Πίστα προδιαγραφών F1/MotoGP Χαλανδρίτσα: Πήρε παράταση το φιλόδοξο σχέδιο

Θα συνεχίσει να ακροβατεί ανάμεσα στην φθορά και την αφθαρσία
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

27/8/2020

Την διαδρομή της στην κόψη του ξυραφιού, παραπατώντας σταθερά προς την πλευρά της ακύρωσης μια για πάντα, θα συνεχίσει να κάνει το φιλόδοξο σχέδιο για πίστα στην Χαλανδρίτσα. Πήρε παράταση για να συνεχίσει να ψυχοραγεί, όπως κάνει εδώ και δύο δεκαετίες.

Εχθές, Τετάρτη 26/8, βραδινές ώρες κατά την γενική συνέλευση των μελών του μετοχικού σχήματος ο πρόεδρος του Δ.Σ. Ευάγγελος Φλωράτος, ενημέρωσε τα μέλη πως προβλέπεται η παράταση των προθεσμιών ολοκλήρωσης των επενδυτικών σχεδίων, χωρίς να χάνονται οι πόροι που έχουν εξασφαλιστεί.

Πριν προχωρήσετε στην ανάγνωση για το τι συμβαίνει αυτή την στιγμή με την μακέτα της πίστας στην Χαλανδρίτσα, καλό θα ήταν να διευκρινίσουμε τι πιστεύουμε εμείς εδώ στο ΜΟΤΟ πως πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, για αυτό το πονεμένο θέμα. Με βάση την εμπειρία μας, έχοντας επισκεφτεί τις περισσότερες πίστες της Ευρώπης, ακόμη και εκείνες που δεν προορίζονται για αγώνες αλλά μόνο για δοκιμές. Έχοντας ακόμη οδηγήσει σε πολλές ασιατικές, και αμερικανικές πίστες, αλλά και στο Phillip Island στην Αυστραλία, θεωρούμε πως ξέρουμε τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, όταν γράφουμε άρθρα όπως τα παρακάτω:

Θέμα: Πίστα παγκοσμίου στην Ελλάδα - Μπούρδες προδιαγραφών Formula 1

MotoGP: Νέα πίστα στην Φινλανδία - Εντάσσεται στο ημερολόγιο!

Ιταλοί κατασκευάζουν πίστα στην Τενερίφη - δείχνουν το δρόμο μιας τέτοιας επένδυσης

Με αυτά τα παραπάνω άρθρα ως παραδείγματα, θα ξέρετε κι εσείς με μία γρήγορη ανάγνωση τι θα ήταν το καλύτερο να γίνει.

Πάμε τώρα στο τι συμβαίνει με την «Χαλανδρίτσα» αυτή την στιγμή: Πήρε παράταση το επενδυτικό σχέδιο για έως και 22 μήνες, που θα μετρήσουν από το 2022 και μετά, χωρίς να χάνονται οι ήδη εξασφαλισμένοι πόροι από τον Αναπτυξιακό Νόμο που έχει μπει η επένδυση αυτή. Με βάση το άρθρο 76 του ν.4712 η παράταση θα δοθεί ανεξαρτήτως αν έχει υλοποιηθεί το 50% του του εγκεκριμένου κόστους, όπως ισχύει σε άλλα επενδυτικά σχέδια. Με βάση αυτές τις εξελίξεις, το Δ.Σ. θεωρεί πως θα υπάρξει ο χρόνος για να βρεθεί στρατηγικός επενδυτής που θα τρέξει την επένδυση!

Αυτό όμως, είναι κάτι που το περιμένουν να γίνει από λεπτό σε λεπτό τα τελευταία δέκα χρόνια!

Για αυτό τον λόγο και στις αρχές του καλοκαιριού, εν μέσω της πανδημίας και της ολοκληρωτικής διακοπής κάθε αγωνιστικής δράσης παγκοσμίως, υπήρξαν 30 μέτοχοι που με επιστολή – παρέμβαση, ζήτησαν η εταιρεία να ξεκινήσει να μελετά άλλους τρόπους για να διαχειριστεί τα 1.100 στρέμματα, καθώς πίστα F1/MotoGP δεν βλέπουν να γίνεται ποτέ!

Σε αυτό το σημείο οι περισσότεροι αναγνώστες που διαβάζουν για μετόχους, εταιρείες με Δ.Σ. κτλ, θα αναρωτιούνται για το πόσο μεγάλες ρίζες έχει αυτή η πολυπόθητη ιστορία. Μην εκπλαγείτε, μετρά από το 1995!

 

Επιγραμματικά το χρονικό για να έχετε εικόνα:


Το 1995 επτά φορείς του Ν. Αχαΐας, (ΤΕΔΚ, Νομαρχία Αχαΐας, Δήμος Πατρέων, Δήμος Φαρρών, Επιμελητήριο Αχαΐας, ΔΕΥΑΠ, Ι.Ν.Κοιμήσεων Θεοτόκου Χαλανδρίτσας) και 420 φυσικά πρόσωπα, όλοι τους από την Αχαΐα, ίδρυσαν την Αυτοκινητοδρόμιο Πάτρας Α.Ε.

Τρία χρόνια μετά, το 1998, αγόρασαν και συνένωσαν σε μία ενιαία έκταση, περίπου 1.200 στρέμματα στην περιοχή Ρέντες του Δημοτικού Διαμερίσματος Χαλανδρίτσας, του Δήμου Φαρρών.

Το 2002 παίρνει άδεια οικοδομής από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αφού πρώτα έχουν εγκριθεί χωροθετήσεις και περιβαλλοντικές μελέτες.

Μπαίνουμε στην εποχή πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες και μετά ακολουθεί η δύσκολη μεταβατική περίοδος της συνειδητοποίησης όλων αυτών των εξόδων που έχουν συμβεί, με τις επενδύσεις σε αθλητικές δραστηριότητες να είναι πρακτικά αδύνατες. Τρία χρόνια μετά ξεκινά η παγκόσμια οικονομική ύφεση από τις ΗΠΑ, πριν εξαπλωθεί στην Ευρώπη και κυρίως στην Ελλάδα.

Το 2011 στο ΤΕΙ Άρτας γίνεται πτυχιακή εργασία με την τίτλο «Μελέτη Πρασίνου για την δημιουργία πίστας προδιαγραφών Formula 1 στην Χαλανδρίτσα Αχαΐας».

Στις 12/4/2013 η πίστα στην Χαλανδρίτσα εντάσσεται στον Αναπτυξιακό νόμο και η απόφαση δημοσιεύεται σε ΦΕΚ. Εξασφαλίζονται περίπου 30 εκατομμύρια Ευρώ από τα σχεδόν 100 εκατομμύρια που απαιτεί το αρχικό σχέδιο.

Ας επαναλάβουμε εδώ, αυτό που θα διαβάσατε στα άρθρα που παραθέτουμε: Κανείς δεν χρειάζεται μία τέτοια πίστα, χλιδάτη σαν του Άμπου Ντάμπι. Ο μηχανοκίνητος αθλητισμός στην χώρα μας δεν μπορεί να την στηρίξει, όπως και είναι δύσκολο να εγγυηθεί αγώνες με 100.000 θεατές (το σχέδιο προβλέπει 50.000 κερκίδες) για να μπορεί να δικαιολογήσει το μέγεθος της επένδυσης. Οι Τούρκοι ακόμη παλεύουν να αξιοποιήσουν σωστά το δικό τους μεγαθήριο… Μία πίστα με γνώμονα να προσελκύσει την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία για δοκιμές, γεμίζοντας το καλεντάρι της ώστε να είναι μία συμφέρουσα επένδυση και ταυτόχρονα θρέφοντας και αναπτύσσοντας τον προβληματικό και κακό εγχώριο μηχανοκίνητο αθλητισμό, δεν χρειάζεται να έχει τόσο μεγάλο κόστος. Απεναντίας όμως, μία τέτοια πίστα θα ήταν αυτό που χρειαζόμαστε.

Φτάνουμε λοιπόν στο 2014 όπου μειώνοντας τα αρχικά σχέδια και διαχωρίζοντας την επένδυση σε δύο στάδια, το κεφάλαιο που λείπει πέφτει στα 35 εκατομμύρια. Μπήκε σε δεύτερο στάδιο η κατασκευή ενός ανοικτού θεάτρου, μίας πίστας ασφαλούς οδήγησης και κάποια άλλα που είχαν προστεθεί ώστε να προσελκυσθούν οι Δήμοι, συνεισφέροντας τα στρέμματα.

Η απορρόφηση των πόρων έπρεπε να γίνει μέχρι τον Απρίλιο του 2018. Προφανώς δεν έχει γίνει το παραμικρό στην περιοχή.

Οι μακέτες, η έγκριση της μελέτης από τον άνθρωπο που σχεδίασε την Monza και όλα αυτά τα όμορφα και θαυμαστά που έχουν ήδη καταφέρει στην χώρα της αναλγησίας αυτοί οι 429 μέτοχοι, έχουν ήδη μπαγιατέψει.

Η Αυτοκινητοδρόμιο Πάτρας Α.Ε. δεν έχει γυρίσει στο μηδέν ακυρώνοντας όλα τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα, όμως όλες αυτές οι περιβαλλοντικές μελέτες και τα σχέδια θέλουν επικαιροποίηση. Από εκεί και πέρα το καλεντάρι έχει κλειδώσει για πολλά χρόνια μπροστά, μαζί με τα συμβόλαια που έχουν οι υπόλοιπες πίστες, κι έτσι η αναμονή για έναν «στρατηγικό επενδυτή» είναι μάταιη.

Οι τριάντα που λιγοψύχησαν πριν δύο μήνες, ζητώντας από το Δ.Σ. να προχωρήσει στην εξεύρεση λύσης για αλλαγή του καθεστώτος και εναλλακτική χρήση της μεγάλης αυτής έκτασης, όπως αιολικό ή φωτοβολταϊκό πάρκο, ή κάποιας πρότυπης καλλιέργειας, αυτό βλέπουν.

Από την στιγμή που το δημόσιο έχει καταφέρει να κόψει πολλά από τα αγκίστρια της γραφειοκρατίας, ίσως θα πρέπει κάτι να γίνει με το σχέδιο της πίστας αναβαθμίζοντας τις δυνατότητες χρήσης, πρωτίστως για την αυτοκινητοβιομηχανία ώστε να καταστεί δελεαστικότερη η πρόταση σε μελλοντικό επενδυτή…

Μέχρι τότε εμείς θα συνεχίσουμε να βλέπουμε μακέτες να ξεφυτρώνουν σε όλη την Ελλάδα, όπως για παράδειγμα όταν πρόσφατα βγήκε σε τοπικό κανάλι ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας να ανακοινώσει πως διερευνά την πιθανότητα μίας πίστας δίπλα στο αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου… Θυμηθείτε το, μπαίνουμε σε μία περίοδο που θα ακούμε για πολλές πιθανές πίστες F1 στην Ελλάδα, με τον ίδιο τον Ecclestone να μην έχει κανένα σχέδιο να γίνει τέτοια προσθήκη στο πρόγραμμα και την Dorna να έχει κλειδώσει τις θέσεις μέχρι και για τις βοηθητικές πίστες! Η προσέγγιση που γίνεται σε αυτό το θέμα στην Ελλάδα είναι λανθασμένη:

Στο Καστελιόλι έξω από την Βαρκελώνη, ο ιδιοκτήτης της πίστας ανέλυε στο ΜΟΤΟ πώς την έκανε κερδοφόρα και έχει τους ντόπιους να χαίρονται μία εξωφρενικά καλή πίστα για track days που διαφορετικά είτε το εισιτήριό της θα ήταν τεράστιο, είτε δεν θα μπορούσε να είναι κερδοφόρα. Τα κατάφερε κάνοντας υποδομές για δοκιμές των εταιριών, έχοντας εγκαταστήσει ένα υπερσύγχρονο σύστημα τηλεμετρίας που στέλνει απευθείας δεδομένα στην Audi και την BMW, μεταξύ άλλων. Τα στέλνει σε πραγματικό χρόνο (!) στα κέντρα R&D στην Γερμανία. Αυτό εξασφαλίζει στους κατασκευαστές μειωμένο κόστος, καθώς αντί για ολόκληρη ομάδα, στέλνουν μονάχα ένα αυτοκίνητο με οδηγό, στον οποίο συνομιλούν ζωντανά και δίχως να χάνουν χιλιοστό του δευτερολέπτου βλέπουν τι γίνεται σε κάθε στροφή! Κι έτσι η συγκεκριμένη πίστα έχει συνέχεια δουλειά και κλεισμένες ημερομηνίες. Αντίστοιχα το Μοντεμπλάνκο στην Σεβίλλη λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Όλο το DTM ξεχειμωνιάζει εκεί… Κοινό χαρακτηριστικό τους; Πώς δεν είναι πίστες για F1 ή για MotoGP, είναι όμως αυτό που θέλει η τοπική κοινωνία και που ταυτόχρονα χρειάζονται πολλές εταιρίες. Με τον καιρό της Ελλάδας και με την αγορά γης να είναι σε ύφεση κάτι τέτοιο είναι το παράδειγμα που θα έπρεπε όλοι να κοιτούν, αλλά όχι. Εμείς θέλουμε σαράι, το παλατάκι είναι μικρό για την αφεντιά μας…

Ας ξεκινήσουμε από εκεί λέμε εμείς, κι όταν βελτιωθεί το είδος μας και φύγουμε από την νοοτροπία της καφετέριας, τότε και οι αγώνες του παγκοσμίου μόνοι τους θα έρθουν...

Μια απ' τις πιο σημαντικές "μοτοσυκλέτες" της Moto Guzzi

Η κρυφή ιστορία πίσω απ' το τρίτροχο
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

6/2/2019

Moto Guzzi V7, η πιο αναγνωρίσιμη της εταιρείας που κατέχει το ρεκόρ του Ευρωπαίου κατασκευαστή με την μεγαλύτερη ΑΔΙΑΚΟΠΗ λειτουργία, μία μοτοσυκλέτα είδωλο για όλους τους ιταλόφιλους και όχι μονάχα τους guzzisti! Σήμερα θα πάμε στην απαρχή της ιστορίας της και θα βρούμε την βάση για έναν από τους λόγους της επιτυχίας της. Και για να το κάνουμε αυτό θα ξεκινήσουμε με μία ελάχιστα γνωστή τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που παίζει με τα όρια που υπάρχουν με την αυτοκίνηση του σήμερα, μιας και κάποτε όλες αυτές οι περιοχές ήταν ακόμη πιο γκρίζες…

Με μια πρώτη ματιά το τρίτροχο της Moto Guzzi εντυπωσιάζει με τον σχεδιασμό του θυμίζοντας περισσότερο αυτοκίνητο -λόγω του τιμονιού- και λιγότερο φουρκόνι όπως θα προτρέξουν πολλοί να το παρομοιάσουν, όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι τελείως ξεχωριστό.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η Moto Guzzi υπέγραψε μια συμφωνία με τον ιταλικό στρατό ώστε να τους κατασκευάσει ένα όχημα ικανό για να περάσει ακόμη κι απ’ τα πιο δύσβατα ορεινά μονοπάτια, μεταφέροντας συνάμα μεγάλες ποσότητες προμηθειών και χωρίς να έχει μεγάλο κόστος συντήρησης. Η πρόταση έπεσε στο τραπέζι της Moto Guzzi απ’ τον στρατηγό Ferruccio Garbari που ήθελε να “αποσύρει” τα μουλάρια που χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος τα στρατεύματα για την μεταφορά εφοδίων καθώς κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου αποδείχτηκαν υπό μια έννοια ζημιογόνα, αφού όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έπρεπε να τραφούν για να αποδώσουν - και με τη τροφή να είναι περιορισμένη τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Έτσι τον Μάρτιο του 1960 μετά από έναν χρόνο εντατικών δοκιμών και τροποποιήσεων, η Moto Guzzi παρουσίασε το Autoveicolo Da Montagna (ορεινό όχημα).

Υπεύθυνος για τη δημιουργία του ήταν ο ευρηματικός μηχανικός της ιταλικής εταιρείας, Giulio Carcano. Το αρχικό του πλάνο ήταν να χρησιμοποιήσει τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 500 κυβικών που είχαν κι άλλες μοτοσυκλέτες της εταιρείας -τόσο στρατιωτικές όσο και παραγωγής, όμως αφού αποδείχτηκε αρκετά αδύναμος τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Giulio είχε σχεδιάσει έναν αερόψυκτο δικύλινδρο V 90ο με σκοπό να τοποθετηθεί στην sport έκδοση του Fiat 500, όμως το σχέδιο ματαιώθηκε καθώς η Moto Guzzi δεν είχε τη δυνατότητα να τον παράγει στις ποσότητες που ζητούσε η Fiat. Ναι, ήταν μία ωραία εποχή που ευνοούσε τις συνεργασίες. Το γεγονός πως ήταν υπεύθυνος στη δημιουργία του Autoveicolo Da Montagna του έδωσε τη δυνατότητα να εξελίξει περαιτέρω τον κινητήρα αυξάνοντας τον κυβισμό στα 754 κυβικά, προσφέροντας έτσι στο βαρυ σχετικά πρωτότυπο τις απαραίτητες επιδόσεις για να περνά και απ' τα πιο δύσκολα μονοπάτια. Ακόμη, ο κινητήρας είναι εφοδιασμένος με κιβώτιο έξι σχέσεων και μια όπισθεν παρέχοντας την κατάλληλη κλιμάκωση της δύναμης ώστε να ανεβαίνει μέχρι και πλαγιές με κλίση έως 31 μοίρες. Για να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα σε οποιοδήποτε τερέν, εφοδίασε τους πίσω τροχούς με ένα είδος ερπύστριας που μάλιστα είναι ρυθμιζόμενη ώστε να παρέχονται τα μέγιστα δυνατά επίπεδα πρόσφυσης, ενώ η μετάδοση της κίνησης γίνεται μέσω του διαφορικού.

Ακόμη ο μπροστινός τροχός παίρνει κίνηση απ’ τον κινητήρα μέσω δύο αξόνων με αποτέλεσμα να εκμηδενίζονται σχεδόν οι πιθανότητες να κολλήσει σε κάποιο μέρος στο βουνό. Όμως, το μεγαλύτερο ατού του –η αναρρίχηση στις απότομες πλαγιές- ήταν ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, καθώς είχαν σκοτωθεί αρκετοί στρατιώτες την ώρα που ανέβαιναν στις πλαγιές αφού πολλές φορές αναποδογύριζε, πλακώνοντάς τους. Με την σκληρότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή, συγκριτικά με την πιο εύκολα συναισθηματικά φορτισμένη δική μας, να ρίχνει βάρος και στο ίδιο το στράτευμα, καθώς δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο...

Σαν σύνολο εκπλήρωνε επιτυχώς τον στόχο του, αφού το πεδίο δράσης του δεν γνώριζε περιορισμούς -χάρη στην κίνηση στους τρεις τροχούς και τις ερπύστριες- ενώ παράλληλα το κόστος συντήρησης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο σε χρήμα αλλά αντίθετα σε χρόνο. Πράγμα που σε στρατιωτικούς όρους το καθιστούσε ασύμφορο. Έτσι οι απώλειες που είχαν προκύψει απ’ τη χρήση του και σε συνδυασμό με τη δύσκολη συντήρηση που είχε λόγω των αξόνων κίνησης οδήγησε στην διακοπή της παραγωγής της, το 1963. Δεν είναι τυχαίο που το ψευδόνυμό του σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, ήταν: "Συνονθύλευμα γραναζιών".

Το εικονιζόμενο, άψογα ανακατασκευασμένο μοντέλο, προέρχεται απ’ το μουσείο The motorworld του V. Sheyanov που βρίσκεται κοντά στην Σαμάρα, βορειοανατολικά της χώρας μας κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και του Καζακστάν.

Ο Peter Moskovsskikh αναφέρει την ιστορία της μοτοσυκλέτας μέχρι να μπει στο μουσείο ως έκθεμα λέγοντας: “Την αποκτήσαμε από έναν συλλέκτη στο Rimini. Δεν ήταν σε κακή κατάσταση όμως η ολική ανακατασκευή της ήταν απαραίτητη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να βρούμε όλα τα ανταλλακτικά και όχι η διαδικασία της αναπαλαίωσης που διήρκησε έξι μήνες.” Για την ακρίβεια η αναπαλαίωση ήταν τόσο πιστή που απέκτησε ξανά μέχρι και την Beretta 38/49 που χρησιμοποιούσαν τα ιταλικά στρατεύματα στο ‘B Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και το έμβλημα του Torino Alpini του στρατιωτικού σώματος που την χρησιμοποιούσε.

Η ανακατασκευή της όμως δεν έγινε στο ρωσικό μουσείο όπως πολλοί θα πιστεύαμε αλλά πίσω στην Ιταλία, στο Cingoli, απ’ τον Costantino Frontalini ιδιοκτήτη ενός άλλου μουσείου που είναι αφιερωμένο στα sidecars.

Το τρίτροχο της Moto Guzzi έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της κίνησης που είχε και στους τρείς τροχούς καθώς και των ερπυστριών της όμως το πραγματικό μυστικό είναι ότι κρύβει μέσα της κάτι που είναι ανεκτίμητης ιστορικής αξίας για την εταιρεία, τον κινητήρα της. Όχι μόνο επειδή ήταν ο πρώτος διάταξης V της Moto Guzzi που χρησιμοποιήθηκε έστω και σε μοντέλο για στρατιωτική χρήση αλλά επειδή μετέπειτα θα εξόπλιζε μοντέλο - είδωλο της εταιρείας, το V7.

Ο λόγος της δημιουργίας της V7, αποσκοπούσε στο να κερδίσει η Moto Guzzi έναν διαγωνισμό που είχε ξεκινήσει η ιταλική κυβέρνηση για τον εξοπλισμό της αστυνομίας με μοτοσυκλέτες. Νικητής του διαγωνισμού θα ήταν αυτός που η μοτοσυκλέτα του θα είχε το χαμηλότερο κόστος συντήρησης απ' τις υπόλοιπες στα πρώτα 100.000 και όπως καταλαβαίνετε η Moto Guzzi σε αυτόν τον τομέα δεν είχε αντίπαλο, χάρη τη δημιουργία του Giulio Carcano. Για να τον τιμήσει έδωσε τ' όνομά του στον κινητήρα, παρουσιάζοντας έτσι τον Carcano V7Έτσι το 1964 η πρώτη V7 βγήκε στην παραγωγή διαμορφώνοντας την εικόνα της Moto Guzzi που μέχρι σήμερα παραμένει αναλλοίωτη με τους εγκάρσια τοποθετημένους κινητήρες.

Αν θέλετε, εδώ μπορείτε να διαβάσετε την δοκιμή της V7 II Special 2015, συνεχίζοντας την ιστορία του Carcano...

Ετικέτες