Editorial 609 - Μοτοσυκλετιστές με τον εύκολο τρόπο…

Από το

motomag

1/8/2020

Από τα μηνύματα που λαμβάνω και τα σχόλια που βλέπω, ένα είναι το σίγουρο: Αν απευθύναμε μία ανοικτή επιστολή για συμμετοχή σε MEGA TEST τότε από το πρώτο πεντάλεπτο θα είχαμε περισσότερους υποψήφιους από όσους θα είχαμε χρόνο να εξετάσουμε. Κάποιοι θα είχαν ξεκινήσει να έρχονται και στα γραφεία μάλιστα, ευελπιστώντας πως η κατά πρόσωπο επικοινωνία, θα τους κερδίσει με την αμεσότητά της την πολυπόθητη θέση.

Στο MEGA TEST των mini on-off χρειαστήκαμε δύο μοτοσυκλέτες ΔΩ.ΜΟ.ΤΕ για να συμπληρώσουμε την λίστα, το TRK 502X και το T310. Οι παλιοί θα θυμούνται πως όταν πρωτοξεκίνησε το περιοδικό η λύση αυτή ήταν μονόδρομος για να μπορέσουμε να βρούμε τις μοτοσυκλέτες που θέλαμε, καθώς οι εταιρείες δεν είχαν διαθέσιμα μοντέλα ούτε για test ride στους υποψήφιους πελάτες. Έτσι έγινε και τώρα με το TRK και το T310, καθώς ήταν αδύνατο να βρούμε στις συγκεκριμένες ημερομηνίες μοτοσυκλέτα από τις αντιπροσωπείες. Κι ενώ πείσαμε έναν φίλο του περιοδικού να μας παραχωρήσει το δικό του Benelli, δεν είχαμε αντίστοιχα κάποιον με Zontes. Κι έτσι απευθυνθήκαμε στο γενικό κοινό, όχι όμως μέσα από τα δικά μας κανάλια επικοινωνίας, αλλά σε μία ομάδα ιδιοκτητών που θεωρήσαμε πως θα υπάρχει πιο άμεση ανταπόκριση. Αυτό ήταν ένα λάθος καθώς βρεθήκαμε να μιλάμε με ανθρώπους που "δεν ήταν ΜΟΤΟ". Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη μας, όταν κάποιος ζήτησε να πληρωθεί για τον χρόνο του να συμμετέχει στο MEGA TEST! Από εκεί που στην ομάδα του ΜΟΤΟ έψαχναν να δανειστούν ένα Τ310 μόνο και μόνο για να έρθουν μαζί μας, κάποιος άλλος που θα του καλύπταμε τα έξοδα, θα του βάζαμε καινούρια ελαστικά στην μοτοσυκλέτα του και θα τον παίρναμε μαζί μας στην "ομάδα που κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν" για να οδηγήσει στους καλύτερους δρόμους των Βαλκανίων, σκεφτόταν πως θα έπρεπε να πληρωθεί κιόλας. Προφανώς το να ονειρεύεσαι να ταξιδέψεις και ξαφνικά να εμφανίζεται κάποιος, να σου κάνει τα έξοδα και να σου παρέχει όλη την υποστήριξη είναι μακρινό σενάριο. Για να πληρωθείς βέβαια για κάτι θα πρέπει να είσαι επαγγελματίας και οι επαγγελματίες αναβάτες μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα είναι μόλις μια χούφτα άνθρωποι, όλοι τους διαθέσιμοι να έρθουν μαζί μας έτσι για την παρέα, αν συμπλήρωναν το μοναδικό κριτήριο που είχαμε θέσει, να έχουν ένα Τ310!

Για την ιστορία ο Νίκος Τσι., που ήρθε με την προσωπική του μοτοσυκλέτα έδεσε άμεσα με την παρέα, έβγαλε την πρώτη ημέρα των 1.200 χιλιομέτρων χωρίς πρόβλημα και στο τέλος αναθεώρησε πλήρως: "Δεν είχα στρίψει ποτέ την μοτοσυκλέτα όπως κάναμε αυτές τις ημέρες", είναι ένα από αυτά που είπε. Έφτασε στα γραφεία του περιοδικού πριν την αναχώρηση σκεπτόμενος ποια από τις επτά θα αγόραζε και γύρισε από το μεγάλο ταξίδι με άλλα μυαλά, έτοιμος να ξαναγίνει μοτοσυκλετιστής αντί για χρήστης δικύκλου. Δικά του λόγια. Κάποια πράγματα δεν αγοράζονται, όπως η θετική στάση και η φιλική διάθεση με την οποία οπλίστηκε πριν το ταξίδι, για να έρθει μαζί μας.

Και για εμάς το ρίσκο ήταν διπλάσιο, καθώς είναι ήδη μεγάλο πράγμα να πάρεις μοτοσυκλέτα ιδιώτη σε ένα τέτοιο εγχείρημα, καλύπτοντας κάθε ζημιά, και ακόμη μεγαλύτερο να έχεις και την ευθύνη ενός ανθρώπου ακόμη. Στο τέλος δεν θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα τα πράγματα, ο Νίκος έχει μία νέα παρέα κι εμείς έναν νέο φίλο, όμως ας σταματήσουμε λίγο στο γεγονός πως κάποια μοντέλα, συγκεκριμένα, έχουν το δικό τους κοινό, επίσης συγκεκριμένο. Λέμε πως είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές, ασχέτως το τι καβαλάμε, αλλά μερικές φορές και η μοτοσυκλέτα που καβαλάς υποδηλώνει και ποιος είσαι, ή ποιος είσαι εκείνη την περίοδο. Το Τ310 έχει πολλούς "χρήστες δικύκλου" στους κόλπους του αντί για μοτοσυκλετιστές και προσέξτε, αυτό είναι για καλό!

 

Αντί για σκούτερ βρέθηκαν με μία καινούρια μοτοσυκλέτα που απέκτησαν με αυστηρά οικονομοτεχνικά κριτήρια, ακριβώς δηλαδή όπως λειτουργεί έναν ιδιοκτήτης σκούτερ ή ένας ιδιοκτήτης αυτοκινήτου. Γενικότερα στην κατηγορία των μικρών Adventure συμβαίνει αυτό βέβαια, κι επειδή το Τ310 είναι “VFM” όπως το χαρακτηρίζουν, θα δεις να το επιλέγει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων με αυτή την νοοτροπία, έναντι άλλων μοτοσυκλετών με καλύτερη οδηγική συμπεριφορά. Εξαιρέσεις υπάρχουν και είναι πολλές, άλλωστε μαζί μας είχαμε μία από αυτές τις εξαιρέσεις. Σε κάποιον που εύκολα αποκτά μία ολοκαίνουρια μοτοσυκλέτα, τα παραπάνω είναι αξίες που προς το παρόν δεν τους αφορούν, και δεν πρέπει κιόλας από την στιγμή που η πλειοψηφία δεν θα έκανε ποτέ ένα τέτοιο ταξίδι με την μικρή, καθημερινή τους μοτοσυκλέτα.

Μονάχα θετικά το βλέπω όλο αυτό όμως, διότι ένα ποσοστό από τους "έχω ένα δίκυκλο για την μετακίνηση" θα εξελιχθεί σε κανονικούς, γνήσιους, παθιασμένους μοτοσυκλετιστές. Αναβάτες που θα πηγαίνουν ίσως σε κάποια σχολή ασφαλούς οδήγησης, θα επισκεφτούν και ένα track day για να ανοίξουν λίγο οι ορίζοντές τους, που θα ταξιδεύουν περισσότερο και θα ενημερώνονται και καλύτερα, θα διαβάζουν και θα παρακολουθούν τις εξελίξεις. Ένα ποσοστό θα γίνουν οι επόμενοι φίλοι μας κι έχουμε ανάγκη να γίνουμε περισσότεροι για να μην καταλήξουμε στο περιθώριο. Παλιότερα αυτή η διαδικασία ήθελε περισσότερο χρόνο. Για να αποκτήσεις ένα δίκυκλο που θα σε έκανε να νιώσεις μοτοσυκλετιστής σε νεαρή ηλικία, χρειαζόσουν περισσότερα βήματα. Τώρα μικρά και φθηνά Adventure από την Κίνα, που είναι άκρως λειτουργικά και τα αγοράζεις καινούρια, τα εξοπλίζεις και πάνω τους μαθαίνεις και εξελίσσεσαι ως οδηγός, είναι μία νέα ευκαιρία που έχουμε για να αυξηθούμε στο μέλλον. Είπαμε ένα ποσοστό θέλουμε, όχι όλους. Ένα μικρό κομμάτι είναι αρκετό…

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.