Αισθήσεις: Η Αρχή

Από το

Μαύρο Σκύλο

22/7/2011

Ήταν μια στιγμή αποκάλυψης στην αρχή της δεκαετίας του 1970, όταν συνειδητοποίησα ότι πολλοί αναβάτες μοτοσυκλετών δεν βίωναν την ίδια ευχαρίστηση στη οδήγηση όπως και εγώ. Μπορώ με ειλικρίνεια να πω ότι ένιωθα ότι τους “έκλεβαν”. Και χωρίς να φανώ υπερόπτης, σκεφτόμουν “Καλά, δεν βλέπετε τι χάνετε εδώ; Πρέπει να βρεις το όριο, πρέπει να προκαλέσεις τον εαυτό σου, πρέπει να γευτείς τον κίνδυνο, πρέπει να ξεχάσεις το επόμενο ακριβό αξεσουάρ που σκέφτεσαι να αγοράσεις και να ψάξεις μέσα σου να βρεις το κουμπί του πάθους σου και να αρχίσεις να το πατάς, πρέπει να ΟΔΗΓΗΣΕΙΣ τη μοτοσυκλέτα σου!” Επιθυμία μου ήταν να μεταδώσω άμεσα τις εντυπώσεις μου, το συναίσθημα και το πάθος που βίωνα όταν ΟΔΗΓΟΥΣΑ τη μοτοσυκλέτα μου. Αλλά μάλλον ήμουν αδαής εκείνη την εποχή


του Keith Code

Η φανερή λύση ήταν να τους διδάξω πώς να οδηγούν. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Δεν μπορείς να κάνεις μια γενική αναθεώρηση στο μυαλό ενός αναβάτη και να μεταφέρεις όλες εκείνες τις εντυπώσεις και αισθήσεις για το πώς πρέπει ή δεν πρέπει “να νιώθει”. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις, πόσο να εξηγήσεις, τι βιώνεις όταν μπαίνεις στη “ζώνη της γρήγορης οδήγησης”. Δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις που να περιγράφουν τις σωστές ή λάθος διαδικασίες και χειρισμούς. Για παράδειγμα, οι αναβάτες μπορεί να είναι γραμμικοί ή απότομοι στις κινήσεις τους, να είναι γενναίοι ή “κότες”.  Οι παλιοί θα πουν “Όσο πιο πολύ οδηγάς τόσο βελτιώνεσαι”. Αυτή η παραδοσιακή συμβουλή που χρησιμοποιείται πολύ σήμερα, είναι βαρετή και άχρηστη για κάποιον που είναι έξυπνος αρκετά για να γνωρίζει ότι μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα.
Συμπέρανα λοιπόν ότι υπάρχουν δύο πτυχές στη δουλειά μου. Η πρώτη είναι να καταλάβω την τεχνική του να ΟΔΗΓΕΙΣ και να μπορέσω να διδάξω αυτή τη γνώση. Η δεύτερη πτυχή είναι να προσφέρω στους αναβάτες ένα περιβάλλον όπου μπορούν να καταλάβουν τις ικανότητές τους και πραγματικά να ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ την μοτοσυκλέτα τους. Αυτό το γεγονός απαιτούσε να τους τραβήξω μακριά από την αστική/επαρχιακή κίνηση και να τους κατευθύνω σε κάποιο οδηγικό παράδεισο.
Σε όλους τους αναβάτες αρέσουν οι ιστορίες οδηγικής περιπέτειας. Επιθυμούν να πιάσουν ένα κομμάτι από την δόξα έστω και από σπόντα. Ιστορίες γενναιότητας από την αστική καθημερινότητα είναι σε όλους μας γνωστές: “με κυνήγησαν οι αστυνομικοί”, “ξετρύπησα το Porsche” και πολλές παρόμοιες. Το πρόβλημα είναι ότι όλες οι ιστορίες έρχονται από κίνηση μέσα στην πόλη και συσχετίζονται με την καθημερινή οδήγηση. Και η κίνηση μέσα στις πόλεις και στους επαρχιακούς δρόμους απέχει πολύ από το οδηγικό παράδεισο που σκεφτόμουνα. Λύση: Η πίστα. Ακόμη και οι αναβάτες που δεν επιθυμούν “να ξύσουν” το γόνατό τους μπορούν να οδηγήσουν άνετα μέσα σε μία πίστα.
Στην εκπαιδευτική πλευρά του θέματος, το σλόγκαν που πιστεύει η πλειοψηφία “όσο πιο πολύ οδηγάς τόσο βελτιώνεσαι”, είμαι “τρελός” να σας πω ότι υπάρχουν 52 σημεία τα οποία επηρεάζουν τη θέση οδήγησής σας, ότι υπάρχουν 18 διακριτά σημεία αισθήσεων που χρησιμοποιούμε για να οδηγήσουμε και υπάρχουν 37 κανόνες για το πώς να προσεγγίσετε μία στροφή.  Η πλειοψηφία μπορεί να νομίζει ότι είμαι σπασίκλας με όλα αυτά τα στοιχεία και νούμερα. Αλλά πριν από μερικές δεκαετίες, η πλειοψηφία νόμιζε ότι η Γη ήταν επίπεδη.  
Ο στόχος μου έγινε το να σχεδιάσω ένα πακέτο πρακτικών ασκήσεων και θεωρίας που να εξηγεί και να καλύπτει την τέχνη της οδήγησης και να μπορεί να μετρηθεί και να αξιολογηθεί. Πραγματικά με συνάρπασε η ανακάλυψη, η σχεδίαση και αξιολόγηση τεχνικών που πραγματικά βελτιώνουν την οδηγική ικανότητα και κατανόηση για όλα τα επίπεδα των αναβατών.   
Αλλά οι μαθητές μου συνέχιζαν να έχουν προβλήματα και αβεβαιότητες στην εφαρμογή αυτών των τεχνικών. Κατά την δεκαετία του 1990, άρχιζα να καταλαβαίνω και να κατηγοριοποιώ τις οκτώ έμφυτες Αντιδράσεις Επιβίωσης, Survival Reactions, οι οποίες αποτελούν το βασικό εμπόδιο στην εξέλιξη ενός οδηγού και περιορίζουν τις δυνατότητές του. Μόλις έγινε αυτή η ανακάλυψη, άνοιξε διάπλατα ο δρόμος που οδηγεί στην καλύτερη κατανόηση της οδήγησης. Σήμερα έχουμε 30 ξεκάθαρα τεχνικά σημεία για την οδήγησημ στα οποία ο κάθε αναβάτης μοτοσυκλέτας μπορεί να εκπαιδευτεί.  
Τίποτα δεν συγκρίνεται με την αίσθηση να εκπαιδεύεις έναν αναβάτη παγκοσμίου επιπέδου και να τον βλέπεις να βελτιώνεται με τις ίδιες ακριβώς τεχνικές όπου υστερεί και ο μέσος αναβάτης μοτοσυκλέτας. Και αυτό ακριβώς είναι το πιο σημαντικό σημείο: οι τεχνικές μας είναι κατανοητές, είναι εύκολες να εφαρμοστούν και προσφέρουν ένα σταθερό υπόβαθρο γνώσης. Οι τεχνικές αυτές είναι σημαντικές στο χτίσιμο της εμπιστοσύνης του αναβάτη στην ικανότητα του να ελέγχει την μοτοσυκλέτα του, ανεξάρτητα με το οδηγικό παρελθόν του και τις συνθήκες που κυκλοφορεί. Και σίγουρα “κάποια” εκπαίδευση είναι πολύ καλύτερη από καθόλου εκπαίδευση. Και εάν όλα αυτά γίνονται στην πίστα, τότε η πιθανότητα για επιτυχία βελτιώνεται δραματικά.
Η ανάγκη που είχα, στις αρχές της δεκαετίας 1970, με οδήγησε στις μοναδικές τεχνικές που διδάσκουμε σήμερα.  Η ανακάλυψη, η συγγραφή και διδαχή των τεχνικών αποτελεί το πιο σημαντικό κομμάτι της ιστορίας αυτής για εμένα. Βρείτε λοιπόν μια ημερομηνία για το επόμενο σχολείο και πηγαίνετε στην πίστα να οδηγήσετε.  

Περισσότερες Πληροφορίες και πρόγραμμα στο www.superbikeschool.co.gr

Ποιος είναι ο Keith Code
Keith_Code_JPEG_Photo-026Κανείς δεν έχει αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην ανάπτυξη των τεχνικών οδήγησης από τον Keith Code, τον ιδρυτή του California Superbike School.
Ο Keith Code ξεκίνησε να οδηγεί μοτοσυκλέτα στα 12 και στα 16 του χρόνια ασχολήθηκε με τους αγώνες. Μέχρι τη δεκαετία του '60 συνέχισε να αγωνίζεται δίχως διακοπή, μέχρι που το 1964 αποφάσισε να σταματήσει. Το 1970 μετακομίζει στο Los Angeles και το 1972 αρχίζει μια νέα καριέρα σαν σχεδιαστής παπουτσιών των μεγάλων star του Hollywood. Σχεδίαζε παπούτσια για τη Cher, τον Elton John, την Barbara Streizant, την Carol Burnette και άλλους.
Το 1974 ξαναγυρνά στους αγώνες μοτοσυκλετών και άρχισε να κερδίζει στην περιοχή της Νότιας Καλιφόρνιας. Έχοντας πολλές απορίες, η προσέγγισή του στην οδήγηση άρχισε να διαφοροποιείται, καθώς κανείς δεν μπορούσε να του δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά του. Άρχισε λοιπόν να μεθοδεύει και να καταγράφει τις παρατηρήσεις του, προσπαθώντας να βρει απαντήσεις μόνος του.
Το 1976 δημιούργησε το Keith Code Rider Improvement Program μέσω του οποίου εκπαίδευε άλλους αγωνιζόμενους, με βάση τις σημειώσεις του. Στη συνέχεια, έγινε εκπαιδευτής στο Ίδρυμα Μοτοσυκλετιστικής Ασφάλειας (Motorcycle Safety Foundation) το 1977, επεκτείνοντας τις γνώσεις του πάνω στην εκπαίδευση νέων αναβατών. Εκπαίδευσε όλους τους νέους αναβάτες της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Μοτοσυκλετιστών στην περιοχή της Νότιας Καλιφόρνια για τα επόμενα τρία χρόνια. Συνέχισε να αγωνίζεται πετυχαίνοντας καλά αποτελέσματα σε διεθνείς και εθνικούς αγώνες μέχρι το 1979, όταν αποσύρθηκε για να ιδρύσει το California Superbike School. Μέχρι σήμερα έχουν δημιουργηθεί τέσσερα παραρτήματα στο κόσμο (Αγγλία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ελλάδα) και οι χώρες που έχουν διοργανωθεί σχολεία και διδαχτεί η ύλη του ξεπερνούν τις 45 χώρες παγκοσμίως. Μέσα σε 30 χρόνια, έχουν αποφοιτήσει πάνω από 100.000 αναβάτες παγκοσμίως και δεκάδες πρωταθλητές, περισσότερους από οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο. Πολυ-πρωταθλητές όπως Wayne Rainey, Eddie Lawson,  Steve Wise,  Wes Cooley,  Ricky Graham, Bubba Shobert,  Doug Chandler,  Donnie Greene, David Sadowski, Fred Merkel, Scott Russell, Jake Zemke, Ben και Eric Bostrom,  Tommy Hayden, John Kocinski, Thomas Luthi, Leon Camier, έχουν περάσει από τα θρανία του Keith Code και έχουν διδαχτεί την ύλη του.
Τα τρία βιβλία του, η βιντεοκασέτα και το πρόσφατο DVD έγιναν παγκόσμια best seller και είναι το  πιο αξιόπιστο υλικό διδασκαλίας που υπάρχει γύρω από την οδήγηση της μοτοσυκλέτας.
Ο Keith Code διδάσκει ακόμα στα σχολεία της Αμερικής και ακόμα αναζητεί απαντήσεις στα θέματα οδήγησης που απασχολούν έναν μοτοσυκλετιστή. Ο στόχος και το πάθος του παραμένει η ανακάλυψη και διδασκαλία της γνώσης γύρω από τις τεχνικές οδήγησης της μοτοσυκλέτας. Η μεθοδευμένη προσέγγιση στην διδασκαλία του, το υψηλό επίπεδο των εκπαιδευτών αποτελούν ορόσημο για όλα τα σχολεία του California Superbike School ανά το κόσμο.  Παράλληλα, ο Keith έχει καταχωρήσει αρκετές πατέντες στο όνομά του γύρω από θέματα μοτοσυκλετιστικής τεχνολογίας και έχει βραβευτεί σαν Μοτοσυκλετιστής της Χρονιάς 1990 από το έγκυρο περιοδικό Motorcyclist. Σύμφωνα με τον ίδιο, το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι η αναφορά του ονόματός του στο κατάλογο του γνωστού  Guggenheim Museum για την έκθεση “Art of the Motorcycle”. Παραμένει διακριτικά στο προσκήνιο των γεγονότων και συνεχίζει να κάνει τα πάντα με πάθος, στιλ και ζωντάνια.

Προπονήσου σαν πρωταθλητής με 30 ευρώ

Η απόλυτη προπόνηση που δεν κοστίζει
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/12/2017

Τι κοινό κάνουν οι πρωταθλητές ταχύτητας Γιάννης Μπούστας, Σάκης Συνιώρης και Λευτέρης Πίππος για να διατηρούνται σε φόρμα ανάμεσα στις αγωνιστικές περιόδους; Μα φυσικά προπονούνται τακτικά σε πίστες καρτ με μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτες.

Αφού το κάνουν αυτοί, γιατί να μην το κάνεις και εσύ; Γιατί πρέπει να περιμένεις πότε θα γίνεις 24 χρονών, πότε θα μαζέψεις χρήματα για μια μεγάλη σπορ μοτοσυκλέτα και πότε θα βρεις μια καλή δουλειά για να σου περισσεύουν 300 ευρώ για ένα track day;

Νέα εποχή

Η ιδέα για να κάτσουμε να γράψουμε αυτό το άρθρο μας δημιουργήθηκε τον τελευταία μήνα από μια σειρά γεγονότων. Η πρώτη αφορμή ήρθε μετά από το track day που κάναμε στα Μέγαρα με το Aprilia Tuono 1100 Factory. Περάσαμε τέλεια, αλλά όταν κάτσαμε και κοστολογήσαμε τα πράγματα, ο λογαριασμός ήταν αρκετά βαρύς. Περίπου 80 ευρώ σε βενζίνες, συμμετοχή, νερά, καφέδες κ.τ.λ. και ένα διαλυμένο πίσω Pirelli Supercorsa των 180-200 ευρώ. Με λίγα λόγια πλησιάσαμε την 300άρα, που την σημερινή εποχή είναι μισό μηνιάτικο για τον περισσότερο κόσμο. Αν βάλεις και τα 19.000 ευρώ που κοστίζει το Tuono, τότε μιλάμε για μια δραστηριότητα που μπορούν να κάνουν μόνο οι πλούσιοι. Ακόμα όμως και με μια πιο φτηνή μοτοσυκλέτα μικρότερη ιπποδύναμης, που θα έριχνε το συνολικό κόστος στα 100-200, πάλι το track day είναι μια διασκέδαση που δεν μπορείς να υποστηρίξεις οικονομικά για περισσότερες από μία ή δύο φορές τον μήνα.

Η δεύτερη αφορμή για αυτό το άρθρο ήρθε μετά την φωτογράφιση που κάναμε για το συγκριτικό των γυμνών 300 (KTM Duke 390, BMW G310R και Kawasaki  Z300, τεύχος ΜΟΤΟ 575) στην πίστα καρτ Speed Force στο Κορωπί. Διασκεδάσαμε τόσο πολύ οδηγώντας αυτές τις μοτοσυκλέτες εκεί μέσα, καθώς ήταν σαν να είχαμε οδηγήσει μεγάλα superbike σε κανονική πίστα.  

Στο τέλος εκείνης της ημέρας και ενώ αρχίζαμε και μαζεύαμε να πράγματα, ήρθε και ο πρωταθλητής Λευτέρης Πίππος με το van του και μέσα ένα μικρό μοτοσυκλετάκι.

Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Τον ρωτάμε. Εδώ κάνω προπόνηση μας απαντάει. Καμία έκπληξη από την απάντησή του, αφού ξέρουμε ότι και ο Σάκης Συνιώρης προπονείται με αυτό τον τρόπο, αλλά και ο Γιάννης Μπούστας έχει την έδρα της δικής του σχολής στην πίστα καρτ του Ασπρόπυργου. 

Η τρίτη και η πιο σημαντική αφορμή για αυτό το άρθρο όμως, είναι η νέα γενιά μικρών σπορ μοτοσυκλετών που υπάρχει πλέον στην αγορά και ταυτόχρονα να στενά οικονομικά περιθώρια του περισσότερου κόσμου. Ναι, μπορείς να μπεις στα Μέγαρα με ένα μικρό μονοκύλινδρο Duke ή ένα G310R ή το νέο GSX-R250 που είχαμε αυτές τις ημέρες για τεστ, αλλά κάθε φορά που θα βγαίνεις στην ευθεία θα βαριέσαι την ζωή σου, περιμένοντας να φτάσεις κάποια στιγμή στην επόμενη στροφή.

Διασκέδαση μέχρι να… ζαλιστείς!

Άρα το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε εδώ είναι αν μπορείς να διασκεδάσεις και να προπονηθείς με μια μοτοσυκλέτα 125-300 κυβικών, με κόστος που να μην ξεπερνά συνολικά τα 30 ευρώ. Βρεθήκαμε λοιπόν ξανά στην πίστα Speed Force στο Κορωπί με το Suzuki GSX-R 250, πήραμε μολύβι και χαρτί και στο τέλος της ημέρας βγάλαμε το συμπέρασμα.

Πρώτα απ’ όλα, όπως στις περισσότερες πίστες καρτ, έχεις στη διάθεσή σου ανοιχτή καντίνα για νερά, καφέδες, φαγητό κ.τ.λ. και δεν χρειάζεται να βγεις έξω από αυτές. Δεύτερον έχεις στη διάθεσή σου κλιματιζόμενο χώρο για να ξεκουραστείς στα διαλείμματα. Τρίτον, υπάρχουν πιεσόμετρα ακριβείας και κομπρεσέρ αέρα για να ρυθμίζεις τις πιέσεις των ελαστικών σου, αλλά και εργαλεία αν χρειαστεί να ρυθμίσεις κάτι. Μέχρι και βενζίνη μπορείς να βάλεις αν χρειαστεί! Επίσης είναι ανοιχτές 12 ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα και αρκεί ένα τηλέφωνο για να μαθαίνεις πόση ώρα θα έχεις στη διάθεσή σου την πίστα.  Με εξαίρεση τα Σαββατοκύριακα που μετά το μεσημέρι έχουν πολλούς πελάτες που κάνουν καρτ, όλες τις υπόλοιπες ημέρες τις εβδομάδας, έχεις στη διάθεσή σου την πίστα για όση ώρα θέλεις. Έτσι κι αλλιώς, ένα δεκάλεπτο οδήγησης κάθε μισή ώρα αντιστοιχεί με ένα εικοσάλεπτο οδήγησης σε κανονική πίστα.

Από την πρώτη στροφή που θα στρίψεις, μέχρι την τελευταία πριν βγεις, το μυαλό και το σώμα σου δουλεύουν στα κόκκινα! Οι ταχύτητες μπορεί να είναι πολύ μικρότερες, αλλά η ένταση είναι πολύ μεγάλη. Πρέπει να είσαι διαρκώς σε κίνηση και οι στροφές έρχονται η μία μετά την άλλη αστραπιαία. Οι κινήσεις του σώματος πάνω στο GSX-R 250 ήταν αντίστοιχες με εκείνες που κάνεις στις Σέρρες πάνω στην σέλα ενός GSX-R 1000R!

Το ίδιο ισχύει για τους χειρισμούς που κάνεις στα φρένα και το γκάζι. Ξέχνα την ευκολία με την οποία χουφτώνεις στο γκάζι του GSX-R 250 στο δρόμο. Εδώ μέσα η δύναμη του μικροσκοπικού δικύλινδρου κινητήρα γιγαντώνεται. Ο χρόνος που έχεις για να κλείσεις το γκάζι, να κατεβάσεις ταχύτητα και να φρενάρεις είναι τόσο μικρός όσο μικρός είναι και σε έναν πραγματικό αγώνα superbike. Μετά από μερικά δεκάλεπτα, αναγκάζεσαι να μάθεις σημαντικά πράγματα, που σε μια μεγάλη πίστα θα χρειαζόσουν ένα δάσκαλο δίπλα σου για να στα πει.  Όπως για παράδειγμα η σωστή επιλογή της σχέσης στο κιβώτιο και η σωστή επιλογή γραμμών. Μια σχέση πάνω και η μοτοσυκλέτα ανοίγει αμέσως τη γραμμή της. Μια σχέση κάτω και η μοτοσυκλέτα “μουλαρώνει” μέσα στη στροφή. Η σωστή από τη λάθος γραμμή έχουν διαφορά μόλις δέκα εκατοστά, οπότε καταλαβαίνεις αμέσως σε ποιο σημείο και γιατί τα έκανες σκατά. Το καλύτερο όλων όμως είναι ότι με δέκα ευρώ βενζίνη, μπορείς να ξύνεις γόνατα κάτω όλη μέρα, χωρίς να τρως τα ελαστικά σου.   

Το τελικό συμπέρασμα

Αν υπάρχει ένα μειονέκτημα με τις πίστες καρτ, αυτό αφορά την πρόσφυση της ασφάλτου στις πιο παλιές από αυτές. Η Speed Force είναι η πιο καινούρια της Αττικής και έχει πρόσφυση αντίστοιχη με την μεγάλη πίστα των Μεγάρων, επιτρέποντας να ακουμπάς γόνατα κάτω από τον πρώτο γύρο. Στις υπόλοιπες πίστες των Αθηνών θα χρειαστεί να ζεστάνεις καλά τα λάστιχα πριν αρχίσεις οδηγείς με ροή. Στις πόλεις εκτός Αθηνών (είχαμε οδηγήσει πιο παλιά στη Λάρισα) οι περισσότερες πίστες καρτ έχουν πολύ καλής ποιότητας άσφαλτο, λόγω της περιορισμένης χρήσης. Σε κάθε περίπτωση, η οδήγηση μέσα σε αυτές τις πίστες με τις καινούριες μοτοσυκλέτες των 125-300 κυβικών δεν είναι σε καμία περίπτωση λύση ανάγκης. Η ευχαρίστηση και κυρίως η εμπειρία που αποκτάς είναι εφάμιλλη και σε πολλές περιπτώσεις ανώτερη, από την οδήγηση σε μεγάλες πίστες με μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες. Κυρίως όμως είναι το αστεία χαμηλό κόστος. Ακόμα και οι τούμπες δεν ξεπερνούν το κόστος μιας σπασμένης μανέτας.