Οδηγούμε Yamaha R1 του 2020 μαζί με τον Σάκη Συνιώρη

Οι λεπτομέρειες που την ολοκλήρωσαν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/2/2020

Τον Απρίλιο του 2015 ταξιδέψαμε στην Αυστραλία για να οδηγήσουμε την ολοκαίνουρια τότε Yamaha R1. Από την πρώτη R1 του 1998 η Yamaha έλεγε πως αυτή η μοτοσυκλέτα είναι εμπνευσμένη από των κόσμο των GP, αλλά η R1 του 2015 ήταν η πρώτη που πραγματικά έμοιαζε εμφανισιακά και είχε τεχνολογία από τον κόσμο των MotoGP. Η μεγάλη διαχωριστική γραμμή αυτής της μοτοσυκλέτας από το παρελθόν ήταν τα ηλεκτρονικά βοηθήματα, που σε συνδυασμό με τον cross-plane στρόφαλο (είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο προηγούμενο μοντέλο) την απομάκρυναν όσο περισσότερο γινόταν από τον “ταπεινό” κόσμο των superbike και την έβαζαν στην ελίτ των μοντέρνων hyperbike. Από τότε έως σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει αγριέψει πολύ και η Yamaha φρόντισε να κρατήσει φρέσκια τη μοτοσυκλέτα της με μια ενδιάμεση αναβάθμιση το 2018. Δυστυχώς τη μοτοσυκλέτα εκείνη δεν την οδηγήσαμε ποτέ και δεν έχουμε άποψη για τις βελτιώσεις που έκανε η Yamaha στα σημεία που πονούσε η R1. Όμως τώρα έχουμε στα χέρια μας το μοντέλο του 2020 και συγκεκριμένα την προσωπική μοτοσυκλέτα του 11 φορές πρωταθλητή Ελλάδος Σάκη Συνιώρη, η οποία θα αντικαταστήσει την Kawasaki ZX-10RR στο πρωτάθλημα του 2020 και όπως ήταν φυσικό δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη, δίνοντας ραντεβού στα EXTREME TRACK DAYS στην πίστα των Μεγάρων.

Έως τώρα, όλα τα οδηγικά ραντεβού μας με την R1 ήταν στην πίστα των Σερρών. Ένα περιβάλλον δηλαδή, που είναι κομμένο και ραμμένο για να αναδείξει τα πλεονεκτήματα αυτής της μοτοσυκλέτας. Σταθερότητα και υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή και μια γλυκιά παροχή δύναμης από τον κινητήρα, που προσφέρει περισσότερη πρόσφυση στο πίσω ελαστικό ώστε να ανοίξεις το γκάζι πιο νωρίς. Στις Σέρρες η R1 είναι… ποίημα! Τώρα όμως το ραντεβού μας ήταν στα Μέγαρα και οι ιδιαιτερότητες αυτής της πίστας αλλάζουν δραματικά το σκηνικό. Στις Σέρρες οι φυσικές ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα έδιναν ρόλο κομπάρσου στα ηλεκτρονικά. Στα Μέγαρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί η χάραξη της πίστας επιβάλει οδήγηση “stop & go” με αυτά τα θηρία των 200 ίππων. Ως εκ τούτου τα ηλεκτρονικά αναλαμβάνουν ρόλο πρωταγωνιστή, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καλό για τη δουλειά μας, διότι η Yamaha έχει κάνει βελτιώσεις σε αυτόν τον τομέα στο μοντέλου του 2020. Επίσης έχει αλλάξει ολόκληρη την κεφαλή, το σύστημα λίπανσης του κινητήρα και την αεροδυναμική του φαίρινγκ, δηλαδή πράγματα που τα χρειάζεσαι στην πίσω ευθεία.

Η ιπποδύναμη που ανακοινώνει η Yamaha παραμένει στα 200 άλογα στις ίδιες στροφές (13.500), όπως και η ροπή των 11,6kg/m στις 11.500. Τότε γιατί άλλαξαν το σχήμα στα ενδιάμεσα κοκκοράκια μεταξύ των εκκεντροφόρων και των βαλβίδων και γιατί τα νέα μπεκ ψεκασμού είναι τώρα στο πάνω μέρος των νέων αυλών εισαγωγής και πιο κοντά στον θάλαμο καύσης; Και γιατί άλλαξαν το κύκλωμα λίπανσης, που τώρα έχει λιγότερες απώλειες δύναμης στις υψηλές στροφές και καλύτερη λίπανση στα κομβία του στροφάλου και τις μπιέλες; Διότι οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές αφορούν τις αγωνιστικές ομάδες του SBK που θα αγοράσουν το εργοστασιακό κιτ και όχι τόσο τον απλό πελάτη. Βέβαια κάποιες από αυτές βοηθούν ώστε ο κινητήρας να περνάει τις αυστηρότερες προδιαγραφές Euro 5, χάρη των οποίων έχουμε πλέον δύο νέους καταλύτες, που ευθύνονται αποκλειστικά για την αύξηση του βάρους κατά 2 κιλά, φτάνοντας στα 201kg (από 199kg) για το βασικό μοντέλο και στα 202kg (από 200kg) της έκδοσης M. Θυμίζουμε πως η έκδοση M έχει μεν carbon fiber φαίρινγκ, αλλά έχει επίσης και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, που μαζί με τον περίπλοκο μηχανισμό που τις ελέγχει, είναι πολύ πιο βαριές από τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB. Επίσης το carbon φαίρινγκ της M1 έχει άφθονη ρητίνη και προστατευτικό βερνίκι για να δείχνει όμορφο και να αντέχει στους “πυροβολισμούς” από τα μυγάκια με τα όξυνα υγρά τους και είναι σαφώς πιο βαριά από τα αγωνιστικών προδιαγραφών carbon φαίρινγκ, που έχουν ελάχιστη ρητίνη και μηδέν βερνίκι. Για αυτή τη δοκιμή είχαμε από την αρχή φτιάξει στο μυαλό μας μια λίστα με συγκεκριμένους τομείς που θέλαμε να δούμε. Πρώτα απ’ όλα θέλαμε να δοκιμάσουμε την λειτουργία του quick-shifter Up/Down, το οποίο απουσίαζε από το μοντέλο του 2015 (είχε συμβατικό quick-shifter μόνο για τα ανεβάσματα) και η επίσημη του Project Leader δικαιολογία τότε ήταν πως τα συστήματα quick-shifter Up/Down δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αξιοπιστίας της Yamaha…” Προφανώς έλεγε μπούρδες, διότι τα συστήματα Quick-Shifter Up/Down, όχι μόνο δεν καταπονούν το κιβώτιο και τον συμπλέκτη, αλλά αντιθέτως προστατεύουν από τυχόν άγαρμπους χειρισμούς του αναβάτη, διότι ταιριάζουν ιδανικά τις στροφές του κινητήρα με την περιστροφή των δίσκων του συμπλέκτη και του κιβωτίου ταχυτήτων κάθε φορά που ανεβάζεις ή κατεβάζεις ταχύτητα. Μάλιστα το κάνουν αυτό, ακόμα και αν έχεις ελάχιστα ανοιχτό το γκάζι, ενώ τα συμβατικά quick-shifter απαιτούν σχεδόν τέρμα ανοιχτό γκάζι και να “καρφώσεις” αμέσως και σωστά την επόμενη σχέση για να μην κουρέψουν τα γρανάζια. Επίσης τα Quick-Shifter Up/Down σε βοηθούν αφάνταστα να διατηρήσεις σταθερή τη μοτοσυκλέτα στα δυνατά φρεναρίσματα με κατεβάσματα, διότι το αριστερό σου χέρι πιάνει σωστά το γκριπ στο τιμόνι και δεν χρειάζεται να έχεις τα δάκτυλα στη μανέτα του συμπλέκτη. Οπότε η δικαιολογία περί αξιοπιστίας ήταν απλώς ένα “παιδικό ψέμα” για να μην πουν πως δεν είχαν βρει προμηθευτή για να το βάλουν στο μοντέλο του 2015 ή απλά δεν σκέφτηκαν πως θα το έκανε ο ανταγωνισμός πριν από αυτούς. Και όχι δεν μας διαλύθηκε το κιβώτιο στη μοτοσυκλέτα του Σάκη επειδή χρησιμοποιούσαμε το quick-shifter Up/Down συνεχώς.

Να πούμε όμως πως στη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχαμε αλλάξει το setup του λεβιέ ταχυτήτων ώστε η 1η να είναι πάνω και οι υπόλοιπες σχέσεις να είναι “πατητές”. Η Yamaha είναι από τις λίγες εταιρείες που έκατσε και σχεδίασε ένα έξυπνο σύστημα αρθρώσεων για τον λεβιέ ταχυτήτων, που σου επιτρέπει να κάνεις αυτή την αλλαγή εύκολα και χωρίς να μπερδεύει τον διακόπτη του quick-shifter. Πράγματι το quick-shifter είχε άψογη λειτουργία, παρά την αλλαγή στη συνδεσμολογία του λεβιέ, με μοναδική εξαίρεση το “κατέβασμα” από 2α σε 1η, όπου κάποιες φορές πέταξε νεκρά και σε εμένα και στον Σάκη. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο όταν οδηγάς γρήγορα στην πίστα και γι΄αυτό στα αγωνιστικά κιβώτια το κενό μεταξύ 1ης και 2ας είναι ελάχιστο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα λόγια του μηχανικού της BMW όταν οδήγησα την S 1000 RR του WSBK στη Jerez: Όταν έρθεις πίσω στα πιτς μην προσπαθήσεις μάταια να βρεις νεκρά με τον κινητήρα να δουλεύει. Απλά πάτα συμπλέκτη και σβήσε…” Στην εξίσωση θα προσθέταμε και την εργονομία της θέσης οδήγησης που δεν βόλευε το πόδι να κάνει ολόκληρη την κίνηση στον λεβιέ, η οποία όμως είναι ένα μεγάλο θέμα από μόνη της.

Ακόμα και στο θέμα της εργονομίας, η ιδιαίτερη χάραξη της πίστας των Μεγάρων έπαιξε τον ρόλο της. Για κάποιον εντελώς ηλίθιο λόγο, σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές πιστεύουν πως οι κοντές και χαμηλές ζελατίνες, τα στενά φαίρινγκ και τα μικρά ρεζερβουάρ κάνουν τις superbike να δείχνουν όμορφες και ως εκ τούτου θα πάει ο κόσμος να τις αγοράσει. Πράγματι τις δεκαετίες του ’90 και των αρχών του 2000 τα τετρακύλινδρα superbike ήταν χοντρά σαν γελάδες και έδειχναν πιο βαριά απ’ ότι ήταν. Όμως τα τελευταία χρόνια το έχουν παρακάνει τόσο πολύ με τον μινιμαλισμό, που έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία αγωνιστικών after market  προϊόντων που… χοντραίνουν τα superbike. Με το φαίρινγκ της R1 του 2020 δεν χρειάζεται να ασχοληθείς, διότι το έκανε η Yamaha από μόνη της. Μοιάζει αρχικά ίδιο με το προηγούμενο αλλά στην πραγματικότητα έχει φαρδύνει στο ύψος του τιμονιού και η ζελατίνα διώχνει πιο αποτελεσματικά τον αέρα από το κράνος και το σώμα του αναβάτη.

Το αποτέλεσμα είναι το μοντέλο του 2020 να έχει 5,3% μικρότερη αντίσταση στις υψηλές ταχύτητες. Αυτό δεν είναι μόνο κερδισμένα δεκατάκια στα χρονομετρημένα, ούτε είναι μόνο πλεονέκτημα όταν παίρνεις ή σου παίρνουν το slipstreaming μέσα στον αγώνα. Είναι επίσης πλεονέκτημα για τα αποθέματα σωματικής αντοχής του αναβάτη στους αλλεπάλληλους γύρους. Πράγματι η αεροδυναμική της νέας R1 ήταν εξόφθαλμα βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, έστω κι αν στα Μέγαρα δεν πιάσαμε την τελική που είδαμε στην ευθεία των Σερρών με το προηγούμενο μοντέλο. Σε ότι αφορά όμως την υπόλοιπη εργονομία της θέσης οδήγησης, πρέπει να πούμε πως ήταν η αιτία όλων των προβλημάτων που είχαμε πάνω στη σέλα. Το τιμόνι, τα μαρσπιέ και η απόστασή τους από την σέλα είναι άψογα. Όμως το γλιστερό κάλυμμα της σέλας και το σχήμα του ρεζερβουάρ γύρω από τα πόδια σου καταστρέφουν όλη την εικόνα και την εμπειρία οδήγησης της μοτοσυκλέτας στα Μέγαρα.

Τόσο στα φρένα, όσο και στις επιταχύνσεις, το κάτω μέρος τους σώματός σου δεν έχει σταθερό σημείο στήριξης, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο απ’ όσο πρέπει τα χέρια σου για να κρατηθείς πάνω στη μοτοσυκλέτα. Στις Σέρρες φρενάρεις αληθινά μόνο στην Κ1 και την Κ5 και πριν πέσεις στα φρένα έχεις αρκετή ώρα να τοποθετήσεις σωστά το σώμα σου και το φρενάρισμα έχει αρκετή χρονική διάρκεια. Επίσης οι Σέρρες έχουν πολύ trail-braking. Στα Μέγαρα όμως φρενάρεις απότομα, πολύ δυνατά για λίγα μέτρα, με την μοτοσυκλέτα όρθια και trail-braking ουσιαστικά έχει μόνο η Κ1. Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, καταλαβαίνεις γιατί όταν κάναμε τεστ στις Σέρρες την R1, δεν γράψαμε τίποτα αρνητικό για την εργονομία της θέσης οδήγησης, ενώ τώρα στα Μέγαρα, η ευρυχωρία τις γλιστερής σέλας και το μικρό ρεζερβουάρ γινόντουσαν αιτία για παρενέργειες στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κούνημα του τιμονιού στην έξοδο για την μεγάλη ευθεία, που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη σταθερότητα του πλαισίου. Όσες φορές κούνησε η R1 ήταν επειδή γλίστραγα στη σέλα και προσπαθούσα να κρατηθώ πάνω στη μοτοσυκλέτα από το τιμόνι. Και καθώς φορούσε slick ελαστικά της Dunlop, είχα όσο κράτημα γούσταρα για να χουφτώνω το γκάζι με… χυδαιότητα. Επίσης η πρόωρη κόπωση στους καρπούς και τους πήχεις των χεριών, οφειλόταν ξεκάθαρα στην έλλειψη στήριξης του κάτω μέρους του σώματος από τα πόδια στο ρεζερβουάρ. Αν δεν είχα οδηγήσει την R1 στις Σέρρες, θα έλεγα πως είναι από τις πιο απαιτητικές superbike σε θέμα φυσικής κατάστασης του αναβάτη. Κάτι που δεν είναι απολύτως αληθές. Η R1 είναι απολαυστικά σταθερή στις παρατεταμένες στροφές και κρατά σε ηρεμία και ξεκούραστο τον αναβάτη. Όπως εντυπωσιακή είναι η εμπιστοσύνη που σου δίνει στο trail-braking. Απλώς τέτοιες στροφές δεν έχουν τα Μέγαρα… Η σταθερότητά της έχει μια μικρή επίπτωση στην ευελιξία και αυτό το είχαμε επισημάνει και στις Σέρρες, όταν η μοτοσυκλέτα έπρεπε να αλλάξει απότομα κατεύθυνση στο τριπλό S. Τόσο η βασική έκδοση, όσο και η Μ, έχουν ελαφριές ζάντες μαγνησίου με μειωμένο γυροσκοπικό φαινόμενο και η επιθετική κορώνα των slick ελαστικών θα έπρεπε να βοηθούν την ευελιξία, όμως πρακτικά στην R1 δεν αρέσει ο κλεφτοπόλεμος. Σε κάθε περίπτωση, αν σκοπεύετε να κάνετε πολλά track day, βάλτε ένα αντιολισθητικό κάλυμμα στη σέλα και βρείτε στην after market αγορά, τις ειδικές πλαστικές προσθήκες για το ρεζερβουάρ. Οι αλλαγές αυτές είναι βέβαιο ότι θα πετάξουν έξω από το παράθυρο τα περισσότερα σημεία αρνητικής κριτικής που έχουμε κάνει σε αυτό το κείμενο. Εναλλακτικά κάντε track day μόνο στις Σέρρες που η R1 νοιώθει σαν το σπίτι της…

Όπως το πλαίσιο, έτσι κι ο κινητήρας της R1 έχει μοναδικά πλεονεκτήματα λόγω του cross-plane στροφάλου της, που την διαφοροποιεί εντελώς από κάθε άλλη τετρακύλινδρη εν σειρά. Αυτός ο κινητήρας μοιάζει περισσότερο με τον V4 της Aprilia,παρά με τις υπόλοιπες ιαπωνικές superbike. Φέτος αλλάξανε την ηλεκτρονική γκαζιέρα και το λογισμικό των ride mode του ride by wire ψεκασμού.

Όπως θα θυμάστε στο τεστ του ΜΟΤΟ από τις Σέρρες τον Οκτώβριο 2015, είχαμε γράψει πως στο “Power 1” η μοτοσυκλέτα τινάζεται απότομα μπροστά και σου ανοίγει τη γραμμή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούμε την περισσότερη ώρα το “Power 2” το οποίο όμως έκοβε αρκετά την επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας στις εξόδους των στροφών. Πάνω σε αυτό το πρόβλημα δούλεψαν και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, έστω κι αν το “Power 2” εξακολουθεί να μας αρέσει περισσότερο, τουλάχιστον μέσα στα Μέγαρα. Ούτε τινάζει τη μοτοσυκλέτα, ούτε την κοιμίζει και πλέον σε βοηθάει να εκμεταλλευτείς στο έπακρο τις “γεμάτες” ροπή μεσαίες στροφές του κινητήρα, που απλώνει ομοιόμορφα τη δύναμή του έως τον κόφτη στις 14.000+ στροφές. Βέβαια όπως όλες οι καινούριες hyperbike, η R1 έχει υπερβολικά μακριές 1η, 2α και 3η ακολουθώντας την αγωνιστική φιλοσοφία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως για να βάλεις 5η στα Μέγαρα θα πρέπει να κοντύνεις γενναία την τελική μετάδοση, όπως κάνουν όλοι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Με την στάνταρ τελική μετάδοση, είναι άθλος να στρίψεις με 2α ακόμα και με την επιπλέον φόρα που σου δίνουν τα slick. Όπως κι αν έχει, η πραγματικότητα είναι πως έχει τόσο όμορφα απλωμένη η δύναμη ο κινητήρας, που στην αρχή πιάνεις κόφτη στροφών χωρίς να το καταλάβεις και οι 14.000 στροφές σου φαίνονται… λίγες! Ο Σάκης γύρισε στο 1:01 εκείνη την ημέρα, που είναι θαυμάσιος χρόνος για εντελώς normal μοτοσυκλέτα, δεδομένης της κατάστασης που ήταν η πίστα λόγω της βραδινής βροχόπτωσης που είχε προηγηθεί.

Εμείς έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας να μην υπάρχουν άλλες μοτοσυκλέτες κοντά μας όταν περνούσαμε εμπρός από τον φωτογράφο, οπότε δεν κάναμε πάνω από δύο-τρεις συνεχόμενους γύρους σε γρήγορο ρυθμό, κάτι που σιχαίνονται τα slick ελαστικά, ρίχνοντας απότομα την θερμοκρασία τους και το επίπεδο κρατήματος. Ακόμα κι έτσι όμως το cornering ABS φρόντισε να θυμίσει και στους δυο μας πως δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση σε πίστα. Όσες φορές βγαίναμε με αρκετή φόρα στην πίσω μεγάλη ευθεία και μπορούσαμε να κουμπώσουμε την μακριά 4η στο κιβώτιο, τα φρένα της R1 έμοιαζαν σαν να μην έχουν τη δύναμη να σταματήσουν την ορμή της. Σε αντίθεση με τα παλαιού τύπου συμβατικά ABS που η μανέτα πάλλεται και τρέμει όταν επεμβαίνουν, στο cornering ABS η μανέτα μένει σκληρή, με μια ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση. Έτσι δεν έχεις αίσθηση σε ποιο σημείο ακριβώς επεμβαίνει και το μόνο που καταλαβαίνεις είναι πως προσπέρασες το ιδανικό σημείο εισόδου για μερικά μέτρα.

Γι΄αυτό και θα συνεχίσουμε να ζητάμε από τα εργοστάσια να σταματήσουν τη νέα πατερναλιστική μόδα της μη δυνατότητας απενεργοποίησης του ABS στις σπορ μοτοσυκλέτες. Κατά τα λοιπά, τα φρένα της R1 σε επίπεδο hardware είναι άριστα, με πολύ καλή αίσθηση, άμεση απόκριση στο άγγιγμα της μανέτας και ισχυρό δάγκωμα έως τη στιγμή που θα σηκωθεί ο πίσω τροχός και θα επέμβει το ABS… Ποιος είναι λοιπόν ο τελικός απολογισμός από την οδήγηση της R1 του 2020; Στα καλά νέα βάζουμε όλες τις αλλαγές που έκαναν στα σημεία που είχαμε ασκήσει κριτική στο προηγούμενο μοντέλο. Βελτίωσαν το λογισμικό των “mode” στον ride by wire ψεκασμό, βελτίωσαν την προστασία του φαίρινγκ και έβαλαν quick-shifter Up/Down. Επίσης στα καλά νέα βάζουμε και την ηρεμία και σταθερότητα του πλαισίου (έστω κι αν έχει κόστος στην ευελιξία), όπως φυσικά μας αρέσει η ομαλή απόδοση του κινητήρα με τις γεμάτες μεσαίες. Όλα τα σημεία της κριτικής της R1 είναι σχεδόν κοινά με όλων των καινούριων superbike και εντοπίζονται στην εργονομία και το ABS. Όσο για τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB σε σχέση με τις ημι-ενεργητικές της Ohlins που είχε η Μ1, επιμένουμε προς το παρόν στην άποψή μας πως η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι καλή (προς το παρόν) μόνο για τον δρόμο. Τονίζοντας το πρόσκαιρο της τοποθέτησης αυτής. Στην πίστα οι συμβατικές αναρτήσεις συνεχίζουν να είναι ανώτερες σε αίσθηση και πληροφόρηση.  

 

Η δοκιμή της R1 του Σάκη Συνιώρη έγινε στα πλαίσια του EXTREME TRACK DAYS. Ευχαριστούμε θερμά τον Σωτήρη Ζαφειρόπουλο και τους συνεργάτες τους για τη βοήθεια και την υπομονή τους στις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η διαδικασία φωτογράφησης ενός τεστ του ΜΟΤΟ, αλλά και για τις προσπάθειες που κάνουν, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα όλοι μας να οδηγούμε μέσα στο ασφαλές περιβάλλον τις πίστας.

                     

Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στο ΜΟΤΟ αλλά και στην ίδια μοτοσυκλέτα όταν θα έχει προετοιμαστεί πλήρως για το HSBK...

Δοκιμή Thrust Motor DSR 150 LC ABS+TCS: Έσο έτοιµος

Oλοκληρωµένη πρόταση στα 150 κ.εκ.
δοκιμη thrust motor dsr150
Από τον

Γιάννη Τσινάβο

10/8/2024

Κάποια scooter µπαίνουν ξαφνικά στη ζωή σου εκεί που δεν το περιµένεις και σου κάνουν την καθηµερινότητα πιο εύκολη χωρίς να ζητούν πολλά ή να κοστίζουν πολλά, όπως το DSR 150 της Thrust Motor που χωρίς µεγάλα λόγια πετάει µε αξιώσεις το γάντι στους αντιπάλους του.

Στις µέρες µας στην κατηγορία των scooter των 150 κ.εκ. υπάρχει πληθώρα επιλογών. Από εκεί και έπειτα ξεκινά η εσωτερική αναζήτηση για το τι χρειάζεται ο καθένας στην καθηµερινότητα του, και το πιο σηµαντικό, πόσα χρήµατα θέλει να δαπανήσει. Εκεί µπαίνει στην εξίσωση το DSR 150 της δοκιµής µας. Η Thrust Motor τα τελευταία χρόνια έχει µπει για τα καλά στη µοτοσυκλετιστική ζωή µας, παρουσιάζοντας ενδιαφέροντα µοντέλα ειδικά στην κατηγορία των scooter. Ένα από αυτά είναι και το DSR 150 το οποίο έρχεται να µπει σφήνα στον ανταγωνισµό και από ότι φαίνεται έχει όλα τα εχέγγυα για να πετύχει τους στόχους του.

δοκιμη thrust motor dsr150

Αντικρίζοντας το από κοντά διαπιστώνεις πως το DSR 150 είναι πιο όµορφο από ότι στις φωτογραφίες. Σε αυτό βοηθά και το µατ-γκρι χρώµα το οποίο αναµφίβολα σε κερδίζει. Το µπροστινό τµήµα του scooter είναι το δυνατό του σηµείο, µε τους LED προβολείς σε συνδυασµό µε τα φώτα ηµέρας να σχηµατίζουν ένα ιδιαίτερο σχήµα. Στο πίσω µέρος εντυπωσιάζει το φωτιστικό σώµα το οποίο είναι σαν να έχει... φωλιάσει µέσα στο scooter.

Εύσηµα αξίζουν και για το µεσαίο τµήµα του DSR 150 το οποίο είναι άρτια κατασκευασµένο και φιλοξενεί την ποδιά αλλά και τα µαρσπιέ του συνεπιβάτη, τα οποία είναι αναδιπλούµενα. Στα θετικά στοιχεία του scooter περιλαµβάνονται η φιµέ ζελατίνα που προστατεύει ικανοποιητικά τον αναβάτη, ενώ µας έκανε εντύπωση και η LCD οθόνη της οποίας η φωτεινότητα ρυθµίζεται εύκολα µε έναν διακόπτη που βρίσκεται εκεί που θα συναντούσαµε σε άλλες µοτοσυκλέτες τον διακόπτη για τη µεγάλη σκάλα των φώτων. Το τιµόνι βρίσκεται σε σωστή θέση, οπότε δεν υπάρχει πρόβληµα µε τα γόνατα του αναβάτη, κάτι που συναντάµε συχνά-πυκνά σε άλλα scooter µε αυτές τις διαστάσεις. Κάτω από αυτό υπάρχει γάντζος για να κρεµάσεις κάποια τσάντα ενώ στα δεξιά υπάρχει ντουλαπάκι το οποίο µπορεί να χωρέσει αρκετά αντικείµενα -εµείς χωρέσαµε δύο µπουκάλια νερού του µισού λίτρου.

Πολύ καλή είναι η ποιότητα και των υπόλοιπων διακοπτών, µε τον περιστροφικό διακόπτη να χρειάζεται λίγη εκµάθηση µέχρι να τον συνηθίσεις. Περιστρέφοντας τον, ανοίγει η σέλα, κάτω από την οποία υπάρχει χώρος για ένα jet κράνος και κάποια άλλα µικροαντικείµενα. Στο τελείωµα της σέλας υπάρχουν δύο µεγάλες χειρολαβές οι οποίες προσφέρουν στον συνεπιβάτη περαιτέρω ασφάλεια. Το ύψος της σέλας του DSR 150 βρίσκεται στα χαµηλά 770 χλστ., µεγάλο ατού, καθώς µπορείς να πατήσεις εύκολα τα πόδια σου στο έδαφος ανεξαρτήτως του ύψους σου.

Στην αστική ζούγκλα της Αττικής χαµογελάς µέσα από το κράνος σου, αφού το DSR 150 κινείται σαν αίλουρος και τίποτα δεν µπορεί να το σταµατήσει. Το τιµόνι κόβει αρκετά οπότε µε άνεση θα κάνεις ελιγµούς ώστε να βρεθείς πιο µπροστά στο φανάρι, ενώ τα 146,5 κιλά που ζυγίζει το scooter δεν θα σε απασχολήσουν ούτε µία στιγµή. Αλλάζεις κατεύθυνση άµεσα και χωρίς κόπο ενώ δεν θα συναντήσεις κανένα πρόβληµα κατά την διήθηση καθώς οι καθρέφτες δεν πρόκειται να έρθουν σε επαφή µε αυτούς των αυτοκινήτων.

δοκιμη thrust motor dsr150

Σύµµαχος εντός των αστικών τειχών

Γράφοντας περισσότερα χιλιόµετρα µε το DSR 150 συνειδητοποιείς πως ο τετράχρονος µονοκύλινδρος, υγρόψυκτος, διβάλβιδος κινητήρας χωρητικότητας 149,6 κ.εκ. και απόδοσης 14,7 ίππων τα πάει περίφηµα. Είναι αθόρυβος, χωρίς ενοχλητικούς κραδασµούς και το βασικό στοιχείο είναι πολύ οικονοµικός. Κατά την οδήγηση ανεβάζει χιλιόµετρα γραµµικά χωρίς κοµπιάσµατα ενώ µε λίγη υποµονή θα µπορέσετε να δείτε την τελική ταχύτητα του DSR 150 η οποία είναι αρκετή ακόµα και για κίνηση σε δρόµους ταχείας κυκλοφορίας, ενώ περιορίζεται µε τον κόφτη στις 9.600 σ.α.λ. Η αλήθεια είναι πως όσοι αγοράζουν scooter της συγκεκριµένης κατηγορίας δεν ενδιαφέρονται για τις τελικές ή για το αν στην κατηφόρα τα χιλιόµετρα θα αυξηθούν ώστε να το µεταφέρουν στους φίλους τους στην καφετέρια, καθώς ο µόνος στόχος δεν είναι άλλος από την πρακτικότητα.

δοκιμη thrust motor dsr150

Η ζελατίνα όπως είπαµε βοηθά στην προστασία από τον αέρα, ενώ και το αφρώδες της σέλας κρατά ξεκούραστο τον αναβάτη αλλά και τον συνεπιβάτη όσα χιλιόµετρα και αν διανύσεις εντός πόλεως. Οι αναρτήσεις κάνουν καλά τη δουλειά τους, µε αποτέλεσµα το DSR 150 να περνά τις κακοτεχνίες του ελληνικού οδοστρώµατος χωρίς να σκέφτεσαι αν αυτές θα σου µεταφέρουν αυτό το ενοχλητικό χτύπηµα στη µέση που σίγουρα έχεις βιώσει σε κάποιο άλλο scooter.

δοκιμη thrust motor dsr150

Οι τροχοί 14 ιντσών µπροστά και 13 ιντσών πίσω, µε τα ελαστικά της CST µε τη σειρά τους σε βγάζουν ασπροπρόσωπο, ενώ το ABS µε το οποίο εφοδιάζεται το DSR 150 κάνει καλά την δουλειά του καθώς έχεις δύναµη και αίσθηση ώστε να φρενάρεις µε ασφάλεια. Ένας έξτρα βοηθός κατά τη διάρκεια της οδήγησης είναι το Traction Control -µπορεί να απενεργοποιηθεί από την οθόνη- το οποίο βρίσκεται στον βασικό εξοπλισµό του scooter περιορίζοντας τα άσκοπα γλιστρήµατα. Με µέση κατανάλωση τα 3 λίτρα στα 100 χιλιόµετρα θα δείτε µε άνεση το DSR 150 να ξεπερνά τα 300 χιλιόµετρα αυτονοµίας, ενώ αν είστε περισσότερο προσεκτικοί µε το άνοιγµα του γκαζιού και χρησιµοποιώντας το Start & Stop που προσφέρεται στον βασικό εξοπλισµό, η κατανάλωση θα πέσει ακόµα περισσότερο, στα 2,7 l/100km.

δοκιμη thrust motor dsr150

Η Thrust Motor µε το DSR 150 έρχεται να προσφέρει µία ολοκληρωµένη πρόταση στα 150 κ.εκ. η οποία θα δελεάσει ακόµη και αυτόν που ακόµα κρατά µία επιφύλαξη για τα scooter µε καταγωγή από την Κίνα. Η δελεαστική του τιµή στα 2.890 ευρώ, ο αξιόλογος εξοπλισµός του, η χαµηλή κατανάλωση, το σύγχρονο design και η καθηµερινή πρακτικότητα τοποθετεί το συγκεκριµένο scooter στο πάνω ράφι της κατηγορίας, µε το DSR 150 να µπορεί να αποτελέσει µε αξιώσεις τον καθηµερινό αστικό σας σύµµαχο. 

Δοκιμή Thrust Motor DSR 150 LC ABS+TCS: Έσο έτοιµος

R3B_0971

Το μούτρο του DSR 150 αφήνει τη φαντασία να οργιάσει

Δοκιμή Thrust Motor DSR 150 LC ABS+TCS: Έσο έτοιµος

R3B_0964

Σέλα με μπόλικο αφρώδες και για τον αναβάτη και για τον συνεπιβάτη

Δοκιμή Thrust Motor DSR 150 LC ABS+TCS: Έσο έτοιµος

R3B_1013

Ντουλαπάκι και γάντζος βοηθούν στη μεταφορά μικροαντικειμένων

Δοκιμή Thrust Motor DSR 150 LC ABS+TCS: Έσο έτοιµος

R3B_1017

H LCD οθόνη είναι ευανάγνωστη ενώ έχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες

Δοκιμή Thrust Motor DSR 150 LC ABS+TCS: Έσο έτοιµος

R3B_1027

Όμορφο από όποια μεριά και να το κοιτάξεις

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΝΑΒΑΤΗ

Κράνος: HJC

Μπουφάν: Seventy Degrees

Παντελόνι: Nordcap

Γάντια: Gari

Μπότες: TCX

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ - Thrust Motor DSR 150 LC TCS

Αντιπρόσωπος:

Δ. ΓΚΟΥΝΤΟΥΦΑΣ ΙΚΕ

Τιμή:

2.890€

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

1.960

Ύψος (mm):

1.165

Μεταξόνιο (mm):

1.375

Ύψος σέλας (mm):

770

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

480

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

580

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

750

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

640

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ ΖΥΓΑΡΙΑ ΜΟΤΟ

146,5kg

Πίσω

57,7%

Εμπρός

42,3%

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, σωληνωτό

Πλάτος (mm):

695

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/146,5

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγφρόψυκτος

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

-

Χωρητικότητα (cc):

149,6

Σχέση συμπίεσης:

-

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

14,7/8.500

Ροπή (kg.m/rpm):

1,4/6.500

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

98,26

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Αυτόματος φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

-

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

-

Ελαστικό:

100/80-14 CST

ΦΡΕΝΟ

Δισκόφρενo 240mm & CBS

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Διπλό αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Με ρυθυμίσεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

-

Ελαστικό:

100/80-13 CST

ΦΡΕΝΟ

Δισκόφρενo 220mm & CBS

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Έγχρωμη LCD οθόνη με ενδείξεις για στροφόμετρο, ταχύμετρο, αυτονομία καυσίμου, στάθμη καυσίμου, ρολόι, ενδεικτικές λυχνίες για φλας/αλάρμ, θερμοκρασία κινητήρα, μπαταρίας, πίεσης λαδιού, εγκεφάλου κινητήρα, μεγάλη/μικρή σκάλα φωτών, full LED φώτα, ρυθμιζόμενο Traction Control που απενεργοποιείται, Start & Stop, keyless κλειδί

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

3

Ελάχιστη

2,7

Μέγιστη

3,2

Αυτονομία (km):

300

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

10,5/-

       

 

Ετικέτες