Editorial 611 - Οι τελευταίοι της Ευρώπης

Από το

motomag

1/10/2020

Δεν έχω βρει συγκεκριμένο όνομα, ωστόσο υπάρχει μία τάση που αναγνωρίζω σε εμάς τους Έλληνες να κλείνουμε αυτιά και μάτια παραμένοντας καθηλωμένοι σε μία θέση, απλά και μόνο γιατί την υποστηρίξαμε αρχικά. Δεν έχει σημασία αν τα επιχειρήματα που ακολούθησαν μας έχουν πείσει πως η άλλη πλευρά είχε τελικά δίκιο, σημασία έχει να μην το παραδεχτούμε εκείνη την στιγμή λες και η συζήτηση είναι μονομαχία θανάτου όπου θα μείνει μόνο ένας και κανείς άλλος. Πρόσφατο παράδειγμα αυτό που έγινε με τα διπλώματα, μόλις ακούστηκε πως θα επιτραπεί σε κατόχους άδειας οδήγησης αυτοκινήτου να καβαλήσουν μοτοσυκλέτες κατηγορίας Α1. Για αυτό και εμείς ας δούμε κάτι άλλο, αλλά κοντινό:

Είναι δεδομένο πως στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά 16 και 17 ετών που οδηγούν παπιά/σκούτερ/μοτοσυκλέτες χωρίς φυσικά να έχουν δίπλωμα γιατί δεν το δικαιούνται. Είναι επίσης δεδομένο πως μονάχα η Ελλάδα, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Δανία, απαγορεύουν την οδήγηση κατηγορίας Α1 μοτοσυκλετών κάτω των 18 ετών. Όλες οι υπόλοιπες χώρες επιτρέπουν την οδήγηση της Α1 από τα 16! Μαζί με τα μοτοποδήλατα! Απλά αλλάζουν οι εξετάσεις που δίνει ο νέος αναβάτης, αλλά από 16 ετών μπορεί κανείς να οδηγήσει Α1. Στην Ολλανδία και το Βέλγιο, τις επίπεδες αυτές χώρες που μπορείς να διασχίσεις με ποδήλατο και τα μοτοποδήλατα δεν ζορίζονται καθόλου, δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα να γίνει κάτι τέτοιο. Αντίστοιχα στην Δανία, μία χώρα που η μοτοσυκλετιστική κουλτούρα δεν είναι το ίδιο διαδεδομένη με την γειτονική Γερμανία. Στην Ελλάδα όμως θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα να εξεταστεί το πλαίσιο αυτό πιο σωστά, με δεδομένο το ποσοστό αναβατών που οδηγεί χωρίς δίπλωμα πριν πάει στα 18! Όταν μάλιστα φτάσει στην ηλικία να βγάλει το δίπλωμα και με βάση την εμπειρία οδήγησης που ήδη έχει, αμελεί να δώσει τις απαραίτητες εξετάσεις… Γιατί «ξέρει να οδηγεί». Έχει φτιάξει μία κουλτούρα παραβατικότητας την οποία θεωρεί και δικαιωματικά σωστή, με βάση το απλό σκεπτικό: «και τι να κάνω αφού απαγορευόταν;». Η κουλτούρα αυτή είναι διαδεδομένη περισσότερο εκτός των μεγάλων πόλεων, εξαιτίας του μικρότερου ελέγχου αλλά και των μεγαλύτερων αναγκών που υπάρχουν στην ατομική μετακίνηση. Δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες μαζικής μεταφοράς ένα νεαρό παιδί στην επαρχία με κάποιο συνομήλικό του στον αστικό ιστό της Αθήνας. Αντιθέτως έχει πολλές μεγαλύτερες ανάγκες! Ο νομοθέτης οφείλει να βλέπει την επικράτεια στο σύνολό της. Ο επικριτής σχολιαστής στα κοινωνικά δίκτυα από την άλλη, βλέπει μονάχα με τα δικά του γυαλιά. Αν είναι στο κέντρο της Αθήνας, φαντάζεται ξεκράνωτους πιτσιρικάδες που ανεβαίνουν τους λόφους σπινάροντας σε παπιά χωρίς ποδιές, χωρίς πίσω λάστιχο, χωρίς σωστά φρένα, υποψήφιους θαμώνες του ΚΑΤ. Κάποιος σε ένα ορεινό χωριό από την άλλη βλέπει τον μοναδικό τρόπο που έχει ένας νεαρός να πηγαίνει στο σχολείο χωρίς να εξαρτάται από σοφέρ όλες τις ημέρες του έτους. Ποιοι ακούγονται περισσότερο; Οι επικριτές από τα αστικά κέντρα, μονίμως συνδεδεμένοι σε κάποιο από τα κοινωνικά δίκτυα. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Να έχουμε μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ανασφάλιστων νεαρών παιδιών σε δημόσιους δρόμους πάνω σε μοτοσυκλέτες, που κυκλοφορούν χωρίς να έχουν περάσει ούτε τα θεωρητικά μαθήματα!

Φταίνε και οι γονείς που τους έχουν αφήσει να έχουν το δικό τους μέσο; Πριν ρίξουμε την πέτρα της κατηγορίας ας κάνουμε ένα ταξίδι με την δική μας μοτοσυκλέτα στην ορεινή Ελλάδα – υπόψιν πως ορεινό είναι σχεδόν το σύνολο αυτής της χώρας- και όταν δούμε την δική τους πραγματικότητα ας εκφέρουμε την άποψή μας. Το μόνο σίγουρο είναι πως όποιος το χρειάζεται πραγματικά θα έπρεπε να έχει βγάλει άδεια οδήγησης μοτοποδηλάτου στα 16 και να κυκλοφορεί με ένα τέτοιο. Μία γενικευμένη όμως παρανομία δείχνει πως είτε ο νόμος δεν είναι σωστός, είτε ο έλεγχος ελλιπής και στην περίπτωσή μας ισχύουν και τα δύο!

Αντίστοιχα και με την άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας Α1 με δίπλωμα αυτοκινήτου, που τις προηγούμενες ημέρες το Υπουργείο έδωσε στην δημοσιότητα ΚΥΑ που φανερώνει πως ετοιμάζει την αλλαγή, για να οδηγείται με δίπλωμα αυτοκινήτου. Αναγκάστηκε να διευκρινίσει μετά τις αντιδράσεις πως δεν ισχύει ακόμη αλλά θα μας ενημερώσει για τον τρόπο που θα γίνει η αλλαγή. Άρα θα γίνει.

Όπως ήδη ισχύει σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Διαφέρει το πλαίσιο αλλά ισχύει ήδη σε όλες τις άλλες χώρες. Γιατί; Γιατί ξέρουν πως αυτό καλύπτει μία πραγματική ανάγκη. Η πρόωρη αυτή ανακοίνωση που έγινε πριν λίγες ημέρες μας έδειξε βέβαια για άλλη μία φορά πόσο ανώριμοι είμαστε -πολίτες και Κράτος-  καθώς και το πρόσωπο ορισμένων του γενικού Τύπου. Είναι εκείνοι που μας έδειξαν εικόνες από μοτοσυκλέτες 600 κυβικών σε μπαριέρες, μίλησαν για εκατόμβες, για νεκροταφεία για ένα σωρό πράγματα που υπάρχουν μονάχα στην φαντασία τους. Ξέρουν αλήθεια πόσα τρίκυκλα σκούτερ οδηγούνται αυτή την στιγμή με δίπλωμα αυτοκινήτου; Πόσα ηλεκτρικά δίκυκλα εκεί έξω είναι πιο γρήγορα από αυτό που θα έπρεπε και αντίστοιχα μίας μοτοσυκλέτας Α1; Είναι τόσα πολλά που θα έπρεπε να βλέπουμε ήδη την εικόνα που περιγράφουν αλλά όχι, εξακολουθούμε να έχουμε πολλά δυστυχήματα που είναι τελείως άσχετα με την κατηγορία του διπλώματος! Όπως εξακολουθούμε να είμαστε πρώτοι από όλους στις εγκαταλείψεις θυμάτων, κυρίως γιατί δεν είμαστε νόμιμοι. Κι έπειτα γιατί δεν εμπιστευόμαστε τις διαδικασίες του Κράτους. Βλέπετε τώρα πως η ανάγκη είναι πραγματική και υφίσταται ήδη; Η εικόνα είναι ήδη άσχημη εκεί έξω. Οι Ισπανοί είδαν πως επιτρέποντας σε κάθε οδηγό αυτοκινήτου που έχει το δίπλωμα για τρία χρόνια να οδηγήσει μοτοσυκλέτες Α1, να μειώνονται αμέσως τα ατυχήματα στους δρόμους. Όπως και να προξενούν λιγότερα ατυχήματα που εμπλέκονταν και μοτοσυκλέτες, όσοι οδηγοί αυτοκινήτων ξεκίνησαν να καβαλούν μέσα στις πόλεις! Στην Αγγλία το κάνουν διαφορετικά, περνάς μία γρήγορη εκπαίδευση πριν σου επιτραπεί να οδηγήσεις μία μικρή μοτοσυκλέτα, ενώ είσαι κάτοχος διπλώματος αυτοκινήτου χωρίς άλλες εξετάσεις. Στην Ιταλία το ίδιο. Γιατί; Είναι καλύτερη η κατάσταση στην Ιταλία από εμάς; Μήπως δεν έχουν το ίδιο χάος οι πόλεις τους; Απλά είδαν την ανάγκη που ήδη υπάρχει και αντίστοιχα προσαρμόστηκαν. Εμείς κλείνουμε τα μάτια στους ανασφάλιστους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας χωρίς δίπλωμα, όπως ακριβώς κάνει και η αστυνομία όταν τους βλέπει χωρίς κράνος, παρά μόνο όταν στήσει «μπλόκο»! Για άλλη μία φορά ας πάμε με εκείνους που το έχουμε μελετήσει περισσότερο. Έχουμε πολλά να μάθουμε και μόνο ένα να τους δείξουμε: Την διήθηση στην κυκλοφορία που εκείνοι τώρα επιτρέπουν.

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.