Editorial 593 - Ο εχθρός είναι αλλού

x
Από το

motomag

1/4/2019

Ένα ένα φτιάχνονται τα καρφιά για το φέρετρο του κινητήρα εσωτερικής καύσης: Η Honda παρουσίασε στο Tokyo Motorcycle Show ένα ηλεκτρικό motocross, θυμίζοντας την κίνησή της να καταργήσει τα δίχρονα, με τελευταίο το CR250R του 2007. Τα διάσημα αρχικά όμως, CR, κοσμούν και το νέο της ηλεκτρικό πρωτότυπο. Ήταν λάθος να τα καταργήσει; Θα μπορούσε να εξελίξει κι άλλο το πρωτοποριακό σύστημά της με την ελεγχόμενη αυτανάφλεξη, το AR (Activated Radicals Combustion); Ναι, αλλά σε βάθος χρόνου, δεν είναι βέβαιο πόσο νόημα θα είχε για την διάσωση του κινητήρα εσωτερικής καύσης. Απ’ την άλλη, όση βενζίνη κι αν κυλάει στις φλέβες μας, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η εποχή που ζούμε δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Η τεχνολογία αλλάζει την ζωή των ανθρώπων, κι αυτό έκανε πάντα, και θα συνεχίσει να το κάνει, με όλο και επιταχυνόμενο ρυθμό.

Και για να φτάσουμε να έχουμε μοτοσυκλέτες, έπρεπε πρώτα να ανακαλυφθεί ο τροχός και να φτιαχτούν τα πρώτα τροχοφόρα οχήματα, μια χρήση δηλαδή του τροχού πέρα από τους χερόμυλους για άλεσμα σιτηρών ή τους τροχούς διαμόρφωσης πηλού για κατασκευή κεραμικών. Όσο για το πότε φτιάχτηκαν τα πρώτα τροχοφόρα, υπήρχαν ενδείξεις πως περίπου ταυτόχρονα, γύρω στο 4.500 π.Χ., εμφανίστηκαν στην Μεσοποταμία, τον Καύκασο και την ανατολική Ευρώπη. Το 2002 όμως, σε βάλτους νότια της Ljubljana στην Σλοβενία, που κατοικούνταν τουλάχιστον από το 9.000 π.Χ., βρέθηκε ξύλινος τροχός πιθανώς χειράμαξας, με διάμετρο 72 εκατοστά και άξονα μήκους 120 εκατοστών. Ήταν φτιαγμένος από ξύλο φλαμουριάς, με άξονα από ξύλο βελανιδιάς. Η οπή στο κέντρο του ήταν τετράγωνη, κάτι που σημαίνει πως ο άξονας περιστρεφόταν μαζί με τους τροχούς. Χρονολογήθηκε στο 5.150 – 5.300 π.Χ. και είναι ο παλαιότερος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, δείχνοντας όμως ένα επίπεδο κατασκευής τροχού και άξονα που συνιστά πως η εφεύρεση ήταν πολύ παλαιότερη. Τροχό είχαμε, τροχοφόρα είχαμε εδώ και 7.500 χρόνια τουλάχιστον, μοτοσυκλέτα όμως; Για να φτάσουμε στην μοτοσυκλέτα έπρεπε πρώτα να περάσουμε από το ποδήλατο, και το πρώτο όχημα μονού ίχνους (με τον ένα τροχό πίσω από τον άλλο, στην ίδια ευθεία, έτσι ώστε να αφήνει ένα μοναδικό ίχνος) που κινούνταν με την δύναμη των ποδιών του επιβαίνοντος εφευρέθηκε από τον Γερμανό βαρώνο Karl von Drais, το 1817, στο Μόναχο της (όπου και η έδρα της BMW – δεν θα μπορούσε να είχε φέρει ο νεαρός τότε Όθωνας ένα ποδήλατο Drais όταν ήρθε στην Ελλάδα;). Ήταν και το πρώτο δίτροχο με εμπρός τροχό που έστριβε με τιμόνι. Το όνομά του επιβίωσε ως τις μέρες μας χαρακτηρίζοντας τα σιδηροδρομικά οχήματα, τις ντερεζίνες.

Και με την επάνοδο των ηλεκτρικών ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε το πότε φτιάχτηκε η πρώτη μοτοσυκλέτα. Μέχρι τώρα θεωρούσαμε ως πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής την  Hildebrand & Wolfmüller, την πρώτη με κινητήρα εσωτερικής καύσης που φτιάχτηκε κι αυτή στο Μόναχο το 1894. Αλλά παλαιότερα υπήρξαν μοτοσυκλέτες ατμοκίνητες (το 1867, σε Γαλλία και ΗΠΑ), ενώ σχεδόν ταυτόχρονα και ηλεκτρικές. Έτσι κι αλλιώς, και κάποια από τα πρώτα αυτοκίνητα ήταν ηλεκτρικά, και μάλιστα ήταν και τα πιο γρήγορα τότε, σε σχέση με τα βενζινοκίνητα. Οπότε, κάποια στιγμή θα πρέπει να μην ασχολούμαστε με το τι είδους κινητήρα είχε ή έχει μια μοτοσυκλέτα, αλλά με την αίσθηση που σου δίνει όταν την οδηγείς. Ας μην ξεχνάμε και την αντίσταση που εμφανίζουν οι άνθρωποι σε κάτι που αλλάζει τις συνήθειες και τις ζωές τους. Όταν βγήκαν τα πρώτα ποδήλατα, πολλές πόλεις τα απαγόρευσαν, για τον φόβο ατυχημάτων. Το ίδιο γινόταν και με τα πρώτα αυτοκίνητα, με την νομοθεσία στην Αγγλία να επιβάλλει να προπορεύεται ένας πεζός που κουνούσε μια κόκκινη σημαία, και το αυτοκίνητο να ακολουθεί. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν οχήματα με τροχούς για πάνω από 8.000 χρόνια, και οι λαοί από τον Καύκασο να έχουν φέρει μέσω των Βαλκανίων τον τροχό και στον Ελλαδικό χώρο, όπως και την λέξη για τον κύκλο, που οδήγησε στην λέξη μοτοσυκλέτα (και γι’ αυτό γράφεται με ύψιλον, όπως κι ο κύκλος, κι όχι με γιώτα). Προέρχεται από την πρωτο- Ινδοευρωπαϊκή “kwekwlo”, που μας έδωσε και την αγγλική λέξη wheel, αλλά και την chakra των Σανσκριτικών. Οι Δωριείς είχαν ήδη άρματα με τροχούς με ακτίνες όταν κατέβηκαν στα Βαλκάνια και τον Ελλαδικό χώρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις πως είχαν ήδη και σιδερένια στεφάνια γύρω από τους ακτινωτούς τροχούς τους, μια τέχνη που χάθηκε από την Ελλάδα μαζί με τους τελευταίους καροποιούς, στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Μπροστά λοιπόν στα πάνω από 8.000 χρόνια ύπαρξης τροχοφόρων, οι μοτοσυκλέτες με κινητήρα εσωτερικής καύσης υπάρχουν για μόλις 125 χρόνια, κι εμείς φρικάρουμε με την επερχόμενη αλλαγή του είδους του κινητήρα. Λογικό, αφού έτσι μάθαμε, έτσι συνηθίσαμε, έτσι γουστάρουμε, έτσι απολαμβάνουμε, κι επιπλέον, δεν έχουμε δει ακόμα ή δεν έχουμε καβαλήσει ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που να είναι συνολικά καλύτερη από την αντίστοιχη βενζινοκίνητη, ειδικά στην αυτονομία της κίνησης, αυτή που μας δίνει την περίφημη ελευθερία που όλοι αναζητούμε οδηγώντας μοτοσυκλέτα. Ο εχθρός όμως δεν είναι ο ηλεκτροκινητήρας. Εστιάζουμε την προσοχή μας εκεί, και δεν βλέπουμε πως σύντομα, δεν θα μας νοιάζει, γιατί θα έχουμε άλλους πραγματικά σοβαρούς μπελάδες, όπως το σύστημα ISA (Intelligent Speed Adaptation), που οι πρώτες του μορφές ήδη υπάρχουν σε αυτοκίνητα. Αναγνωρίζει τα όρια ταχύτητας, προειδοποιεί σε πρώτη φάση τον οδηγό, σε επόμενη φάση δεν θα τον αφήνει να ξεπεράσει το όριο ταχύτητας και σε συνδυασμό με το καταγραφικό “μαύρο κουτί”, θα ειδοποιεί αυτόματα τις αρχές για παραβάσεις, με αποδείξεις, όπου κι αν συμβούν αυτές οι παραβάσεις… Και κάπως έτσι, χάνεται η απόλαυση της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, τουλάχιστον σε δημόσιους δρόμους, τουλάχιστον σε ένα περιβάλλον αυτόνομων αυτοκινήτων.  Κι αυτό μας ξαναφέρνει στο ηλεκτρικό motocross της Honda, που τουλάχιστον θα μπορούμε να οδηγούμε χωρίς τον φόβο του Big Brother

 

Μην χάσετε το επόμενο τεύχος!

ΔΩΡΟ spray αλυσίδας IPONE

αξίας 6 ευρώ

Μια προσφορά της ΙΡΟΝΕ, του αντιπροσώπου της στην Ελλάδα Ελευθερίου ΑΕ και του ΜΟΤΟ!

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.