Editorial 592 - Μια ζωή manual

x
Από το

motomag

1/3/2019

To όνομα του John Haynes έχει γίνει συνώνυμο με τα service manual. Δυστυχώς, ο γεννημένος το 1938 δημιουργός τους έφυγε ταξίδι για το μεγάλο συνεργείο στον ουρανό, σε ηλικία 80 ετών. Γεννημένος στην Κεϋλάνη, όπου ο πατέρας του διαχειριζόταν μια φυτεία τσαγιού, πήγε στην Αγγλία σε ηλικία 12 ετών για να μπει εσωτερικός σε σχολείο. Από μικρός είχε δείξει την αγάπη του για τα αυτοκίνητα, και έφηβος πια, έπεισε τον διευθυντή του σχολείου να μην παίζει rugby, αλλά να ασχοληθεί με την μετατροπή ενός Austin 7 σε ελαφρωμένο Austin 7 “Special”. Το έφτιαξε, το πούλησε βγάζοντας κέρδος, κι όταν είδε πόσοι πολλοί ενδιαφέρονταν, καθώς είχε πάνω από 150 απαντήσεις στην αγγελία του, αποφάσισε να φτιάξει ένα βιβλιαράκι εξηγώντας το τι έκανε και πως το έκανε. Τα πρώτα 250 αντίτυπα ξεπούλησαν μέσα σε δέκα μέρες. Ήταν το πρώτο του manual. Μετά το σχολείο είχε καταταγεί στην αεροπορία, στην RAF, κι όταν βρισκόταν στο Aden, ένας συνάδελφός του αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε κακή κατάσταση και του ζήτησε να τον βοηθήσει να το ανακατασκευάσουν. Ο John γρήγορα κατάλαβε πως το επίσημο service manual δεν απευθυνόταν σε ιδιώτες αλλά σε ειδικούς, κι έτσι αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή και κατέγραψε το λύσιμο και το δέσιμο του κινητήρα. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία. Αυτή την ανακατασκευή την κατέγραψε σε manual, που εκδόθηκε το 1966, κι άρχισε να πουλάει τρελά. Μέχρι σήμερα, τα manual κάθε είδους της Haynes έχουν πουλήσει πάνω από 200.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, και δεν περιορίζονται μόνο στα αυτοκίνητα και τις μοτοσυκλέτες.

Κάθε σχεδόν Haynes manual ακολουθεί την ίδια λογική, με φωτογραφίες (αν και όχι πάντα καλής ποιότητας), σκίτσα και διαγράμματα για να καθοδηγήσει όσους θέλουν να ασχοληθούν με συντήρηση και επισκευές. Δεν είναι τα μοναδικά “aftermarket” manual του κόσμου, υπάρχουν πια πολλά άλλα και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όλα όμως ακολούθησαν την ιδέα του Haynes. Σημαντικό είναι πως ξεκίνησε την έκδοση manual πριν την άνθηση και την επικράτηση των Ιαπωνικών μοτοσυκλετών. Γιατί; Όταν οι Ιάπωνες την δεκαετία του ’60 βγήκαν με γρήγορες, ελαφριές και αξιόπιστες μοτοσυκλέτες απέναντι στο Βρετανικό αργό, βαρύ και αναξιόπιστο κατεστημένο, κατάλαβαν πως οι μηχανικοί αλλά και οι ιδιώτες δεν είχαν ιδέα πώς να συντηρήσουν σωστά τα δικά τους μηχανάκια. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τα πρώτα χρόνια της Honda στην Αμερικανική αγορά, όταν ήθελαν να αλλάξουν την εικόνα των συνεργείων, που ήταν συνήθως της κατηγορίας “μαύρο πάτωμα”, με λάδια παντού, δυό δάχτυλα μούργα και τα πάντα βρώμικα, από το πάτωμα ως τα ρούχα του μηχανικού. Έτσι ήταν η κατάσταση εκείνη την εποχή, έτσι ήταν αποδεκτό να είναι τα συνεργεία μοτοσυκλετών, κάτι που στην Ελλάδα συνεχίστηκε και… μετά την δεκαετία του ’60. Επιπλέον, η τεχνολογία των ήδη υπαρχόντων μοτοσυκλετών ήταν ακόμα στο στάδιο των ωστηρίων και των αργόστροφων κινητήρων, οπότε οι πολύστροφοι, υψηλής απόδοσης Ιαπωνικοί με τις μικρές ανοχές ήταν εκτός του γνωστικού πεδίου των μαστόρων. Οι Ιάπωνες λοιπόν, ακριβώς για να δείξουν πως παίρνουν στα σοβαρά τον πελάτη, πως θέλουν να του παρέχουν τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες και φυσικά πως τα δικά τους μηχανάκια δεν χάνουν λάδια, επέμεναν, προς μεγάλη φρίκη των Αμερικανών dealer, να υπάρχει άσπρο πλακάκι στο πάτωμα και οι μηχανικοί να φορούν άσπρες φόρμες. Αυτές τις άσπρες φόρμες μπορείτε να τις δείτε να τις φορούν ακόμα σήμερα οι ίδιοι μηχανικοί που την δεκαετία του ’60 φρόντιζαν τα αγωνιστικά της Honda, φροντίζοντας ευλαβικά τις ίδιες μοτοσυκλέτες…

Και δεν έμειναν εκεί. Κάθισαν κι έφτιαξαν τα καλύτερα manual που είχε δει ως τότε ο κόσμος, που όχι μόνο ανέλυαν την συντήρηση και την επισκευή με φωτογραφίες και σχέδια, αλλά εξηγούσαν και την θεωρία! Πλήρης εκπαίδευση! Όποιος καθόταν να τα διαβάσει, θα μάθαινε τα πάντα για την λειτουργία ενός κινητήρα, για τον χρονισμό του εκκεντροφόρου, για την ανάφλεξη, το κύκλωμα λίπανσης, το πώς να μετράει με το μικρόμετρο κι άλλα πολλά. Μετά από λίγα χρόνια, η Βρετανική μοτοβιομηχανία είχε καταρρεύσει και οι μηχανικοί είχαν πια εκπαιδευτεί αρκετά ώστε τα service manual των Ιαπώνων να γίνουν πιο απλά. Υπάρχουν βέβαια και τα γενικά service manual, που δεν αφορούν κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά γενικές πρακτικές κοινές για όλες τις μοτοσυκλέτες, κι από κει θα πρέπει να ξεκινήσει κάποιος που θέλει να ασχοληθεί. Έχοντας μάθει το γενικό πλαίσιο, θα μπορεί μετά να ασχοληθεί με μεγαλύτερη επιτυχία με την μοτοσυκλέτα του. Στην Ελλάδα πολλές φορές έχω διαπιστώσει μια απαξίωση για τα manual, του στυλ έλα μωρέ, σιγά, τι να μας πουν… Αυτό από την μια μεριά υπονοεί πως δεν χρειάζεται και κάποια εξειδικευμένη γνώση ή πληροφορία, κάτι που φυσικά δεν ισχύει, είτε πως ο συγκεκριμένος μάστορας τα ξέρει όλα (πολύ χλωμό) και συνήθως απλά δηλώνει άγνοια. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η άγνοια ξεκινά από την έλλειψη γνώσης αγγλικών, αφού τα manual είναι γραμμένα στα αγγλικά. Αν δεν μπορείς να τα διαβάσεις, και να τα κατανοήσεις, στην ουσία αγνοείς τις ιδιαιτερότητες της συντήρησης και της επισκευής του συγκεκριμένου μοντέλου. Και δεν μπορεί, το λάθος θα γίνει, και θα το πληρώσει φυσικά ο πελάτης.

Και ναι, για όσους αναρωτιούνται, μπορεί ένας ερασιτέχνης να ασχοληθεί με την συντήρηση και τις επισκευές της μοτοσυκλέτας του, ΑΝ όμως είναι διατεθειμένος να μάθει, και να διαθέσει χρόνο γι’ αυτό, κι αν διαθέτει τον κατάλληλο χώρο και εργαλεία. Όπως πάντα, το τρίπτυχο της επιτυχίας είναι χρόνος – χώρος – χρήμα. Προϋπόθεση βέβαια, είναι να γνωρίζει άριστα αγγλικά, όπως και την μηχανολογική ορολογία. Τότε, μπορεί να κάνει θαύματα, αν του αρέσει και το διάβασμα! Επιπλέον, οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες έχουν και σαφώς πιο πολύπλοκα ηλεκτρικά συστήματα, τομέας που απαιτεί εξειδικευμένο εξοπλισμό, ο οποίος όμως ευτυχώς γίνεται όλο και φθηνότερος, καθώς γενικεύεται η τυποποίηση. Έτσι, μια νέα γενιά πατεντιάρηδων μπορεί να προκύψει, από τους σημερινούς πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν με τα ηλεκτρονικά, οι οποίοι θα παίζουν κυριολεκτικά στα δάχτυλα (στο πληκτρολόγιό τους και στο tablet τους) τις ρυθμίσεις όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων, πέρα από τις εργοστασιακές, ειδικά όταν αυτές γίνονται όλο και πιο περιοριστικές. Αλλά και που χωρίς αυτές, πολλές σημερινές μοτοσυκλέτες ΔΕΝ οδηγιούνται.

Το κυριότερο πλεονέκτημα ενός service manual είναι πως σου δίνει αυτοπεποίθηση, σου δίνει την σιγουριά πως δεν θα μείνεις ξεκρέμαστος στην δύσκολη στιγμή, και πως μπορείς να ολοκληρώσεις με επιτυχία αυτό που ξεκίνησες να κάνεις. Κι αν έχουμε για κάτι να ευχαριστήσουμε τον κύριο John Haynes, είναι γιατί με τα manual του διευκόλυνε εκατομμύρια ιδιοκτήτες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών σε όλο τον κόσμο να αποκτήσουν μια πιο βαθιά και ουσιαστική σχέση με τα οχήματά τους, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν δεν τους είχαν βάλει ποτέ χέρι.  

    

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.