Editorial 594 - Csikszentmihalyi

x
Από το

motomag

1/5/2019

Με μικρές ή αργές μοτοσυκλέτες μπορείς να έχεις την ίδια ικανοποίηση όπως και με τις μεγάλες και γρήγορες – το ξαναθυμήθηκα αυτό πρόσφατα οδηγώντας το Super Cub και το Ζ125. Το αργά θέλει μια πολύ πιο ανεπτυγμένη αίσθηση ισορροπίας, στο γρήγορα η μοτοσυκλέτα ισορροπεί μόνη της. Στο γρήγορα, σε απασχολεί περισσότερο η επιλογή της πορείας και η διαχείριση της ταχύτητας και της μάζας της μοτοσυκλέτας, ενώ στο αργά, έχεις περισσότερη συναίσθηση του ευρύτερου περιβάλλοντος και όσων συμβαίνουν γύρω σου, χωρίς να έχουν τόση σημασία τα δυναμικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας. Το σημαντικό είναι πως κάθε αναβάτης, ανεξάρτητα από το τι και πως οδηγεί, μπορεί να νιώσει την απόλαυση της οδήγησης.

Με τον ανθρώπινο εγκέφαλο να έχει πεπερασμένη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων, το θέμα είναι πως θα εκμεταλλευτείς την υπολογιστική ισχύ του, σε τι θα δώσεις σημασία και τι θα αγνοήσεις. Ο Ουγγρο-αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας Mihaly Csikszentmihalyi προσδιορίζει το ποσό της πληροφορίας που μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλος σε 110 bits το δευτερόλεπτο (για να μιλήσουμε με όρους υπολογιστών), ποσότητα που μπορεί να φαίνεται μεγάλη, αλλά στην πραγματικότητα ακόμα και απλές δουλειές όπως το να ακούμε κάποιον που μας μιλά και να κατανοούμε τι μας λέει, αυτή η αποκωδικοποίηση καταναλώνει κάπου 60 bits από τα 110. Να γιατί είναι άκρως επικίνδυνο να μιλάμε όταν οδηγούμε – μειώνουμε την δυνατότητα αντίληψης και επεξεργασίας μας στο μισό… Γι’ αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες οι οδηγοί αυτοκινήτων που έχουν το κινητό στο αυτί, ειδικά αν υπολογίσουμε πως δεν είναι και τίποτα οδηγάρες, οπότε το λιγότερο από το μισό μυαλό που τους απομένει δεν αρκεί για να αντιληφθούν την μοτοσυκλέτα που έρχεται, και να ενεργήσουν ανάλογα. Για να είμαστε δίκαιοι, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους μοτοσυκλετιστές που μιλάνε στο κινητό, είτε σφηνωμένο στο κράνος, είτε οι σκουτεροπαπόβιοι που το κρατάνε στο χέρι (γιατί δεν φοράνε κράνος) είτε όσοι έχουν μοτοσυκλέτες ή συστήματα επικοινωνίας με δυνατότητα σύνδεσης του κινητού – για να μην χάνουν ούτε μια κλήση. Για σκεφτείτε το, απλά και μόνο το να μιλάς δεν σου επιτρέπει να δώσεις προσοχή και σε πολλά άλλα πράγματα, κι όταν οδηγείς μοτοσυκλέτα είναι πάρα πολλά αυτά που πρέπει να υπολογίσεις.

Ο ψυχολόγος αυτός με το όνομα που μόνο Ούγγροι μπορούν να προφέρουν ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το 1975 μια κατάσταση του εγκεφάλου που μπορεί να εξηγήσει γιατί μας αρέσει τόσο να οδηγούμε μοτοσυκλέτες. Την ονόμασε “flow state” (κατάσταση ροής”, ενώ είναι γνωστή και ως “being in the zone”, και είναι αυτή η πνευματική κατάσταση στην οποία ένα άτομο που κάνει μια δραστηριότητα απορροφάται πλήρως σε μια αίσθηση απόλυτης εστίασης, πλήρους συμμετοχής αλλά και απόλαυσης κατά την διαδικασία της δραστηριότητας. Μια πλήρης απορρόφηση σ’ αυτό που κάνουμε, τόσο πλήρης που χάνεται η αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Σ’ αυτή την κατάσταση ροής, σ’ αυτή την ζώνη λειτουργίας, χωρίς το άτομο να αποφασίζει συνειδητά γι’ αυτό, χάνει την επαφή με όλα τα άλλα – και τα όποια προβλήματά του δεν το απασχολούν πια. Τότε, όλη μας η προσοχή, όλο μας το μυαλό είναι εκεί, μόνο εκεί, και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Αυτό, είτε στην πλήρη εκδοχή του είτε σε μικρά, αμελητέα κομμάτια, μπορεί να μας δώσει την απόλαυση της οδήγησης μιας μοτοσυκλέτας. Φυσικά, δεν είναι ένα καινούργιο concept. Επί χιλιάδες χρόνια όλες οι ανθρώπινες κουλτούρες αναγνώριζαν αντίστοιχες πνευματικές καταστάσεις, από τις πιο πρωτόγονες κοινωνίες ως τις διδαχές του Βουδισμού (όπου στόχος του ατόμου ήταν η συνεχής ύπαρξη μέσα σε μια τέτοια κατάσταση – νιρβάνα) του Ταοϊσμού και του Zen. Η επίτευξη αυτής της κατάστασης είναι εντελώς προσωπική υπόθεση, κι από την στιγμή που δεν μπορεί ο άνθρωπος να την προκαλέσει συνειδητά (εκτός αν έχει ήδη φτάσει σε νιρβάνα κι είναι πια πεφωτισμένος!), είναι πολύ δύσκολο να την περιγράψει σε τρίτους. Όταν συμβεί όμως, το καταλαβαίνεις.

Η προσήλωση στην δραστηριότητα, όταν γίνει απόλυτη, φέρνει μια κατάσταση έκστασης και απόλυτης διαύγειας, η αίσθηση του χρόνου εξαφανίζεται, δεν νιώθεις τον εαυτό σου σαν κάτι ξεχωριστό, αλλά ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, του κόσμου στον οποίο ζεις. Σαν να βιώνεις μικρούς οργασμούς μέσα στην συνουσία της ζωής σου…  Η κατάσταση αυτή της “ροής” έχει περιγραφεί από πολλούς, και δεν είναι τυχαίο που ο καλύτερος τρόπος κίνησης με μοτοσυκλέτα είναι “με ροή”, δηλαδή με αρμονία, όπου η κάθε κίνηση της μοτοσυκλέτας και η κάθε ενέργεια του αναβάτη συντονίζονται και “ρέουν” η μια μετά την άλλη, χωρίς διακριτά κενά. Τότε, έχουμε όλη την προσοχή μας εκεί και τα πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν “τέλεια”, όσο καλύτερα θα μπορούσαν να γίνουν. Σε αυτή τη φάση, ο εγκέφαλος δουλεύει στο 100%, αλλά το άτομο νιώθει σαν να μην σκέφτεται τίποτα, όλα γίνονται “αυτόματα”, καθώς δεν χρειάζεται πια συνειδητή προσπάθεια για να συμβούν. Ο άνθρωπος αναγνωρίζει αυτή την πνευματική κατάσταση ως την υπέρτατη εμπειρία, που δίνει κι ένα υψηλό επίπεδο ικανοποίησης. Σ’ αυτή τη φάση, ακόμα και οι σωματικές ανάγκες αγνοούνται. Τα παραδείγματα ζωγράφων ή συγγραφέων που απορροφημένοι στην δημιουργικότητά τους ξεχνούσαν να φάνε ή να κοιμηθούν, είναι πολλά. Αθλητές έχουν περιγράψει πως όταν βρέθηκαν σε flow state είχαν την αίσθηση πως έβλεπαν σε slow motion και πως μπορούσαν να νιώσουν τι θα συνέβαινε μετά. Δυστυχώς, για τους μοτοσυκλετιστές μια τέτοια εμπειρία επιβράδυνσης του χρόνου τυπικά συμβαίνει σε κάποιο ατύχημα. Με το που συνειδητοποιήσεις πως θα συμβεί, τα κλάσματα του δευτερολέπτου που περνούν μέχρι να σκάσεις κάτω ή να στουκάρεις με το αυτοκίνητο, σου φαίνονται για λεπτά ολόκληρα, και νιώθεις πως έχεις πολύ χρόνο για να σκεφτείς διάφορα, ακριβώς επειδή ξαφνικά η συγκέντρωσή σου σ’ αυτό που συμβαίνει γίνεται απόλυτη. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αίσθηση ικανοποίησης μετά – εκτός αν την γλυτώσεις!

Ο Csikszentmihalyi προσδιορίζει τρεις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί μια κατάσταση flow. H πρώτη είναι πως η δραστηριότητα πρέπει να έχει ξεκάθαρο στόχο, κάτι που της δίνει κατεύθυνση και δομή. Η δεύτερη είναι πως πρέπει να υπάρχει άμεση και ξεκάθαρη ανατροφοδότηση, κάτι που βοηθά στην αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν, επιτρέποντας την προσαρμογή των ενεργειών του ατόμου, ώστε να διατηρηθεί η ροή. Η τρίτη είναι πως πρέπει να υπάρχει μια καλή ισορροπία μεταξύ των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το άτομο και των ικανοτήτων του, όπως και αυτοπεποίθηση για την ολοκλήρωση της δραστηριότητας.  

Τόσοι και τόσοι φωτισμένοι άνθρωποι εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν έκαναν λάθος – απλά δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα οι μοτοσυκλέτες. Είμαι σίγουρος πως στην σημερινή του μετενσάρκωση, ο Βούδας οδηγεί μοτοσυκλέτα. Ευτυχώς, το ίδιο κάνουμε κι εμείς, και κάπου - κάπου, οδηγώντας με ροή, παίρνουμε την υπέρτατη ικανοποίηση. Go with the flow! May the flow be with you

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.