Editorial 594 - Csikszentmihalyi

x
Από το

motomag

1/5/2019

Με μικρές ή αργές μοτοσυκλέτες μπορείς να έχεις την ίδια ικανοποίηση όπως και με τις μεγάλες και γρήγορες – το ξαναθυμήθηκα αυτό πρόσφατα οδηγώντας το Super Cub και το Ζ125. Το αργά θέλει μια πολύ πιο ανεπτυγμένη αίσθηση ισορροπίας, στο γρήγορα η μοτοσυκλέτα ισορροπεί μόνη της. Στο γρήγορα, σε απασχολεί περισσότερο η επιλογή της πορείας και η διαχείριση της ταχύτητας και της μάζας της μοτοσυκλέτας, ενώ στο αργά, έχεις περισσότερη συναίσθηση του ευρύτερου περιβάλλοντος και όσων συμβαίνουν γύρω σου, χωρίς να έχουν τόση σημασία τα δυναμικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας. Το σημαντικό είναι πως κάθε αναβάτης, ανεξάρτητα από το τι και πως οδηγεί, μπορεί να νιώσει την απόλαυση της οδήγησης.

Με τον ανθρώπινο εγκέφαλο να έχει πεπερασμένη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων, το θέμα είναι πως θα εκμεταλλευτείς την υπολογιστική ισχύ του, σε τι θα δώσεις σημασία και τι θα αγνοήσεις. Ο Ουγγρο-αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας Mihaly Csikszentmihalyi προσδιορίζει το ποσό της πληροφορίας που μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλος σε 110 bits το δευτερόλεπτο (για να μιλήσουμε με όρους υπολογιστών), ποσότητα που μπορεί να φαίνεται μεγάλη, αλλά στην πραγματικότητα ακόμα και απλές δουλειές όπως το να ακούμε κάποιον που μας μιλά και να κατανοούμε τι μας λέει, αυτή η αποκωδικοποίηση καταναλώνει κάπου 60 bits από τα 110. Να γιατί είναι άκρως επικίνδυνο να μιλάμε όταν οδηγούμε – μειώνουμε την δυνατότητα αντίληψης και επεξεργασίας μας στο μισό… Γι’ αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες οι οδηγοί αυτοκινήτων που έχουν το κινητό στο αυτί, ειδικά αν υπολογίσουμε πως δεν είναι και τίποτα οδηγάρες, οπότε το λιγότερο από το μισό μυαλό που τους απομένει δεν αρκεί για να αντιληφθούν την μοτοσυκλέτα που έρχεται, και να ενεργήσουν ανάλογα. Για να είμαστε δίκαιοι, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους μοτοσυκλετιστές που μιλάνε στο κινητό, είτε σφηνωμένο στο κράνος, είτε οι σκουτεροπαπόβιοι που το κρατάνε στο χέρι (γιατί δεν φοράνε κράνος) είτε όσοι έχουν μοτοσυκλέτες ή συστήματα επικοινωνίας με δυνατότητα σύνδεσης του κινητού – για να μην χάνουν ούτε μια κλήση. Για σκεφτείτε το, απλά και μόνο το να μιλάς δεν σου επιτρέπει να δώσεις προσοχή και σε πολλά άλλα πράγματα, κι όταν οδηγείς μοτοσυκλέτα είναι πάρα πολλά αυτά που πρέπει να υπολογίσεις.

Ο ψυχολόγος αυτός με το όνομα που μόνο Ούγγροι μπορούν να προφέρουν ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το 1975 μια κατάσταση του εγκεφάλου που μπορεί να εξηγήσει γιατί μας αρέσει τόσο να οδηγούμε μοτοσυκλέτες. Την ονόμασε “flow state” (κατάσταση ροής”, ενώ είναι γνωστή και ως “being in the zone”, και είναι αυτή η πνευματική κατάσταση στην οποία ένα άτομο που κάνει μια δραστηριότητα απορροφάται πλήρως σε μια αίσθηση απόλυτης εστίασης, πλήρους συμμετοχής αλλά και απόλαυσης κατά την διαδικασία της δραστηριότητας. Μια πλήρης απορρόφηση σ’ αυτό που κάνουμε, τόσο πλήρης που χάνεται η αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Σ’ αυτή την κατάσταση ροής, σ’ αυτή την ζώνη λειτουργίας, χωρίς το άτομο να αποφασίζει συνειδητά γι’ αυτό, χάνει την επαφή με όλα τα άλλα – και τα όποια προβλήματά του δεν το απασχολούν πια. Τότε, όλη μας η προσοχή, όλο μας το μυαλό είναι εκεί, μόνο εκεί, και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Αυτό, είτε στην πλήρη εκδοχή του είτε σε μικρά, αμελητέα κομμάτια, μπορεί να μας δώσει την απόλαυση της οδήγησης μιας μοτοσυκλέτας. Φυσικά, δεν είναι ένα καινούργιο concept. Επί χιλιάδες χρόνια όλες οι ανθρώπινες κουλτούρες αναγνώριζαν αντίστοιχες πνευματικές καταστάσεις, από τις πιο πρωτόγονες κοινωνίες ως τις διδαχές του Βουδισμού (όπου στόχος του ατόμου ήταν η συνεχής ύπαρξη μέσα σε μια τέτοια κατάσταση – νιρβάνα) του Ταοϊσμού και του Zen. Η επίτευξη αυτής της κατάστασης είναι εντελώς προσωπική υπόθεση, κι από την στιγμή που δεν μπορεί ο άνθρωπος να την προκαλέσει συνειδητά (εκτός αν έχει ήδη φτάσει σε νιρβάνα κι είναι πια πεφωτισμένος!), είναι πολύ δύσκολο να την περιγράψει σε τρίτους. Όταν συμβεί όμως, το καταλαβαίνεις.

Η προσήλωση στην δραστηριότητα, όταν γίνει απόλυτη, φέρνει μια κατάσταση έκστασης και απόλυτης διαύγειας, η αίσθηση του χρόνου εξαφανίζεται, δεν νιώθεις τον εαυτό σου σαν κάτι ξεχωριστό, αλλά ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, του κόσμου στον οποίο ζεις. Σαν να βιώνεις μικρούς οργασμούς μέσα στην συνουσία της ζωής σου…  Η κατάσταση αυτή της “ροής” έχει περιγραφεί από πολλούς, και δεν είναι τυχαίο που ο καλύτερος τρόπος κίνησης με μοτοσυκλέτα είναι “με ροή”, δηλαδή με αρμονία, όπου η κάθε κίνηση της μοτοσυκλέτας και η κάθε ενέργεια του αναβάτη συντονίζονται και “ρέουν” η μια μετά την άλλη, χωρίς διακριτά κενά. Τότε, έχουμε όλη την προσοχή μας εκεί και τα πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν “τέλεια”, όσο καλύτερα θα μπορούσαν να γίνουν. Σε αυτή τη φάση, ο εγκέφαλος δουλεύει στο 100%, αλλά το άτομο νιώθει σαν να μην σκέφτεται τίποτα, όλα γίνονται “αυτόματα”, καθώς δεν χρειάζεται πια συνειδητή προσπάθεια για να συμβούν. Ο άνθρωπος αναγνωρίζει αυτή την πνευματική κατάσταση ως την υπέρτατη εμπειρία, που δίνει κι ένα υψηλό επίπεδο ικανοποίησης. Σ’ αυτή τη φάση, ακόμα και οι σωματικές ανάγκες αγνοούνται. Τα παραδείγματα ζωγράφων ή συγγραφέων που απορροφημένοι στην δημιουργικότητά τους ξεχνούσαν να φάνε ή να κοιμηθούν, είναι πολλά. Αθλητές έχουν περιγράψει πως όταν βρέθηκαν σε flow state είχαν την αίσθηση πως έβλεπαν σε slow motion και πως μπορούσαν να νιώσουν τι θα συνέβαινε μετά. Δυστυχώς, για τους μοτοσυκλετιστές μια τέτοια εμπειρία επιβράδυνσης του χρόνου τυπικά συμβαίνει σε κάποιο ατύχημα. Με το που συνειδητοποιήσεις πως θα συμβεί, τα κλάσματα του δευτερολέπτου που περνούν μέχρι να σκάσεις κάτω ή να στουκάρεις με το αυτοκίνητο, σου φαίνονται για λεπτά ολόκληρα, και νιώθεις πως έχεις πολύ χρόνο για να σκεφτείς διάφορα, ακριβώς επειδή ξαφνικά η συγκέντρωσή σου σ’ αυτό που συμβαίνει γίνεται απόλυτη. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αίσθηση ικανοποίησης μετά – εκτός αν την γλυτώσεις!

Ο Csikszentmihalyi προσδιορίζει τρεις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί μια κατάσταση flow. H πρώτη είναι πως η δραστηριότητα πρέπει να έχει ξεκάθαρο στόχο, κάτι που της δίνει κατεύθυνση και δομή. Η δεύτερη είναι πως πρέπει να υπάρχει άμεση και ξεκάθαρη ανατροφοδότηση, κάτι που βοηθά στην αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν, επιτρέποντας την προσαρμογή των ενεργειών του ατόμου, ώστε να διατηρηθεί η ροή. Η τρίτη είναι πως πρέπει να υπάρχει μια καλή ισορροπία μεταξύ των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το άτομο και των ικανοτήτων του, όπως και αυτοπεποίθηση για την ολοκλήρωση της δραστηριότητας.  

Τόσοι και τόσοι φωτισμένοι άνθρωποι εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν έκαναν λάθος – απλά δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα οι μοτοσυκλέτες. Είμαι σίγουρος πως στην σημερινή του μετενσάρκωση, ο Βούδας οδηγεί μοτοσυκλέτα. Ευτυχώς, το ίδιο κάνουμε κι εμείς, και κάπου - κάπου, οδηγώντας με ροή, παίρνουμε την υπέρτατη ικανοποίηση. Go with the flow! May the flow be with you

editorial 541 - Η πιο γρήγορη είναι...

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

1/12/2014

Η ταχύτερη μοτοσυκλέτα παραγωγής του κόσμου δεν ήταν ούτε στην Ιntermot, ούτε στην EICMA. H ταχύτερη νόμιμη για κυκλοφορία στο δρόμο μοτοσυκλέτα έχει τελική πάνω από 350 χιλιόμετρα, κι έχει νικήσει στα ίσα όλες τις άλλες στην ανάβαση του Pikes Peak πέρυσι, οπότε και στρίβει και φρενάρει. Κι όμως, ελάχιστοι την γνωρίζουν, γιατί είναι εκτός πεπατημένης και των συνηθειών μας: Δεν έχει τάπα βενζίνης, αλλά μπρίζα για να φορτίζει. Ακούει στο μάλλον κακόγουστο όνομα "Αστραπή LS-218", και κατασκευάζεται στην Αμερική. Η Lightning λοιπόν, μπορεί να γίνει δική σας με 38.888 δολάρια, καθώς οι παραδόσεις ήδη έχουν αρχίσει.

 

Καταλαβαίνω πως περίπου το 101% των μοτοσυκλετών ξενερώνει όταν δίπλα στην λέξη μοτοσυκλέτα μπαίνει και το ηλεκτρική. Το ίδιο κι εγώ. Η αιτιολόγηση, μέχρι τώρα, ήταν απλή: Δείξτε μου μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που για το ίδιο κόστος με μια βενζινοκίνητη, να θέλω πιο πολύ να την αγοράσω. Που να είναι δυνατότερη, ταχύτερη, να στρίβει καλύτερα, να πηγαίνει εξίσου μακριά με μια φόρτιση, που να γουστάρω τέλος πάντων να οδηγώ αυτή με την μπρίζα αντί για την άλλη με την μάνικα. Που να μην μοιάζει με παιδικό παιχνίδι, που να μην φωνάζει με την πρώτη ματιά πως πρόκειται για κάτι που σχεδίασαν και έφτιαξαν άνθρωποι που μπορεί να ξέρουν από ρεύματα, αλλά όχι από μοτοσυκλέτες. Προσπάθειες έχουν γίνει πολλές, τόσο σε επίπεδο παραγωγής (όπως οι Zero Motorcycles στις ΗΠΑ) όσο και αγωνιστικό (από Moto Czysz ως Mugen), ακόμα και για χωμάτινη χρήση (ΚΤΜ Freeride-E). Mέχρι τώρα όμως, δεν υπήρχε ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που να τα είχε βάλει με βενζινοκίνητες αγωνιστικές και να τις είχε νικήσει στα ίσα. Κι όμως, αυτό συνέβη πέρυσι στο Pikes Peak, όπου συμμετέχουν κορυφαίες αγωνιστικές ομάδες απ’ όλο τον κόσμο, και τουλάχιστον στις ΗΠΑ, τον παίρνουν πολύ σοβαρά αυτόν τον αγώνα. Το 2012, η Lightning είχε κερδίσει όλους τους αγώνες ηλεκτρικών στους οποίους είχε συμμετάσχει, και για το 2013 έπεισαν τον Carlin Dunne να οδηγήσει την μοτοσυκλέτα τους. O Dunne είχε πρωτοεμφανιστεί στο Pikes Peak το 2011, και το κέρδισε με την πρώτη, νίκη που επανέλαβε με Ducati και το 2012. Δεν ήταν λίγο ρίσκο γι’ αυτόν να πάει σε μια ομάδα με ηλεκτρική μοτοσυκλέτα; Κι όμως, μετά από δύο track days, το πρώτο για να συνηθίσει λίγο την μοτοσυκλέτα και το δεύτερο για να ρυθμίσει αναρτήσεις, πήγε να τρέξει στο Pikes Peak κι έκανε τον ταχύτερο χρόνο από όλες τις μοτοσυκλέτες, ανεξαρτήτως κινητήρα. Ο δεύτερος ήταν 21 δευτερόλεπτα πίσω του.

 

Φαίνεται πως η σχεδιασμένη από τον "δικό μας" Glynn Kerr Lightning σηματοδοτεί την ωρίμανση των ηλεκτρικών μοτοσυκλετών, το στάδιο εκείνο όπου ανταγωνίζονται πια στα ίσα το κατεστημένο των βενζινοκίνητων. Συμφωνώ πως για να προτιμάς το σφύριγμα μιας ηλεκτρικής σε σχέση με τον ήχο ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης πρέπει ο σφυγμός σου να έχει πέσει στο μηδέν, από ώρα. Μόνο το soundtrack όμως είναι που κάνει μια μοτοσυκλέτα συναρπαστική; Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα των ηλεκτρικών, πάντα σύμφωνα με την τρέχουσα τεχνολογία μπαταριών, είναι η περιορισμένη τους αυτονομία. Η Lightning υπόσχεται αυτονομία 160-200 χιλιόμετρα με τη μικρή μπαταρία των 12 kwh, και 250-290 με την μεγάλη των 20 kwh. Όσοι νομίσουν πως είναι λίγα, ας πάρουν οποιαδήποτε superbike με 200 ίππους, κι ας την πάνε τέρμα γκάζι. Στις μετρήσεις που κάνουμε για το περιοδικό, έχουμε αδειάσει 17λιτρα ρεζερβουάρ πολύ πριν κάνουμε 100 χιλιόμετρα, όπως θα έχουν διαπιστώσει και όσοι έχουν καταφέρει να πάνε ένα superbike τελικιασμένο για καμιά ώρα... Η Lightning, από την άλλη, έχει και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας για μοτοσυκλέτες παραγωγής, με 347,55 km/h μέσο όρο διελεύσεων (η μία ήταν πάνω από 350 km/h). Οι τεχνικοί της υπολόγισαν πως στα 320 km/h το αντίστοιχο της κατανάλωσής της σε λίτρα βενζίνης θα ήταν 4,7 l/100km, επίδοση που θεωρείται οικονομική για απλές μοτοσυκλέτες με 50 ίππους. Υπολόγισαν επίσης, πως κάθε πέρασμα για τα ρεκόρ ταχύτητας στην Bonneville τους στοίχιζε το ισόποσο των 8 cent του δολαρίου, από ενέργεια που αποθήκευαν μέσω των ηλιακών πάνελ που είχε στην οροφή του το φορτηγάκι της ομάδας. Φυσικά – φυσικά, όταν σου αδειάσει το ρεζερβουάρ χώνεσαι σ’ ένα βενζινάδικο και σε πέντε λεπτά έχεις ξεμπερδέψει, έχεις δώσει τα 30 ευρώ σου και ξαναορμάς προς την δόξα. Με το ηλεκτρικό όμως, θα έπρεπε να ξέρεις πως κάθε, ή έστω πολλά βενζινάδικα έχουν γρήγορους φορτιστές, και να πιεις έναν καφέ, αφού μέσα σε μισή ώρα οι μπαταρίες γεμίζουν. Με απλό φορτιστή στο σπίτι, χωρίς τριφασικό ρεύμα, θέλουν δύο ώρες. Κοίταξα το κόστος για τον γρήγορο φορτιστή ενός υβριδικού αυτοκινήτου, του BMW i8, και είναι στα 2.300 ευρώ, κομπλέ με μετρητή κατανάλωσης. Αν υπήρχε αρκετή ζήτηση, το κόστος δεν είναι υπερβολικό για ένα βενζινάδικο.   

 

Για να φτιάξει την πιο γρήγορή της μοτοσυκλέτα η Kawasaki, την H2R που συμπτωματικά έχει κι αυτή τελική 350+ χιλιόμετρα (αλλά δεν είναι νόμιμη για κυκλοφορία στο δρόμο), το κριτήριό της ήταν "η ανεπανάληπτη αίσθηση επιτάχυνσης". Σ’ αυτόν τον τομέα, τα ηλεκτρικά δεν υστερούν. Το Lightning έχει πάνω από 200 ίππους και 23,2 kgm ροπής, επιδόσεις που καμία βενζινοκίνητη μοτοσυκλέτα δεν διαθέτει. Κανένα superbike μέχρι σήμερα δεν έχει μετρηθεί στους 200 ίππους στον τροχό, και οι απώλειες ενός συστήματος μετάδοσης ενός ηλεκτρικού είναι πολύ-πολύ μικρότερες, αφού δεν παρεμβάλλονται γρανάζια, συμπλέκτης και κιβώτιο ταχυτήτων. Το Lightning δεν έχει κιβώτιο. Ανοίγεις το διακόπτη κι είσαι έτοιμος να φύγεις, απολαμβάνοντας μια αίσθηση καταιγιστικής, αδιάλειπτης επιτάχυνσης από τα μηδέν ως τα 350 χιλιόμετρα. Τα 23,2 χιλιογραμμόμετρα ροπής που έχει είναι τα διπλά από ενός Hayabusa (13,7), οπότε σε σύγκριση το κτηνώδες Suzuki θα φαίνεται σαν να δουλεύει με τους δύο κυλίνδρους. Η Kawasaki ανακοινώνει 16,8 kgm για το H2R των 300 ίππων, 7 kgm λιγότερα, που είναι αντίστοιχη της διαφοράς ροπής ενός μονοκύλινδρου 300 κυβικών όπως το CBR300 κι ενός CBR1000RR. Χαοτική.       

Ο υγρόψυκτος ηλεκτροκινητήρας του βγάζει λοιπόν πάνω από 200 ίππους, και η ροπή του είναι διπλάσια αυτής ενός Panigale. Aπό γκάζια δηλαδή, δεν του λείπει τίποτα, ούτε από πλαίσιο και φρένα και αναρτήσεις. Έχει πάνω του τα καλύτερα Brembo και Öhlins. Ούτε και υπερβολικά βαρύ είναι στα 224,5 κιλά, 10 περίπου κιλά περισσότερα από το πιο βαρύ superbike, αλλά 14 κιλά λιγότερα από του Kawasaki H2. Στα έξτρα,  όταν θα παραγγείλετε το δικό σας, μπορείτε να διαλέξετε μεταξύ carbon πλαισίου και ψαλιδιού, οθόνης touch screen με λειτουργικό Android και σέλας της προτίμησής σας. Σε μια μοτοσυκλέτα που έχει ήδη ζάντες Marchesini μαγνησίου και πιρούνι Öhlins FGRT, αμορτισέρ Öhlins ΤΤΧ και τις καλές ακτινικές Brembo, τι άλλο να ζητήσεις;

Έχουμε έτσι μια μοτοσυκλέτα ικανή να γεμίσει δέος και τον πιο hardcore αναβάτη superbike, που μπορεί με τις επιδόσεις της να κάνει τα πόδια των κοινών θνητών και τρέμουν σαν ζελέ, που μπορεί να τρομάξει εντελώς και για πάντα κάποιον ψιλο-άσχετο που θα βρεθεί στην σέλα της και μετά δεν θα ξαναβγεί ποτέ από το δωμάτιό του, ενώ θα ουρλιάζει υστερικά κάθε φορά που η μάνα του θα βάζει μπρος το σεσουάρ για τα μαλλιά. Κι εδώ ερχόμαστε στο μεγαλύτερο μειονέκτημά του μέχρι τα βενζινάδικα να βάλουν φορτιστές: Τον ήχο. Όντως τα ηλεκτρικά όταν επιταχύνουν κάνουν σαν σεσουάρ στη δεύτερη σκάλα, με λίγο θόρυβο από αλυσίδα να θυμίζει μοτοσυκλέτα. Άντε, αν τα γουστάρεις κιόλας, να πεις πως κάνουν σαν jet σε απογείωση. Ακούω πως μερικά αυτοκίνητα, όπως για παράδειγμα σε Renault Clio, έχουν επιλογές μέσω του συστήματος πολυμέσων, που τα κάνουν να ακούγονται σαν V8 ή σαν Nissan GTR (μέσα στην καμπίνα, γιατί απ’ έξω ακούγεται γι’ αυτό που είναι). Μου φαίνεται γελοίο. Με τα ηλεκτρικά όμως, το πρόβλημα είναι ότι δεν ακούγονται. Έχει πάει να με πατήσει Prius γιατί ξαφνικά έκανε όπισθεν, χωρίς καμία ηχητική προειδοποίηση, αφού δεν καταλαβαίνεις πως είναι "on". Στο Pikes Peak, στην διαδρομή του αγώνα, τα ηλεκτρικά είναι υποχρεωμένα από τον κανονισμό να κάνουν θόρυβο 120 ντεσιμπέλ, για να μην πατάνε τους θεατές ή τους βλάκες που αποφασίζουν να περάσουν απέναντι με το αυτοκίνητό τους. Και πως το κάνουν αυτό; Βάζουν πάνω στη μοτοσυκλέτα μια σειρήνα...

Η ανάβαση του Pikes Peak έχει μήκος 20 χιλιόμετρα, με 156 στροφές που ανεβάζουν τους αγωνιζόμενους από τα 1.440 στα 4.300 μέτρα. Για να λέμε του βενζινοκίνητου το δίκιο, η απόδοση των κινητήρων εσωτερικής καύσης πέφτει σημαντικά σε τέτοια υψόμετρα, όμως μόλις δύο χρόνια πριν την νίκη του Dunne με το Lightning, όταν πάλι ήταν νικητής ο ίδιος με Ducati Multistrada, το πιο γρήγορο ηλεκτρικό ήταν ένα λεπτό και σαράντα δευτερόλεπτα πίσω του. Δυό χρόνια μετά, έριξε 21" στον δεύτερο, με ηλεκτρικό. Όποιος έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με αγώνες, καταλαβαίνει πως πρόοδος δύο ολόκληρων λεπτών (στα 10 – δέκα και κάτι που κάνουν οι πιο γρήγοροι εκεί) μέσα σε δύο χρόνια, είναι τεράστια έως απίστευτη. Φανταστείτε μια μοτοσυκλέτα MotoGP που να έχει καταφέρει μέσα σε δυό χρόνια να βελτιώσει τους χρόνους της κατά 20%. Δεν γίνεται, κι αν γινόταν, θα σκότωναν για να μάθουν το μυστικό. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μυστικό, αλλά για κάτι ολοφάνερο, που αποτελεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αλλά και το χειρότερο μειονέκτημά της: Είναι ηλεκτρικό. Με βάση στην California, όπως και οι έτερες ηλεκτρικές Mission και Ζero και Τesla (στα αυτοκίνητα αυτή η τελευταία), η Lightning ασχολείται με τα ηλεκτρόνια από το 2006, και πολύ νωρίς μπλέχτηκε με τους αγώνες. Της πήρε οκτώ χρόνια για να φτάσει στο σημείο να κερδίζει τους πάντες σ’ έναν διάσημο, διεθνή αγώνα που οι κατασκευαστές παίρνουν πολύ στα σοβαρά, καθώς έχει σημαντικό αντίκτυπο στην Αμερικάνικη αγορά. Αν το 2006 είχαν πει "σε οκτώ χρόνια θα σας σκίσουμε τις βενζινοκίνητες μπαχατέλες σας", όλοι θα γέλαγαν. Κι όμως, η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Όταν πρωτοφτιάχτηκαν μοτοσυκλέτες, κανείς δεν πίστευε πως αυτά τα πράματα του διαβόλου θα γίνουν ποτέ κάτι περισσότερο από παιχνιδάκια για εκκεντρικούς πλούσιους. Τα ίδια έλεγαν και για τα αυτοκίνητα, το ίδιο γέλαγαν όταν ο άγνωστος τότε Soichiro Honda δεσμευόταν πως θα τρέξουν τα Honda στο Isle of Man και θα κερδίσουν. Μ’ αρέσει και το πόρισμα επιστημόνων της εποχής των πρώτων τρένων: Οι επιστήμονες είχαν αποφανθεί πως αν τα τρένα τρέξουν ποτέ πιο γρήγορα από άλογο, θα φύγει ο αέρας από τα παράθυρα και οι επιβάτες θα πεθάνουν από ασφυξία. Κι εντάξει, αυτά τα έχουμε ξεπεράσει, το θέμα δεν είναι αν στα 350 θα πάμε από ασφυξία. Μια ανάσα θα την πάρουμε. Το θέμα είναι πως οι αισθήσεις μας, επί τέσσερις σχεδόν γενιές τώρα, έχουν εκπαιδευτεί να γουστάρουν μοτοσυκλέτα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια. Κι είναι ύποπτο έως ανησυχητικό (Θα γυρίσει ο κόσμος μας ανάποδα; Θα μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι;) πως ψάχνοντας το γιατί δεν θα γουστάραμε αυτή τη στιγμή μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα, οι μόνες βάσιμες δικαιολογίες που μπορούμε να βρούμε είναι πως δεν υπάρχουν κατάλληλοι φορτιστές στα βενζινάδικα και πως αυτά τα ηλεχτρικά ακούγονται σαν δράπανα, ενώ απ’ την άλλη είναι αρκούντως τρομακτικές και πιο γρήγορες απ’ όλες τις άλλες, στις ευθείες ή στις στροφές.   

Στα χρονομετρημένα δοκιμαστικά πριν τον αγώνα του Pikes Peak, o Richard Hatfield, o "κύριος Lightning", στεκόταν δίπλα στην οθόνη με τους χρόνους, και όπως και τις προηγούμενες μέρες, το Lightning ήταν το ταχύτερο. Δίπλα του στέκονταν μερικοί Ιάπωνες μηχανολόγοι από την εργοστασιακή ομάδα της Honda, και τα CBR τους ήταν στην 14η θέση. Λέει ένας τους στον Richard: "Ω! Είστε από την Lightning! Toυ χρόνου θα επιστρέψουμε με περισσότερους ίππους!". Ο Richard (που τον βλέπεις ήσυχο ανθρωπάκι, αλλά τα καρφιά του τα ρίχνει), τους απάντησε: "Μπαταρίες θα πρέπει να φέρετε του χρόνου." Οι Ιάπωνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, κι είπε ο ένας στον άλλο: "Δίκιο έχει, μπαταρίες πρέπει να φέρουμε."