Editorial 611 - Οι τελευταίοι της Ευρώπης

Από το

motomag

1/10/2020

Δεν έχω βρει συγκεκριμένο όνομα, ωστόσο υπάρχει μία τάση που αναγνωρίζω σε εμάς τους Έλληνες να κλείνουμε αυτιά και μάτια παραμένοντας καθηλωμένοι σε μία θέση, απλά και μόνο γιατί την υποστηρίξαμε αρχικά. Δεν έχει σημασία αν τα επιχειρήματα που ακολούθησαν μας έχουν πείσει πως η άλλη πλευρά είχε τελικά δίκιο, σημασία έχει να μην το παραδεχτούμε εκείνη την στιγμή λες και η συζήτηση είναι μονομαχία θανάτου όπου θα μείνει μόνο ένας και κανείς άλλος. Πρόσφατο παράδειγμα αυτό που έγινε με τα διπλώματα, μόλις ακούστηκε πως θα επιτραπεί σε κατόχους άδειας οδήγησης αυτοκινήτου να καβαλήσουν μοτοσυκλέτες κατηγορίας Α1. Για αυτό και εμείς ας δούμε κάτι άλλο, αλλά κοντινό:

Είναι δεδομένο πως στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά 16 και 17 ετών που οδηγούν παπιά/σκούτερ/μοτοσυκλέτες χωρίς φυσικά να έχουν δίπλωμα γιατί δεν το δικαιούνται. Είναι επίσης δεδομένο πως μονάχα η Ελλάδα, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Δανία, απαγορεύουν την οδήγηση κατηγορίας Α1 μοτοσυκλετών κάτω των 18 ετών. Όλες οι υπόλοιπες χώρες επιτρέπουν την οδήγηση της Α1 από τα 16! Μαζί με τα μοτοποδήλατα! Απλά αλλάζουν οι εξετάσεις που δίνει ο νέος αναβάτης, αλλά από 16 ετών μπορεί κανείς να οδηγήσει Α1. Στην Ολλανδία και το Βέλγιο, τις επίπεδες αυτές χώρες που μπορείς να διασχίσεις με ποδήλατο και τα μοτοποδήλατα δεν ζορίζονται καθόλου, δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα να γίνει κάτι τέτοιο. Αντίστοιχα στην Δανία, μία χώρα που η μοτοσυκλετιστική κουλτούρα δεν είναι το ίδιο διαδεδομένη με την γειτονική Γερμανία. Στην Ελλάδα όμως θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα να εξεταστεί το πλαίσιο αυτό πιο σωστά, με δεδομένο το ποσοστό αναβατών που οδηγεί χωρίς δίπλωμα πριν πάει στα 18! Όταν μάλιστα φτάσει στην ηλικία να βγάλει το δίπλωμα και με βάση την εμπειρία οδήγησης που ήδη έχει, αμελεί να δώσει τις απαραίτητες εξετάσεις… Γιατί «ξέρει να οδηγεί». Έχει φτιάξει μία κουλτούρα παραβατικότητας την οποία θεωρεί και δικαιωματικά σωστή, με βάση το απλό σκεπτικό: «και τι να κάνω αφού απαγορευόταν;». Η κουλτούρα αυτή είναι διαδεδομένη περισσότερο εκτός των μεγάλων πόλεων, εξαιτίας του μικρότερου ελέγχου αλλά και των μεγαλύτερων αναγκών που υπάρχουν στην ατομική μετακίνηση. Δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες μαζικής μεταφοράς ένα νεαρό παιδί στην επαρχία με κάποιο συνομήλικό του στον αστικό ιστό της Αθήνας. Αντιθέτως έχει πολλές μεγαλύτερες ανάγκες! Ο νομοθέτης οφείλει να βλέπει την επικράτεια στο σύνολό της. Ο επικριτής σχολιαστής στα κοινωνικά δίκτυα από την άλλη, βλέπει μονάχα με τα δικά του γυαλιά. Αν είναι στο κέντρο της Αθήνας, φαντάζεται ξεκράνωτους πιτσιρικάδες που ανεβαίνουν τους λόφους σπινάροντας σε παπιά χωρίς ποδιές, χωρίς πίσω λάστιχο, χωρίς σωστά φρένα, υποψήφιους θαμώνες του ΚΑΤ. Κάποιος σε ένα ορεινό χωριό από την άλλη βλέπει τον μοναδικό τρόπο που έχει ένας νεαρός να πηγαίνει στο σχολείο χωρίς να εξαρτάται από σοφέρ όλες τις ημέρες του έτους. Ποιοι ακούγονται περισσότερο; Οι επικριτές από τα αστικά κέντρα, μονίμως συνδεδεμένοι σε κάποιο από τα κοινωνικά δίκτυα. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Να έχουμε μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ανασφάλιστων νεαρών παιδιών σε δημόσιους δρόμους πάνω σε μοτοσυκλέτες, που κυκλοφορούν χωρίς να έχουν περάσει ούτε τα θεωρητικά μαθήματα!

Φταίνε και οι γονείς που τους έχουν αφήσει να έχουν το δικό τους μέσο; Πριν ρίξουμε την πέτρα της κατηγορίας ας κάνουμε ένα ταξίδι με την δική μας μοτοσυκλέτα στην ορεινή Ελλάδα – υπόψιν πως ορεινό είναι σχεδόν το σύνολο αυτής της χώρας- και όταν δούμε την δική τους πραγματικότητα ας εκφέρουμε την άποψή μας. Το μόνο σίγουρο είναι πως όποιος το χρειάζεται πραγματικά θα έπρεπε να έχει βγάλει άδεια οδήγησης μοτοποδηλάτου στα 16 και να κυκλοφορεί με ένα τέτοιο. Μία γενικευμένη όμως παρανομία δείχνει πως είτε ο νόμος δεν είναι σωστός, είτε ο έλεγχος ελλιπής και στην περίπτωσή μας ισχύουν και τα δύο!

Αντίστοιχα και με την άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας Α1 με δίπλωμα αυτοκινήτου, που τις προηγούμενες ημέρες το Υπουργείο έδωσε στην δημοσιότητα ΚΥΑ που φανερώνει πως ετοιμάζει την αλλαγή, για να οδηγείται με δίπλωμα αυτοκινήτου. Αναγκάστηκε να διευκρινίσει μετά τις αντιδράσεις πως δεν ισχύει ακόμη αλλά θα μας ενημερώσει για τον τρόπο που θα γίνει η αλλαγή. Άρα θα γίνει.

Όπως ήδη ισχύει σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Διαφέρει το πλαίσιο αλλά ισχύει ήδη σε όλες τις άλλες χώρες. Γιατί; Γιατί ξέρουν πως αυτό καλύπτει μία πραγματική ανάγκη. Η πρόωρη αυτή ανακοίνωση που έγινε πριν λίγες ημέρες μας έδειξε βέβαια για άλλη μία φορά πόσο ανώριμοι είμαστε -πολίτες και Κράτος-  καθώς και το πρόσωπο ορισμένων του γενικού Τύπου. Είναι εκείνοι που μας έδειξαν εικόνες από μοτοσυκλέτες 600 κυβικών σε μπαριέρες, μίλησαν για εκατόμβες, για νεκροταφεία για ένα σωρό πράγματα που υπάρχουν μονάχα στην φαντασία τους. Ξέρουν αλήθεια πόσα τρίκυκλα σκούτερ οδηγούνται αυτή την στιγμή με δίπλωμα αυτοκινήτου; Πόσα ηλεκτρικά δίκυκλα εκεί έξω είναι πιο γρήγορα από αυτό που θα έπρεπε και αντίστοιχα μίας μοτοσυκλέτας Α1; Είναι τόσα πολλά που θα έπρεπε να βλέπουμε ήδη την εικόνα που περιγράφουν αλλά όχι, εξακολουθούμε να έχουμε πολλά δυστυχήματα που είναι τελείως άσχετα με την κατηγορία του διπλώματος! Όπως εξακολουθούμε να είμαστε πρώτοι από όλους στις εγκαταλείψεις θυμάτων, κυρίως γιατί δεν είμαστε νόμιμοι. Κι έπειτα γιατί δεν εμπιστευόμαστε τις διαδικασίες του Κράτους. Βλέπετε τώρα πως η ανάγκη είναι πραγματική και υφίσταται ήδη; Η εικόνα είναι ήδη άσχημη εκεί έξω. Οι Ισπανοί είδαν πως επιτρέποντας σε κάθε οδηγό αυτοκινήτου που έχει το δίπλωμα για τρία χρόνια να οδηγήσει μοτοσυκλέτες Α1, να μειώνονται αμέσως τα ατυχήματα στους δρόμους. Όπως και να προξενούν λιγότερα ατυχήματα που εμπλέκονταν και μοτοσυκλέτες, όσοι οδηγοί αυτοκινήτων ξεκίνησαν να καβαλούν μέσα στις πόλεις! Στην Αγγλία το κάνουν διαφορετικά, περνάς μία γρήγορη εκπαίδευση πριν σου επιτραπεί να οδηγήσεις μία μικρή μοτοσυκλέτα, ενώ είσαι κάτοχος διπλώματος αυτοκινήτου χωρίς άλλες εξετάσεις. Στην Ιταλία το ίδιο. Γιατί; Είναι καλύτερη η κατάσταση στην Ιταλία από εμάς; Μήπως δεν έχουν το ίδιο χάος οι πόλεις τους; Απλά είδαν την ανάγκη που ήδη υπάρχει και αντίστοιχα προσαρμόστηκαν. Εμείς κλείνουμε τα μάτια στους ανασφάλιστους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας χωρίς δίπλωμα, όπως ακριβώς κάνει και η αστυνομία όταν τους βλέπει χωρίς κράνος, παρά μόνο όταν στήσει «μπλόκο»! Για άλλη μία φορά ας πάμε με εκείνους που το έχουμε μελετήσει περισσότερο. Έχουμε πολλά να μάθουμε και μόνο ένα να τους δείξουμε: Την διήθηση στην κυκλοφορία που εκείνοι τώρα επιτρέπουν.

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.