Editorial 594 - Csikszentmihalyi

x
Από το

motomag

1/5/2019

Με μικρές ή αργές μοτοσυκλέτες μπορείς να έχεις την ίδια ικανοποίηση όπως και με τις μεγάλες και γρήγορες – το ξαναθυμήθηκα αυτό πρόσφατα οδηγώντας το Super Cub και το Ζ125. Το αργά θέλει μια πολύ πιο ανεπτυγμένη αίσθηση ισορροπίας, στο γρήγορα η μοτοσυκλέτα ισορροπεί μόνη της. Στο γρήγορα, σε απασχολεί περισσότερο η επιλογή της πορείας και η διαχείριση της ταχύτητας και της μάζας της μοτοσυκλέτας, ενώ στο αργά, έχεις περισσότερη συναίσθηση του ευρύτερου περιβάλλοντος και όσων συμβαίνουν γύρω σου, χωρίς να έχουν τόση σημασία τα δυναμικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας. Το σημαντικό είναι πως κάθε αναβάτης, ανεξάρτητα από το τι και πως οδηγεί, μπορεί να νιώσει την απόλαυση της οδήγησης.

Με τον ανθρώπινο εγκέφαλο να έχει πεπερασμένη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων, το θέμα είναι πως θα εκμεταλλευτείς την υπολογιστική ισχύ του, σε τι θα δώσεις σημασία και τι θα αγνοήσεις. Ο Ουγγρο-αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας Mihaly Csikszentmihalyi προσδιορίζει το ποσό της πληροφορίας που μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλος σε 110 bits το δευτερόλεπτο (για να μιλήσουμε με όρους υπολογιστών), ποσότητα που μπορεί να φαίνεται μεγάλη, αλλά στην πραγματικότητα ακόμα και απλές δουλειές όπως το να ακούμε κάποιον που μας μιλά και να κατανοούμε τι μας λέει, αυτή η αποκωδικοποίηση καταναλώνει κάπου 60 bits από τα 110. Να γιατί είναι άκρως επικίνδυνο να μιλάμε όταν οδηγούμε – μειώνουμε την δυνατότητα αντίληψης και επεξεργασίας μας στο μισό… Γι’ αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες οι οδηγοί αυτοκινήτων που έχουν το κινητό στο αυτί, ειδικά αν υπολογίσουμε πως δεν είναι και τίποτα οδηγάρες, οπότε το λιγότερο από το μισό μυαλό που τους απομένει δεν αρκεί για να αντιληφθούν την μοτοσυκλέτα που έρχεται, και να ενεργήσουν ανάλογα. Για να είμαστε δίκαιοι, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους μοτοσυκλετιστές που μιλάνε στο κινητό, είτε σφηνωμένο στο κράνος, είτε οι σκουτεροπαπόβιοι που το κρατάνε στο χέρι (γιατί δεν φοράνε κράνος) είτε όσοι έχουν μοτοσυκλέτες ή συστήματα επικοινωνίας με δυνατότητα σύνδεσης του κινητού – για να μην χάνουν ούτε μια κλήση. Για σκεφτείτε το, απλά και μόνο το να μιλάς δεν σου επιτρέπει να δώσεις προσοχή και σε πολλά άλλα πράγματα, κι όταν οδηγείς μοτοσυκλέτα είναι πάρα πολλά αυτά που πρέπει να υπολογίσεις.

Ο ψυχολόγος αυτός με το όνομα που μόνο Ούγγροι μπορούν να προφέρουν ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το 1975 μια κατάσταση του εγκεφάλου που μπορεί να εξηγήσει γιατί μας αρέσει τόσο να οδηγούμε μοτοσυκλέτες. Την ονόμασε “flow state” (κατάσταση ροής”, ενώ είναι γνωστή και ως “being in the zone”, και είναι αυτή η πνευματική κατάσταση στην οποία ένα άτομο που κάνει μια δραστηριότητα απορροφάται πλήρως σε μια αίσθηση απόλυτης εστίασης, πλήρους συμμετοχής αλλά και απόλαυσης κατά την διαδικασία της δραστηριότητας. Μια πλήρης απορρόφηση σ’ αυτό που κάνουμε, τόσο πλήρης που χάνεται η αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Σ’ αυτή την κατάσταση ροής, σ’ αυτή την ζώνη λειτουργίας, χωρίς το άτομο να αποφασίζει συνειδητά γι’ αυτό, χάνει την επαφή με όλα τα άλλα – και τα όποια προβλήματά του δεν το απασχολούν πια. Τότε, όλη μας η προσοχή, όλο μας το μυαλό είναι εκεί, μόνο εκεί, και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Αυτό, είτε στην πλήρη εκδοχή του είτε σε μικρά, αμελητέα κομμάτια, μπορεί να μας δώσει την απόλαυση της οδήγησης μιας μοτοσυκλέτας. Φυσικά, δεν είναι ένα καινούργιο concept. Επί χιλιάδες χρόνια όλες οι ανθρώπινες κουλτούρες αναγνώριζαν αντίστοιχες πνευματικές καταστάσεις, από τις πιο πρωτόγονες κοινωνίες ως τις διδαχές του Βουδισμού (όπου στόχος του ατόμου ήταν η συνεχής ύπαρξη μέσα σε μια τέτοια κατάσταση – νιρβάνα) του Ταοϊσμού και του Zen. Η επίτευξη αυτής της κατάστασης είναι εντελώς προσωπική υπόθεση, κι από την στιγμή που δεν μπορεί ο άνθρωπος να την προκαλέσει συνειδητά (εκτός αν έχει ήδη φτάσει σε νιρβάνα κι είναι πια πεφωτισμένος!), είναι πολύ δύσκολο να την περιγράψει σε τρίτους. Όταν συμβεί όμως, το καταλαβαίνεις.

Η προσήλωση στην δραστηριότητα, όταν γίνει απόλυτη, φέρνει μια κατάσταση έκστασης και απόλυτης διαύγειας, η αίσθηση του χρόνου εξαφανίζεται, δεν νιώθεις τον εαυτό σου σαν κάτι ξεχωριστό, αλλά ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, του κόσμου στον οποίο ζεις. Σαν να βιώνεις μικρούς οργασμούς μέσα στην συνουσία της ζωής σου…  Η κατάσταση αυτή της “ροής” έχει περιγραφεί από πολλούς, και δεν είναι τυχαίο που ο καλύτερος τρόπος κίνησης με μοτοσυκλέτα είναι “με ροή”, δηλαδή με αρμονία, όπου η κάθε κίνηση της μοτοσυκλέτας και η κάθε ενέργεια του αναβάτη συντονίζονται και “ρέουν” η μια μετά την άλλη, χωρίς διακριτά κενά. Τότε, έχουμε όλη την προσοχή μας εκεί και τα πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν “τέλεια”, όσο καλύτερα θα μπορούσαν να γίνουν. Σε αυτή τη φάση, ο εγκέφαλος δουλεύει στο 100%, αλλά το άτομο νιώθει σαν να μην σκέφτεται τίποτα, όλα γίνονται “αυτόματα”, καθώς δεν χρειάζεται πια συνειδητή προσπάθεια για να συμβούν. Ο άνθρωπος αναγνωρίζει αυτή την πνευματική κατάσταση ως την υπέρτατη εμπειρία, που δίνει κι ένα υψηλό επίπεδο ικανοποίησης. Σ’ αυτή τη φάση, ακόμα και οι σωματικές ανάγκες αγνοούνται. Τα παραδείγματα ζωγράφων ή συγγραφέων που απορροφημένοι στην δημιουργικότητά τους ξεχνούσαν να φάνε ή να κοιμηθούν, είναι πολλά. Αθλητές έχουν περιγράψει πως όταν βρέθηκαν σε flow state είχαν την αίσθηση πως έβλεπαν σε slow motion και πως μπορούσαν να νιώσουν τι θα συνέβαινε μετά. Δυστυχώς, για τους μοτοσυκλετιστές μια τέτοια εμπειρία επιβράδυνσης του χρόνου τυπικά συμβαίνει σε κάποιο ατύχημα. Με το που συνειδητοποιήσεις πως θα συμβεί, τα κλάσματα του δευτερολέπτου που περνούν μέχρι να σκάσεις κάτω ή να στουκάρεις με το αυτοκίνητο, σου φαίνονται για λεπτά ολόκληρα, και νιώθεις πως έχεις πολύ χρόνο για να σκεφτείς διάφορα, ακριβώς επειδή ξαφνικά η συγκέντρωσή σου σ’ αυτό που συμβαίνει γίνεται απόλυτη. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αίσθηση ικανοποίησης μετά – εκτός αν την γλυτώσεις!

Ο Csikszentmihalyi προσδιορίζει τρεις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί μια κατάσταση flow. H πρώτη είναι πως η δραστηριότητα πρέπει να έχει ξεκάθαρο στόχο, κάτι που της δίνει κατεύθυνση και δομή. Η δεύτερη είναι πως πρέπει να υπάρχει άμεση και ξεκάθαρη ανατροφοδότηση, κάτι που βοηθά στην αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν, επιτρέποντας την προσαρμογή των ενεργειών του ατόμου, ώστε να διατηρηθεί η ροή. Η τρίτη είναι πως πρέπει να υπάρχει μια καλή ισορροπία μεταξύ των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το άτομο και των ικανοτήτων του, όπως και αυτοπεποίθηση για την ολοκλήρωση της δραστηριότητας.  

Τόσοι και τόσοι φωτισμένοι άνθρωποι εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν έκαναν λάθος – απλά δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα οι μοτοσυκλέτες. Είμαι σίγουρος πως στην σημερινή του μετενσάρκωση, ο Βούδας οδηγεί μοτοσυκλέτα. Ευτυχώς, το ίδιο κάνουμε κι εμείς, και κάπου - κάπου, οδηγώντας με ροή, παίρνουμε την υπέρτατη ικανοποίηση. Go with the flow! May the flow be with you

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.