Editorial 594 - Csikszentmihalyi

x
Από το

motomag

1/5/2019

Με μικρές ή αργές μοτοσυκλέτες μπορείς να έχεις την ίδια ικανοποίηση όπως και με τις μεγάλες και γρήγορες – το ξαναθυμήθηκα αυτό πρόσφατα οδηγώντας το Super Cub και το Ζ125. Το αργά θέλει μια πολύ πιο ανεπτυγμένη αίσθηση ισορροπίας, στο γρήγορα η μοτοσυκλέτα ισορροπεί μόνη της. Στο γρήγορα, σε απασχολεί περισσότερο η επιλογή της πορείας και η διαχείριση της ταχύτητας και της μάζας της μοτοσυκλέτας, ενώ στο αργά, έχεις περισσότερη συναίσθηση του ευρύτερου περιβάλλοντος και όσων συμβαίνουν γύρω σου, χωρίς να έχουν τόση σημασία τα δυναμικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας. Το σημαντικό είναι πως κάθε αναβάτης, ανεξάρτητα από το τι και πως οδηγεί, μπορεί να νιώσει την απόλαυση της οδήγησης.

Με τον ανθρώπινο εγκέφαλο να έχει πεπερασμένη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων, το θέμα είναι πως θα εκμεταλλευτείς την υπολογιστική ισχύ του, σε τι θα δώσεις σημασία και τι θα αγνοήσεις. Ο Ουγγρο-αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας Mihaly Csikszentmihalyi προσδιορίζει το ποσό της πληροφορίας που μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλος σε 110 bits το δευτερόλεπτο (για να μιλήσουμε με όρους υπολογιστών), ποσότητα που μπορεί να φαίνεται μεγάλη, αλλά στην πραγματικότητα ακόμα και απλές δουλειές όπως το να ακούμε κάποιον που μας μιλά και να κατανοούμε τι μας λέει, αυτή η αποκωδικοποίηση καταναλώνει κάπου 60 bits από τα 110. Να γιατί είναι άκρως επικίνδυνο να μιλάμε όταν οδηγούμε – μειώνουμε την δυνατότητα αντίληψης και επεξεργασίας μας στο μισό… Γι’ αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες οι οδηγοί αυτοκινήτων που έχουν το κινητό στο αυτί, ειδικά αν υπολογίσουμε πως δεν είναι και τίποτα οδηγάρες, οπότε το λιγότερο από το μισό μυαλό που τους απομένει δεν αρκεί για να αντιληφθούν την μοτοσυκλέτα που έρχεται, και να ενεργήσουν ανάλογα. Για να είμαστε δίκαιοι, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους μοτοσυκλετιστές που μιλάνε στο κινητό, είτε σφηνωμένο στο κράνος, είτε οι σκουτεροπαπόβιοι που το κρατάνε στο χέρι (γιατί δεν φοράνε κράνος) είτε όσοι έχουν μοτοσυκλέτες ή συστήματα επικοινωνίας με δυνατότητα σύνδεσης του κινητού – για να μην χάνουν ούτε μια κλήση. Για σκεφτείτε το, απλά και μόνο το να μιλάς δεν σου επιτρέπει να δώσεις προσοχή και σε πολλά άλλα πράγματα, κι όταν οδηγείς μοτοσυκλέτα είναι πάρα πολλά αυτά που πρέπει να υπολογίσεις.

Ο ψυχολόγος αυτός με το όνομα που μόνο Ούγγροι μπορούν να προφέρουν ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το 1975 μια κατάσταση του εγκεφάλου που μπορεί να εξηγήσει γιατί μας αρέσει τόσο να οδηγούμε μοτοσυκλέτες. Την ονόμασε “flow state” (κατάσταση ροής”, ενώ είναι γνωστή και ως “being in the zone”, και είναι αυτή η πνευματική κατάσταση στην οποία ένα άτομο που κάνει μια δραστηριότητα απορροφάται πλήρως σε μια αίσθηση απόλυτης εστίασης, πλήρους συμμετοχής αλλά και απόλαυσης κατά την διαδικασία της δραστηριότητας. Μια πλήρης απορρόφηση σ’ αυτό που κάνουμε, τόσο πλήρης που χάνεται η αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Σ’ αυτή την κατάσταση ροής, σ’ αυτή την ζώνη λειτουργίας, χωρίς το άτομο να αποφασίζει συνειδητά γι’ αυτό, χάνει την επαφή με όλα τα άλλα – και τα όποια προβλήματά του δεν το απασχολούν πια. Τότε, όλη μας η προσοχή, όλο μας το μυαλό είναι εκεί, μόνο εκεί, και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Αυτό, είτε στην πλήρη εκδοχή του είτε σε μικρά, αμελητέα κομμάτια, μπορεί να μας δώσει την απόλαυση της οδήγησης μιας μοτοσυκλέτας. Φυσικά, δεν είναι ένα καινούργιο concept. Επί χιλιάδες χρόνια όλες οι ανθρώπινες κουλτούρες αναγνώριζαν αντίστοιχες πνευματικές καταστάσεις, από τις πιο πρωτόγονες κοινωνίες ως τις διδαχές του Βουδισμού (όπου στόχος του ατόμου ήταν η συνεχής ύπαρξη μέσα σε μια τέτοια κατάσταση – νιρβάνα) του Ταοϊσμού και του Zen. Η επίτευξη αυτής της κατάστασης είναι εντελώς προσωπική υπόθεση, κι από την στιγμή που δεν μπορεί ο άνθρωπος να την προκαλέσει συνειδητά (εκτός αν έχει ήδη φτάσει σε νιρβάνα κι είναι πια πεφωτισμένος!), είναι πολύ δύσκολο να την περιγράψει σε τρίτους. Όταν συμβεί όμως, το καταλαβαίνεις.

Η προσήλωση στην δραστηριότητα, όταν γίνει απόλυτη, φέρνει μια κατάσταση έκστασης και απόλυτης διαύγειας, η αίσθηση του χρόνου εξαφανίζεται, δεν νιώθεις τον εαυτό σου σαν κάτι ξεχωριστό, αλλά ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, του κόσμου στον οποίο ζεις. Σαν να βιώνεις μικρούς οργασμούς μέσα στην συνουσία της ζωής σου…  Η κατάσταση αυτή της “ροής” έχει περιγραφεί από πολλούς, και δεν είναι τυχαίο που ο καλύτερος τρόπος κίνησης με μοτοσυκλέτα είναι “με ροή”, δηλαδή με αρμονία, όπου η κάθε κίνηση της μοτοσυκλέτας και η κάθε ενέργεια του αναβάτη συντονίζονται και “ρέουν” η μια μετά την άλλη, χωρίς διακριτά κενά. Τότε, έχουμε όλη την προσοχή μας εκεί και τα πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν “τέλεια”, όσο καλύτερα θα μπορούσαν να γίνουν. Σε αυτή τη φάση, ο εγκέφαλος δουλεύει στο 100%, αλλά το άτομο νιώθει σαν να μην σκέφτεται τίποτα, όλα γίνονται “αυτόματα”, καθώς δεν χρειάζεται πια συνειδητή προσπάθεια για να συμβούν. Ο άνθρωπος αναγνωρίζει αυτή την πνευματική κατάσταση ως την υπέρτατη εμπειρία, που δίνει κι ένα υψηλό επίπεδο ικανοποίησης. Σ’ αυτή τη φάση, ακόμα και οι σωματικές ανάγκες αγνοούνται. Τα παραδείγματα ζωγράφων ή συγγραφέων που απορροφημένοι στην δημιουργικότητά τους ξεχνούσαν να φάνε ή να κοιμηθούν, είναι πολλά. Αθλητές έχουν περιγράψει πως όταν βρέθηκαν σε flow state είχαν την αίσθηση πως έβλεπαν σε slow motion και πως μπορούσαν να νιώσουν τι θα συνέβαινε μετά. Δυστυχώς, για τους μοτοσυκλετιστές μια τέτοια εμπειρία επιβράδυνσης του χρόνου τυπικά συμβαίνει σε κάποιο ατύχημα. Με το που συνειδητοποιήσεις πως θα συμβεί, τα κλάσματα του δευτερολέπτου που περνούν μέχρι να σκάσεις κάτω ή να στουκάρεις με το αυτοκίνητο, σου φαίνονται για λεπτά ολόκληρα, και νιώθεις πως έχεις πολύ χρόνο για να σκεφτείς διάφορα, ακριβώς επειδή ξαφνικά η συγκέντρωσή σου σ’ αυτό που συμβαίνει γίνεται απόλυτη. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αίσθηση ικανοποίησης μετά – εκτός αν την γλυτώσεις!

Ο Csikszentmihalyi προσδιορίζει τρεις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί μια κατάσταση flow. H πρώτη είναι πως η δραστηριότητα πρέπει να έχει ξεκάθαρο στόχο, κάτι που της δίνει κατεύθυνση και δομή. Η δεύτερη είναι πως πρέπει να υπάρχει άμεση και ξεκάθαρη ανατροφοδότηση, κάτι που βοηθά στην αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν, επιτρέποντας την προσαρμογή των ενεργειών του ατόμου, ώστε να διατηρηθεί η ροή. Η τρίτη είναι πως πρέπει να υπάρχει μια καλή ισορροπία μεταξύ των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το άτομο και των ικανοτήτων του, όπως και αυτοπεποίθηση για την ολοκλήρωση της δραστηριότητας.  

Τόσοι και τόσοι φωτισμένοι άνθρωποι εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν έκαναν λάθος – απλά δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα οι μοτοσυκλέτες. Είμαι σίγουρος πως στην σημερινή του μετενσάρκωση, ο Βούδας οδηγεί μοτοσυκλέτα. Ευτυχώς, το ίδιο κάνουμε κι εμείς, και κάπου - κάπου, οδηγώντας με ροή, παίρνουμε την υπέρτατη ικανοποίηση. Go with the flow! May the flow be with you

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.