Editorial 592 - Μια ζωή manual

x
Από το

motomag

1/3/2019

To όνομα του John Haynes έχει γίνει συνώνυμο με τα service manual. Δυστυχώς, ο γεννημένος το 1938 δημιουργός τους έφυγε ταξίδι για το μεγάλο συνεργείο στον ουρανό, σε ηλικία 80 ετών. Γεννημένος στην Κεϋλάνη, όπου ο πατέρας του διαχειριζόταν μια φυτεία τσαγιού, πήγε στην Αγγλία σε ηλικία 12 ετών για να μπει εσωτερικός σε σχολείο. Από μικρός είχε δείξει την αγάπη του για τα αυτοκίνητα, και έφηβος πια, έπεισε τον διευθυντή του σχολείου να μην παίζει rugby, αλλά να ασχοληθεί με την μετατροπή ενός Austin 7 σε ελαφρωμένο Austin 7 “Special”. Το έφτιαξε, το πούλησε βγάζοντας κέρδος, κι όταν είδε πόσοι πολλοί ενδιαφέρονταν, καθώς είχε πάνω από 150 απαντήσεις στην αγγελία του, αποφάσισε να φτιάξει ένα βιβλιαράκι εξηγώντας το τι έκανε και πως το έκανε. Τα πρώτα 250 αντίτυπα ξεπούλησαν μέσα σε δέκα μέρες. Ήταν το πρώτο του manual. Μετά το σχολείο είχε καταταγεί στην αεροπορία, στην RAF, κι όταν βρισκόταν στο Aden, ένας συνάδελφός του αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε κακή κατάσταση και του ζήτησε να τον βοηθήσει να το ανακατασκευάσουν. Ο John γρήγορα κατάλαβε πως το επίσημο service manual δεν απευθυνόταν σε ιδιώτες αλλά σε ειδικούς, κι έτσι αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή και κατέγραψε το λύσιμο και το δέσιμο του κινητήρα. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία. Αυτή την ανακατασκευή την κατέγραψε σε manual, που εκδόθηκε το 1966, κι άρχισε να πουλάει τρελά. Μέχρι σήμερα, τα manual κάθε είδους της Haynes έχουν πουλήσει πάνω από 200.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, και δεν περιορίζονται μόνο στα αυτοκίνητα και τις μοτοσυκλέτες.

Κάθε σχεδόν Haynes manual ακολουθεί την ίδια λογική, με φωτογραφίες (αν και όχι πάντα καλής ποιότητας), σκίτσα και διαγράμματα για να καθοδηγήσει όσους θέλουν να ασχοληθούν με συντήρηση και επισκευές. Δεν είναι τα μοναδικά “aftermarket” manual του κόσμου, υπάρχουν πια πολλά άλλα και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όλα όμως ακολούθησαν την ιδέα του Haynes. Σημαντικό είναι πως ξεκίνησε την έκδοση manual πριν την άνθηση και την επικράτηση των Ιαπωνικών μοτοσυκλετών. Γιατί; Όταν οι Ιάπωνες την δεκαετία του ’60 βγήκαν με γρήγορες, ελαφριές και αξιόπιστες μοτοσυκλέτες απέναντι στο Βρετανικό αργό, βαρύ και αναξιόπιστο κατεστημένο, κατάλαβαν πως οι μηχανικοί αλλά και οι ιδιώτες δεν είχαν ιδέα πώς να συντηρήσουν σωστά τα δικά τους μηχανάκια. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τα πρώτα χρόνια της Honda στην Αμερικανική αγορά, όταν ήθελαν να αλλάξουν την εικόνα των συνεργείων, που ήταν συνήθως της κατηγορίας “μαύρο πάτωμα”, με λάδια παντού, δυό δάχτυλα μούργα και τα πάντα βρώμικα, από το πάτωμα ως τα ρούχα του μηχανικού. Έτσι ήταν η κατάσταση εκείνη την εποχή, έτσι ήταν αποδεκτό να είναι τα συνεργεία μοτοσυκλετών, κάτι που στην Ελλάδα συνεχίστηκε και… μετά την δεκαετία του ’60. Επιπλέον, η τεχνολογία των ήδη υπαρχόντων μοτοσυκλετών ήταν ακόμα στο στάδιο των ωστηρίων και των αργόστροφων κινητήρων, οπότε οι πολύστροφοι, υψηλής απόδοσης Ιαπωνικοί με τις μικρές ανοχές ήταν εκτός του γνωστικού πεδίου των μαστόρων. Οι Ιάπωνες λοιπόν, ακριβώς για να δείξουν πως παίρνουν στα σοβαρά τον πελάτη, πως θέλουν να του παρέχουν τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες και φυσικά πως τα δικά τους μηχανάκια δεν χάνουν λάδια, επέμεναν, προς μεγάλη φρίκη των Αμερικανών dealer, να υπάρχει άσπρο πλακάκι στο πάτωμα και οι μηχανικοί να φορούν άσπρες φόρμες. Αυτές τις άσπρες φόρμες μπορείτε να τις δείτε να τις φορούν ακόμα σήμερα οι ίδιοι μηχανικοί που την δεκαετία του ’60 φρόντιζαν τα αγωνιστικά της Honda, φροντίζοντας ευλαβικά τις ίδιες μοτοσυκλέτες…

Και δεν έμειναν εκεί. Κάθισαν κι έφτιαξαν τα καλύτερα manual που είχε δει ως τότε ο κόσμος, που όχι μόνο ανέλυαν την συντήρηση και την επισκευή με φωτογραφίες και σχέδια, αλλά εξηγούσαν και την θεωρία! Πλήρης εκπαίδευση! Όποιος καθόταν να τα διαβάσει, θα μάθαινε τα πάντα για την λειτουργία ενός κινητήρα, για τον χρονισμό του εκκεντροφόρου, για την ανάφλεξη, το κύκλωμα λίπανσης, το πώς να μετράει με το μικρόμετρο κι άλλα πολλά. Μετά από λίγα χρόνια, η Βρετανική μοτοβιομηχανία είχε καταρρεύσει και οι μηχανικοί είχαν πια εκπαιδευτεί αρκετά ώστε τα service manual των Ιαπώνων να γίνουν πιο απλά. Υπάρχουν βέβαια και τα γενικά service manual, που δεν αφορούν κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά γενικές πρακτικές κοινές για όλες τις μοτοσυκλέτες, κι από κει θα πρέπει να ξεκινήσει κάποιος που θέλει να ασχοληθεί. Έχοντας μάθει το γενικό πλαίσιο, θα μπορεί μετά να ασχοληθεί με μεγαλύτερη επιτυχία με την μοτοσυκλέτα του. Στην Ελλάδα πολλές φορές έχω διαπιστώσει μια απαξίωση για τα manual, του στυλ έλα μωρέ, σιγά, τι να μας πουν… Αυτό από την μια μεριά υπονοεί πως δεν χρειάζεται και κάποια εξειδικευμένη γνώση ή πληροφορία, κάτι που φυσικά δεν ισχύει, είτε πως ο συγκεκριμένος μάστορας τα ξέρει όλα (πολύ χλωμό) και συνήθως απλά δηλώνει άγνοια. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η άγνοια ξεκινά από την έλλειψη γνώσης αγγλικών, αφού τα manual είναι γραμμένα στα αγγλικά. Αν δεν μπορείς να τα διαβάσεις, και να τα κατανοήσεις, στην ουσία αγνοείς τις ιδιαιτερότητες της συντήρησης και της επισκευής του συγκεκριμένου μοντέλου. Και δεν μπορεί, το λάθος θα γίνει, και θα το πληρώσει φυσικά ο πελάτης.

Και ναι, για όσους αναρωτιούνται, μπορεί ένας ερασιτέχνης να ασχοληθεί με την συντήρηση και τις επισκευές της μοτοσυκλέτας του, ΑΝ όμως είναι διατεθειμένος να μάθει, και να διαθέσει χρόνο γι’ αυτό, κι αν διαθέτει τον κατάλληλο χώρο και εργαλεία. Όπως πάντα, το τρίπτυχο της επιτυχίας είναι χρόνος – χώρος – χρήμα. Προϋπόθεση βέβαια, είναι να γνωρίζει άριστα αγγλικά, όπως και την μηχανολογική ορολογία. Τότε, μπορεί να κάνει θαύματα, αν του αρέσει και το διάβασμα! Επιπλέον, οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες έχουν και σαφώς πιο πολύπλοκα ηλεκτρικά συστήματα, τομέας που απαιτεί εξειδικευμένο εξοπλισμό, ο οποίος όμως ευτυχώς γίνεται όλο και φθηνότερος, καθώς γενικεύεται η τυποποίηση. Έτσι, μια νέα γενιά πατεντιάρηδων μπορεί να προκύψει, από τους σημερινούς πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν με τα ηλεκτρονικά, οι οποίοι θα παίζουν κυριολεκτικά στα δάχτυλα (στο πληκτρολόγιό τους και στο tablet τους) τις ρυθμίσεις όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων, πέρα από τις εργοστασιακές, ειδικά όταν αυτές γίνονται όλο και πιο περιοριστικές. Αλλά και που χωρίς αυτές, πολλές σημερινές μοτοσυκλέτες ΔΕΝ οδηγιούνται.

Το κυριότερο πλεονέκτημα ενός service manual είναι πως σου δίνει αυτοπεποίθηση, σου δίνει την σιγουριά πως δεν θα μείνεις ξεκρέμαστος στην δύσκολη στιγμή, και πως μπορείς να ολοκληρώσεις με επιτυχία αυτό που ξεκίνησες να κάνεις. Κι αν έχουμε για κάτι να ευχαριστήσουμε τον κύριο John Haynes, είναι γιατί με τα manual του διευκόλυνε εκατομμύρια ιδιοκτήτες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών σε όλο τον κόσμο να αποκτήσουν μια πιο βαθιά και ουσιαστική σχέση με τα οχήματά τους, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν δεν τους είχαν βάλει ποτέ χέρι.  

    

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.