Editorial 593 - Ο εχθρός είναι αλλού

x
Από το

motomag

1/4/2019

Ένα ένα φτιάχνονται τα καρφιά για το φέρετρο του κινητήρα εσωτερικής καύσης: Η Honda παρουσίασε στο Tokyo Motorcycle Show ένα ηλεκτρικό motocross, θυμίζοντας την κίνησή της να καταργήσει τα δίχρονα, με τελευταίο το CR250R του 2007. Τα διάσημα αρχικά όμως, CR, κοσμούν και το νέο της ηλεκτρικό πρωτότυπο. Ήταν λάθος να τα καταργήσει; Θα μπορούσε να εξελίξει κι άλλο το πρωτοποριακό σύστημά της με την ελεγχόμενη αυτανάφλεξη, το AR (Activated Radicals Combustion); Ναι, αλλά σε βάθος χρόνου, δεν είναι βέβαιο πόσο νόημα θα είχε για την διάσωση του κινητήρα εσωτερικής καύσης. Απ’ την άλλη, όση βενζίνη κι αν κυλάει στις φλέβες μας, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η εποχή που ζούμε δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Η τεχνολογία αλλάζει την ζωή των ανθρώπων, κι αυτό έκανε πάντα, και θα συνεχίσει να το κάνει, με όλο και επιταχυνόμενο ρυθμό.

Και για να φτάσουμε να έχουμε μοτοσυκλέτες, έπρεπε πρώτα να ανακαλυφθεί ο τροχός και να φτιαχτούν τα πρώτα τροχοφόρα οχήματα, μια χρήση δηλαδή του τροχού πέρα από τους χερόμυλους για άλεσμα σιτηρών ή τους τροχούς διαμόρφωσης πηλού για κατασκευή κεραμικών. Όσο για το πότε φτιάχτηκαν τα πρώτα τροχοφόρα, υπήρχαν ενδείξεις πως περίπου ταυτόχρονα, γύρω στο 4.500 π.Χ., εμφανίστηκαν στην Μεσοποταμία, τον Καύκασο και την ανατολική Ευρώπη. Το 2002 όμως, σε βάλτους νότια της Ljubljana στην Σλοβενία, που κατοικούνταν τουλάχιστον από το 9.000 π.Χ., βρέθηκε ξύλινος τροχός πιθανώς χειράμαξας, με διάμετρο 72 εκατοστά και άξονα μήκους 120 εκατοστών. Ήταν φτιαγμένος από ξύλο φλαμουριάς, με άξονα από ξύλο βελανιδιάς. Η οπή στο κέντρο του ήταν τετράγωνη, κάτι που σημαίνει πως ο άξονας περιστρεφόταν μαζί με τους τροχούς. Χρονολογήθηκε στο 5.150 – 5.300 π.Χ. και είναι ο παλαιότερος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, δείχνοντας όμως ένα επίπεδο κατασκευής τροχού και άξονα που συνιστά πως η εφεύρεση ήταν πολύ παλαιότερη. Τροχό είχαμε, τροχοφόρα είχαμε εδώ και 7.500 χρόνια τουλάχιστον, μοτοσυκλέτα όμως; Για να φτάσουμε στην μοτοσυκλέτα έπρεπε πρώτα να περάσουμε από το ποδήλατο, και το πρώτο όχημα μονού ίχνους (με τον ένα τροχό πίσω από τον άλλο, στην ίδια ευθεία, έτσι ώστε να αφήνει ένα μοναδικό ίχνος) που κινούνταν με την δύναμη των ποδιών του επιβαίνοντος εφευρέθηκε από τον Γερμανό βαρώνο Karl von Drais, το 1817, στο Μόναχο της (όπου και η έδρα της BMW – δεν θα μπορούσε να είχε φέρει ο νεαρός τότε Όθωνας ένα ποδήλατο Drais όταν ήρθε στην Ελλάδα;). Ήταν και το πρώτο δίτροχο με εμπρός τροχό που έστριβε με τιμόνι. Το όνομά του επιβίωσε ως τις μέρες μας χαρακτηρίζοντας τα σιδηροδρομικά οχήματα, τις ντερεζίνες.

Και με την επάνοδο των ηλεκτρικών ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε το πότε φτιάχτηκε η πρώτη μοτοσυκλέτα. Μέχρι τώρα θεωρούσαμε ως πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής την  Hildebrand & Wolfmüller, την πρώτη με κινητήρα εσωτερικής καύσης που φτιάχτηκε κι αυτή στο Μόναχο το 1894. Αλλά παλαιότερα υπήρξαν μοτοσυκλέτες ατμοκίνητες (το 1867, σε Γαλλία και ΗΠΑ), ενώ σχεδόν ταυτόχρονα και ηλεκτρικές. Έτσι κι αλλιώς, και κάποια από τα πρώτα αυτοκίνητα ήταν ηλεκτρικά, και μάλιστα ήταν και τα πιο γρήγορα τότε, σε σχέση με τα βενζινοκίνητα. Οπότε, κάποια στιγμή θα πρέπει να μην ασχολούμαστε με το τι είδους κινητήρα είχε ή έχει μια μοτοσυκλέτα, αλλά με την αίσθηση που σου δίνει όταν την οδηγείς. Ας μην ξεχνάμε και την αντίσταση που εμφανίζουν οι άνθρωποι σε κάτι που αλλάζει τις συνήθειες και τις ζωές τους. Όταν βγήκαν τα πρώτα ποδήλατα, πολλές πόλεις τα απαγόρευσαν, για τον φόβο ατυχημάτων. Το ίδιο γινόταν και με τα πρώτα αυτοκίνητα, με την νομοθεσία στην Αγγλία να επιβάλλει να προπορεύεται ένας πεζός που κουνούσε μια κόκκινη σημαία, και το αυτοκίνητο να ακολουθεί. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν οχήματα με τροχούς για πάνω από 8.000 χρόνια, και οι λαοί από τον Καύκασο να έχουν φέρει μέσω των Βαλκανίων τον τροχό και στον Ελλαδικό χώρο, όπως και την λέξη για τον κύκλο, που οδήγησε στην λέξη μοτοσυκλέτα (και γι’ αυτό γράφεται με ύψιλον, όπως κι ο κύκλος, κι όχι με γιώτα). Προέρχεται από την πρωτο- Ινδοευρωπαϊκή “kwekwlo”, που μας έδωσε και την αγγλική λέξη wheel, αλλά και την chakra των Σανσκριτικών. Οι Δωριείς είχαν ήδη άρματα με τροχούς με ακτίνες όταν κατέβηκαν στα Βαλκάνια και τον Ελλαδικό χώρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις πως είχαν ήδη και σιδερένια στεφάνια γύρω από τους ακτινωτούς τροχούς τους, μια τέχνη που χάθηκε από την Ελλάδα μαζί με τους τελευταίους καροποιούς, στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Μπροστά λοιπόν στα πάνω από 8.000 χρόνια ύπαρξης τροχοφόρων, οι μοτοσυκλέτες με κινητήρα εσωτερικής καύσης υπάρχουν για μόλις 125 χρόνια, κι εμείς φρικάρουμε με την επερχόμενη αλλαγή του είδους του κινητήρα. Λογικό, αφού έτσι μάθαμε, έτσι συνηθίσαμε, έτσι γουστάρουμε, έτσι απολαμβάνουμε, κι επιπλέον, δεν έχουμε δει ακόμα ή δεν έχουμε καβαλήσει ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που να είναι συνολικά καλύτερη από την αντίστοιχη βενζινοκίνητη, ειδικά στην αυτονομία της κίνησης, αυτή που μας δίνει την περίφημη ελευθερία που όλοι αναζητούμε οδηγώντας μοτοσυκλέτα. Ο εχθρός όμως δεν είναι ο ηλεκτροκινητήρας. Εστιάζουμε την προσοχή μας εκεί, και δεν βλέπουμε πως σύντομα, δεν θα μας νοιάζει, γιατί θα έχουμε άλλους πραγματικά σοβαρούς μπελάδες, όπως το σύστημα ISA (Intelligent Speed Adaptation), που οι πρώτες του μορφές ήδη υπάρχουν σε αυτοκίνητα. Αναγνωρίζει τα όρια ταχύτητας, προειδοποιεί σε πρώτη φάση τον οδηγό, σε επόμενη φάση δεν θα τον αφήνει να ξεπεράσει το όριο ταχύτητας και σε συνδυασμό με το καταγραφικό “μαύρο κουτί”, θα ειδοποιεί αυτόματα τις αρχές για παραβάσεις, με αποδείξεις, όπου κι αν συμβούν αυτές οι παραβάσεις… Και κάπως έτσι, χάνεται η απόλαυση της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, τουλάχιστον σε δημόσιους δρόμους, τουλάχιστον σε ένα περιβάλλον αυτόνομων αυτοκινήτων.  Κι αυτό μας ξαναφέρνει στο ηλεκτρικό motocross της Honda, που τουλάχιστον θα μπορούμε να οδηγούμε χωρίς τον φόβο του Big Brother

 

Μην χάσετε το επόμενο τεύχος!

ΔΩΡΟ spray αλυσίδας IPONE

αξίας 6 ευρώ

Μια προσφορά της ΙΡΟΝΕ, του αντιπροσώπου της στην Ελλάδα Ελευθερίου ΑΕ και του ΜΟΤΟ!

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.