Editorial 609 - Μοτοσυκλετιστές με τον εύκολο τρόπο…

Από το

motomag

1/8/2020

Από τα μηνύματα που λαμβάνω και τα σχόλια που βλέπω, ένα είναι το σίγουρο: Αν απευθύναμε μία ανοικτή επιστολή για συμμετοχή σε MEGA TEST τότε από το πρώτο πεντάλεπτο θα είχαμε περισσότερους υποψήφιους από όσους θα είχαμε χρόνο να εξετάσουμε. Κάποιοι θα είχαν ξεκινήσει να έρχονται και στα γραφεία μάλιστα, ευελπιστώντας πως η κατά πρόσωπο επικοινωνία, θα τους κερδίσει με την αμεσότητά της την πολυπόθητη θέση.

Στο MEGA TEST των mini on-off χρειαστήκαμε δύο μοτοσυκλέτες ΔΩ.ΜΟ.ΤΕ για να συμπληρώσουμε την λίστα, το TRK 502X και το T310. Οι παλιοί θα θυμούνται πως όταν πρωτοξεκίνησε το περιοδικό η λύση αυτή ήταν μονόδρομος για να μπορέσουμε να βρούμε τις μοτοσυκλέτες που θέλαμε, καθώς οι εταιρείες δεν είχαν διαθέσιμα μοντέλα ούτε για test ride στους υποψήφιους πελάτες. Έτσι έγινε και τώρα με το TRK και το T310, καθώς ήταν αδύνατο να βρούμε στις συγκεκριμένες ημερομηνίες μοτοσυκλέτα από τις αντιπροσωπείες. Κι ενώ πείσαμε έναν φίλο του περιοδικού να μας παραχωρήσει το δικό του Benelli, δεν είχαμε αντίστοιχα κάποιον με Zontes. Κι έτσι απευθυνθήκαμε στο γενικό κοινό, όχι όμως μέσα από τα δικά μας κανάλια επικοινωνίας, αλλά σε μία ομάδα ιδιοκτητών που θεωρήσαμε πως θα υπάρχει πιο άμεση ανταπόκριση. Αυτό ήταν ένα λάθος καθώς βρεθήκαμε να μιλάμε με ανθρώπους που "δεν ήταν ΜΟΤΟ". Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη μας, όταν κάποιος ζήτησε να πληρωθεί για τον χρόνο του να συμμετέχει στο MEGA TEST! Από εκεί που στην ομάδα του ΜΟΤΟ έψαχναν να δανειστούν ένα Τ310 μόνο και μόνο για να έρθουν μαζί μας, κάποιος άλλος που θα του καλύπταμε τα έξοδα, θα του βάζαμε καινούρια ελαστικά στην μοτοσυκλέτα του και θα τον παίρναμε μαζί μας στην "ομάδα που κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν" για να οδηγήσει στους καλύτερους δρόμους των Βαλκανίων, σκεφτόταν πως θα έπρεπε να πληρωθεί κιόλας. Προφανώς το να ονειρεύεσαι να ταξιδέψεις και ξαφνικά να εμφανίζεται κάποιος, να σου κάνει τα έξοδα και να σου παρέχει όλη την υποστήριξη είναι μακρινό σενάριο. Για να πληρωθείς βέβαια για κάτι θα πρέπει να είσαι επαγγελματίας και οι επαγγελματίες αναβάτες μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα είναι μόλις μια χούφτα άνθρωποι, όλοι τους διαθέσιμοι να έρθουν μαζί μας έτσι για την παρέα, αν συμπλήρωναν το μοναδικό κριτήριο που είχαμε θέσει, να έχουν ένα Τ310!

Για την ιστορία ο Νίκος Τσι., που ήρθε με την προσωπική του μοτοσυκλέτα έδεσε άμεσα με την παρέα, έβγαλε την πρώτη ημέρα των 1.200 χιλιομέτρων χωρίς πρόβλημα και στο τέλος αναθεώρησε πλήρως: "Δεν είχα στρίψει ποτέ την μοτοσυκλέτα όπως κάναμε αυτές τις ημέρες", είναι ένα από αυτά που είπε. Έφτασε στα γραφεία του περιοδικού πριν την αναχώρηση σκεπτόμενος ποια από τις επτά θα αγόραζε και γύρισε από το μεγάλο ταξίδι με άλλα μυαλά, έτοιμος να ξαναγίνει μοτοσυκλετιστής αντί για χρήστης δικύκλου. Δικά του λόγια. Κάποια πράγματα δεν αγοράζονται, όπως η θετική στάση και η φιλική διάθεση με την οποία οπλίστηκε πριν το ταξίδι, για να έρθει μαζί μας.

Και για εμάς το ρίσκο ήταν διπλάσιο, καθώς είναι ήδη μεγάλο πράγμα να πάρεις μοτοσυκλέτα ιδιώτη σε ένα τέτοιο εγχείρημα, καλύπτοντας κάθε ζημιά, και ακόμη μεγαλύτερο να έχεις και την ευθύνη ενός ανθρώπου ακόμη. Στο τέλος δεν θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα τα πράγματα, ο Νίκος έχει μία νέα παρέα κι εμείς έναν νέο φίλο, όμως ας σταματήσουμε λίγο στο γεγονός πως κάποια μοντέλα, συγκεκριμένα, έχουν το δικό τους κοινό, επίσης συγκεκριμένο. Λέμε πως είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές, ασχέτως το τι καβαλάμε, αλλά μερικές φορές και η μοτοσυκλέτα που καβαλάς υποδηλώνει και ποιος είσαι, ή ποιος είσαι εκείνη την περίοδο. Το Τ310 έχει πολλούς "χρήστες δικύκλου" στους κόλπους του αντί για μοτοσυκλετιστές και προσέξτε, αυτό είναι για καλό!

 

Αντί για σκούτερ βρέθηκαν με μία καινούρια μοτοσυκλέτα που απέκτησαν με αυστηρά οικονομοτεχνικά κριτήρια, ακριβώς δηλαδή όπως λειτουργεί έναν ιδιοκτήτης σκούτερ ή ένας ιδιοκτήτης αυτοκινήτου. Γενικότερα στην κατηγορία των μικρών Adventure συμβαίνει αυτό βέβαια, κι επειδή το Τ310 είναι “VFM” όπως το χαρακτηρίζουν, θα δεις να το επιλέγει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων με αυτή την νοοτροπία, έναντι άλλων μοτοσυκλετών με καλύτερη οδηγική συμπεριφορά. Εξαιρέσεις υπάρχουν και είναι πολλές, άλλωστε μαζί μας είχαμε μία από αυτές τις εξαιρέσεις. Σε κάποιον που εύκολα αποκτά μία ολοκαίνουρια μοτοσυκλέτα, τα παραπάνω είναι αξίες που προς το παρόν δεν τους αφορούν, και δεν πρέπει κιόλας από την στιγμή που η πλειοψηφία δεν θα έκανε ποτέ ένα τέτοιο ταξίδι με την μικρή, καθημερινή τους μοτοσυκλέτα.

Μονάχα θετικά το βλέπω όλο αυτό όμως, διότι ένα ποσοστό από τους "έχω ένα δίκυκλο για την μετακίνηση" θα εξελιχθεί σε κανονικούς, γνήσιους, παθιασμένους μοτοσυκλετιστές. Αναβάτες που θα πηγαίνουν ίσως σε κάποια σχολή ασφαλούς οδήγησης, θα επισκεφτούν και ένα track day για να ανοίξουν λίγο οι ορίζοντές τους, που θα ταξιδεύουν περισσότερο και θα ενημερώνονται και καλύτερα, θα διαβάζουν και θα παρακολουθούν τις εξελίξεις. Ένα ποσοστό θα γίνουν οι επόμενοι φίλοι μας κι έχουμε ανάγκη να γίνουμε περισσότεροι για να μην καταλήξουμε στο περιθώριο. Παλιότερα αυτή η διαδικασία ήθελε περισσότερο χρόνο. Για να αποκτήσεις ένα δίκυκλο που θα σε έκανε να νιώσεις μοτοσυκλετιστής σε νεαρή ηλικία, χρειαζόσουν περισσότερα βήματα. Τώρα μικρά και φθηνά Adventure από την Κίνα, που είναι άκρως λειτουργικά και τα αγοράζεις καινούρια, τα εξοπλίζεις και πάνω τους μαθαίνεις και εξελίσσεσαι ως οδηγός, είναι μία νέα ευκαιρία που έχουμε για να αυξηθούμε στο μέλλον. Είπαμε ένα ποσοστό θέλουμε, όχι όλους. Ένα μικρό κομμάτι είναι αρκετό…

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.