοι: Διάμετρος 20 χιλιοστά και πάχος 1,5 χιλιοστά
Πράσινοι: Διάμετρος 20 χιλιοστά και πάχος 2 χιλιοστά
Κόκκινοι: Διάμετρος 18 χιλιοστά και πάχος 2 χιλιοστά
Βάσεις (καφέ): Σφυρήλατο ατσάλι μηχανικά κατεργασμένο (όχι χυτό)

 

Η Ducati μάλιστα δεν κρύβει ότι η εξέλιξη του πλαισίου, έγινε μόνο μέσα στην πίστα και ότι ελάχιστα ήταν τα χιλιόμετρα που έκανε ο Guareschi στους δημόσιους δρόμους, κατά τη διάρκεια των δοκιμών της μοτοσυκλέτας. Από την άλλη, η γεωμετρία του δεν ξεφεύγει από τα γνωστά χαρακτηριστικά που έχουν λίγο-πολύ, όλες οι superbikes τής Ducati. Η γεωμετρία τού πλαισίου προέκυψε από τη συσσωρευμένη εμπειρία μας, ύστερα από 12 παγκόσμια πρωταθλήματα SBK”, είπε ο Forni. Βέβαια, τα απόλυτα γεωμετρικά χαρακτηριστικά τής Desmosedici έχουν τη δυνατότητα ρυθμίσεων από τον αναβάτη, είτε μεταβάλλοντας τη γωνία κάστερ (24,5° ή 23,5°) από τον έκκεντρο ρυθμιστή στον λαιμό, είτε ρυθμίζοντας το ύψος τής πίσω ανάρτησης. Μια πίσω ανάρτηση, που εκτός από το εντυπωσιακότερο σε μέγεθος ψαλίδι που έχετε δει στη ζωής σας, φιλοξενεί και ένα αγωνιστικών προδιαγραφών αμορτισέρ τής Ohlins, με όλες τις ρυθμίσεις (και αργό-γρήγορο) αλλά και τον πιο πρακτικό μηχανισμό ρύθμισης της προφόρτισης ελατηρίου που κυκλοφορεί στην πιάτσα. Επίσης, το αμορτισέρ αυτό διαθέτει ένα ειδικό σύστημα, το οποίο καταφέρνει να διατηρεί την απόδοσή του σταθερή, ακόμα κι όταν το λάδι μέσα του ζεσταθεί υπερβολικά και γίνει πιο λεπτόρευστο! Το ίδιο σύστημα υπάρχει και στο σταμπιλιζατέρ τιμονιού τής μοτοσυκλέτας.

 
Το γιγαντιαίο ψαλίδι είναι κατασκευασμένο από χυτά και εξηλασμένα φύλλα αλουμινίου, με τις βάσεις για τους άξονες σύνδεσης με τον τροχό και τον κινητήρα να είναι σφυρήλατες, μηχανικά επεξεργασμένες “όπως σε όλα τα σοβαρά ψαλίδια” σύμφωνα με τον Domenicali

 

Το καθαρόαιμο αγωνιστικό στήσιμό της, ολοκληρώνεται με τα ειδικά λάστιχα της Bridgestone. Ακόμα και σε αυτά όμως, κρύβεται από πίσω μια ενδιαφέρουσα ιστορία. “Οι οδηγίες που είχαμε από την Ducati ήταν σαφείς”, μας είπε ο κ. Podevyn από την Bridgestone. “Οι διαστάσεις έπρεπε να είναι ίδιες με αυτές των MotoGP, δηλαδή 16,5 ίντσες, και ο δείκτης ταχύτητας να είναι ZR για να αντέχουν στα πολύωρα ταξίδια στις γερμανικές autobahn. Όμως ο διεθνής οργανισμός ETRTO που δίνει τις εγκρίσεις για τα λάστιχα παραγωγής, απαγορεύει τις διαστάσεις που περιλαμβάνουν μισά της ίντσας. Έτσι έπρεπε να διαλέξουμε μεταξύ 16 ή 17 ιντσών. Δοκιμάσαμε πρώτα τον 16 ιντσών εμπρός τροχό και τον απορρίψαμε αμέσως, οπότε η κλασική διάσταση 120/70-17 ήταν μονόδρομος. Πίσω αντίθετα, υιοθετήσαμε τις 16 ίντσες και το ελαστικό έχει διάσταση 200/55-16. Το ονομάσαμε ΒΤ-01 και προσφέρει το διπλάσιο κράτημα από οποιοδήποτε λάστιχο παραγωγής έχουμε φτιάξει μέχρι σήμερα.” Αυτό το επιβεβαίωσε και ο Guareschi λίγο αργότερα, λέγοντας ότι η πρόσφυση του πίσω ελαστικού είναι πρωτόγνωρη για ελαστικό δρόμου. Συμπλήρωσε μάλιστα, ότι χωρίς αυτό το ελαστικό θα ήταν αδύνατον να ανοίξεις τέρμα το γκάζι ακόμα και στην ευθεία…

Οι σπαστές μανέτες έχουν πατενταρισμένο σύστημα άρθρωσης, ενώ αυτή του φρένου μπορεί (όπως και στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες) να ρυθμιστεί κατά 10mm εν κινήσει με το αριστερό χέρι

 

To be continued

Οι τελευταίες ελπίδες για να μπούμε στην πίστα είχαν πλέον εξανεμιστεί, καθώς ο ήλιος είχε πάρει τον δρόμο προς τη δύση. Το παγωμένο πεζούλι είχε πλέον ζεσταθεί από τις τόσες ώρες που καθόμασταν πάνω του και οι άνθρωποι της Ducati, εδώ και ώρα απαντούσαν στις ερωτήσεις μας, σαν να τους είχαν κάνει τον ορό τής αλήθειας. Ευκαιρία λοιπόν για μερικές πιο πονηρές ερωτήσεις, η πρώτη εκ των οποίων ήταν αν ο V4 κινητήρας θα αντικαταστήσει στο άμεσο μέλλον τον V2.

Άλλη μια σπαζοκεφαλιά: Ποιος είναι ο εκκεντροφόρος τής μοτοσυκλέτας τού Capirossi; Να δω τις σημειώσεις μου... Α! Ο αριστερός!

 

“ΟΧΙ”, ήταν η απάντηση, τόσο από τον Domenicali όσο κι από τον Forni. Τώρα να σας πω ότι πείστηκα, θα ήταν ψέμα, όμως συμπλήρωσαν την επιχειρηματολογία τους, λέγοντας ότι η Desmosedici RR είναι μια μοναδική μοτοσυκλέτα και θα παραμείνει τέτοια. Για τον λόγο αυτό μάλιστα και για να προστατεύσουν όσους ήδη την έχουν αγοράσει, αύξησαν την τιμή από €55.000 σε €60.000, ώστε να μειώσουν την αυξημένη ζήτηση. Επίσης, οι ιδιοκτήτες της, εκτός από την ελεύθερη εξάτμιση και το αγωνιστικό σταντ, θα έχουν και τα τρία πρώτα χρόνια δωρεάν service (εργασία και αναλώσιμα)! “Είναι μια κίνηση εκ μέρους μας, που δείχνει πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με τους πελάτες” λέει ο Domenicali.

Σιγά-σιγά, ακόμα και οι κορυφαίες σπορ μοτοσυκλέτες απαλλάσσονται από το περιττό βάρος του πλαισίου

 

Η δεύτερη ερώτηση είχε να κάνει με την απουσία κάποιου συστήματος ride by wire στην τροφοδοσία, κάτι που λογικά θα έπρεπε να έχει η Desmosedici RR, αφού ούτε θέμα κόστους υπήρχε, ούτε θέμα έλλειψης τεχνογνωσίας. Άλλωστε, ήδη το χρησιμοποιούν στην αγωνιστική τους μοτοσυκλέτα από το 2003. “Σωστή η σκέψη σου”, μου λέει o Domenicali. “Όμως, όταν ξεκινήσαμε την εξέλιξη της μοτοσυκλέτας παραγωγής, δεν υπήρχε διαθέσιμο τέτοιο σύστημα στην αγορά. Πρωταρχικός μας στόχος είναι η μοτοσυκλέτα να δουλεύει σωστά και όχι να εντυπωσιάσουμε τον κόσμο στα χαρτιά. Σαφώς τα συστήματα ride by wire είναι το μέλλον, αλλά δεν θα βιαστούμε να τα υιοθετήσουμε, πριν βεβαιωθούμε ότι θα έχουμε τα αποτελέσματα που θέλουμε. Είδες τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Aprilia με το Shiver και προσωπικά δεν νομίζω ότι θα καταφέρουν να τα λύσουν ουσιαστικά, γιατί το πρόβλημα βρίσκεται στον αρχικό σχεδιασμό -αλλά αυτό μην πεις ότι στο είπα εγώ”.

Ένας από τους δύο είναι ο στρόφαλος τής αγωνιστικής των MotoGP. Θα σας βοηθήσουμε... Ο κάτω είναι...

 

Συγνώμη, κύριε Domenicali, αλλά τον μισθό μου τον πληρώνουν οι αναγνώστες τού ΜΟΤΟ…

Την κουβέντα μας τελικά τη διακόπτει ο Masimo Davoli, του τμήματος δημοσίων σχέσεων. “Δυστυχώς είναι αδύνατον να οδηγήσετε τη μοτοσυκλέτα, η πίστα είναι σε κακό χάλι. Θα κοιτάξουμε να βρούμε έναν τρόπο αυτό να γίνει σύντομα”.

-“Μάλλον κατάφεραν να το αποφύγουν, γι’ αυτό μας τα έλεγαν τόσο παραφουσκωμένα”, μουρμούρισε ένας Γερμανός συνάδερφος. -“Αυτό θα το δούμε τις επόμενες μέρες, από το αν ή όχι θα μας ξαναφωνάξουν για να την οδηγήσουμε”, του απάντησα, το ίδιο απογοητευμένος, έστω κι αν ήταν μια αναμενόμενη κατάληξη.

Τώρα πια και εμείς θα μπορούμε να έχουμε αυτό το πιρούνι

 

Την επόμενη μέρα, μπαίνοντας στα γραφεία τού ΜΟΤΟ, οι αγαπημένοι μου συνάδερφοι δεν παρέλειψαν να παίξουν απροκάλυπτα με τον πόνο μου, ρωτώντας με πονηρά γελάκια αν κάνει σούζες η Desmosedici. Πήγα να φτιάξω έναν καφέ ακούγοντάς τους πίσω μου να χαχανίζουν και άνοιξα τον ηλεκτρονικό υπολογιστή για να διαβάσω τα e-mail μου, ύστερα από μιας βδομάδας απουσία στην Ιταλία. Πρώτο-πρώτο, ήταν ένα από την Ducati που έγραφε: “Σε συνεργασία με το Ducati Corse, μπορέσαμε και εξασφαλίσαμε την πίστα του Mugello στις 13 Σεπτεμβρίου, ώστε να οδηγήσετε την Desmosedici RR”.

Μετά από αυτό το e-mail, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Ducati πιστεύει ότι έχει κατασκευάσει την καλύτερη σπορ μοτοσυκλέτα του κόσμου; Ας κάνουμε υπομονή μέχρι το επόμενο τεύχος, πριν συμφωνήσουμε ή διαφωνήσουμε μαζί τους…

Μόλις πέντε μήνες χρειάστηκαν για τον σχεδιασμό τού κινητήρα, κάτι απολύτως λογικό, αφού είναι ουσιαστικά ο καθαρόαιμος αγωνιστικός τής GP του Capirossi, που έχει δεχτεί ελάχιστες αλλαγές (κυρίως σε υλικά) ώστε να ανταπεξέλθει στα νέα του καθήκοντα, στους δημόσιους δρόμους. Χρησιμοποιεί ειδικής σχεδίασης γρανάζια για την κίνηση των τεσσάρων συνολικά εκκεντροφόρων, με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης των βαλβίδων. Αποτελεί ουσιαστικά το κυρίως πλαίσιο τής μοτοσυκλέτας, αφού το μικρό χωροδικτύωμα δένει στις κεφαλές του, έχοντας απλώς τον ρόλο σύνδεσης τού πιρουνιού πάνω του. Οι διαστάσεις του είναι εξαιρετικά περιορισμένες, με το πλάτος του μόλις να ξεπερνά κατά 4 εκατοστά αυτό τού V2 της 1098. Αποδίδει 50 ίππους λιγότερους και περιστρέφεται 2.000 στροφές πιο χαμηλά από τη μοτοσυκλέτα του Capirossi, όμως έχει τα διπλάσια διαστήματα service από ένα Honda Transalp 650!

 

 

Η οδήγηση!

 

Ω! Θεέ μου!

Θα επικαλεστείς τον Θεό κάθε φορά που θα ανοίξεις το γκάζι. Θα επικαλεστείς τον Θεό κάθε φορά που θα φρενάρεις. Θα επικαλεστείς τον Θεό κάθε φορά που θα στρίψεις. Η Desmosedici RR είναι το εργαλείο που κάθε αρχιεπίσκοπος θα ήθελε να είχε, για αποδείξει στους άθεους ότι υπάρχει Θεός!

Το μεγαλύτερο λάθος που έκανα σε αυτό το δεύτερο ταξίδι μου στην Ιταλία, για να οδηγήσω την Desmosedici RR, ήταν που δεν φωτογράφισα τα πρόσωπα των υπόλοιπων δημοσιογράφων, όταν κατέβαιναν από τη σέλα της.

Έπρεπε να δείτε τις φάτσες τους! Κατακόκκινες, ιδρωμένες και απόλυτα σοκαρισμένες. Προσπαθούσε ο Andrea Forni να μάθει πως τους φάνηκε η μοτοσυκλέτα και κανένας δεν μπορούσε να βγάλει λέξη. Μόνο κάτι χειρονομίες έκαναν, αλλά κι αυτές ήταν μουδιασμένες και απροσδιόριστες. Κατέβαιναν από τη σέλα, έβγαζαν το κράνος, κάθονταν σε μια καρέκλα και κοιτούσαν το άπειρο...

Πες το με αριθμούς

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι, για να κάθεται ένας συντάκτης μπροστά σε μία άδεια από λέξεις οθόνη υπολογιστή, χωρίς να μπορεί να ξεκινήσει μια απλή πρόταση. Ο ένας είναι, η μοτοσυκλέτα που οδήγησε να μην έχει τίποτα ουσιαστικό να πει. Ο δεύτερος είναι, να έχει βιώσει μία τόσο συγκλονιστική εμπειρία, που ακόμα κι η ελληνική γλώσσα που δημιουργήθηκε για να περιγράψει δύσκολους φιλοσοφικούς όρους, τελικά να μη μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια. Το ουσιαστικό πρόβλημα στην περιγραφή της συμπεριφοράς της Desmosedici, είναι η απουσία μέτρου σύγκρισης. Δεν μπορείς να πεις ότι είναι καλύτερη σε αυτόν ή σε εκείνον τον τομέα, γιατί πρόκειται για “Άλλο Πράγμα”. -“Πες το με αριθμούς”, με συμβούλεψε ο Καραχάλιος, που προφανώς είχε βαρεθεί να βλέπει τόσες ώρες έναν αποβλακωμένο συντάκτη, να κοιτάει μια άδεια οθόνη. Καλή ιδέα! Έχω μαζί μου και την USB, που έχει καταγράψει τα πάντα από τους γύρους μου στην πίστα του Mugello, οπότε... κάτι θα βγει.

Αν έχει στρεβλώσεις το ψαλίδι; “Πλάκα με κάνεις;”

 

Ίσως ο πιο εντυπωσιακός αριθμός εκ πρώτης όψεως, να είναι η μέγιστη ταχύτητα των 291 χιλιομέτρων την ώρα, προς το τέλος της ευθείας. Λέμε “προς το τέλος” της ευθείας, γιατί πρώτη φορά οδηγούσα στο Mugello και ανάθεμα αν ήξερα που πήγαινα, στους δύο πρώτους γύρους. Μάλιστα, η μεγάλη ευθεία που ξεπερνάει το ένα χιλιόμετρο σε μήκος, είναι αρκετά πονηρή, αφού τριακόσια μέτρα πριν την Κ1 ανηφορίζει τόσο έντονα, που δεν βλέπεις απολύτως τίποτα μπροστά σου. Στον τρίτο γύρο, ανακάλυψα ότι πρέπει να κρατήσεις εντελώς ανοιχτό το γκάζι, μέχρι να εμφανιστεί η ταμπέλα των 200 μέτρων. Στη θεωρία όλα αυτά, γιατί στην πράξη βλέπεις ξαφνικά μια ταμπέλα να έρχεται καταπάνω σου με σχεδόν τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα, ενώ από πίσω της σε περιμένει ένας τοίχος. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, ποτέ δεν τόλμησα να κοιτάξω το ταχύμετρο -και η τηλεμετρία έδειξε ότι άνοιγα ξανά το γκάζι, μετά το αρχικό φρενάρισμα. Η προηγούμενη πρόταση όμως χρήζει ενδελεχούς ανάλυσης, γιατί κρύβει μέσα της δύο από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της Desmosedici RR, που την κάνουν πραγματικά μοναδική.

Μόλις τέσσερα εκατοστά πιο φαρδύς από τον V2 της 1098. Κίνηση εκκεντροφόρων με γρανάζια, μονόδρομος ξηρός συμπλέκτης, Desmo, μπιέλες και βαλβίδες τιτανίου, διακόσιοι ίπποι και πολύ -μα πάρα πολύ- μαγνήσιο. Θέλει service κάθε 10.000 χιλιόμετρα (εντελώς δωρεάν τα τρία πρώτα χρόνια, με τρία χρόνια εγγύηση)

 

Μέχρι λοιπόν να δω στο πρόγραμμα τηλεμετρίας τη μέγιστη ταχύτητα στην ευθεία, θα έβαζα στοίχημα για άλλη μια φορά τα δύο μπροστινά μου δόντια, ότι δεν ξεπέρασα τα 260. Η βεβαιότητα αυτή προέκυπτε από το γεγονός, ότι στον προτελευταίο και θαρραλέο γύρο μου, έριξα μια κλεφτή ματιά στο κοντέρ ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν φρενάρω -εκείνη τη στιγμή, έδειχνε κάτι περισσότερο από 250. Η αίσθησή μου, με βάση τα δεδομένα από τα πανίσχυρα ιαπωνικά superbikes των 160 ίππων στον τροχό, ήταν ότι δεν ξεπέρασα τα 260, άντε, τα 270 αν βάλουμε μέσα και το Hayabusa των 1.300 κυβικών. Τα 291 όμως είναι πάρα πολλά, για να τα δικαιολογήσω με βάση την αίσθηση που είχα πάνω στη μοτοσυκλέτα. Και εδώ αρχίζουμε να μπαίνουμε στο ζουμί: Η Ducati αναφέρει 200 ίππους και 171 κιλά, χωρίς βενζίνη και μπαταρία. Με αυτά στο μυαλό, ο καθένας θα περίμενε η Desmosedici RR να είναι μια ευαίσθητη στους χειρισμούς μοτοσυκλέτα, που ο αναβάτης της θα πρέπει να έχει μαύρη ζώνη στο καράτε για να τη φέρει σε λογαριασμό. Αμ δε! Η μοτοσυκλέτα είναι απόλυτα ουδέτερη, παντού και πάντα. Το μεγαλείο της είναι ότι κάνει εντυπωσιακά πράγματα, χωρίς “φτηνούς θεατρινισμούς”. Στην ουσία, παρότι το σώμα υποβάλλεται σε ακραίες επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, αυτό που κουράζεται περισσότερο είναι το μυαλό. Πρέπει να σκέφτεσαι πολύ πιο γρήγορα την επόμενη κίνησή σου, απ’ ό,τι έχεις συνηθίσει μέχρι τώρα.

Μήπως θα έπρεπε να βάζουν διαφανή φαίρινγκ, για να βλέπουμε αυτή την εικόνα χωρίς να πρέπει να τα λύσουμε; Όπως συνηθίζει η Ducati, οι βίδες στήριξης είναι μισής στροφής και το φαίρινγκ αποτελείται μόνο από τέσσερα κομμάτια

 

Στη μικρή ευθεία των 150 μέτρων που ενώνει τα δύο πρώτα εσάκια της πίστας, ανοίγοντας το γκάζι μόλις στο 60%, η τηλεμετρία έδειξε ότι βγαίνοντας με 120 χιλιόμετρα την ώρα από το πρώτο, έφτανε τα 190 λίγο πριν το δεύτερο! Ασύλληπτη επιτάχυνση, που όμως είναι αδύνατο να την αισθανθείς στο σώμα, γιατί τίποτε δεν συμβαίνει στη μοτοσυκλέτα. Στον επόμενο γύρο, το γκάζι άνοιξε στο 85% στην έξοδο, ο εμπρός τροχός σηκώθηκε στον αέρα ενώ η μοτοσυκλέτα ήταν ακόμα πλαγιασμένη, αλλά και πάλι η αίσθηση ήταν η ίδια, σαν να ήμουν στην ευθεία. Ούτε κουνήματα, ούτε γλιστρήματα, ούτε καν το αναμενόμενο ελάφρωμα του εμπρός τροχού. Έστριβε και επιτάχυνε λυσσασμένα μόνο με τον πίσω τροχό, αλλά συμπεριφερόταν σαν να πάταγαν και οι δύο στο έδαφος.

 

Αυτή η απόλυτα μονοκόμματη αίσθηση, που οφείλεται σαφώς στην ακαμψία του πλαισίου (σας θυμίζω ότι είναι διπλάσια ακόμα κι από της 1098), διαιρεί δια δύο τις επιδόσεις που αντιλαμβάνεται ο αναβάτης, σε σχέση με την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και το μυαλό κουράζεται τόσο πολύ, γιατί είναι πρωτόγνωρο να βλέπεις τη στροφή να έρχεται με 200, και το σώμα σου να σού λέει “χαλάρωσε, βόλτα πάμε”. Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, δεν μιλάμε για ύπουλη απόκρυψη της πραγματικότητας, όπου ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι η μοτοσυκλέτα σού έκρυβε το πόσο κοντά στο όριο είσαι. Μιλάμε για μια άλλη πραγματικότητα, που μέχρι τώρα δεν ξέραμε ότι υπήρχε.

Αγωνιστικά μαρσπιέ που δεν βρίσκουν ποτέ κάτω, αλλά αυτή η πλαστική άσπρη τάπα στην άκρη τους μπορεί να κάνει τη σόλα να γλιστρήσει, όταν τα πιέζεις για να αλλάξεις πορεία μέσα στα εσάκια. Το πεντάλ του πίσω φρένου από την άλλη, διαθέτει φανταστική αίσθηση -κάτι που πρώτη φορά συναντάται σε Ducati

 

Άλλα μου λεν τα μάτια σου…

Η αναντιστοιχία μεταξύ αίσθησης και πραγματικότητας σταματάει να υφίσταται, μόλις ξεγράψεις από το μυαλό σου τα προηγούμενα βιώματά σου. Ξέχνα τελείως τι θα έκανε μια οποιαδήποτε άλλη superbike στις ίδιες συνθήκες και προσπάθησε να καταλάβεις -κι αν μπορείς να εκμεταλλευτείς- τις νέες δυνατότητες που σου δίνει η Desmosedici RR. Χρειάζονται όμως αρκετές γνώσεις για να φτάσεις μέχρι αυτό το σημείο, γιατί η δύναμη της συνήθειας σε εμποδίζει με κάθε τρόπο. Για παράδειγμα, απουσιάζει αυτός ο αέρινος τρόπος με τον οποίο τα ιαπωνικά superbike αλλάζουν πορεία μέσα σε κλειστά εσάκια. Στην ίδια περίπτωση, η Desmosedici RR δείχνει πιο σοβαρή και συγκεκριμένη. Θέλει να της πεις εσύ, με σαφήνεια, τι ακριβώς της ζητάς και μάλιστα να το κάνεις πολύ γρηγορότερα. Ένας αναβάτης (όσο γρήγορος κι αν είναι), που δεν έχει την απαραίτητη εμπειρία από οδήγηση μέσα σε πίστες, θα δυσκολευτεί πολύ να βρει τις σωστές γραμμές, γιατί ελάχιστα παραπάνω αν ανοίξει το γκάζι, θα βρεθεί πολλά μέτρα πιο κάτω από εκεί που υπολόγιζε -με το ακριβώς αντίστροφο να συμβαίνει με τα φρένα. Όλα πρέπει να γίνουν στη σωστή στιγμή -κάτι όχι τόσο εύκολο, όταν η Desmosedici RR βρίσκεται μονίμως σε διαφορετικό χωροχρόνο! Δεν θα σε τρομάξει, δεν θα σε “πουλήσει”, αλλά δεν θα σου δώσει και καμία “περίοδο χάριτος”, αν αποφασίσεις να παίξεις με το γκάζι της.

Τη μοτοσυκλέτα θα την παραλάβετε με την ήσυχη εξάτμιση, που εκτός από τον μεγαλύτερο σιγαστήρα, έχει κι αυτόν τον καταλύτη. Μέσα στο κουτί θα βρείτε και μια ελεύθερη εξάτμιση, που καταργεί όλα αυτά τα περιττά βάρη (είναι 4,5 κιλά ελαφρύτερη), αυξάνει την ιπποδύναμη κατά 22 ίππους και μπορεί να κάνει τα αυτιά να ματώσουν, όταν ο κινητήρας ξεπεράσει τις 6.000 στροφές

 

Και τι γκάζι! Ααατεεελείωωτοοο…. Από τότε που οδήγησα την Honda RVF 750 (RC45), είχα υποψιαστεί ότι ένας V4 με περισσότερα κυβικά, θα ήταν ο τέλειος συνδυασμός της δύναμης και της ευστροφίας των τετρακύλινδρων, με την αξεπέραστη ροπή και πληροφόρηση της πρόσφυσης του πίσω τροχού, που προσφέρουν τα μεγάλα V2. Ο κινητήρας της Desmosedici RR, επιβεβαιώνει στον μέγιστο βαθμό τα παραπάνω -και είμαι σίγουρος πως όταν την οδηγήσουν οι άνθρωποι της Honda, θα μετανιώσουν που σταμάτησαν την εξέλιξη και την παραγωγή της VF 1000R το 1989. Πολλοί από εσάς, ίσως διαβάζετε αυτό το άρθρο μόνο και μόνο για να μάθετε πώς αποδίδει αυτός ο κινητήρας.

Για να μην σας κρατάω σε αγωνία (γιατί θα έχετε και δουλειές), φανταστείτε μια Ducati που της έχεις βγάλει τον V2 της και στη θέση του έχεις βάλει έναν V8 Βi-turbo από Mercedes SLR, ή τέλος πάντων κάτι που έχει πολλούς κυλίνδρους, περισσότερα από 5.000 κυβικά και σου δίνει την εντύπωση ότι αποδίδει τη μέγιστη ισχύ του, από το ρελαντί μέχρι τον κόφτη. Μην το θεωρήσετε υπερβολή, ειδικά αν σκοπεύετε να κάνετε κόντρα με την Desmosedici RR. Όλες οι μοτοσυκλέτες, μετά από μερικούς γύρους μέσα σε μια πίστα, δείχνουν σαν να έχουν χάσει 10-20% της δύναμής τους -κι αυτό εξηγείται εύκολα, γιατί εξοικειώνεσαι με τη διαδρομή και ανοίγεις το γκάζι περισσότερο και νωρίτερα. Στο “όλες”, φυσικά βγάλτε έξω την Desmosedici RR. Ουσιαστικά δεν προλαβαίνεις ούτε καν να ανοίξεις όλο το γκάζι, γιατί πολύ πριν εξαντλήσεις τη διαδρομή της γκαζιέρας, είσαι ήδη στην επόμενη στροφή -δεν είναι θέμα θάρρους το να ανοίξεις τέρμα το γκάζι, απλώς δεν χρειάζεται! Και μετά σου λένε, “το γκάζι δεν είναι ποτέ αρκετό”...

Οδηγήσαμε τη μοτοσυκλέτα με τις στάνταρ ρυθμίσεις και δεν είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου να παίξουμε μαζί τους. Όχι δηλαδή ότι θα είχε νόημα, αφού σε καμιά περίπτωση δεν έδειξαν να το χρειάζονται. Ειδικά το πίσω αμορτισέρ, που είχε πολύ δουλειά να κάνει στις εξόδους των στροφών, ήταν σκέτο... όνειρο!

 

Άμα έχεις μια τέτοια μοτοσυκλέτα, που μετουσιώνει όλη τη δύναμη σε ταχύτητα, τότε τα ερωτήματα δεν στρέφονται προς εκείνη και τις δυνατότητές της, αλλά προς τον δρόμο και το αν αυτός αντέχει τις επιδόσεις της. Μπορεί να απογοητευτήκαμε αρχικά, που δεν οδηγήσαμε τη μοτοσυκλέτα στο βρεγμένο Misano, όμως χωρίς τη μεγάλη ευθεία του Mugello, απλώς θα φανταζόμασταν το πώς θα ήταν η συμπεριφορά της στα 300 -ενώ τώρα, ξέρουμε. Όχι μόνο ξέρουμε, αλλά μεγάλωσε ακόμα περισσότερο ο θαυμασμός μας γι’ αυτήν. Παρέα με τον Άλκη, είχαμε κάνει παλαιότερα (πριν μπουν οι κόφτες των 299) ένα συγκριτικό μεταξύ Hayabusa και ZX-12R, όπου σε μια επίδειξη απύθμενης ηλιθιότητας, είχαμε αποφασίσει να κρατήσουμε το γκάζι τέρμα ανοιχτό από τα διόδια του Ασπρόπυργου μέχρι την Τρίπολη.

 

Για μεγάλα χρονικά διαστήματα, τα κοντέρ τους σκαρφάλωναν πάνω από τα 300 χιλιόμετρα την ώρα, με μία ευκολία που δε συναντάς στα σημερινά superbikes των χιλίων κυβικών. Πέρα όμως από την αεροδυναμική που τους το επέτρεπε (η ιπποδύναμη ουσιαστικά είναι η ίδια με τα σημερινά GSX-R 1000 και ZX-10R), αυτό που σε εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν η ηρεμία τους μετά τα 250. Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά, γιατί πίσω από το φέρινγκ της Desmosedici RR, τέτοιες ταχύτητες έρχονται ακόμα πιο άκοπα, σχεδόν γαλήνια -αν βέβαια επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη “γαλήνια”, για μια μοτοσυκλέτα που χρειάζεται μόλις 2’’ για να πάει από τα 200 στα 250 και άλλα 4’’ για να φτάσει κοντά στα 300 χιλιόμετρα την ώρα. Σίγουρα η αεροδυναμική του φαίρινγκ ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτά τα αποτελέσματα, ενώ πέρα από τις κολακευτικές επιδόσεις, προσφέρει και πολύ καλή προστασία.

Μόνο με σβηστό τον κινητήρα μπορείς να κάτσεις πίσω από τη μοτοσυκλέτα, γιατί όπως βλέπετε οι εξατμίσεις σημαδεύουν τα αυτιά σας. Οι μεγάλες επιφάνειες του φαίρινγκ, σε κάνουν να νομίζεις ότι η Desmosedici RR είναι ογκώδης. Στην πραγματικότητα, το πλάτος της είναι άμεσα συγκρίσιμο με της δικύλινδρης 1098

 

Ο αέρας σε χαϊδεύει ομοιόμορφα και δεν υπάρχει ο παραμικρός στροβιλισμός, άρα δεν υπάρχει και αεροδυναμικός θόρυβος. Όσοι έχουν ταξιδέψει με κάποιο ακριβό γερμανικό αυτοκίνητο, θα έχουν προσέξει ότι όποτε κοιτούν το ταχύμετρο, αυτό δείχνει πάντα τριάντα με σαράντα χιλιόμετρα την ώρα μεγαλύτερη ταχύτητα, από αυτή που υπολόγιζαν με την αίσθησή τους. Η εξήγηση βρίσκεται στην πλούσια ηχομόνωση, οπότε αν επιστρέψουμε στις μοτοσυκλέτες, όπου κι εδώ η μόνη ηχητική ένδειξη για την αύξηση της ταχύτητας, είναι ο θόρυβος του αέρα, τότε εξηγούνται μερικά πράγματα. Να γιατί είχα 291 και νόμιζα ότι πήγαινα με 250. Εντάξει, παίζει ρόλο και η σταθερότητα του πλαισίου, αλλά όπως και να το κάνουμε, αν σε ταρακουνάει ο αέρας, το άθλημα γίνεται ζόρικο σε τέτοιες ταχύτητες. Στους διαφωνούντες, προτείνω μια βόλτα με την πρώτη R1 του 1998…

Σε Team Version ή Rosso GP; Μεγάλο πρόβλημα η επιλογή του χρώματος, για όσους έχουν 60.000 ευρώ...

 

Απελευθέρωση

Μετά τον τρίτο γύρο, δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι η Desmosedici RR στις ευθείες, θα ξεπουπουλιάζει ό,τι βρει μπροστά της. Το μεγάλο ερωτηματικό στο οποίο ακόμα δεν είχα βρει την απάντηση, αφορούσε τη συμπεριφορά της στις στροφές. Αυτή η μασίφ αίσθηση του πλαισίου, σε συνδυασμό με το απόλυτο κράτημα από τα υπερ-μαλακά λάστιχα και τις “επαγγελματικές” αναρτήσεις της Ohlins, έκαναν τη μοτοσυκλέτα στους πρώτους αναγνωριστικούς γύρους, να μοιάζει μουδιασμένη στις εισόδους και να “τεμπελιάζει” μέσα στα εσάκια. Ήταν προφανές ότι βαριόταν, με τον συμβατικό και επιφυλακτικό τρόπο που την οδηγούσα.

Στον τέταρτο γύρο, πήρα τη μεγάλη απόφαση να αφήσω τη μοτοσυκλέτα να μου δείξει τι μπορεί να κάνει, αντί να προσπαθώ να της επιβάλω να συμπεριφερθεί όπως μια ιαπωνική superbike. Με τα καλύτερα φρένα του κόσμου να φυλάνε τα νώτα μου, άπλωσα τις γραμμές μου και προσπάθησα να διατηρήσω τη φόρα μου μέσα στα εσάκια. Τώρα μάλιστα! Η μοτοσυκλέτα κυριολεκτικά ξύπνησε (αφού σταμάτησα να τη νανουρίζω…) και απέκτησε εκείνη την ταχύτητα αντιδράσεων, που θα ονειρευόταν κάθε ιδιοκτήτης που πλήρωσε 60.000 ευρώ για να την αποκτήσει. Πάντα ήρεμη, πάντα σταθερή αλλά συνάμα απόλυτα ακριβής και συγκεκριμένη. Με την ήπια θέση οδήγησης να αφαιρεί οποιαδήποτε ένταση από το σώμα, και με το καταπληκτικό αντιολισθητικό κάλυμμα της σέλας να σε κρατά στη θέση σου όταν ανοίγεις το γκάζι ή όταν φρενάρεις, το μόνο που χρειάζεσαι είναι όρεξη για μάθηση.

Η μεγάλη οθόνη υγρών κρυστάλλων (LCD, που τις λέγαμε και στο χωριό μας) είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα των MotoGP. Βέβαια, ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί στους αγώνες τις χρησιμοποιούν, αφού είναι πολύ δύσκολο να διαβάσεις στο φως της ημέρας, τις μαύρες ενδείξεις πάνω στη σκούρα γκρι πλάκα -προφανώς, είναι θέμα εξοικείωσης. Στην περίπτωση της Desmosedici RR όμως, είναι καλύτερα που δεν μπορείς να τις διαβάσεις εύκολα. Πρώτον για να μην τρομάξεις από τα χιλιόμετρα και δεύτερον, γιατί ο κινητήρας έχει δύναμη παντού, κάνοντας το στροφόμετρο άχρηστο...

 

Απελευθέρωσέ την από τις προκαταλήψεις σου και αυτή θα σου δείξει έναν νέο, θαυμαστό κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο μόνο οι καθαρόαιμες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες κατοικούν. Αγνή ταχύτητα και χειροπιαστό αποτέλεσμα -τα υπόλοιπα, είναι για τις ταινίες του Μπρους Λι! Το μόνο που χρειάζεται είναι να επιλέξεις την πορεία, να καθορίσεις την ταχύτητα και να την αφήσεις να σου μάθει -γιατί το όριο, δεν είναι πλέον εκεί που ήξερες. Περιττό να πούμε ότι αστειότητες όπως μαρσπιέ που βρίσκουν κάτω, αναπηδήσεις του πίσω τροχού στα κατεβάσματα και χαρωπά κουνήματα του τιμονιού στις επιταχύνσεις, απουσιάζουν. Φυσικά και μπορεί να κάνει ινδιανιλίκια, αν ο ιδιοκτήτης της το επιθυμεί, αλλά θα ήταν τόσο ταιριαστό με την Desmosedici RR, όσο το να στρίβεις μια Formula 1 με ανάποδα τιμόνια.

 

Τα λάστιχα της Bridgestone έχουν ειδικά σχεδιασμένη κορόνα και η χάραξή τους είναι σχεδόν ανύπαρκτη στις άκρες, φροντίζοντας κι αυτά να διατηρήσεις ιδανικά τη γραμμή σου. Η όποια καχυποψία υπήρχε για το πίσω ελαστικό με την περίεργη διάσταση 200/55-16’’, εξαφανίστηκε στην τελευταία στροφή της πίστας, όπου επιταχύνεις σκληρά με τη μοτοσυκλέτα αρκετά πλαγιασμένη και το ταχύμετρο να φλερτάρει με την ένδειξη των 180. Μαγκώνει στην άσφαλτo, η πίσω ανάρτηση ελέγχει άψογα τις ισχυρές τάσεις της αλυσίδας, το πλαίσιο μαζί με το ψαλίδι πνίγουν κάθε προσπάθεια των διακοσίων ίππων να ταράξουν την ηρεμία και εσύ βρίσκεσαι ήδη στην ευθεία, που μοιάζει πλέον σαν κάποιος να έχει της αφαιρέσει μερικές εκατοντάδες μέτρα. Ήθελα να παίξω κι εγώ όπως οι αναβάτες των MotoGP με το “ρυθμιστήρι” της μανέτας του φρένου, που μπορείς να το φέρεις στα μέτρα σου με το αριστερό χέρι, ώστε να κρατάς το γκάζι ανοιχτό στην ευθεία -όμως, δεν μου έφτανε η ευθεία...

Τον τελευταίο γύρο μαζί της, τον αφιέρωσα στον εαυτό μου. Άλλωστε, ο περιορισμένος χρόνος που είχαμε στη διάθεσή μας για να οδηγήσουμε τη μοτοσυκλέτα, δεν αρκούσε όχι μόνο για να φτάσεις τα όριά της, αλλά ούτε καν για να προσδιορίσεις πόσο μακριά βρίσκονται από το γνωστικό σου πεδίο. Ήθελα να ακούσω πιο καθαρά τον ήχο της, που στους προηγούμενους γύρους δεν προλάβαινε να φτάσει στα αυτιά μου. Ήθελα να ανοίξω το γκάζι με τρίτη από τις 4.000 στροφές μέχρι τον κόφτη στις 14.200 και να νιώσω τη βίαιη επιτάχυνση που μοιάζει να μην έχει τέλος. Στην πραγματικότητα, ήθελα να την πάρω και να φύγω… αλλά δεν είμαι καλός στις ληστείες.

Επιστροφή στη γη

Ξεκαβαλώντας από την Desmosedici RR, ήταν σαν να γύρισα από ένα σύντομο ταξίδι στο διάστημα. Όλα γύρω της μου φαίνονται πολύ συμβατικά και ξεπερασμένα. Ίσως να ήταν λάθος που τη γεύτηκα, γνωρίζοντας ότι είναι προνόμιο για λίγους και εκλεκτούς. Από την άλλη, έμαθα ότι οι superbikes έχουν ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουν -κι ας νομίζαμε μέχρι τώρα ότι είχαν φτάσει πολύ κοντά στο τέλειο. Η Ducati τόλμησε να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα και να πάρει το ρίσκο να ανιχνεύσει το μέλλον, κόντρα στη δικύλινδρη παράδοσή της και κόντρα στο μικρό οικονομικό μέγεθός της. Η Desmosedici RR θα μπορούσε να κερδίσει τον θαυμασμό μας, χωρίς να είναι απαραίτητα καλή μοτοσυκλέτα. Είναι η πρώτη και μοναδική MotoGP Replica και κουβαλάει αρκετή τεχνολογία για να δικαιολογήσει όχι μόνο τα λεφτά της, αλλά και την υψηλή της θέση στο Τop 10 των σημαντικότερων μοτοσυκλετών. Όμως δεν αρκείται σε αυτό, εκπληρώνοντας στο ακέραιο τις υποσχέσεις της. Γνωρίζουμε ότι ο σχεδιασμός μιας μοτοσυκλέτας, είναι η τέχνη του συμβιβασμού. Πρέπει να διαλέξεις μεταξύ ευελιξίας και σταθερότητας, πρέπει να διαλέξεις μεταξύ απόλυτης δύναμης και ομαλής απόδοσης -και όσο πλησιάζεις τα όρια, τόσο σαφέστεροι γίνονται οι περιορισμοί που θέτουν οι επιλογές σου. Φυσικά, μιλάμε για τις άλλες μοτοσυκλέτες…

Ειδικό λάστιχο, ειδικό πιρούνι, τα καλύτερα φρένα και ένα φέρινγκ που διαπερνά σαν φάντασμα τον αέρα. Τα 300 στο κοντέρ είναι πλέον μια εύκολη υπόθεση!

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ         Desmosedici RR
Τιμή:
ΚΠ (€60.000 αναμενόμενη)
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ
Μήκος (mm):
-
Ύψος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.430
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
-
Ίχνος (mm):
98 (ρυθμιζόμενο)
Γωνία κάστερ:
23,5˚ ή 24,5˚
 
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο χωροδικτύωμα με τον κινητήρα βασικό δομικό στοιχείο
Πλάτος (mm):
-
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
171 / -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετρακύλινδρος V90° με 16 δεσμοδρομικές βαλβίδες
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
86x42,56
Χωρητικότητα (cc):
989
Σχέση συμπίεσης:
13,5 : 1
Ισχύς (HP/rpm):
200 / 13.800
Ροπή (kg.m/rpm):
11,8 / 10.500
Ειδική ισχύς (HΡ/l):
202,2
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός Magneti Marelli 4x50mm
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υδραυλικός, ξηρός, μονόδρομος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / -
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
Δ/Α
Δ/Α
Δ/Α
Δ/Α
Δ/Α
Δ/Α
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
10.000
Αλλαγή λαδιού (km):
10.000
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
0,855
-
Πραγματικά
-
-
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μοχλισμού με μονό αμορτισέρ της Ohlins
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, γρήγορη και αργή απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Ζάντες σφυρήλατου μαγνησίου 6x16’’
Ελαστικό:
200/55-16’’
Πίεση:
-
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ψηφιακό στροφόμετρο, ταχύμετρο, θερμόμετρο, βολτόμετρο, χρονόμετρο, shift light, πίεση λαδιού, ρεζέρβα, χιλιομετρητές. Θύρα USB για μεταφορά δεδομένων, immobilizer
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ohlins με άζωτο
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς, ύψος ανάρτησης
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17’’
Ελαστικό:
120/70-17’’
Πίεση:
-
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι Brembo 330mm με ακτινικές monoblock τετραπίστονες δαγκάνες

 

Ετικέτες