Editorial 571 - Zen και εργαλεία

x
Από το

motomag

1/6/2017

O Robert M. Pirsig, ο συγγραφέας του Zen and the Αrt of Μotorcycle Μaintainance, πέθανε τον Απρίλιο, στα 88 του. Δεν είχα ευχαριστηθεί το βιβλίο του. Στα εικοσικάτι μου, με τράβηξε αμέσως ο τίτλος του, αλλά ζορίστηκα για να το διαβάσω, απογοητευμένος από την έλλειψη πολλής μοτοσυκλέτας, ή της συντήρησης της μοτοσυκλέτας. Άλλο περίμενα να βρω, κι άλλο βρήκα, αφού δεν με ενδιέφεραν οι φιλοσοφικές ανησυχίες κι αναζητήσεις του Pirsig, κι απογοητεύτηκα. Δεν ήμουν ο μόνος. Για διαφορετικούς λόγους, όταν ο Pirsig έστειλε ένα προσχέδιο του βιβλίου σε εκδοτικούς οίκους, 121 από αυτούς το απέρριψαν, πριν τελικά βρει εκδότη. Η ζωή του όμως, είναι – σε πρώτη ανάγνωση – πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το βιβλίο, κι εξηγεί επαρκώς γιατί έγραψε το Zen, και γιατί έγραψε και το Lily, το επόμενο και τελευταίο του βιβλίο.

 

Γεννημένος το ’28 στην Minnesota, είχε Σουηδική και Γερμανική καταγωγή. Ήταν αυτό που λέμε παιδί θαύμα: Στα εννέα του είχε IQ 170, και “πήδηξε” πολλές τάξεις, με αποτέλεσμα να πάρει το δίπλωμα University High School της Minnesota, περνώντας κατ’ ευθείαν στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Βιοχημεία. Τον ενδιέφερε η επιστήμη ως αυτοσκοπός, κι όχι ως καριέρα. Το… πολύ μυαλό όμως τον άφηνε ανικανοποίητο, έχασε το ενδιαφέρον για τις σπουδές του, κι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο.  

Πήγε στο στρατό στα 18 του, στην Νότια Κορέα για δύο χρόνια. Μετά αποφάσισε να τελειώσει τις σπουδές του, όπως και έκανε, πηγαίνοντας μετά στο Benares Hindu University στην India, για να σπουδάσει ανατολική φιλοσοφία, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ για να πάρει άλλο ένα master στην δημοσιογραφία, το 1958. Δίδαξε σε Πανεπιστήμια της Montana και του Illinois.

 

Ο Pirsig όμως θα βίωνε μια νευρική κατάρρευση, μπαινοβγαίνοντας σε ψυχιατρεία για δύο χρόνια, ως το '63. Διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και κατάθλιψη, και τότε η θεραπεία περιλάμβανε και ηλεκτροσόκ, κάτι που αναφέρει και στο Ζen. Mέσα σ’ όλα αυτά, του άρεσαν και οι μοτοσυκλέτες. Ήταν και πολύ καλός μηχανικός, πάντα συντηρούσε τις μοτοσυκλέτες του μόνος του. “Στο αυτοκίνητο είσαι πάντα μέσα σε ένα κουτί, κι επειδή το έχεις συνηθίσει δεν συνειδητοποιείς πως ό,τι βλέπεις από τα παράθυρα είναι απλά κι άλλη τηλεόραση. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής που μετακινείται βαρετά βλέποντας μέσα από το ίδιο πλαίσιο. Με την μοτοσυκλέτα, αυτό το πλαίσιο φεύγει, και βρίσκεσαι σε πλήρη επαφή με τα πάντα. Είσαι μέσα στο σκηνικό, όχι πια απλός θεατής, κι η αίσθηση της παρουσίας είναι καθηλωτική”, είχε γράψει ο Pirsig. “Το κριτήριο για την μοτοσυκλέτα είναι η ικανοποίηση που σου δίνει. Δεν υπάρχει άλλο. Αν σου δίνει γαλήνη, τότε είναι η σωστή. Αν σε ενοχλεί κάτι, είναι λάθος, μέχρι να αλλάξει είτε η μοτοσυκλέτα είτε το δικό σου μυαλό”. Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του για την ποιότητα και την αλήθεια περιστρέφονταν και γύρω από την μοτοσυκλέτα: “Αν και φιλοσοφικά η οδήγηση μοτοσυκλέτας ανήκει στους Ρομαντικούς, η συντήρησή της είναι εντελώς και γνήσια Κλασική”. Είχε δει πως μπορούσες να μιλήσεις για πολύ μεγάλα ζητήματα, μέσω απλών πραγμάτων. “Άλλοι μπορεί να μιλάνε για το πώς θα αλλάξουν την μοίρα της ανθρωπότητας. Εγώ απλά θέλω να μιλώ για το πώς επισκευάζονται οι μοτοσυκλέτες. Σκέφτομαι πως αυτά που έχω να πω θα έχουν αξία που θα διαρκέσει περισσότερο. Γιατί αυτό που λέμε Θεός μπορεί να κατοικεί εξίσου άνετα στα γρανάζια του κιβωτίου της μοτοσυκλέτας, όσο και στην κορυφή ενός βουνού ή τα πέταλα ενός λουλουδιού”. O υπότιτλος του Zen, του πρώτου του βιβλίου, είναι “Μια έρευνα για τις Αξίες”, κι ο Pirsig, σχιζοφρενής, έρχεται αντιμέτωπος με το δικό του alter ego, τον Φαίδρο, αναζητώντας την ποιότητα (υπάρχει; Δεν υπάρχει; Αν δεν μπορούμε να την ορίσουμε, υπάρχει;), μια ευμετάβλητη αξία διαφορετική από τον ορισμό του Αριστοτέλη για την αλήθεια ως κάτι το απόλυτο.     

Το 1968, εν μέσω Βιετνάμ και λίγο πριν το Woodstock, εποχή αλλαγών για την Αμερικανική και όχι μόνο κοινωνία, ο Pirsig έστειλε μια σύνοψη και δείγματα γραφής για το βιβλίο που θα έγραφε, σε 122 εκδότες. Μόνο ένας έδειξε κάποιο ενδιαφέρον, εξηγώντας του πως δεν θα έπρεπε να περιμένει και πολλά, ούτε ως προκαταβολή, ούτε σε πωλήσεις. O Pirsig δεν πτοήθηκε. Μέσα σ’ έναν μήνα είχε ξεκινήσει με το Honda Super Hawk του, με συνεπιβάτη τον δεκάχρονο γιό του Chris και παρέα ένα ζευγάρι φίλων, για ένα ταξίδι 17 ημερών από την Minneapolis ως το San Francisco. Μετά το ταξίδι, του πήρε έξι χρόνια για να γράψει το Zen (μάλιστα το τελείωσε μια φορά, το πέταξε και μετά το ξανάγραψε). Οι 700.000 λέξεις του μειώθηκαν στις 200.000 από τον εκδότη κι έγιναν αμέσως bestseller, καθώς εκατομμύρια αναγνώστες το είδαν ως οδηγό για την μετάβαση από την κουλτούρα των επαναστατικών ‘60s στην γενιά των ‘70s. Το Zen and the Art of Motorcycle Maintenance, αναφέρεται στην αναζήτηση της ποιότητας. Αν και φαινομενικά είναι μια αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, ενός ταξιδιού με μοτοσυκλέτα, στην ουσία περιγράφει μια εξερεύνηση της μεταφυσικής της Δυτικής κουλτούρας. Ασχολείται με την φιλοσοφία, με τους Σωκρατικούς και προ-Σωκρατικούς, τους Σοφιστές και τον Πλάτωνα, βάζοντας τον Φαίδρο να συνδέει το τότε με το δικό του σήμερα, αναφερόμενος παράλληλα και σε πυκνωτές, πλατίνες, πατέντες. Η ποιότητα τον απασχολούσε ως συνδετικός κρίκος των Δυτικών και Ανατολικών κοσμοθεωριών.  

 

Αργότερα, το 1974, ο Pirsig πήρε μια χορηγία από το Guggenheim για να γράψει την συνέχεια, το Lila, Μια έρευνα για την Ηθική. Αυτό που τον απασχολεί στο Lila είναι η αντίληψη της πραγματικότητας, μέσα από την αφήγηση ενός καπετάνιου ιστιοπλοϊκού (το οποίο και αγόρασε με τα χρήματα της χορηγίας!). Και εδώ έχουμε ένα πλαίσιο προσωπικών εμπειριών, καθώς ο Pirsig ήταν ικανός πλοηγός και ιστιοπλόος, έχοντας διασχίσει δύο φορές τον Ατλαντικό με το μικρό σκάφος του, την Αρετή.

Ο Pirsig αγαπούσε την τεχνολογία. Την θεωρούσε ένα πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο σε σχέση με την φιλοσοφία, όπου μπορούσες να έχεις συγκεκριμένες απαντήσεις, αλήθειες, αντί για “Ένα εστιατόριο με μενού 30.000 σελίδων, χωρίς όμως φαγητό”, όπως είχε γράψει. Η ενασχόλησή του με τις μοτοσυκλέτες και την συντήρησή τους, τον έκανε να διαχωρίζει την οδήγηση (το Καλό) από την συντήρηση και την επισκευή (το Αληθές). Όταν κάτι δεν πάει καλά με μια μοτοσυκλέτα, δεν φτιάχνεται ως δια μαγείας από μόνο του. Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, εφαρμόζοντας μια αναλυτική διαδικασία. Και μπορεί να το κάνει μόνο μέσω αληθών απαντήσεων – οι βαλβίδες χρειάζονται ένα συγκεκριμένο και ακριβές διάκενο, κι όχι κάτι απροσδιόριστο. Ο ίδιος έλεγε πως το βιβλίο του “δεν λέει και πολλά, ούτε για την ανατολική φιλοσοφία, ούτε για την συντήρηση της μοτοσυκλέτας”. Ήθελε οι αναγνώστες να κάνουν το ταξίδι μαζί του, και να απαντήσουν μόνοι τους τα ερωτήματα που τους απασχολούν. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ζωή του και τα βιβλία του ήταν απλά μια αναζήτηση για την βεβαιότητα, για την σιγουριά. Όπως πάντα, χρησιμοποιώντας την μοτοσυκλέτα και ως μεταφορά και ως κυριολεξία, φαίνεται πως μόνο εκεί την έβρισκε: “Αγοράστε τα καλύτερα εργαλεία που μπορείτε. Δεν θα το μετανιώσετε ποτέ. Τα καλά εργαλεία δεν χαλάνε, δεν φθείρονται. Αγοράστε ακόμα και μεταχειρισμένα, αλλά κορυφαίας ποιότητας εργαλεία. Θα είναι πολύ καλύτερα απ’ το να πάρετε καινούργια, αλλά κατώτερης ποιότητας” – R. Pirsig.

Μπορεί να δοκιμάσω να το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή. Ως τότε, θα ασχολούμαι με την συντήρηση των μοτοσυκλετών μου. Κρατάει το κεφάλι μου πιο καθαρό.

 

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.