Πίστα προδιαγραφών F1/MotoGP Χαλανδρίτσα: Πήρε παράταση το φιλόδοξο σχέδιο

Θα συνεχίσει να ακροβατεί ανάμεσα στην φθορά και την αφθαρσία
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

27/8/2020

Την διαδρομή της στην κόψη του ξυραφιού, παραπατώντας σταθερά προς την πλευρά της ακύρωσης μια για πάντα, θα συνεχίσει να κάνει το φιλόδοξο σχέδιο για πίστα στην Χαλανδρίτσα. Πήρε παράταση για να συνεχίσει να ψυχοραγεί, όπως κάνει εδώ και δύο δεκαετίες.

Εχθές, Τετάρτη 26/8, βραδινές ώρες κατά την γενική συνέλευση των μελών του μετοχικού σχήματος ο πρόεδρος του Δ.Σ. Ευάγγελος Φλωράτος, ενημέρωσε τα μέλη πως προβλέπεται η παράταση των προθεσμιών ολοκλήρωσης των επενδυτικών σχεδίων, χωρίς να χάνονται οι πόροι που έχουν εξασφαλιστεί.

Πριν προχωρήσετε στην ανάγνωση για το τι συμβαίνει αυτή την στιγμή με την μακέτα της πίστας στην Χαλανδρίτσα, καλό θα ήταν να διευκρινίσουμε τι πιστεύουμε εμείς εδώ στο ΜΟΤΟ πως πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, για αυτό το πονεμένο θέμα. Με βάση την εμπειρία μας, έχοντας επισκεφτεί τις περισσότερες πίστες της Ευρώπης, ακόμη και εκείνες που δεν προορίζονται για αγώνες αλλά μόνο για δοκιμές. Έχοντας ακόμη οδηγήσει σε πολλές ασιατικές, και αμερικανικές πίστες, αλλά και στο Phillip Island στην Αυστραλία, θεωρούμε πως ξέρουμε τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, όταν γράφουμε άρθρα όπως τα παρακάτω:

Θέμα: Πίστα παγκοσμίου στην Ελλάδα - Μπούρδες προδιαγραφών Formula 1

MotoGP: Νέα πίστα στην Φινλανδία - Εντάσσεται στο ημερολόγιο!

Ιταλοί κατασκευάζουν πίστα στην Τενερίφη - δείχνουν το δρόμο μιας τέτοιας επένδυσης

Με αυτά τα παραπάνω άρθρα ως παραδείγματα, θα ξέρετε κι εσείς με μία γρήγορη ανάγνωση τι θα ήταν το καλύτερο να γίνει.

Πάμε τώρα στο τι συμβαίνει με την «Χαλανδρίτσα» αυτή την στιγμή: Πήρε παράταση το επενδυτικό σχέδιο για έως και 22 μήνες, που θα μετρήσουν από το 2022 και μετά, χωρίς να χάνονται οι ήδη εξασφαλισμένοι πόροι από τον Αναπτυξιακό Νόμο που έχει μπει η επένδυση αυτή. Με βάση το άρθρο 76 του ν.4712 η παράταση θα δοθεί ανεξαρτήτως αν έχει υλοποιηθεί το 50% του του εγκεκριμένου κόστους, όπως ισχύει σε άλλα επενδυτικά σχέδια. Με βάση αυτές τις εξελίξεις, το Δ.Σ. θεωρεί πως θα υπάρξει ο χρόνος για να βρεθεί στρατηγικός επενδυτής που θα τρέξει την επένδυση!

Αυτό όμως, είναι κάτι που το περιμένουν να γίνει από λεπτό σε λεπτό τα τελευταία δέκα χρόνια!

Για αυτό τον λόγο και στις αρχές του καλοκαιριού, εν μέσω της πανδημίας και της ολοκληρωτικής διακοπής κάθε αγωνιστικής δράσης παγκοσμίως, υπήρξαν 30 μέτοχοι που με επιστολή – παρέμβαση, ζήτησαν η εταιρεία να ξεκινήσει να μελετά άλλους τρόπους για να διαχειριστεί τα 1.100 στρέμματα, καθώς πίστα F1/MotoGP δεν βλέπουν να γίνεται ποτέ!

Σε αυτό το σημείο οι περισσότεροι αναγνώστες που διαβάζουν για μετόχους, εταιρείες με Δ.Σ. κτλ, θα αναρωτιούνται για το πόσο μεγάλες ρίζες έχει αυτή η πολυπόθητη ιστορία. Μην εκπλαγείτε, μετρά από το 1995!

 

Επιγραμματικά το χρονικό για να έχετε εικόνα:


Το 1995 επτά φορείς του Ν. Αχαΐας, (ΤΕΔΚ, Νομαρχία Αχαΐας, Δήμος Πατρέων, Δήμος Φαρρών, Επιμελητήριο Αχαΐας, ΔΕΥΑΠ, Ι.Ν.Κοιμήσεων Θεοτόκου Χαλανδρίτσας) και 420 φυσικά πρόσωπα, όλοι τους από την Αχαΐα, ίδρυσαν την Αυτοκινητοδρόμιο Πάτρας Α.Ε.

Τρία χρόνια μετά, το 1998, αγόρασαν και συνένωσαν σε μία ενιαία έκταση, περίπου 1.200 στρέμματα στην περιοχή Ρέντες του Δημοτικού Διαμερίσματος Χαλανδρίτσας, του Δήμου Φαρρών.

Το 2002 παίρνει άδεια οικοδομής από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αφού πρώτα έχουν εγκριθεί χωροθετήσεις και περιβαλλοντικές μελέτες.

Μπαίνουμε στην εποχή πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες και μετά ακολουθεί η δύσκολη μεταβατική περίοδος της συνειδητοποίησης όλων αυτών των εξόδων που έχουν συμβεί, με τις επενδύσεις σε αθλητικές δραστηριότητες να είναι πρακτικά αδύνατες. Τρία χρόνια μετά ξεκινά η παγκόσμια οικονομική ύφεση από τις ΗΠΑ, πριν εξαπλωθεί στην Ευρώπη και κυρίως στην Ελλάδα.

Το 2011 στο ΤΕΙ Άρτας γίνεται πτυχιακή εργασία με την τίτλο «Μελέτη Πρασίνου για την δημιουργία πίστας προδιαγραφών Formula 1 στην Χαλανδρίτσα Αχαΐας».

Στις 12/4/2013 η πίστα στην Χαλανδρίτσα εντάσσεται στον Αναπτυξιακό νόμο και η απόφαση δημοσιεύεται σε ΦΕΚ. Εξασφαλίζονται περίπου 30 εκατομμύρια Ευρώ από τα σχεδόν 100 εκατομμύρια που απαιτεί το αρχικό σχέδιο.

Ας επαναλάβουμε εδώ, αυτό που θα διαβάσατε στα άρθρα που παραθέτουμε: Κανείς δεν χρειάζεται μία τέτοια πίστα, χλιδάτη σαν του Άμπου Ντάμπι. Ο μηχανοκίνητος αθλητισμός στην χώρα μας δεν μπορεί να την στηρίξει, όπως και είναι δύσκολο να εγγυηθεί αγώνες με 100.000 θεατές (το σχέδιο προβλέπει 50.000 κερκίδες) για να μπορεί να δικαιολογήσει το μέγεθος της επένδυσης. Οι Τούρκοι ακόμη παλεύουν να αξιοποιήσουν σωστά το δικό τους μεγαθήριο… Μία πίστα με γνώμονα να προσελκύσει την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία για δοκιμές, γεμίζοντας το καλεντάρι της ώστε να είναι μία συμφέρουσα επένδυση και ταυτόχρονα θρέφοντας και αναπτύσσοντας τον προβληματικό και κακό εγχώριο μηχανοκίνητο αθλητισμό, δεν χρειάζεται να έχει τόσο μεγάλο κόστος. Απεναντίας όμως, μία τέτοια πίστα θα ήταν αυτό που χρειαζόμαστε.

Φτάνουμε λοιπόν στο 2014 όπου μειώνοντας τα αρχικά σχέδια και διαχωρίζοντας την επένδυση σε δύο στάδια, το κεφάλαιο που λείπει πέφτει στα 35 εκατομμύρια. Μπήκε σε δεύτερο στάδιο η κατασκευή ενός ανοικτού θεάτρου, μίας πίστας ασφαλούς οδήγησης και κάποια άλλα που είχαν προστεθεί ώστε να προσελκυσθούν οι Δήμοι, συνεισφέροντας τα στρέμματα.

Η απορρόφηση των πόρων έπρεπε να γίνει μέχρι τον Απρίλιο του 2018. Προφανώς δεν έχει γίνει το παραμικρό στην περιοχή.

Οι μακέτες, η έγκριση της μελέτης από τον άνθρωπο που σχεδίασε την Monza και όλα αυτά τα όμορφα και θαυμαστά που έχουν ήδη καταφέρει στην χώρα της αναλγησίας αυτοί οι 429 μέτοχοι, έχουν ήδη μπαγιατέψει.

Η Αυτοκινητοδρόμιο Πάτρας Α.Ε. δεν έχει γυρίσει στο μηδέν ακυρώνοντας όλα τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα, όμως όλες αυτές οι περιβαλλοντικές μελέτες και τα σχέδια θέλουν επικαιροποίηση. Από εκεί και πέρα το καλεντάρι έχει κλειδώσει για πολλά χρόνια μπροστά, μαζί με τα συμβόλαια που έχουν οι υπόλοιπες πίστες, κι έτσι η αναμονή για έναν «στρατηγικό επενδυτή» είναι μάταιη.

Οι τριάντα που λιγοψύχησαν πριν δύο μήνες, ζητώντας από το Δ.Σ. να προχωρήσει στην εξεύρεση λύσης για αλλαγή του καθεστώτος και εναλλακτική χρήση της μεγάλης αυτής έκτασης, όπως αιολικό ή φωτοβολταϊκό πάρκο, ή κάποιας πρότυπης καλλιέργειας, αυτό βλέπουν.

Από την στιγμή που το δημόσιο έχει καταφέρει να κόψει πολλά από τα αγκίστρια της γραφειοκρατίας, ίσως θα πρέπει κάτι να γίνει με το σχέδιο της πίστας αναβαθμίζοντας τις δυνατότητες χρήσης, πρωτίστως για την αυτοκινητοβιομηχανία ώστε να καταστεί δελεαστικότερη η πρόταση σε μελλοντικό επενδυτή…

Μέχρι τότε εμείς θα συνεχίσουμε να βλέπουμε μακέτες να ξεφυτρώνουν σε όλη την Ελλάδα, όπως για παράδειγμα όταν πρόσφατα βγήκε σε τοπικό κανάλι ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας να ανακοινώσει πως διερευνά την πιθανότητα μίας πίστας δίπλα στο αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου… Θυμηθείτε το, μπαίνουμε σε μία περίοδο που θα ακούμε για πολλές πιθανές πίστες F1 στην Ελλάδα, με τον ίδιο τον Ecclestone να μην έχει κανένα σχέδιο να γίνει τέτοια προσθήκη στο πρόγραμμα και την Dorna να έχει κλειδώσει τις θέσεις μέχρι και για τις βοηθητικές πίστες! Η προσέγγιση που γίνεται σε αυτό το θέμα στην Ελλάδα είναι λανθασμένη:

Στο Καστελιόλι έξω από την Βαρκελώνη, ο ιδιοκτήτης της πίστας ανέλυε στο ΜΟΤΟ πώς την έκανε κερδοφόρα και έχει τους ντόπιους να χαίρονται μία εξωφρενικά καλή πίστα για track days που διαφορετικά είτε το εισιτήριό της θα ήταν τεράστιο, είτε δεν θα μπορούσε να είναι κερδοφόρα. Τα κατάφερε κάνοντας υποδομές για δοκιμές των εταιριών, έχοντας εγκαταστήσει ένα υπερσύγχρονο σύστημα τηλεμετρίας που στέλνει απευθείας δεδομένα στην Audi και την BMW, μεταξύ άλλων. Τα στέλνει σε πραγματικό χρόνο (!) στα κέντρα R&D στην Γερμανία. Αυτό εξασφαλίζει στους κατασκευαστές μειωμένο κόστος, καθώς αντί για ολόκληρη ομάδα, στέλνουν μονάχα ένα αυτοκίνητο με οδηγό, στον οποίο συνομιλούν ζωντανά και δίχως να χάνουν χιλιοστό του δευτερολέπτου βλέπουν τι γίνεται σε κάθε στροφή! Κι έτσι η συγκεκριμένη πίστα έχει συνέχεια δουλειά και κλεισμένες ημερομηνίες. Αντίστοιχα το Μοντεμπλάνκο στην Σεβίλλη λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Όλο το DTM ξεχειμωνιάζει εκεί… Κοινό χαρακτηριστικό τους; Πώς δεν είναι πίστες για F1 ή για MotoGP, είναι όμως αυτό που θέλει η τοπική κοινωνία και που ταυτόχρονα χρειάζονται πολλές εταιρίες. Με τον καιρό της Ελλάδας και με την αγορά γης να είναι σε ύφεση κάτι τέτοιο είναι το παράδειγμα που θα έπρεπε όλοι να κοιτούν, αλλά όχι. Εμείς θέλουμε σαράι, το παλατάκι είναι μικρό για την αφεντιά μας…

Ας ξεκινήσουμε από εκεί λέμε εμείς, κι όταν βελτιωθεί το είδος μας και φύγουμε από την νοοτροπία της καφετέριας, τότε και οι αγώνες του παγκοσμίου μόνοι τους θα έρθουν...

Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: H Ιστορία των Yamaha Ténéré

Από τους δρόμους στους αμμόλοφους και αντίστροφα!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

2/9/2020

Η Yamaha ανέκαθεν είχε συνδέσει το όνομά της με τους αγώνες Rally, αλλά και τους χωμάτινους αγώνες εν γένει, κατέχοντας έναν ηγετικό ρόλο με καινοτομίες και πρωτοπορίες, όπως είχε συμβεί και με την περίπτωση του DT-1. Ήταν η μοτοσυκλέτα που έδωσε τα ηνία του motocross στην Yamaha εκείνη την εποχή, χάρη στην επαναστατική –για τα δεδομένα της εποχής- monocross πίσω ανάρτηση, αλλά και το εφαλτήριο για την εξέλιξη δύο μοτοσυκλετών-ορόσημο για την Ιστορία του εργοστασίου και της μοτοσυκλέτας γενικότερα: το enduro ΤΤ500 που παρουσιάστηκε το 1975 και το on-off XT500 που παρουσιάστηκε το 1976. Και οι δύο αυτές τετράχρονες μοτοσυκλέτες ήταν η απάντηση στις "προσευχές" των απανταχού χωματερών που ήθελαν μια μοτοσυκλέτα με δυνατότητα να ταξιδέψει στην άσφαλτο, στο χώμα, αλλά και στις αμερικάνικες ερήμους της Δυτικής Ακτής, της σημαντικότερης ίσως αγοράς για την Yamaha.

Ο γενάρχης, το ΧΤ500 του 1976

 

Η αξιοπιστία του κινητήρα, η ροπή από τις χαμηλές στροφές και το ελαφρύ και άκαμπτο πλαίσιο, ήταν τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τις δημιουργίες της Yamaha. Όπως ήταν φυσικό, αυτό μεταφράστηκε πολύ γρήγορα, όχι μόνο σε εμπορικές αλλά και σε αγωνιστικές επιτυχίες.

Παράλληλα όμως, το μέγεθος της επιτυχίας που γνώρισε το ΧΤ500 στην Ευρώπη ήταν απείρως μεγαλύτερο και σε τελείως διαφορετικό πεδίο απ' ό,τι στην Αμερική, χάρη σε έναν συγκεκριμένο Γάλλο αναβάτη, ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός ως ο "Mr. Yamaha" μέσα στην εταιρεία, που μετέτρεψε το ΧΤ500 ως βάση εξέλιξης μιας εντελώς νέας κατηγορίας από την Yamaha. Ο λόγος για τον Jean-Claude Olivier, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ένας απλώς υπάλληλος στον Γάλλο εισαγωγέα της Yamaha, την Sonauto, αλλά αργότερα έγινε Πρόεδρος της Yamaha Motor France, ενώ άνοιξε και το μονοπάτι γι' αυτό που αποκαλούμε σήμερα Adventure κατηγορία.

Ο Jean Claud Olivier ήταν ο άνθρωπος που ουσιαστικά δημιούργησε τον θρύλο των Ténéré

 

Ο Olivier δεν άργησε να διακρίνει τις τεράστιες δυνατότητες του μεγάλου μονοκύλινδρου 500 στις αφρικανικές ερήμους, δηλώνοντας πως "έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει η μοτοσυκλέτα ένα όχημα περιπέτειας". Το 1977 ήταν η πρώτη χρονιά που ο Γάλλος συμμετείχε στο Rallye Côte d'Ivoire σε μια διαδρομή 10.000 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Ακτής Ελεφαντοστού Abidjan μέχρι τη Νίκαια της Γαλλίας. Το 1979 συμμετείχε μαζί με τρεις ακόμη αναβάτες στο πρώτο Paris-Dakar (που τότε λεγόταν Oasis Rally) ως ομάδα της "Sonauto Yamaha", πάνω σε ΧΤ500. Εκείνη την εποχή οι υπόλοιποι μεγάλοι κατασκευαστές μοτοσυκλετών, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτό το νέο είδος αγώνων, αλλά ο ίδιος ο Olivier είχε δηλώσει ότι η φιλοσοφία κατασκευής του ΧΤ500 ταίριαζε ακριβώς με την συμμετοχή σε έναν τέτοιο αγώνα.

Στην πρώτη, ιστορική, διοργάνωση του Paris-Dakar, οι μοτοσυκλέτες και τα αυτοκίνητα δεν αγωνιζόντουσαν σε ξεχωριστές κατηγορίες, αλλά ανταγωνιζόντουσαν για την συνολική νίκη. Ο Cyril Neveu και ο Gilles Comte με τα ΧΤ500 τους κατάφεραν να αφήσουν πίσω τους όλους τους οδηγούς των Range Rover και Renault, κάνοντας το 1-2 για την Yamaha. Την επόμενη χρονιά ο Neveu κέρδισε ξανά με τέσσερις αναβάτες ΧΤ500 να κερδίζουν αντίστοιχα τις τέσσερις πρώτες θέσεις! Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι εκείνη την χρονιά από τις 25 μοτοσυκλέτες που τερμάτισαν, οι 11 ήταν ΧΤ500…

Από την επόμενη χρονιά (το 1981) το Paris-Dakar εντάχθηκε στην αιγίδα των FIM και FIA, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συμμετέχουν εργοστασιακές ομάδες στον αγώνα. Αυτή της BMW αποδείχθηκε ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος για τους αναβάτες των ΧΤ500, οι οποίοι έτρωγαν τη σκόνη των Γερμανών. Η απάντηση της Yamaha ήταν η αναβάθμιση του XT500 σε XT550, με την τοποθέτηση του YDIS (Yamaha Dual Intake System), αλλά όσο ανέβαιναν οι επιδόσεις και οι ταχύτητες στο Dakar, ήταν όλο και πιο δύσκολο να παραμείνουν ανταγωνιστικοί.

Αυτό οδήγησε τον Olivier και την Sonauto να ζητήσουν από την Yamaha Motor στην Ιαπωνία να εξελίξουν τα ΧΤ παραγωγής, έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού. Οι μηχανολόγοι στο Iwata έπιασαν αμέσως δουλειά και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους ήταν το ΧΤ 600 Ténéré. Ο κινητήρας διατήρησε το σύστημα YDIS, αλλά είχε αυξημένη χωρητικότητα στα 600 κυβικά, διέθετε μεγάλο ρεζερβουάρ 30 λίτρων, ήταν η πρώτη off-road μοτοσυκλέτα της Yamaha με δισκόφρενο μπροστά, με monocross πίσω ανάρτηση, αλουμινένιο ψαλίδι και πολλές άλλες τεχνολογίες αιχμής για την εποχή. Η εξέλιξη του Ténéré 600 μάλιστα, έγινε ταυτόχρονα με του ΤΤ600, την enduro εκδοχή για την αγορά της Β. Αμερικής. Όταν η μοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Σαλόνι του Παρισιού το 1982, δημιούργησε ένα σαρωτικό ρεύμα που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο με τεράστιο εμπορικό αντίκτυπο, κρίνοντας κι από προσωπική εμπειρία μιας και τρεις από τις 23 μοτοσυκλέτες που είχα μέχρι τώρα στην κατοχή μου, ανήκαν στην οικογένεια των Ténéré

Το πρώτο Ténéré του 1983 που ήταν ουσιαστικά ένα υπερκυβισμένο ΧΤ550 με ένα ρεζερβουάρ 30 λίτρων, ως ρέπλικα της μοτοσυκλέτας του Cyril Neveu

 

Σύντομα το Ténéré αποτέλεσε την επιλογή πάρα πολλών αναβατών που έτρεχαν στο Paris-Dakar, αλλά και για πολλούς απλούς αναβάτες που θαύμαζαν το πνεύμα της περιπέτειας που συμβόλιζε η μοτοσυκλέτα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ήταν η μοτοσυκλέτα που δημιούργησε την τάση κατασκευής των Dakar ρέπλικα. Μέσα στην επόμενη δεκαετία πουλήθηκαν 61.000 ΧΤ600 Tenere, ενώ λίγο μετά έγινε και η πρώτη μεγάλη αναβάθμιση, το 1991, με την γέννηση του ΧΤΖ660 Tenere το οποίο είχε πενταβάλβιδη κεφαλή για τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 660 –πλέον- κυβικών εκατοστών. Το 1994 έγινε μια  αισθητική ανανέωση, με την μοτοσυκλέτα να αποκτά δίδυμους προβολείς μπροστά.

Η πρώτη ανανέωση έφερε μικρότερο ρεζερβουάρ στα 21 λίτρα και αύξηση της ιπποδύναμης στους 46 ίππους

 

Παρόλο όμως που το Ténéré ήταν η μοτοσυκλέτα που ουσιαστικά "γέννησε" την adventure κατηγορία, εμπνέοντας πολλούς αναβάτες –ιδιώτες και εργοστασιακούς- να τρέξουν στο θρυλικό Paris-Dakar, η Yamaha δεν μπόρεσε να γευτεί τη χαρά της νίκης μετά από το 1980. Ο Olivier "έφτασε πολύ κοντά στην πηγή" το 1985 με ένα XT600 Ténéré ειδικά προετοιμασμένο για τον αγώνα, το οποίο αν και έφερε το ίδιο όνομα με το μοντέλο παραγωγής, ήταν ουσιαστικά η πρώτη μοτοσυκλέτα που είχε φτιάξει το εργοστάσιο ειδικά και αποκλειστικά για το Dakar Rally. Με αυτή την μοτοσυκλέτα ο Γάλλος τερμάτισε στην δεύτερη θέση, ενώ πίσω του στην τρίτη και τέταρτη θέση τερμάτισαν επίσης αναβάτες με την ίδια μοτοσυκλέτα.

Το 1988 έγινε ολοκληρωτική ανβάθμιση, με δύο προβολείς μπροστά, σταθερό φαίρινγκ, δισκόφρενο εμπρός πίσω και ρεζερβουάρ 23  λίτρων

 

Με το πέρασμα των χρόνων, δυσκολία και ο ανταγωνισμός μεγάλωνε, με τις νίκες να συσσωρεύονται στο παλμαρές των boxer κινητήρων της BMW. Για να το αντιμετωπίσει αυτό το γεγονός ο Olivier τοποθέτησε στην αγωνιστική μοτοσυκλέτα του 1986 έναν τετρακύλινδρο εν σειρά κινητήρα από FZ750. Εξαιτίας όμως του μεγάλου βάρους, δεν κατάφερε κάτι καλύτερο από την 12η θέση. Η αφοσίωσή του στον σκοπό τον έφερε άλλη μια φορά στο αρχηγείο της Yamaha και το 1987 το αγωνιστικό τμήμα του εργοστασίου άρχισε να δουλεύει πάνω στο project του 1988. Ήταν το YZE750 Ténéré με τον μονοκύλινδρο, πενταβάλβιδο κινητήρα, με το οποίο έτρεξε και ο νεαρός –τότε- Stephane Peterhansel. Εκείνη τη χρονιά, η μοτοσυκλέτα τερμάτισε στην δεύτερη θέση με τον Franco Picco, μετά από τις ατυχίες των Olivier και Peterhansel, αλλά και μετά από σκληρή μάχη με το Honda NXR750 του Edi Orioli.

Το ΥΖΕ750 με τον κινητήρα του FZ750 δεν είχε ιδιαίτερη τύχη στους αμμόλοφους του Dakar

 

Στα τέλη του 1987, η Yamaha ξεκίνησε και την δημιουργία της επόμενης γενιάς των Ténéré παραγωγής, του δικύλινδρου εν σειρά XTZ750 Super Ténéré. Οι άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκαν για την κατασκευή του ήταν οι εξής τέσσερις: η άνεση στο πολύωρο ταξίδι, το ικανοποιητικό ποσοστό δύναμης για να πετυχαίνει υψηλές μουαγιέν, να διαθέτει την δυνατότητα για οδήγηση εκτός δρόμου και τέλος, να έχει ό,τι και όσα χρειάζεται για να μπορεί να οδηγείται καθημερινά στον δρόμο. Το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να αποφασίσουν τις διαστάσεις της μοτοσυκλέτας βάσει του αγωνιστικού πρωτότυπου του Picco, με κυριότερο το μεταξόνιο των 1.515mm. Το διπλό σωληνωτό πλαίσιο επιλέχθηκε για την ακαμψία του, ενώ ο κινητήρας διέθετε στρόφαλο 360 μοιρών και 10 βαλβίδες για να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την αίσθηση του μεγάλου μονοκύλινδρου Ténéré.

Το 1991, το Ténéré άλλαξε εντελώς, με κινητήρα 660 κυβικών και πενταβάλβιδη κεφαλή, αλλά και ριζικά επανσχεδιασμένη εμφάνιση

 

Όπως ήταν φυσικό, το μοντέλο παραγωγής (που παρουσιάστηκε το 1988) αποτέλεσε την βάση για το αγωνιστικά rally, το YZE750T Super Tenere των 802,5cc, με το οποίο ήρθε η πολυπόθητη νίκη στο Dakar μετά από 10 ολόκληρα χρόνια, το 1991, με αναβάτη τον Peterhansel. Από εκεί κι έπειτα ο δρόμος ήταν στρωμένος με επιτυχίες, ενώ το 1997 και το 1998 ο Γάλλος αναβάτης πήρε δύο ακόμη σερί καρό σημαίες, με τον κινητήρα που είχε στρόφαλο 270 μοιρών.

Το πρώτο Super Ténéré με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα των 750 κυβικών

 

Αυτή η τεχνογνωσία που κερδήθηκε μέσα από τους αγώνες, πέρασε στα ΧΤΖ660 Ténéré και ΧΤΖ1200 Super Ténéré παραγωγής που καθιέρωσαν το λογότυπο των Ténéré ως ένα ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής Ιστορίας. Η παραγωγή των μονοκύλινδρων όσο και των δικύλινδρων Ténéré και Super Ténéré σταμάτησε από το 1996 μέχρι το 2008 όταν παρουσιάστηκε το μονοκύλινδρο με την τετραβάλβιδη –πλέον- κεφαλή XT660Z Ténéré. Η επαναφορά του θρυλικού λογοτύπου δεν σημείωσε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία για την Yamaha, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα πραγματικό on-of παντός δρόμου, με πολύ καλές δυνατότητες στις εκτός δρόμου διαδρομές.

Το 2008 η Yamaha επανέφερε το λογότυπο του Ténéré με μια μια μοτοσυκλέτα που ήταν βασισμένη στον κινητήρα των ΧΤ660

 

Με τον κινητήρα του XT660, το Ténéré του 2008 παρέμεινε στην παραγωγή μέχρι το 2016, έχοντας δεχθεί μικρές, ααισθητικές κυρίως, επεμβάσεις. Παράλληλα, το 2010 η Yamaha επανέφερε στο προσκήνιο το όνομα του Super Ténéré με έναν δικύλινδρο εν σειρά 1200 κυβικών.

To Super Ténéré των 1200cc, δεν έφερε την αναμενόμενη εμπορική απήχηση που περίμενε η Yamaha στον σκληρό ανταγωνισμό των mega on-off, παρά τα συγκεκριμένα καλά στοιχεία που διέθετε

 

Η εμπορική πορεία του ήταν αντίστοιχα χαμηλότερη των προσδοκιών και παρά τον εξοπλισμό του με ηλεκτρονικά βοηθήματα (όταν παρουσιάστηκε είχε ένα από τα καλύτερα traction control για το χώμα) και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (στην τελευταία του έκδοση) το μεγάλο βάρος του, η όχι και τόσο ορθή κατανομή του και το σετάρισμα των αναρτήσεων, αποτέλεσαν αποτρεπτικό παράγοντας για αρκετούς adventure tourer αναβάτες.

Το 2019 όμως η Yamaha έκανε την μεγάλη επιστροφή με το Ténéré 700, με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα της οικογένειας ΜΤ και με πραγματικές δυνατότητες για οδήγηση σε εκτός δρόμου διαδρομές. Ήταν μια πολυαναμενόμενη επιστροφή η οποία μετά από πολύ καιρό κατάφερε να ανταποκριθεί στο βάρος του ονόματος που φέρει.

Το όνομα "Ténéré" στην διάλεκτο των Tuareg σημαίνει "έρημος" ή "μοναξιά" αλλά είναι και το όνομα μιας από τις πιο αφιλόξενες περιοχές της Β. Αφρικής και δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την πρόκληση που δέχτηκε η Yamaha πριν από τέσσερις δεκαετίες, συνυφαίνοντας το όνομά της με την περιπέτεια.