Editorial 571 - Zen και εργαλεία

x
Από το

motomag

1/6/2017

O Robert M. Pirsig, ο συγγραφέας του Zen and the Αrt of Μotorcycle Μaintainance, πέθανε τον Απρίλιο, στα 88 του. Δεν είχα ευχαριστηθεί το βιβλίο του. Στα εικοσικάτι μου, με τράβηξε αμέσως ο τίτλος του, αλλά ζορίστηκα για να το διαβάσω, απογοητευμένος από την έλλειψη πολλής μοτοσυκλέτας, ή της συντήρησης της μοτοσυκλέτας. Άλλο περίμενα να βρω, κι άλλο βρήκα, αφού δεν με ενδιέφεραν οι φιλοσοφικές ανησυχίες κι αναζητήσεις του Pirsig, κι απογοητεύτηκα. Δεν ήμουν ο μόνος. Για διαφορετικούς λόγους, όταν ο Pirsig έστειλε ένα προσχέδιο του βιβλίου σε εκδοτικούς οίκους, 121 από αυτούς το απέρριψαν, πριν τελικά βρει εκδότη. Η ζωή του όμως, είναι – σε πρώτη ανάγνωση – πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το βιβλίο, κι εξηγεί επαρκώς γιατί έγραψε το Zen, και γιατί έγραψε και το Lily, το επόμενο και τελευταίο του βιβλίο.

 

Γεννημένος το ’28 στην Minnesota, είχε Σουηδική και Γερμανική καταγωγή. Ήταν αυτό που λέμε παιδί θαύμα: Στα εννέα του είχε IQ 170, και “πήδηξε” πολλές τάξεις, με αποτέλεσμα να πάρει το δίπλωμα University High School της Minnesota, περνώντας κατ’ ευθείαν στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Βιοχημεία. Τον ενδιέφερε η επιστήμη ως αυτοσκοπός, κι όχι ως καριέρα. Το… πολύ μυαλό όμως τον άφηνε ανικανοποίητο, έχασε το ενδιαφέρον για τις σπουδές του, κι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο.  

Πήγε στο στρατό στα 18 του, στην Νότια Κορέα για δύο χρόνια. Μετά αποφάσισε να τελειώσει τις σπουδές του, όπως και έκανε, πηγαίνοντας μετά στο Benares Hindu University στην India, για να σπουδάσει ανατολική φιλοσοφία, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ για να πάρει άλλο ένα master στην δημοσιογραφία, το 1958. Δίδαξε σε Πανεπιστήμια της Montana και του Illinois.

 

Ο Pirsig όμως θα βίωνε μια νευρική κατάρρευση, μπαινοβγαίνοντας σε ψυχιατρεία για δύο χρόνια, ως το '63. Διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και κατάθλιψη, και τότε η θεραπεία περιλάμβανε και ηλεκτροσόκ, κάτι που αναφέρει και στο Ζen. Mέσα σ’ όλα αυτά, του άρεσαν και οι μοτοσυκλέτες. Ήταν και πολύ καλός μηχανικός, πάντα συντηρούσε τις μοτοσυκλέτες του μόνος του. “Στο αυτοκίνητο είσαι πάντα μέσα σε ένα κουτί, κι επειδή το έχεις συνηθίσει δεν συνειδητοποιείς πως ό,τι βλέπεις από τα παράθυρα είναι απλά κι άλλη τηλεόραση. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής που μετακινείται βαρετά βλέποντας μέσα από το ίδιο πλαίσιο. Με την μοτοσυκλέτα, αυτό το πλαίσιο φεύγει, και βρίσκεσαι σε πλήρη επαφή με τα πάντα. Είσαι μέσα στο σκηνικό, όχι πια απλός θεατής, κι η αίσθηση της παρουσίας είναι καθηλωτική”, είχε γράψει ο Pirsig. “Το κριτήριο για την μοτοσυκλέτα είναι η ικανοποίηση που σου δίνει. Δεν υπάρχει άλλο. Αν σου δίνει γαλήνη, τότε είναι η σωστή. Αν σε ενοχλεί κάτι, είναι λάθος, μέχρι να αλλάξει είτε η μοτοσυκλέτα είτε το δικό σου μυαλό”. Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του για την ποιότητα και την αλήθεια περιστρέφονταν και γύρω από την μοτοσυκλέτα: “Αν και φιλοσοφικά η οδήγηση μοτοσυκλέτας ανήκει στους Ρομαντικούς, η συντήρησή της είναι εντελώς και γνήσια Κλασική”. Είχε δει πως μπορούσες να μιλήσεις για πολύ μεγάλα ζητήματα, μέσω απλών πραγμάτων. “Άλλοι μπορεί να μιλάνε για το πώς θα αλλάξουν την μοίρα της ανθρωπότητας. Εγώ απλά θέλω να μιλώ για το πώς επισκευάζονται οι μοτοσυκλέτες. Σκέφτομαι πως αυτά που έχω να πω θα έχουν αξία που θα διαρκέσει περισσότερο. Γιατί αυτό που λέμε Θεός μπορεί να κατοικεί εξίσου άνετα στα γρανάζια του κιβωτίου της μοτοσυκλέτας, όσο και στην κορυφή ενός βουνού ή τα πέταλα ενός λουλουδιού”. O υπότιτλος του Zen, του πρώτου του βιβλίου, είναι “Μια έρευνα για τις Αξίες”, κι ο Pirsig, σχιζοφρενής, έρχεται αντιμέτωπος με το δικό του alter ego, τον Φαίδρο, αναζητώντας την ποιότητα (υπάρχει; Δεν υπάρχει; Αν δεν μπορούμε να την ορίσουμε, υπάρχει;), μια ευμετάβλητη αξία διαφορετική από τον ορισμό του Αριστοτέλη για την αλήθεια ως κάτι το απόλυτο.     

Το 1968, εν μέσω Βιετνάμ και λίγο πριν το Woodstock, εποχή αλλαγών για την Αμερικανική και όχι μόνο κοινωνία, ο Pirsig έστειλε μια σύνοψη και δείγματα γραφής για το βιβλίο που θα έγραφε, σε 122 εκδότες. Μόνο ένας έδειξε κάποιο ενδιαφέρον, εξηγώντας του πως δεν θα έπρεπε να περιμένει και πολλά, ούτε ως προκαταβολή, ούτε σε πωλήσεις. O Pirsig δεν πτοήθηκε. Μέσα σ’ έναν μήνα είχε ξεκινήσει με το Honda Super Hawk του, με συνεπιβάτη τον δεκάχρονο γιό του Chris και παρέα ένα ζευγάρι φίλων, για ένα ταξίδι 17 ημερών από την Minneapolis ως το San Francisco. Μετά το ταξίδι, του πήρε έξι χρόνια για να γράψει το Zen (μάλιστα το τελείωσε μια φορά, το πέταξε και μετά το ξανάγραψε). Οι 700.000 λέξεις του μειώθηκαν στις 200.000 από τον εκδότη κι έγιναν αμέσως bestseller, καθώς εκατομμύρια αναγνώστες το είδαν ως οδηγό για την μετάβαση από την κουλτούρα των επαναστατικών ‘60s στην γενιά των ‘70s. Το Zen and the Art of Motorcycle Maintenance, αναφέρεται στην αναζήτηση της ποιότητας. Αν και φαινομενικά είναι μια αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, ενός ταξιδιού με μοτοσυκλέτα, στην ουσία περιγράφει μια εξερεύνηση της μεταφυσικής της Δυτικής κουλτούρας. Ασχολείται με την φιλοσοφία, με τους Σωκρατικούς και προ-Σωκρατικούς, τους Σοφιστές και τον Πλάτωνα, βάζοντας τον Φαίδρο να συνδέει το τότε με το δικό του σήμερα, αναφερόμενος παράλληλα και σε πυκνωτές, πλατίνες, πατέντες. Η ποιότητα τον απασχολούσε ως συνδετικός κρίκος των Δυτικών και Ανατολικών κοσμοθεωριών.  

 

Αργότερα, το 1974, ο Pirsig πήρε μια χορηγία από το Guggenheim για να γράψει την συνέχεια, το Lila, Μια έρευνα για την Ηθική. Αυτό που τον απασχολεί στο Lila είναι η αντίληψη της πραγματικότητας, μέσα από την αφήγηση ενός καπετάνιου ιστιοπλοϊκού (το οποίο και αγόρασε με τα χρήματα της χορηγίας!). Και εδώ έχουμε ένα πλαίσιο προσωπικών εμπειριών, καθώς ο Pirsig ήταν ικανός πλοηγός και ιστιοπλόος, έχοντας διασχίσει δύο φορές τον Ατλαντικό με το μικρό σκάφος του, την Αρετή.

Ο Pirsig αγαπούσε την τεχνολογία. Την θεωρούσε ένα πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο σε σχέση με την φιλοσοφία, όπου μπορούσες να έχεις συγκεκριμένες απαντήσεις, αλήθειες, αντί για “Ένα εστιατόριο με μενού 30.000 σελίδων, χωρίς όμως φαγητό”, όπως είχε γράψει. Η ενασχόλησή του με τις μοτοσυκλέτες και την συντήρησή τους, τον έκανε να διαχωρίζει την οδήγηση (το Καλό) από την συντήρηση και την επισκευή (το Αληθές). Όταν κάτι δεν πάει καλά με μια μοτοσυκλέτα, δεν φτιάχνεται ως δια μαγείας από μόνο του. Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, εφαρμόζοντας μια αναλυτική διαδικασία. Και μπορεί να το κάνει μόνο μέσω αληθών απαντήσεων – οι βαλβίδες χρειάζονται ένα συγκεκριμένο και ακριβές διάκενο, κι όχι κάτι απροσδιόριστο. Ο ίδιος έλεγε πως το βιβλίο του “δεν λέει και πολλά, ούτε για την ανατολική φιλοσοφία, ούτε για την συντήρηση της μοτοσυκλέτας”. Ήθελε οι αναγνώστες να κάνουν το ταξίδι μαζί του, και να απαντήσουν μόνοι τους τα ερωτήματα που τους απασχολούν. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ζωή του και τα βιβλία του ήταν απλά μια αναζήτηση για την βεβαιότητα, για την σιγουριά. Όπως πάντα, χρησιμοποιώντας την μοτοσυκλέτα και ως μεταφορά και ως κυριολεξία, φαίνεται πως μόνο εκεί την έβρισκε: “Αγοράστε τα καλύτερα εργαλεία που μπορείτε. Δεν θα το μετανιώσετε ποτέ. Τα καλά εργαλεία δεν χαλάνε, δεν φθείρονται. Αγοράστε ακόμα και μεταχειρισμένα, αλλά κορυφαίας ποιότητας εργαλεία. Θα είναι πολύ καλύτερα απ’ το να πάρετε καινούργια, αλλά κατώτερης ποιότητας” – R. Pirsig.

Μπορεί να δοκιμάσω να το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή. Ως τότε, θα ασχολούμαι με την συντήρηση των μοτοσυκλετών μου. Κρατάει το κεφάλι μου πιο καθαρό.

 

 

editorial 535 - Παγκόσμιες ιστορίες

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

30/5/2014

Πέμπτη μεσημέρι κατά τις δύο, φτάνουμε στα Μετέωρα. Σιγά μη λείπαμε από το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς. Παγκόσμιο πρωτάθλημα enduro είναι αυτό, δεν είναι παίξε γέλασε, το 2011 που είχε ξαναγίνει στην ίδια περιοχή μας είχαν πέσει τα σαγόνια κάτω μ’ αυτά που είδαμε. Τότε είχε ψηφιστεί ως ο καλύτερος αγώνας της χρονιάς, ανάμεσα σε όλες τις διοργανώσεις του παγκοσμίου. Οι ίδιοι άνθρωποι, μια διάσπαση λέσχης και μια ίδρυση καινούργιας μετά, διεκδικούν και πάλι το ίδιο βραβείο. Με το σπαθί τους. Ομάδες και αναβάτες είχαν μόνο τα καλύτερα λόγια να πουν. Για μας είναι σαν να το έχουν πάρει ήδη.
Βιάζομαι όμως. Ζαλισμένοι ακόμα από το ταξίδι, ξεφορτώνουμε τα μηχανάκια και ντυνόμαστε για να πάμε να κάνουμε τις απλές. Η σηματοδότηση συνεχίζεται ακόμα, βρίσκουμε αναβάτες της οργάνωσης να την συμπληρώνουν, τους λέμε για κάποια σημεία που τα σήματα έχουν πέσει ή είναι ασαφή. Μονοπάτια γνώριμα αλλά και καινούργια, καθόλου χωματόδρομοι, μερικές ενδιαφέρουσες ανηφόρες έτσι για να μην είναι όλη η απλή περίπατος. Ξέρουμε καλά πως τα μονοπάτια που σήμερα κάνουμε σχεδόν απάτητα, μετά τον αγώνα θα έχουν αλλάξει τελείως μορφή. Την περασμένη Κυριακή, οι οργανωτές έστηναν τις ειδικές μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, αλλά τέσσερις μέρες μετά το μέρος έχει στεγνώσει κι έχει σκόνη, τόση που στις ανηφόρες αν είχες δύο μηχανάκια μπροστά σου δεν έβλεπες τίποτα, κι απλώς έλπιζες πως δεν θα βρεις κάποια πέτρα ή χαντάκι. Και νύχτα χωρίς φώτα να οδηγούσες, το ίδιο θα ήταν...
Βγαίνουμε στις ειδικές, που είναι η μια δίπλα στην άλλη, διαφορετικές όμως μεταξύ τους, κι έχουν ένα μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία αυτού του αγώνα. Δύσκολες όσο πρέπει, μεγάλες σε διάρκεια, βγάζουν διαφορές στους χρόνους τέτοιες που να είναι δυνατή επίθεση για τα χαμένα δευτερόλεπτα και το κυνήγι των θέσεων. Σε κεντρική θέση είναι και το service με τα φορτηγάκια των ομάδων, κι όλοι όσοι υποστηρίζουν την προσπάθεια των αναβατών δεν χρειάζεται να μετακινηθούν πολύ. Όπως διαπιστώσαμε για ακόμα μια φορά, ο αγώνας δεν κερδίζεται μόνο στις ειδικές, αλλά και στην προετοιμασία πριν τον αγώνα. Οι περισσότεροι από τους παγκόσμιους ήταν εκεί μια βδομάδα πριν τον αγώνα, με τους αναβάτες να περπατούν τις ειδικές και τους support αναβάτες να ψάχνουν τα σημεία των απλών όπου μπορούν να συναντήσουν τους αναβάτες. Η αναγνώριση των ειδικών από τους αγωνιζόμενους, που γίνεται μόνο με τα πόδια, έχει εξελιχθεί σε επιστήμη. Περπατάνε συνολικά δεκάδες χιλιόμετρα, αφού δεν τις κάνουν μόνο μία φορά. Βασική τους αρχή: η ευθεία είναι ο συντομότερος δρόμος, κι αυτή η ευθεία δεν πρέπει να έχει εκπλήξεις. Βλέπαμε τους αναβάτες να κοιτούν τα ρέματα και τις πλαγιές σαν τοπογράφοι, βάζοντας το χέρι τεντωμένο μπροστά για να "γράψουν" οπτικά μια νοητή ευθεία. Έχοντας αποφασίσει για την γραμμή τους, κι άσχετα αν αυτή έχει εμπόδια που οι κοινοί θνητοί θα πέρναγαν ως ερπετά, με τους τροχούς τους συνέχεια στο έδαφος, αυτοί που το μάτι τους κόβει διαφορετικά επιλέγουν γραμμές με φαντασία, κατάλληλες για τις ταχύτητες που αυτοί μπορούν να κινηθούν. Για παράδειγμα, στην αρχή της enduro test υπήρχε μια μικρή ρεματιά. Κινούμενοι από πριν σε ευθεία με το σημείο που θα ήθελαν να προσγειωθούν, έψαχναν το πιο κατάλληλο σημείο απογείωσης και πηδούσαν τη ρεματιά, αποφεύγοντας τελευταία στιγμή τα δέντρα που ήταν απέναντι. Άσχετα δηλαδή με τις υψομετρικές διακυμάνσεις του εδάφους, αυτοί οι alien του enduro κινούνται σε ευθεία πορεία...

Πριν όμως μπουν με μοτοσυκλέτα στις ειδικές, κι ενώ τις περπατάνε, πολλές φορές μαζί με τους support, αρχίζουν την αποψίλωση. Αφαιρούν από το πάτημά τους μια πέτρα εδώ, ένα κλαδί πιο κει, παρεμβαίνοντας στο έδαφος των ειδικών με τέτοιο τρόπο ώστε πριν αρχίσει ο αγώνας, η χάραξη των ειδικών μπορεί να είναι η αρχική, αλλά το έδαφός τους δεν έχει καμία σχέση. "Αυτοί τις έχουν αποψιλώσει τις ειδικές!", έλεγαν οι αναβάτες της οργάνωσης. Στόχος τους βέβαια η μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα στις επιλεγμένες τους γραμμές, χωρίς εκπλήξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πτώση. Δεν είναι όμως πως μόνο αφαιρούν πέτρες και ξύλα από τις ειδικές, προσθέτουν κιόλας αν τους βολεύει, όπως είδαμε πριν το special test της Παρασκευής, όπου κάποιος από την ομάδα της ΚΤΜ έβαλε μια πέτρα να ακουμπάει στους κορμούς. Και που πάτησε ο Meo όταν πέρασε από κει; Κέντραρε την πέτρα και πήδηξε πιο εύκολα και πιο ασφαλής τους κορμούς. Η δουλειά αναγνώρισης των ειδικών από αναβάτες και support συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια κάθε αγωνιστικής ημέρας. Πριν μπουν στις ειδικές, αρκετοί αναβάτες έκαναν μια παράκαμψη αφήνοντας την απλή, κι έριχναν μια ματιά σε σημεία της ειδικής που τους προβλημάτιζαν για το πως θα κερδίσουν κανένα δεκατάκι, για να δουν πως έχουν γίνει. Την ίδια ώρα, οι support αναβάτες αλλά και... πεζοπόρα τμήματα, περπάταγαν τις ειδικές και συνέχιζαν την διαμόρφωσή τους, κυρίως απομακρύνοντας πέτρες ή "γλυκαίνοντας" κάποιο πάτημα. Επιπλέον, μερικοί από αυτούς, οι παλουκοφόροι, έπαιρναν ένα παλούκι απ’ αυτά που πάνω τους δένεται η κορδέλα των ειδικών, κι ενώ οι ίδιοι στέκονταν πίσω από την κορδέλα οριοθέτησης, έβαζαν την μύτη του παλουκιού ακριβώς στο πάτημα που έπρεπε να ακολουθήσει ο αναβάτης τους, τραβώντας το πίσω μόνο όταν αυτός είχε φτάσει στο μέτρο! Αμέσως μετά, έτρεχαν σε άλλο σημείο της ειδικής, κι επαναλάμβαναν το ίδιο. Το τι αντιλαμβάνονται οι θεατές ως πάτημα και το τι αντιλαμβάνονται οι αναβάτες, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Κι όταν κάποιοι θεατές έβαλαν πέτρες σ’ ένα πάτημα που είχε κατ’ αυτούς χαλάσει, κι είχε φτιάξει βαθύ λούκι, είχαμε πτώσεις αναβατών. Πως γίνεται να θυμούνται τόσα χιλιόμετρα ειδικών, και μάλιστα να προσαρμόζονται στις αλλαγές του εδάφους τους σε κάθε πέρασμα; Μερικά από τα παραπάνω που αναφέραμε το εξηγούν, συν το ότι αυτή είναι η δουλειά τους κι έχουν αναπτύξει ιδιαίτερη μεθοδολογία για να την κάνουν. Κωδικοποιούν τα σημεία των ειδικών που τους ενδιαφέρουν περισσότερο με "Κάπα", όπως γίνεται και στις στροφές μια πίστας, Κ1, Κ2, Κ3. Μετά, έχουν συνεχή πληροφόρηση για τις αλλαγές στα πατήματα της ειδικής από τους ανθρώπους υποστήριξης που έχει η ομάδα, συν την επιτόπου επιβεβαίωση των "παλουκοφόρων". Και πάλι, όπως ο Meo που το Σάββατο ξεκίνησε αγχωμένος κι ήταν ακόμα πιο αρκουδιάρης στην οδήγηση απ’ ότι συνήθως, είχε δύο πτώσεις μέσα σε ειδικές. Αυτό κοστίζει πολλές θέσεις όταν οι μνηστήρες για την νίκη σε κάθε κατηγορία είναι πάνω από πέντε, μερικές φορές και στο ίδιο δευτερόλεπτο...

Είδα αρκετά περάσματα στην αρχή της ειδικής extreme, όπου οι enduro aliens προτιμούσαν να πηδήξουν ευθεία το ρέμα, περνώντας ανάμεσα από δυο πλατάνια και σκάζοντας στις πέτρες απέναντι, παρά να χάσουν χρόνο στρίβοντας δεξιά και μετά αριστερά, κάτω και πάνω, μέσα στις βρεγμένες κροκάλες. Για το πρώτο και το δεύτερο πέρασμα το πάτημα απογείωσης ήταν καλό, μετά όμως έφτιαξε λούκι και δεν ήταν εύκολο να πηδήξουν ούτε τόσο μακριά ούτε τόσο ψηλά όσο θα ήθελαν. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετές πτώσεις, στις οποίες οι άτιμοι δεν άφηναν με τίποτα το τιμόνι, άσχετα αν είχαν κοπανήσει το κράνος τους σε βραχάκι ή είχαν φύγει με τα πόδια ψηλά κι είχαν καταλήξει μπροστά από το πεσμένο μηχανάκι. Το θέμα ήταν να μην σβήσει, και χάσουν κι άλλο χρόνο... Ένας από αυτούς που έπεσαν, Πορτογάλος αναβάτης, χτύπησε μια θεατή που καθόταν πίσω από τα πανό, σε επικίνδυνο όμως σημείο, ευθεία απέναντι από το σημείο απογείωσης. Προς τιμήν του, μόλις τερμάτισε την ειδική έτρεξε σχεδόν εκατό μέτρα μπρος πίσω, κι ήρθε να ζητήσει συγνώμη: "I’m very sorry, very sorry…", για να φύγει μετά ξανά τρέχοντας και να συνεχίσει τον αγώνα του.
Ήταν μαγικό να παρακολουθεί κανείς, κι όχι μόνο τους καταξιωμένους παγκόσμιους, αλλά και τους αναβάτες της κατηγορίας Youth, δεκάξι ως δεκαοκτώ ετών, με τα 125 τους. Οι καλοί από αυτούς έκαναν και χρόνους μέσα στην δεκάδα γενικής (!), οδηγώντας αέρινα στα πιο δύσκολα κομμάτια των ειδικών. Σκεφτείτε εδώ, πως με δεκάξι ειδικές κάθε μέρα, και επτά ως οκτώ ώρες οδήγησης σε τερέν καθαρά εκτός δρόμου, για να μπορείς να ορμάς μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο ειδικής της δεύτερης μέρας, η αντοχή που απαιτείται τους κατατάσσει αυτόματα σε κατηγορία κορυφαίων αθλητών. Ακόμα και οι 16χρονοι πιτσιρικάδες είναι alien, όχι μόνο ο Marquez κι όσοι τον κυνηγούν στα MotoGP. Από κει και πάνω, προς το καλύτερο, άστο... Μιλάμε για υπεραθλητές. Εννιά παρά είκοσι το Σάββατο το βράδυ ο Seistola πήγε για ύπνο στο δωμάτιό του...

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση απαξίωσης του enduro, με αφορμή την συμμετοχή πρώην αναβατών motocross, με βάση ίσως θεωρητική και απόλυτη προσέγγιση που δεν δέχεται την μετακίνηση αναβατών από το ένα άθλημα στο άλλο. Οι περισσότεροι από τους κορυφαίους αναβάτες των τελευταίων χρόνων προέρχονται από το χώρο του motocross, κι αυτό είναι γεγονός. Επίσης γεγονός είναι πως δεν είναι όλοι οι μοτοκροσάδες επιτυχημένοι στο enduro, όπως δεν είναι και εύκολη η μετάβασή τους στο enduro. Οι ίδιοι οι αγώνες enduro, απαιτούν ένα σπάνιο συνδυασμό προσόντων, ταχύτητας, αντοχής και διαφορετικής ματιάς στο έδαφος που κινούνται. Γεγονός επίσης είναι, πως από παλιά, αν ήθελες να διακριθείς στο enduro θα έπρεπε να κάνεις και motocross, αγώνες και προπονήσεις, και πως αυτοί οι αναβάτες έχουν ανεβάσει κατά πολύ το επίπεδο, πολύ περισσότερο από το να είχαν συνεχίσει να γίνονται οι αγώνες με συμμετέχοντες που έχουν κάνει μόνο enduro στη ζωή τους. Υπάρχουν όμως κι άλλα κίνητρα, οικονομικά. Είναι πολύ δύσκολο για έναν αναβάτη motocross να βρει ανταγωνιστική ομάδα στο παγκόσμιο, στην οποία θα πληρώνεται αντί να πληρώνει, σε σχέση με το enduro. Οπότε, είναι και βιοποριστικοί οι λόγοι, ή τουλάχιστον, αυτοί οι αναβάτες καταφέρνουν να συνεχίζουν να αγωνίζονται σε κορυφαίο επίπεδο, αντί να πληρώνουν για να συμμετέχουν στο παγκόσμιο motocross. Δείτε το κι αντίστροφα: Για να τα καταφέρεις στο enduro, πρέπει ήδη να είσαι πρωταθλητής motocross στη χώρα σου και με θητεία στη δεκάδα του παγκοσμίου, και κατόπιν να μάθεις και μια νέα τέχνη. Κι αυτό μάλλον κάνει τους εντουράδες πιο πολυτάλαντους και ολοκληρωμένους αναβάτες.