Editorial 572 - Speak and kill.

x
Από το

motomag

1/7/2017

Ναι, κι εγώ έχω απαντήσει στο κινητό ενώ οδηγώ αυτοκίνητο. Πολύ σπάνια, αλλά το έχω κάνει. Και φοβάμαι όταν το κάνω, και το κλείνω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αν υπάρχει άλλος στο αυτοκίνητο, του λέω να το σηκώσει και να μιλήσει αντί για μένα. Πες πως θα πάρω αργότερα, οδηγώ τώρα.

Κινούμαι καθημερινά με μοτοσυκλέτα όμως. Κι εκεί, κινδυνεύω. Κινδυνεύω όλο και πιο πολύ, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα που περνάει. Κοιτάζω τους οδηγούς των αυτοκινήτων. Παραπάνω από τους μισούς μιλάνε στο κινητό, στέλνουν μηνύματα, διαβάζουν μηνύματα, χαζεύουν στο facebook, δεν ξέρω τι άλλο κάνουν, αλλά με το κινητό ασχολούνται. Συνδεδεμένοι με την αδιαφορία για την ζωή των γύρω τους, και για την δική τους. Κι όμως, δεν πιστεύω πως το κάνουν με κακή πρόθεση. Δεν λένε, εγώ θα μιλάω στο κινητό κι ό,τι θέλει ας γίνει. Απλά το κάνουν, οχυρωμένοι πίσω από το γεγονός πως το να μιλάς στο κινητό, να πρέπει πάντα να είσαι διαθέσιμος στο κινητό, να ασχολείσαι με ό,τι μπορείς να κάνεις με ένα smartphone, είναι κοινωνικά αποδεκτό, είναι έως και επιβεβλημένο εάν δεν θέλεις να θεωρείσαι περίεργος, μυστήριος, αντιδραστικός, τεχνολογικά αναλφάβητος, ακοινώνητος. Έτσι κάνουν όλοι. Άρα, καλό θα είναι. Αν δεν ήταν, δεν θα το έκαναν οι περισσότεροι. Άρα δίκιο έχουν. Η περίφημη κοινή λογική. Αυτό το μυθικό στάνταρ που για τον καθένα σημαίνει ό,τι βολεύει εκείνον. Ε λοιπόν δεν είναι έτσι. Συγνώμη που σας χαλάω το όνειρο, αλλά κοινή λογική δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο αυτοί που την επικαλούνται για να δικαιολογήσουν τις δικές τους πράξεις, τις δικές τους απόψεις.

Ακόμα κι αν αφήσουμε απ’ έξω όσους στέλνουν και διαβάζουν μηνύματα ή κάνουν ό,τιδήποτε άλλο πέρα από το να μιλάνε στο κινητό, και πάλι είναι επικίνδυνα τα πράγματα. Και μην περιμένετε κάποια στατιστική να το επιβεβαιώσει. Ακόμα και στις πολιτισμένες χώρες, είναι διαπιστωμένο πως τα στοιχεία για την συμβολή της χρήσης των κινητών στα ατυχήματα είναι πολύ ελλιπή. Το επιτρέπει ο νόμος, λένε κάποιοι, είμαι νόμιμος. Ο νόμος επιτρέπει να μιλάς με χρήση handsfree συστήματος, να μην κρατάς δηλαδή στο χέρι το κινητό. Είναι λάθος. Κι είναι λάθος γιατί το ζήτημα δεν είναι αν θα κρατάς το τιμόνι με το ένα χέρι, είναι αν θα μιλάς. Αυτό είναι που σε κάνει να μην βλέπεις τι γίνεται γύρω σου, άσχετα αν κοιτάς μπροστά. Αυτό είναι που θα σε κάνει να μην αντιδράσεις όταν πρέπει. Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ακούς την συνομιλία, από ακουστικό στ’ αφτί η από τα ηχεία του αυτοκινήτου, ο εγκέφαλός σου απασχολείται. Με κάτι άλλο αντί για αυτό που πρέπει. Και δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα μαζί. Αυτό, είναι μια πλάνη. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι computer, δεν είναι tablet ή smartphone. Mπορεί να ασχολείται με ΕΝΑ πράγμα κάθε φορά. Έχουμε την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να σκεφτόμαστε πολλά πράγματα ταυτόχρονα γιατί ο εγκέφαλος αλλάζει από το ένα στο άλλο πολύ γρήγορα. Όχι όμως τόσο γρήγορα ώστε να έχουμε την προσοχή μας συνέχεια σε όλα. Όταν απασχολούμαστε με πολλά, η απόδοσή μας πέφτει, η προσοχή που μπορούμε να αφιερώσουμε στο καθένα είναι μικρή. Κι επειδή ένα μεγάλο μέρος των αντιδράσεών μας κατά την οδήγηση συμβαίνει σχεδόν αυτόματα, ειδικά για τους οδηγούς με κάποια εμπειρία, όταν ασχολούμαστε και με κάτι εντελώς διαφορετικό από την οδήγηση, δεν υπάρχει περιθώριο για να αντιμετωπίσουμε το αναπάντεχο. Κι όταν οδηγούμε, αυτό μπορεί να είναι μοιραίο. Για μας, όταν οδηγούμε μοτοσυκλέτα. Για αυτούς που οδηγούν μοτοσυκλέτα ή για τους πεζούς, όταν οδηγούμε αυτοκίνητο. Να το εξηγήσω.

Ο εγκέφαλός μας φιλτράρει τις πληροφορίες με τις οποίες θα ασχοληθεί. Μόνο που εκείνη την ώρα εμείς δεν γνωρίζουμε ποιες άφησε απ’ έξω. Υπάρχουν συγκεκριμένα στάδια στην λειτουργία του εγκεφάλου. Ένα, επιλέγει την πληροφορία με την οποία θα ασχοληθεί. Δύο, επεξεργάζεται την πληροφορία. Τρία, την κωδικοποιεί, ένα στάδιο που δημιουργεί μνήμη, και Τέσσερα, αποθηκεύει την πληροφορία. Ανάλογα με το είδος της πληροφορίας, εμπλέκονται διαφορετικοί νευρώνες και περιοχές του εγκεφάλου. Και πριν ακόμα δώσει εντολή για κάποια αντίδραση, ο εγκέφαλος πρέπει να ανακτήσει την αποθηκευμένη πληροφορία, και μετά να δώσει εντολή για δράση. Η οδήγηση είναι από μόνη της μια πολύπλοκη διαδικασία, που απαιτεί την πλήρη προσοχή μας. Όταν υπερφορτώνουμε τον εγκέφαλο προσθέτοντας κι άλλες διαδικασίες, όλα τα παραπάνω βήματα επηρεάζονται αρνητικά, ο χρόνος αντίδρασής μας μεγαλώνει ή δεν αντιδρούμε καθόλου. Ο εγκέφαλος μπορεί να μην επεξεργαστεί καθόλου κρίσιμες πληροφορίες. Αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Και αντλούμε μια ψευδαίσθηση σιγουριάς, εγώ μπορώ να τα καταφέρω, γιατί ευτυχώς δεν μας συμβαίνουν κάθε μέρα ατυχήματα, γιατί συνήθως φτάνουμε στον προορισμό μας, κι έτσι φτάνουμε να θεωρούμε πως κάτι λάθος (όπως το να μιλάμε στο κινητό) είναι σωστό.

Τι μπορούμε να κάνουμε γι΄αυτό; Πρώτα απ’ όλα, να αλλάξουμε εμείς. Η πιο δύσκολη απόφαση δηλαδή. Να μην μιλάμε στο κινητό όταν οδηγούμε. Έχει κόστος, η πίεση του κοινωνικού και επαγγελματικού περίγυρου είναι μεγάλη. Σε πήρα και δεν το σήκωνες. Που ήσουν; Πείτε σε οικογένεια, φίλους και γνωστούς πως δεν πρόκειται να απαντήσετε στο κινητό όταν οδηγείτε. Και στην μοτοσυκλέτα, όπου είμαστε πολύ πιο ευάλωτοι, είναι ακόμα πιο επικίνδυνο να έχουμε οποιοδήποτε σύστημα μας επιτρέπει να μιλάμε στο κινητό ή να ακούμε μουσική ενώ οδηγούμε.

Το πιο δύσκολο πράγμα να αλλάξει είναι η συνήθεια. Και η ομιλία στο κινητό παντού και πάντα έχει γίνει συνήθεια κοινώς αποδεκτή, κοινωνικά επιβεβλημένη. Αλλά λάθος, επικίνδυνη συνήθεια. Η συμπεριφορά μας περιέχει πολύ μεγάλο ποσοστό συνήθειας. Η αλλαγή της συμπεριφοράς είναι δύσκολη, και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η συνεπής εφαρμογή, απόφασης ή νόμου. Ο νόμος επιτρέπει τα handsfree. Κάποτε οι περισσότεροι είχαν ένα ακουστικό Bluetooth στο αφτί. Σήμερα οι περισσότεροι κρατάνε την smart παντόφλα στο αφτί τους. Η εφαρμογή του νόμου θα έφερνε σημαντικό αποτέλεσμα. Εφαρμογή ευρείας κλίμακας και διάρκειας, συνεχής, συνεπής και με σημαντικές συνέπειες. Καθημερινά βλέπουμε πως αυτοί ακριβώς που είναι επιφορτισμένοι με την τήρηση των νόμων αδιαφορούν πλήρως. Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει, η ενημέρωση, η εκπαίδευση. Πάνω από 30 μελέτες σε ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία έδειξαν πως ο κίνδυνος να εμπλακεί σε ατύχημα οδηγός που μιλάει με οποιονδήποτε τρόπο στο κινητό είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος απ’ ότι αν δεν μιλούσε. Για να κάνουμε όμως κάτι γι’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας. Κι είναι ο πιο δύσκολος αντίπαλος.   

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.