Editorial 572 - Speak and kill.

x
Από το

motomag

1/7/2017

Ναι, κι εγώ έχω απαντήσει στο κινητό ενώ οδηγώ αυτοκίνητο. Πολύ σπάνια, αλλά το έχω κάνει. Και φοβάμαι όταν το κάνω, και το κλείνω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αν υπάρχει άλλος στο αυτοκίνητο, του λέω να το σηκώσει και να μιλήσει αντί για μένα. Πες πως θα πάρω αργότερα, οδηγώ τώρα.

Κινούμαι καθημερινά με μοτοσυκλέτα όμως. Κι εκεί, κινδυνεύω. Κινδυνεύω όλο και πιο πολύ, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα που περνάει. Κοιτάζω τους οδηγούς των αυτοκινήτων. Παραπάνω από τους μισούς μιλάνε στο κινητό, στέλνουν μηνύματα, διαβάζουν μηνύματα, χαζεύουν στο facebook, δεν ξέρω τι άλλο κάνουν, αλλά με το κινητό ασχολούνται. Συνδεδεμένοι με την αδιαφορία για την ζωή των γύρω τους, και για την δική τους. Κι όμως, δεν πιστεύω πως το κάνουν με κακή πρόθεση. Δεν λένε, εγώ θα μιλάω στο κινητό κι ό,τι θέλει ας γίνει. Απλά το κάνουν, οχυρωμένοι πίσω από το γεγονός πως το να μιλάς στο κινητό, να πρέπει πάντα να είσαι διαθέσιμος στο κινητό, να ασχολείσαι με ό,τι μπορείς να κάνεις με ένα smartphone, είναι κοινωνικά αποδεκτό, είναι έως και επιβεβλημένο εάν δεν θέλεις να θεωρείσαι περίεργος, μυστήριος, αντιδραστικός, τεχνολογικά αναλφάβητος, ακοινώνητος. Έτσι κάνουν όλοι. Άρα, καλό θα είναι. Αν δεν ήταν, δεν θα το έκαναν οι περισσότεροι. Άρα δίκιο έχουν. Η περίφημη κοινή λογική. Αυτό το μυθικό στάνταρ που για τον καθένα σημαίνει ό,τι βολεύει εκείνον. Ε λοιπόν δεν είναι έτσι. Συγνώμη που σας χαλάω το όνειρο, αλλά κοινή λογική δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο αυτοί που την επικαλούνται για να δικαιολογήσουν τις δικές τους πράξεις, τις δικές τους απόψεις.

Ακόμα κι αν αφήσουμε απ’ έξω όσους στέλνουν και διαβάζουν μηνύματα ή κάνουν ό,τιδήποτε άλλο πέρα από το να μιλάνε στο κινητό, και πάλι είναι επικίνδυνα τα πράγματα. Και μην περιμένετε κάποια στατιστική να το επιβεβαιώσει. Ακόμα και στις πολιτισμένες χώρες, είναι διαπιστωμένο πως τα στοιχεία για την συμβολή της χρήσης των κινητών στα ατυχήματα είναι πολύ ελλιπή. Το επιτρέπει ο νόμος, λένε κάποιοι, είμαι νόμιμος. Ο νόμος επιτρέπει να μιλάς με χρήση handsfree συστήματος, να μην κρατάς δηλαδή στο χέρι το κινητό. Είναι λάθος. Κι είναι λάθος γιατί το ζήτημα δεν είναι αν θα κρατάς το τιμόνι με το ένα χέρι, είναι αν θα μιλάς. Αυτό είναι που σε κάνει να μην βλέπεις τι γίνεται γύρω σου, άσχετα αν κοιτάς μπροστά. Αυτό είναι που θα σε κάνει να μην αντιδράσεις όταν πρέπει. Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ακούς την συνομιλία, από ακουστικό στ’ αφτί η από τα ηχεία του αυτοκινήτου, ο εγκέφαλός σου απασχολείται. Με κάτι άλλο αντί για αυτό που πρέπει. Και δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα μαζί. Αυτό, είναι μια πλάνη. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι computer, δεν είναι tablet ή smartphone. Mπορεί να ασχολείται με ΕΝΑ πράγμα κάθε φορά. Έχουμε την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να σκεφτόμαστε πολλά πράγματα ταυτόχρονα γιατί ο εγκέφαλος αλλάζει από το ένα στο άλλο πολύ γρήγορα. Όχι όμως τόσο γρήγορα ώστε να έχουμε την προσοχή μας συνέχεια σε όλα. Όταν απασχολούμαστε με πολλά, η απόδοσή μας πέφτει, η προσοχή που μπορούμε να αφιερώσουμε στο καθένα είναι μικρή. Κι επειδή ένα μεγάλο μέρος των αντιδράσεών μας κατά την οδήγηση συμβαίνει σχεδόν αυτόματα, ειδικά για τους οδηγούς με κάποια εμπειρία, όταν ασχολούμαστε και με κάτι εντελώς διαφορετικό από την οδήγηση, δεν υπάρχει περιθώριο για να αντιμετωπίσουμε το αναπάντεχο. Κι όταν οδηγούμε, αυτό μπορεί να είναι μοιραίο. Για μας, όταν οδηγούμε μοτοσυκλέτα. Για αυτούς που οδηγούν μοτοσυκλέτα ή για τους πεζούς, όταν οδηγούμε αυτοκίνητο. Να το εξηγήσω.

Ο εγκέφαλός μας φιλτράρει τις πληροφορίες με τις οποίες θα ασχοληθεί. Μόνο που εκείνη την ώρα εμείς δεν γνωρίζουμε ποιες άφησε απ’ έξω. Υπάρχουν συγκεκριμένα στάδια στην λειτουργία του εγκεφάλου. Ένα, επιλέγει την πληροφορία με την οποία θα ασχοληθεί. Δύο, επεξεργάζεται την πληροφορία. Τρία, την κωδικοποιεί, ένα στάδιο που δημιουργεί μνήμη, και Τέσσερα, αποθηκεύει την πληροφορία. Ανάλογα με το είδος της πληροφορίας, εμπλέκονται διαφορετικοί νευρώνες και περιοχές του εγκεφάλου. Και πριν ακόμα δώσει εντολή για κάποια αντίδραση, ο εγκέφαλος πρέπει να ανακτήσει την αποθηκευμένη πληροφορία, και μετά να δώσει εντολή για δράση. Η οδήγηση είναι από μόνη της μια πολύπλοκη διαδικασία, που απαιτεί την πλήρη προσοχή μας. Όταν υπερφορτώνουμε τον εγκέφαλο προσθέτοντας κι άλλες διαδικασίες, όλα τα παραπάνω βήματα επηρεάζονται αρνητικά, ο χρόνος αντίδρασής μας μεγαλώνει ή δεν αντιδρούμε καθόλου. Ο εγκέφαλος μπορεί να μην επεξεργαστεί καθόλου κρίσιμες πληροφορίες. Αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Και αντλούμε μια ψευδαίσθηση σιγουριάς, εγώ μπορώ να τα καταφέρω, γιατί ευτυχώς δεν μας συμβαίνουν κάθε μέρα ατυχήματα, γιατί συνήθως φτάνουμε στον προορισμό μας, κι έτσι φτάνουμε να θεωρούμε πως κάτι λάθος (όπως το να μιλάμε στο κινητό) είναι σωστό.

Τι μπορούμε να κάνουμε γι΄αυτό; Πρώτα απ’ όλα, να αλλάξουμε εμείς. Η πιο δύσκολη απόφαση δηλαδή. Να μην μιλάμε στο κινητό όταν οδηγούμε. Έχει κόστος, η πίεση του κοινωνικού και επαγγελματικού περίγυρου είναι μεγάλη. Σε πήρα και δεν το σήκωνες. Που ήσουν; Πείτε σε οικογένεια, φίλους και γνωστούς πως δεν πρόκειται να απαντήσετε στο κινητό όταν οδηγείτε. Και στην μοτοσυκλέτα, όπου είμαστε πολύ πιο ευάλωτοι, είναι ακόμα πιο επικίνδυνο να έχουμε οποιοδήποτε σύστημα μας επιτρέπει να μιλάμε στο κινητό ή να ακούμε μουσική ενώ οδηγούμε.

Το πιο δύσκολο πράγμα να αλλάξει είναι η συνήθεια. Και η ομιλία στο κινητό παντού και πάντα έχει γίνει συνήθεια κοινώς αποδεκτή, κοινωνικά επιβεβλημένη. Αλλά λάθος, επικίνδυνη συνήθεια. Η συμπεριφορά μας περιέχει πολύ μεγάλο ποσοστό συνήθειας. Η αλλαγή της συμπεριφοράς είναι δύσκολη, και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η συνεπής εφαρμογή, απόφασης ή νόμου. Ο νόμος επιτρέπει τα handsfree. Κάποτε οι περισσότεροι είχαν ένα ακουστικό Bluetooth στο αφτί. Σήμερα οι περισσότεροι κρατάνε την smart παντόφλα στο αφτί τους. Η εφαρμογή του νόμου θα έφερνε σημαντικό αποτέλεσμα. Εφαρμογή ευρείας κλίμακας και διάρκειας, συνεχής, συνεπής και με σημαντικές συνέπειες. Καθημερινά βλέπουμε πως αυτοί ακριβώς που είναι επιφορτισμένοι με την τήρηση των νόμων αδιαφορούν πλήρως. Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει, η ενημέρωση, η εκπαίδευση. Πάνω από 30 μελέτες σε ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία έδειξαν πως ο κίνδυνος να εμπλακεί σε ατύχημα οδηγός που μιλάει με οποιονδήποτε τρόπο στο κινητό είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος απ’ ότι αν δεν μιλούσε. Για να κάνουμε όμως κάτι γι’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας. Κι είναι ο πιο δύσκολος αντίπαλος.   

 

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.