Ο Γαλλικός Boxer: Η ιστορία που ελάχιστοι γνωρίζουν – Ratier 600 C6S!

Πώς φτάσαμε να υπάρχει γαλλικός boxer κι αμέσως να εξαφανιστεί
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

10/12/2018

Το Παρίσι φλέγεται αυτές τις ημέρες, καθώς σύσσωμη η κοινωνία αντιδρά ακριβώς όπως θα αντιδρούσε οποιαδήποτε κοινωνία που δεν τρώγεται με τα ρούχα της, έχοντας την τάση να κουνά το δάχτυλο πιο γρήγορα από το να σηκώνεται από την καρέκλα. Η απόδοση ευθυνών και η ξερή κριτική είναι πάντοτε πιο εύκολες πρακτικές, και είναι από τις παθογένειες που μας χαρακτηρίζουν βαθιά ως κράτος, όπως και το γεγονός πως την δεκαετία του ’60 (κυρίως-καθώς συνεχίζει ως τώρα το φαινόμενο) πετάξαμε από το παράθυρο κάθε καλή ευκαιρία βιομηχανοποίησης που δημιουργήθηκε. Ωστόσο αυτό είναι ένα καλό σημείο στο οποίο ταιριάζουμε με την μοτοσυκλέτα –και μόνο- στην Γαλλία, που αν μη τι άλλο είχε και εξαιρετικά καλύτερες ευκαιρίες να διαπρέψει, από την στιγμή που διέθετε ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και την Peugeot που δραστηριοποιείται σε 2 και 3 και 4 τροχούς ταυτόχρονα, ως ο παλαιότερος κατασκευαστής μοτοσυκλετών στην ιστορία, ξεκινώντας με το πρωτότυπο του 1898 και βγάζοντας παραγωγή το πρώτο μοντέλο μόλις το 1901!

Με τέτοιο υπόβαθρο θα περίμενε κανείς πως οι πάντα ενωμένοι, λιγάκι σοβινιστές Γάλλοι (γαλλική λέξη ο σοβινισμός) θα είχαν καταφέρει να στηρίξουν όλα τα γενναία βήματα που έγιναν για να αποκτήσουν μία βιομηχανία μοτοσυκλέτας, ως η 3η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης όπως είναι αυτή την στιγμή. Πολλά τους ξέφυγαν, κι άλλα τα κουκούλουσαν επιδεικνύοντας την ίδια αυτοκαταστροφή με εμάς, με ένα από τα κορυφαία παραδείγματα να είναι η Ratier και οι 1.057 boxer μοτοσυκλέτες που κατασκεύασε!

Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, θα την θυμάται κανείς να είναι η προσωπική συνοδεία του Προέδρου de Gaulle και να κυκλοφορεί με περηφάνια στους δρόμους του Παρισιού, ως 100% γαλλικό προϊόν, πράγμα απαραίτητο για να κάνει σταδιοδρομία στους συγκεκριμένους δρόμου, οποιοδήποτε όχημα της εποχής εκείνης. Κι όμως, ήταν τελικά μία σύνθεση διαπλοκής, κοντοφθαλμίας και προσωπικών συμφερόντων που τελικά δεν την άφησαν να προχωρήσει.

Παραδίδοντας οι Ναζί το Παρίσι στην δύση του Β’ΠΠ, αφήνουν πίσω τους τεράστια αποθέματα εφοδίων, κι ανάμεσά τους κινητήρες boxer ως ανταλλακτικά για τις επίσης αμέτρητες BMW R12. Παράλληλα η Ιταλία και η Ιαπωνία ισοπεδώνονται από τους Συμμάχους αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της ισοπέδωσης η παγκόσμια ιστορία της μοτοσυκλέτας αλλάζει τελείως και δημιουργούνται οι μάρκες που ξέρουμε σήμερα. Εδώ παρουσιάζουμε το πνεύμα της εποχής, μέσα από τα παραδείγματα της Ducati και Honda μόνο, και μόνο αυτά στο συγκεκριμένο άρθρο, καθώς ήδη το κείμενο ήταν υπερβολικά μεγάλο.

Στο Παρίσι βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά, σε μία τεράστια αποθήκη με την κωδική ονομασία HPK 503 σε ένα έως τότε γκαράζ λεωφορείων στην Avenue Mozart, οι Γερμανοί είχαν αποθηκεύσει τόνους ανταλλακτικών και κινητήρων, ώστε ακόμη κι αν διακοπτόταν η επικοινωνία με τις δυνάμεις κατοχής στην Γαλλία, να μην αντιμετώπιζαν οι τελευταίες, ζήτημα τροφοδοσίας.

Ήταν τόσο το αποθηκευμένο υλικό, που η νεοσύστατη γαλλική κυβέρνηση έφτιαξε ένα εργοστάσιο παραδίπλα για να συναρμολογεί μοτοσυκλέτες! Σε απόσταση αναπνοής από τον πύργο του Άιφελ και με ένα τεράστιο πάρκο που υπάρχει ως σήμερα και διεξάγονταν αγώνες αλλά και δοκιμές, κατασκευάζονται γαλλικές μοτοσυκλέτες συμπληρώνοντας με ό,τι υπάρχει εύκαιρο τα γερμανικά ανταλλακτικά και τους γερμανικούς κινητήρες! Δημιουργείται έτσι η CMR σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, όπου εργάτες στην κατασκευή είναι οι αποθηκάριοι που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, και τον Ιανουάριο του ΄45 ο Jacques Dormoy τοποθετείται επιβλέπων μηχανικός, έχοντας την ευθύνη.

Συντομεύοντας την αφήγηση, κατασκευάζονται 300 R12 και 80 R73 δηλαδή κινητήρες R75 σε πλαίσιο R71, που εντυπωσιάζουν τις γαλλικές αρχές με την τελική των 150km/h δίνοντας άμεσα παραγγελία για εκατό κομμάτια. Όμως δεν υπήρχαν περισσότερα ανταλλακτικά, κι έτσι η CMR έχοντας ολοκληρώσει τον σκοπό της δημιουργίας της, διαλύεται το 1947. Ο Dormoy και οι βασικοί μηχανικοί περίμεναν πώς-και-πώς την στιγμή αυτή, έχοντας ήδη συνάψει εταιρία από το 1946. Παίρνοντας το διαθέσιμο stock που είχε περισσέψει και με συνεχιζόμενη εμπλοκή Γάλλων κατασκευαστών που σταδιακά συμπλήρωναν ολοένα και περισσότερο, τις αυξανόμενες ελλείψεις, οι γερμανικές μοτοσυκλέτες συνεχίζουν να βγαίνουν στους δρόμους του Παρισιού, ολοένα και πιο απόμακρες από την αρχική τους σχεδίαση. Υπάρχουν αναφορές πως ο Dormoy δέσμευε ανταλλακτικά όλο αυτό το διάστημα, αλλά ακόμη κι έτσι, η ροή της ιστορίας δεν θα ήταν διαφορετική πέρα από τα χρονικά περιθώρια.

Με την συμμετοχή Γάλλων προμηθευτών, τα πλαίσια έγιναν νέα και οι αναρτήσεις καλύτερες, οι στρόφαλοι ιδιαίτερα πιο γεροί ενώ βασική αλλαγή ήταν το τετρατάχυτο κιβώτιο με το λεβιέ στο πόδι, αντί για το χέρι… με 78 x 78 mm και 748 κυβικά αποδίδοντας 22 ίππους, η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν περισσότερο γαλλική παρά γερμανική. Αυτή ήταν η CEMEC L7 και ήταν επίσης ο πρόδρομος της Ratier!

Κατασκευάστηκαν 1.289 μοτοσυκλέτες σε έξι χρόνια, ξεκινώντας το 1948 περίπου 20 χιλιόμετρα νότια της μεγαλόπολης που οι ρυθμοί της διαρκώς αυξάνονταν. Η παραγωγή αυτή δεν ήταν αρκετή για να υποστηρίξει την εξέλιξη ενός νέου κινητήρα, με την BSA αλλά και στο τέλος την ίδια την BMW απευθείας από το Μόναχο που ξανά γεννιόταν από τις στάχτες της, να αποτελούν τους μεγαλύτερους αντίπαλους.

Τι κι αν η ιδιαίτερα δημοφιλής ακροβατική ομάδα χρησιμοποιούσε την L7, τι κι αν οι αστυνομικές επιδείξεις ασκήσεων ακριβείας που προσομοιάζουν την “GYMKHANA” που περίπου εκείνη την εποχή θα δημιουργούνταν στην Ιαπωνία, προσπαθούσαν να δώσουν ώθηση στην αποδοχή της, η L7 δεν κατάφερε να επικρατήσει στο γαλλικό κοινό και το ’54 παύει η παραγωγή της. Έχουν προσπαθήσει στους αγώνες, έχουν βάλει μέχρι και κυλινδροκεφαλή από Zündapp KS750 για να φτιάξουν ένα πρωτότυπο 40 ίππων στις 5.000 στροφές με 160Km/h τελικής και στην ύστατη στιγμή προσπάθησαν να βάλουν αυτό τον κινητήρα σε αυτοκίνητο, μπας και φτιάξουν κάτι εξίσου εμπορικό με το Citroën 2CV, αλλά δεν το καταφέρνουν. Το βασικό τους λάθος, είναι πως δεν διέθεταν ποτέ ένα σωστό δίκτυο πωλήσεων για το κοινό!

Πώς ο Β΄ΠΠ άλλαξε το δρόμο της μοτοσυκλέτας: Ducati & Honda- Video Update!

Τους ανθρώπους, τις εγκαταστάσεις και το εναπομείναντα στοκ, αναλαμβάνει η Ratier που δεν ήταν καινούρια τότε, έχοντας ιδρυθεί το 1904! Ο Ratier κατασκεύαζε ξύλινες προπέλες για τα αεροσκάφη και αμέσως μετά τον Α’ΠΠ άρχισε να κατασκευάζει μεταλλικές φτάνοντας να γίνει ο καλύτερος στον κόσμο εκείνη την εποχή, με απόγειο το νέο του εργοστάσιο που απασχολούσε 500 υπαλλήλους. Μέχρι το 1939 κατέχει το 90% της αγοράς και 63 παγκόσμια ρεκόρ! Γνωρίζοντας την γεύση της καταστροφής από τον Β’ΠΠ ο Ratier βγήκε τελικώς νικητής, καθώς έσωσε το εργοστάσιο του και μεγάλο μέρος της περιουσίας που είχε ήδη φτιάξει, με την κυβέρνηση να τον επιφορτίζει να κατασκευάσει ένα δίχρονο τρακτέρ. Μέσα από την συνεχιζόμενη αυτή συναναστροφή του με τις εκάστοτε γαλλικές κυβερνήσεις, και την μεταπήδηση και σε άλλους τομείς της βιομηχανίας, όπως ήταν το δίχρονο τρακτέρ, του φορτώνουν πρακτικά και κυριολεκτικά ό,τι έχει απομείνει από την CEMEC. Σκοπός της κυβέρνησης να κρατήσει ανοικτό το εργοστάσιο, να καλυφθούν τα χρέη και στο τέλος να φτάσει ίσως και σε μία γαλλική μοτοσυκλέτα. Το ξεκινούν αυτή την φορά με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσαν, αλλά τελείως παράδοξα θα πυροβολούσαν τα πόδια τους. Παράδοξα για τους υπόλοιπους, καθώς η συνέχεια της ιστορίας μας, μονάχα έκπληξη δεν αποτελεί για εμάς του Έλληνες.

Μέσα σε τέσσερα χρόνια κατασκευάζει την συνέχεια της L7 σε 1.035 κομμάτια, που είναι πρακτικά ένα σχέδιο που ακολουθεί την BMW R71 από το 1938 αλλά για πρώτη φορά εξ ολοκλήρου φτιαγμένο στην Γαλλία με 100% γαλλικά εξαρτήματα. Με σλόγκαν «τεχνολογία αεροσκαφών στην μοτοσυκλέτα» η πρώτη Ratier είχε όλα τα φόντα για να γίνει μία επιτυχία, μόνο που τα αυτοκίνητα της εποχής είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν σε ιπποδυνάμεις.

Για αυτό και ξεκίνησε η εξέλιξη της C6S, της πρώτης γαλλικής από την σχεδίαση και όχι μόνο την κατασκευή! Με κινητήρα 594 κυβικών με διαστάσεις 72 x 73 mm και απόδοση 32 ίππων στις 6.500 στροφές, δεν ήταν η ταχύτερη αλλά ζυγίζοντας 195 κιλά είχε αξιοπρεπείς επιδόσεις και φυσικά το δυνατό της σημείο, ήταν πως επρόκειτο για αμιγώς γαλλική μοτοσυκλέτα, από την σχεδίαση έως την κατασκευή. Ακόμη και τα φρένα παραγόντουσαν στο ίδιο εργοστάσιο.

Όλα είχαν στρωθεί για ένα λαμπρό μέλλον για έναν αμιγώς γαλλικό boxer, όταν τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια τους. Ενώ ο Πρόεδρος de Gaulle ακύρωσε μία τεράστια παραγγελία της «Χωροφυλακής» προς την BMW - μόλις πήρε ξανά την εξουσία στα χέρια του, ώστε να προμηθευτούν 7.000 γαλλικές μοτοσυκλέτες, τα γεγονότα αμέσως μετά μπλέχτηκαν σε μία ιστορία με έντονο άρωμα κακοδιαχείρισης και διαπλοκής. Τελικά η γαλλική Χωροφυλακή αποφάνθηκε πως οι γερμανικές BMW ήταν καλύτερες μοτοσυκλέτες, ακυρώνοντας την τεράστια παραγγελία! Αυτό ουσιαστικά τραβούσε το χαλί κάτω από τα πόδια τους, την στιγμή που ο Ratier εξαγοραζόταν από έναν κολοσσό των ηλεκτρονικών, την CSF! Σήμερα είναι βασικός προμηθευτής του γαλλικού Airbus κατασκευάζοντας πτερύγια για το A380 και η Χωροφυλακή της Γαλλίας έχει ακόμη BMW!

Έφτασαν λοιπόν πολύ κοντά στην κατασκευή ενός δικού τους boxer, αλλά την ύστατη στιγμή δεν τα κατάφεραν… για μία σειρά από λόγους, με την διαπλοκή και την προδοσία, να είναι μερικοί από αυτούς. Προσπάθησε για λίγο ακόμη ο Ratier να κρατήσει ζωντανή την παραγωγή, στρέφοντας τις προσπάθειες προς την Αμερική, την ίδια εποχή που και η Ducati, για τους δικούς της λόγους, προσπαθούσε να κάνει κάτι αντίστοιχο με το πρώτο και ουσιαστικά αποτυχημένο V4, που σχετικά πρόσφατα οδηγήσαμε στο MOTO, το μοναδικό σωζόμενο σε πλήρως λειτουργική κατάσταση!

Αντίστοιχα όμως έρχεται και η δοκιμή του Ratier 600 C6S, μία αποκλειστική δοκιμή που έγινε με τις ευλογίες του Sammy Miller Museum που ευγενικά παραχώρησε μία από τις εναπομείναντες σε άριστη κατάσταση, πρώτες αμιγώς γαλλικές boxer! Ειρωνικά, αυτή η μοτοσυκλέτα σώζεται στην Αγγλία, κι όχι στην Γαλλία. Παρόλο που οι Γάλλοι περηφανεύονταν πως έφτιαξαν έναν boxer που ήταν καλύτερος από τον αντίστοιχο Γερμανικό, που στο σύντομο μέλλον του μετά την κατασκευή του, θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά αξιόπιστος, δεν τα κατάφεραν να του δώσουν την ώθηση που έπρεπε ακριβώς στο σημείο που την χρειαζόταν περισσότερο… Σε επόμενο MOTO, κατά την οδήγησή της, θα δούμε ακριβώς αν στους παραπάνω λόγους για την μη επικράτησή της, υπήρχε και κάποιος που είχε να κάνει αποκλειστικά με την ίδια την μοτοσυκλέτα!

Συνεργάστηκαν ο Alan Cathcart και ο φωτογράφος Kel Edge. Ευχαριστούμε το μουσείο Sammy Miller Museum

 

Το Sammy Miller Museum στο New Milton, Hampshire της Μ. Βρετανίας, διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές εξωτικών κι αγωνιστικών μοτοσυκλετών στον κόσμο, όλες τους σε κατάσταση πλήρως λειτουργική! Ανάμεσα σε εκθέματα όπως V8 Moto Guzzi, AJS Porcupine, Mondial 250, Norton, Ducati, Suzuki, Hondas και Velocette υπάρχουν πολλές εργοστασιακές πρωτότυπες, concept άλλων εποχών, χωμάτινες ακόμη και trial, ανεβάζοντας τον αριθμό στις 400 συνολικά μοτοσυκλέτες: Καθημερινά ανοικτό από τις δέκα το πρωί:
Sammy Miller Museum, Bashley, New Milton, Hampshire B25 5SZ, U.K.

Τηλ: 01425 620777 & 616644

www.sammymiller.co.uk

 

Η υποστήριξη από την αστυνομία υπήρχε, ήταν όμως οι τεράστιες παραγγελίες που έβαζε η Χωροφυλακή, που ανήκει στον στρατό, που θα μπορούσε να δώσει την ώθηση στην Ratier την στιγμή που χρειαζόταν περισσότερο...
 
από αγώνα με sidecar: Druet & Boucher σε CEMEC 750 sidecar το 1951 Bol d'Or στο St.Germain

 

Καταχώρηση στην τύπο της εποχής, μέρος της προσπάθειας πώλησης στις ΗΠΑ:

 

Ετικέτες

Η αναγέννηση ενός VOR EN 503

Μηχανικός ή ψυχολόγος, ιδού η απορία!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

14/11/2019

Πριν λίγο καιρό, είχαμε δημοσιεύσει την ιστορία της ανακατασκευής ενός Husqvarna WR360 από τον Αλέξη Στεφανίδη, έναν άνθρωπο που το… "κόλλημά" του τον κάνει να ξεπερνά κάθε εμπόδιο και δυσκολία. Το δεύτερο project του, ένα VOR EN503, το αποδεικνύει περίτρανα!

 

ΜH-ΨΥ

 

Του Αλέξη Στεφανίδη

Φωτό: του ιδίου, Κωνσταντίνου Ανούση και Λεωνίδα Γερμανόπουλου

 

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες μηχανικών. Aλλά μόνο μία μπορεί να πάρει ένα γερασμένο εξωτικό endurο και να το κάνει καλύτερο και από καινούριο

 

Πρώτη κατηγορία είναι οι "μηχανικοί κατ’ επάγγελμα" στους οποίους πας την μηχανή σου για την προκαθορισμένη συντήρηση ή να σου την μαζέψουν αν έχεις μετρήσει καμιά σαβούρα. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι λεγόμενοι "μερακλήδες" που με μια ματιά και μια γκαζιά έχουν καταλάβει ότι βαράνε οι βαλβίδες στον τρίτο κύλινδρο και θα κάνουν αυτό το έξτρα κατιτίς, όπως να σου αλλάξουν το ταλαιπωρημένο οκταράκι παξιμάδι πριν στην παραδώσουν. Ωραίοι και οι δύο με τα καλά τους και τα κακά τους, αλλά εγώ προτιμώ την τρίτη κατηγορία...

‘Εχετε ακούσει ποτέ για τους ΜH-ΨΥ, aka "μηχανικούς ψυχολόγους"; Είναι αυτοί που πας και βγάζεις πάνω τους όλα τα σπασμένα. Πληρώνουν την νύφη για το κάθε τι μακρύ και κοντό σου. Έ... σε αυτούς πάω εγώ. Τους καταλαβαίνεις κατευθείαν από τον χώρο εργασίας τους. Αντί για ξώβυζα έχουν φωτογραφίες του Tamburini, του Enzo Ferrari και του Fogarty. Σου πετάνε και σε μια γωνίτσα ξέμπαρκο ένα βιβλίο του Mark Rothko ή του Νίκου Δανιηλίδη και για να την ακούσεις ακόμα περισσότερο, καμιά γνήσια μπιέλα από το 888 του Falappa. Η μουσική υπόκρουση συνήθως θα πρέπει να ηρεμεί τον ασθενή (εμένα δηλαδή) με ακούσματα από Bocelli, Muddy Waters, Phil Collins, Eric Clapton και Van Halen ή Mötley Crüe αν είναι πιο rock η διάθεση. Στους τοίχους θα βρείς μια όμορφη αταξία από σημαίες, fairings, επιπλέον φωτογραφίες, λοιπά άσχετα αλλά ενδιαφέροντα αντικείμενα που κοιτάζοντάς τα, σου δένει τόσο καλά η εικόνα που δεν θα τολμούσες να ανακατατάξεις τίποτα.

Έχει και αυτό την σημασία του γιατί μόλις μπαίνεις σε τέτοιους χώρους "φτιάχνεσαι" κατευθείαν. Αισθάνεσαι σαν ζώο που επιστρέφει στο φυσικό του περιβάλλον. Και μόλις αισθανθείς άνετα, αναπαυτικά, έχεις πιει τον κερασμένο καφέ σου και έχεις φάει κανένα 60λέπτο να μιλάς για μηχανές, τέχνη, ιστορία, αρχιτεκτονική και άλλα πολλά υπέροχα πράματα που υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο (γιατί οι ΜΗ ΨΥ έχουν συνήθως ένα ευρύ πεδίο γνώσης), αρχίζεις και του ξεδιπλώνεις τα ψυχολογικά σου.

- Λοιπόν Κωνσταντίνε....(Κωνσταντίνος Ανούσης – Nimateck) Έχω ένα VOR ΕΝ503 που αγόρασα πριν έξι χρόνια και είναι καιρός να κάνουμε κάτι γι αυτό.

Όσο του εξηγώ τι και πώς, εκείνος με παρακολουθεί και κρατάει σημειώσεις με ευλάβια μαθητή, ενώ στο κεφάλι μου ακομά αντηχούν τα λόγια του φίλου μου του Γιάννη:

- "Πωωωω τι πήγες και πήρες πάλι ρε μαλ...&^%. Ρε πας καλά; Τι να φτιάξεις από αυτό; Αυτά βγαίνανε χαλασμένα απ’το κουτί τους. Ρε, σύνελθε και έλα στα λογικά σου."

Και δε θα χάσει να συμπληρώσει ο άλλος κολλητός (Βαγγέλης στ’όνομα):

- "Αλέξη, βάψ’το μπλε και ξέρεις εσύ μετά... "

Θύμα bullying κατέφυγα και εγώ στο καταφύγιο του Κωσταντίνου που αυτός καταλαβαίνει απόλυτα τέτοιου είδους βίτσια γιατί κουβαλάει και αυτός την δική του τρέλα. Ναι, το παραδέχομαι, με τραβάνε μοτοσυκλέτες που μηχανολογικά δεν είναι άρτιες. Αυτές τις μοτοσυκλέτες που τις λένε underdeveloped οι Αγγλοσάξωνες. Αυτές τις μοτοσυκλέτες που τις βάζεις μπρος και κάνεις τον σταυρό σου για να σου βγάλουν την διαδρομή. Αλλά άμα δουλέψουν, ζεις το απόλυτο όνειρο... Αυτές τις μοτοσυκλέτες που χλευάζουν οι τεχνοκράτες Hondaκηδες και Suzukaκηδες. Μοτοσυκλέτες τύπου Mondial Piega, Bimota VDue 500, Confederate Wraith, Vertemati, Ηusaberg από τα 2000's και άλλα πολλά, πάααααρα πολλά.

- Γιατρέ καταλαβαίνεις έτσι; Θέλω να το κάνω τζι τζι το VOR; Πειράζει; Γίνεται γιατρέ μου;

- Όλα γίνονται με θέληση και υπομονή Άλεξ, φέρτο εδώ να το δούμε .

To VOR όπως παρελήφθη

 

Η στιγμή της αλήθειας

Και εδώ ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. Γιατί φαινομενικά ήταν απλά ένα σκονισμένο VOR ΕΝ503 του 2001, χωρίς αυτοκόλλητα, βαμμένα πλαστικά με σπρέι και κάποιες σκουριασμένες βίδες χωρίς καμιά άλλη κακοφωνία. Η "άριστη κατάσταση", βερεσέ ήταν γραμμένη στο car.gr. Έχει γίνει ψωμοτύρι αυτή η έκφραση. Δυνατός ισχυρισμός το "άριστη κατάσταση", πόσο μάλλον για ένα εξωτικό καθαρόαιμο enduro που έζησε την ζωή του στην πανέμορφη Κω.

"Πολύ πιθανό να έχει πέσει η πατέντα της πατέντας για να δουλέψει αυτό το πράμα στη Κω, γιατί εξιδικευμένο συνεργείο για τέτοιες μηχανές ψάχνεις με το δίκανο ακόμα και στην Αθήνα."

Αυτό σκέφτηκα. Αλλά κατά τ’ άλλα, το συγκεκριμένο 2001 μοντέλο (αυτή τη χρονιά έψαχνα συγκεκριμένα λόγω εμφάνισης) ήταν το πιο καθαρό απ’ όσα είχα δει στις αγγελίες τα τελευταία δύο χρόνια. Ακόμα πιο ενδιαφέρον το έκανε το γεγονός ότι ήταν πρώτο χέρι, καθώς ο ιδιοκτήτης το είχε αγοράσει απευθείας από την Ιταλία (!!!). Φυσικά ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, έκανε ότι μπορούσε με τα μέσα που διέθετε στο νησί να διατηρήσει αυτό το εύθραυστο enduro σε όση καλύτερη και λειτουργική κατάσταση μπορούσε. Να είμαστε δίκαιοι. Φαινόταν ότι τη λάτρευε την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Όμως, ένα ατύχημα το 2007, τον ανάγκασε να κλειδώσει το θηρίο στο κλουβί του.

Και φτάνουμε σ’ένα κρύο ξημερώμα τον Φεβρουάριο του 2013. Εγώ, η σύζυγος και ένας φίλος στο λιμάνι του Πειραία, να περιμένουμε το καράβι από την Κω με το VOR. Κατά την παραλαβή του, εκ πρώτης όψεως φαινόταν καλοδιατηρημένο αλλά το μεγάλο ερώτημα ήταν τι έκρυβε στα σωθικά του.

Το επόμενο στάδιο ήταν η συλλογή ανταλλακτικών. Για όσους δεν ξέρουν ποια είναι η VOR θα σας πω εν συντομία ότι ήταν το δημιούργημα το αδελφών Vertemati (Guido και Αlvaro), θρυλικές μορφές στην παγκόσμια motocross σκηνή και φανατικοί υποστηρικτές των τετράχρονων μονοκύλινδρων motocross. Μετά από πειραματισμούς με διάφορα πρωτότυπα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 καταφέρνουν το 1998 να ιδρύσουν την Vertemati Off Road (VOR) και σε συνεργασία με την Bimota να αρχίσουν μια μικρή παραγωγή, αλλά πολύ σύντομα, διαφωνίες με την διεύθυνση της εταιρείας από το Rimini, τους ωθούν να την πουλήσουν και να ιδρύσουν εκ νέου την ομώνυμη εταιρεία (Vertemati σκέτο).

Η VOR παρέμεινε στα χέρια του νέου ιδιοκτήτη (Uberto Rasini στο όνομα) μέχρι και το 2003 που αγοράστηκε από την Mondial Moto Spa. Mε την επίσημη πτώχευση της Mondial τον Σεπτέμβριο του 2004, πέθανε και το όνειρο της VOR. Οπότε με αυτήν την συνοπτική ιστορία μπορείτε να καταλάβετε τι εστί η εύρεση ανταλλακτικών VOR. Tουλάχιστον στην αρχή, γιατί μετά από πέντε χρόνια ψάξιμο απέκτησα την εμπειρία και έγιναν πιο εύκολα τα πράματα.

Γκρι το ήθελα από την αρχή αλλά η απόχρωση που πρότεινε ο Κωνσταντίνο απογείωσε το project. Τα μαύρο βαμμένο κομμάτι ήταν δικιά του "τσαχπινιά"

 

Η οδύσσεια του restoring!

Tα πρώτα χρόνια ήταν σκέτη τρέλα. Ένα μόνο πράμα θα σας διηγηθώ και θα καταλάβετε το μέγεθος της καῒλας. Το 2013 βρισκόμουν σε κατασκευαστικό έργο σε μια έρημο στο μακρινό Τουρκμενιστάν. Το διαδίκτυο σε αυτό το αχανές μέρος δούλευε στην καλύτερη για 15 λεπτά ανά εβδομάδα και αυτό με διακοπές. Σε μία από εκείνες τις ημέρες που δούλεψε, εντοπίζω στο e-bay αυθεντικά αυτοκόλλητα της VOR σε ένα μικρό μαγαζάκι στη Γερμανία. Το άγχος με το οποίο έκανα copy paste τον σύνδεσμο και πληκτρολόγησα στο φίλο μου στο Messenger την ακόλουθη πρόταση πριν χαθεί στο σήμα δεν περιγράφεται: "Χτύπα τα τώρα, δεν με νοιάζει πόσο κάνουν, θα σου δώσω τα λεφτά όταν έρθω. Thanx in advance - Αlex" Και όλα αυτά γιατί το wi-fi ίσως να ξαναδούλευε μετά από 5-6 μέρες και άντε να ξαναβρείς πάλι γνήσια αυτοκόλλητα της VOR…

Το VOR είναι ο ορισμός του αντικομφορμισμού

Mε τον καιρό μάζεψα από διάφορες μεριές του κόσμου ανταλλακτικά. Έπειτα, το επόμενο βήμα ήταν να βρεθώ έτοιμος οικονομικά για το εγχείρημα. Σε τέτοιου είδους μηχανές πρέπει πάντα να προσθέσεις και τις ανθρωποώρες μελέτης του ΜΗ-ΨΥ. Τέτοιου είδους σπάνιες μοτοσυκλέτες ακολουθούν συνήθως εντελώς διαφορετικές τεχνολογικές λύσεις. Άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε παταγωδώς αποτυχημένες. Πάντα όμως άκρως ενδιαφέρουσες και ιδιαίτερες! To VOR ας πούμε είναι ο ορισμός του αντικομφορμισμού: Βιδωτό quick-release πλαίσιο, κίνηση βαλβίδων με γρανάζια, billet ψαλίδι, εφαρμογή φίλτρου πάνω στο πλαίσιο, λίπανση μέσω κίνησης του στροφάλου κλπ, κλπ. Μέχρι και η μανιβέλα έχει κίνηση προς τα εμπρός αντί προς τα πίσω!!!

- "Μάλλον γιατί o Giuseppe και ο Luigi θέλανε να φάνε τα panini τους στο μεσημεριανό, και γυρνώντας ξέχασαν να σχεδιάσουν την μανιβέλα. Θα το κατάλαβαν μία μέρα πριν την παραγωγή. Fanculo Luigi! Dovla pedivella???" Αυτή είναι η εξήγηση του Γιάννη για τις σχεδιαστικές λύσεις της VOR, στα πλαίσια του bullying που συνεχιζόταν καθ’όλη τη διάρκεια του project.

Φτάνουμε Φεβρουάριο του 2019, το VOR παραδίδεται στο εργαστήριο του Κωσταντίνου. Ο Γιάννης με κοιτάει απογοητευμένος και μουρμουράει:

 - "ΨΙΤ! Κατάλαβε το, δεν έχουν όλοι την όρεξη σου. Τι σου φταίει τώρα ο άνθρωπος να χάσει το χρόνο του με το τρίμμα που του έφερες για μηχανή;"

O Κωσταντίνος το γυρόφερνε, σκάλιζε, κρατούσε σημειώσεις και ταυτόχρονα παραμιλούσε, ενώ εγώ του έλεγα τι θα ήθελα, πώς θα το ήθελα και γιατί θα το ήθελα έτσι. Πραγματική ψυχανάλυση για να "νιώσει" ο ΜΗ-ΨΥ τα θέλω μου. Μόνο έτσι καταφέρνεις το τέλειο αποτέλεσμα με την πρώτη προσπάθεια σε τέτοιου είδους ιδιαίτερα projects.

O Κωνστανίνος χρειάστηκε να σημειώσει με μαρκαδόρο τα σημεία χρονισμού των βαλβίδων. Αθάνατοι Ιταλοί!

 

Από εκεί και πέρα το VOR είχε γίνει πλέον πρόβλημα του Κωσταντίνου. Αφού τον φόρτωσα με τις ιδέες μου, την τσίτα, τον αγχώδη ενθουσιασμό μου, κούτες με parts, ένα VOR 503 με μηδενικό ιστορικό συντήρησης -και σημειωτέον μηδενική χρήση στα δικά μου χέρια (δεν το είχα βάλει μπρος ποτέ γιατί δεν είχα ιδέα σε τι κατάσταση ήταν ο κινητήρας)- "την έκανα" με ελαφρά…

Ο Κωνσταντίνος έπιασε κατευθείαν δουλειά και πολύ σύντομα επιβεβαιώθηκα για την επιλογή μου να μην το βάλω μπρος. Με το άνοιγμα του κινητήρα ανακάλυψε ένα after market πιστόνι με λάθος διαστάσεις και σημάδια των βαλβίδων πάνω του. Άουτς! Και καλά θα ήταν αν μέναμε μόνο σ’ αυτό το πρόβλημα. Το Nikasil στον κύλινδρο σκέτο χάλι. Το πλαίσιο έδενε με βίδες με λάθoς μέγεθος κεφαλής που είχαν δεχτεί από πάνω "τάπωμα" με ηλεκτροσυγκόλληση! Η μέτρηση στα διάκενα των βαλβίδων ήταν τελείως εκτός από τα επιτρεπόμενα όρια, σχεδόν τα διπλάσια! Κάτι ήξερα που δεν το έβαζα μπρος έξι χρόνια και ας με έκραξαν άπαντες για το πόσο ψείρας είμαι.

Πατέντες ανακαλύψαμε και στο DellOrto καρμπυρατέρ. Όσο άνοιγες, τόσα έβρισκες. Φυσικά για την δικιά μου τελειομανία και του Κωνσταντίνου, αυτά ήταν αδιανόητα πράματα. Καταλαβαίνετε την σύγχυση μας, όταν βλέπαμε τέτοιου είδους επεμβάσεις σε μια τόσο όμορφη μοτοσυκλέτα. Μας τρελαίνανε! Ωστόσο, από την άλλη καταλαβαίνω και την λαχτάρα του πρώην ιδιοκτήτη που ήθελε να ευχαριστιέται την μηχανή του με κάθε τρόπο.

 

Ο μηχανικός… καταλύτης

Εδώ είναι που ο ΜΗ­­-ΨΥ της ιστορίας μας αρχίζει και πληρώνει τα σπασμένα. Δεν μιλάω για τις ανθρωποώρες που έφαγε για να μελετήσει το service book, το parts manual και να καταχωρήσει με τον εργοστασιακό κωδικό και σε σακουλάκια το κάθε ανταλλακτικό. ‘Η τι έκανε για να βρει την κατάλληλη εταιρεία για να στείλουμε το κύλινδρο για την επιστρώση Nikasil (στο τέλος κατέληξε στην Ολλανδία). Ή για τις πατέντες με τα λαστιχάκια και για να δέσει το "τάχα μου" κιβώτιο τύπου κασέτας. ‘Η την σπαζοκεφαλιά με τα μπουζόνια της κεφαλής που πρέπει να μπουν με συγκεκριμένη σειρά αλλιώς ξεκινάς από την αρχή. Ή τον μηχανισμό του αποσυμπιεστή που δεν θα το έλεγες ότι είναι η πιο απλοϊκή κατασκευή στον κόσμο. Ή για τα γρανάζια κίνησης των εκκεντροφόρων που δεν είχαν σημάδια χρονισμού! Να συνεχίσω; Θα συνεχίσω. Το πλαίσιο για να ξαναδέσει με τα αντίστοιχα υποπλαίσια είχε και αυτό το ζόρι του. Ας μην ξεχάσουμε ότι η VOR ήταν περισσότερο μια βιοτεχνία παρά ένα εργοστάσιο και οι περισσότερες δουλειές ήταν χειρωνακτικές. Όπότε οι ανοχές των πλαισίων ήταν λογικό να έχουν αρκετά μεγαλύτερο εύρος απ’ ότι ενός Honda.

Ιδού τo τελικό αποτέλεσμα μετά από σχεδόν 7 χρόνια υπομονής και επιμονής

 

Πολύ ψάξιμο, πολύ δουλειά, πολύ υπομονή, αλλά μήνα με τον μήνα τα αποτελέσματα άρχιζαν να φαίνονται. Μέσα από αυτήν την διαδικασία άρχισα να κατανοώ και να εκτιμώ ακόμα περισσότερο τον λόγο που τα VOR ήταν οι μηχανές που ήταν. Για ανθρώπους σαν εμένα και τον Κωνσταντίνο, η διαδικασία μιας ανακατασκευής έχει και διδακτική υπόσταση: Γιατί μάς δίνεται η δυνατότητα να αποδομήσουμε μια σπάνια μηχανή και να καταλάβουμε γιατί οι δημιουργοί της πήραν τις συγκεκριμένες σχεδιαστικές κατευθύνσεις. Όλη η ιστορία της εξέλιξής της είναι εκεί, μπροστά σου, μπορείς να την πιάσεις στα χέρια σου και να την περιεργαστείς κομμάτι-κομμάτι. Και όλη αυτήν την ροή γνώσης, ο Κωνσταντίνος θα στην μεταλαμπαδεύσει με μακροσκελείς συζητήσεις λόγω του κοινού πάθους που μάς δένει για τέτοιου είδους ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες. Και φυσικά, θα προκύψουν και άλλα ευρήματα από αυτήν την ανταλλαγή γνώσεων που αποτελούν την πεμπτουσία ενός petrolhead. Και βέβαια το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι έχεις ξαναδώσει μια δεύτερη ευκαιρία σε μια μηχανή που το πιο πιθανό ήταν να κατέληγε για "μπάλωμα στα αμπάρια των πλοίων" όπως λέει και ο Γιάννης.

Το VOR ήταν, αισίως, έτοιμο τον Σεμπτέμβριο του 2019. Αλλά κατά την παράδοση φρόντισε να μας κάνει το τελευταίο καψόνι. Τα εργοστασιακά αυτοκόλλητα όντας πολυκαιρισμένα δεν ξεκολλούσαν με τίποτα. Όμως κανένα πρόβλημα, γιατί αυτό ήταν η δεύτερη ανακατασκευή που πραγματοποιούσα σε μοτοσυκλέτα και είχα μάθει πια τα κατατόπια. Ο Ντίνος Kαλιαμπέτσος από την DXL Graphics όχι μόνο φρόντισε να αναπαράγει τα αυτοκόλλητα με 100% ακρίβεια, αλλά χρησιμοποίησε σαφέστερα πολύ καλύτερη πρώτη ύλη απ’ ότι είχαν τα εργοστασιακά αυτοκόλλητα.

Προσωπικές πινελιές

Στο έργο εννοείται ότι ήθελα να κάνω κάποιες προσωπικές παρεμβάσεις που δεν θα άλλαζαν κατά πολύ την εργοστασιακή όψη. Το aftermarket number plate με την σίτα ήταν περισσότερο για τη συσχέτιση του VOR με την αδελφή Vertemati. Το πλαίσιο βάφτηκε κυρίως σε μια γκρι απόχρωση που θα ταίριαζε με τα χρώματα του πιρουνιού και των πλαστικών, αλλά οι κάθετοι δοκοί που οδηγούσαν στα ποδοστήρια βάφτηκε μαύρη. Το δε γκρι που διαλέχτηκε με την ιδιαίτερη "σαγρέ" αίσθηση ήταν ιδέα του Κωνσταντίνου, γιατί στο project brief πού είχαμε κατάλαβε ότι προσπαθούσα να δώσω μια ωμή εργοστασιακή όψη. Αυτό το συγκεκριμένο χρώμα απογείωσε το concept και το έκανε ακόμα καλύτερο από την αρχική μου ιδέα. Το καμπυρατερ βάφτηκε και αυτό στο χρώμα του μαγνησίου συνεχίζοντας το factory θέμα. Και αυτό επίσης ιδέα του Κωνσταντίνου. Σημειώστε το αυτό γιατί μόνο οι ΜΗ-ΨΥ μπορούν να κάνουν τέτοια μαγικά, γιατί έχουν την δυνατότητα να "νιώσουν" την ιδέα σου.

Οι ζάντες ανακατασκευάστηκαν με νέες ακτίνες και τα κέντρα γυαλίστηκαν. Τα στεφάνια βάφτηκαν σε ένα επίσης "σαγρέ" μαύρο χρώμα, όπως και τα καπάκια του κινητήρα. Από το τιμόνι, αφαιρέθηκε το cross bar για να δοθεί μία πιο FMX αισθητική στο ήδη πολύ ψηλό τιμόνι. Στην μοτοσυκλέτα όλα λύθηκαν, όλα καθαρίστηκαν / γυαλίστηκαν και ό,τι έχριζε αντικατάστασης, αντικαταστάθηκε με γνήσια ανταλλακτικά της VOR. Το αποτέλεσμα: Εκπληκτικό! Νομίζω οι φωτογραφίες μιλάνε μόνες τους. Φώτα δεν έβαλα, γιατί το προτιμούσα τελείως απλό και λιτό αν και ο Κωσταντίνος έχει την πλεξούδα έτοιμη αν αλλάξω ποτέ γνώμη.

Σας αφήνω να απολαύσετε τις φωτογραφίες αλλά θυμηθείτε: Αν μπλέκετε καλλιτεχνικά/ιστορικά/συναισθηματικά θέματα μαζί με μοτοσυκλέτες ή γενικά τραβάτε κολλήματα που δεν στέκουν στους πολλούς, μην σκάτε! Υπάρχουν και οι ΜΗ-ΨΥ εκεί έξω που θα σας καταλάβουν!

Το άρθρο συνοδεύεται από ένα ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό