Editorial 571 - Zen και εργαλεία

x
Από το

motomag

1/6/2017

O Robert M. Pirsig, ο συγγραφέας του Zen and the Αrt of Μotorcycle Μaintainance, πέθανε τον Απρίλιο, στα 88 του. Δεν είχα ευχαριστηθεί το βιβλίο του. Στα εικοσικάτι μου, με τράβηξε αμέσως ο τίτλος του, αλλά ζορίστηκα για να το διαβάσω, απογοητευμένος από την έλλειψη πολλής μοτοσυκλέτας, ή της συντήρησης της μοτοσυκλέτας. Άλλο περίμενα να βρω, κι άλλο βρήκα, αφού δεν με ενδιέφεραν οι φιλοσοφικές ανησυχίες κι αναζητήσεις του Pirsig, κι απογοητεύτηκα. Δεν ήμουν ο μόνος. Για διαφορετικούς λόγους, όταν ο Pirsig έστειλε ένα προσχέδιο του βιβλίου σε εκδοτικούς οίκους, 121 από αυτούς το απέρριψαν, πριν τελικά βρει εκδότη. Η ζωή του όμως, είναι – σε πρώτη ανάγνωση – πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το βιβλίο, κι εξηγεί επαρκώς γιατί έγραψε το Zen, και γιατί έγραψε και το Lily, το επόμενο και τελευταίο του βιβλίο.

 

Γεννημένος το ’28 στην Minnesota, είχε Σουηδική και Γερμανική καταγωγή. Ήταν αυτό που λέμε παιδί θαύμα: Στα εννέα του είχε IQ 170, και “πήδηξε” πολλές τάξεις, με αποτέλεσμα να πάρει το δίπλωμα University High School της Minnesota, περνώντας κατ’ ευθείαν στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Βιοχημεία. Τον ενδιέφερε η επιστήμη ως αυτοσκοπός, κι όχι ως καριέρα. Το… πολύ μυαλό όμως τον άφηνε ανικανοποίητο, έχασε το ενδιαφέρον για τις σπουδές του, κι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο.  

Πήγε στο στρατό στα 18 του, στην Νότια Κορέα για δύο χρόνια. Μετά αποφάσισε να τελειώσει τις σπουδές του, όπως και έκανε, πηγαίνοντας μετά στο Benares Hindu University στην India, για να σπουδάσει ανατολική φιλοσοφία, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ για να πάρει άλλο ένα master στην δημοσιογραφία, το 1958. Δίδαξε σε Πανεπιστήμια της Montana και του Illinois.

 

Ο Pirsig όμως θα βίωνε μια νευρική κατάρρευση, μπαινοβγαίνοντας σε ψυχιατρεία για δύο χρόνια, ως το '63. Διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και κατάθλιψη, και τότε η θεραπεία περιλάμβανε και ηλεκτροσόκ, κάτι που αναφέρει και στο Ζen. Mέσα σ’ όλα αυτά, του άρεσαν και οι μοτοσυκλέτες. Ήταν και πολύ καλός μηχανικός, πάντα συντηρούσε τις μοτοσυκλέτες του μόνος του. “Στο αυτοκίνητο είσαι πάντα μέσα σε ένα κουτί, κι επειδή το έχεις συνηθίσει δεν συνειδητοποιείς πως ό,τι βλέπεις από τα παράθυρα είναι απλά κι άλλη τηλεόραση. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής που μετακινείται βαρετά βλέποντας μέσα από το ίδιο πλαίσιο. Με την μοτοσυκλέτα, αυτό το πλαίσιο φεύγει, και βρίσκεσαι σε πλήρη επαφή με τα πάντα. Είσαι μέσα στο σκηνικό, όχι πια απλός θεατής, κι η αίσθηση της παρουσίας είναι καθηλωτική”, είχε γράψει ο Pirsig. “Το κριτήριο για την μοτοσυκλέτα είναι η ικανοποίηση που σου δίνει. Δεν υπάρχει άλλο. Αν σου δίνει γαλήνη, τότε είναι η σωστή. Αν σε ενοχλεί κάτι, είναι λάθος, μέχρι να αλλάξει είτε η μοτοσυκλέτα είτε το δικό σου μυαλό”. Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του για την ποιότητα και την αλήθεια περιστρέφονταν και γύρω από την μοτοσυκλέτα: “Αν και φιλοσοφικά η οδήγηση μοτοσυκλέτας ανήκει στους Ρομαντικούς, η συντήρησή της είναι εντελώς και γνήσια Κλασική”. Είχε δει πως μπορούσες να μιλήσεις για πολύ μεγάλα ζητήματα, μέσω απλών πραγμάτων. “Άλλοι μπορεί να μιλάνε για το πώς θα αλλάξουν την μοίρα της ανθρωπότητας. Εγώ απλά θέλω να μιλώ για το πώς επισκευάζονται οι μοτοσυκλέτες. Σκέφτομαι πως αυτά που έχω να πω θα έχουν αξία που θα διαρκέσει περισσότερο. Γιατί αυτό που λέμε Θεός μπορεί να κατοικεί εξίσου άνετα στα γρανάζια του κιβωτίου της μοτοσυκλέτας, όσο και στην κορυφή ενός βουνού ή τα πέταλα ενός λουλουδιού”. O υπότιτλος του Zen, του πρώτου του βιβλίου, είναι “Μια έρευνα για τις Αξίες”, κι ο Pirsig, σχιζοφρενής, έρχεται αντιμέτωπος με το δικό του alter ego, τον Φαίδρο, αναζητώντας την ποιότητα (υπάρχει; Δεν υπάρχει; Αν δεν μπορούμε να την ορίσουμε, υπάρχει;), μια ευμετάβλητη αξία διαφορετική από τον ορισμό του Αριστοτέλη για την αλήθεια ως κάτι το απόλυτο.     

Το 1968, εν μέσω Βιετνάμ και λίγο πριν το Woodstock, εποχή αλλαγών για την Αμερικανική και όχι μόνο κοινωνία, ο Pirsig έστειλε μια σύνοψη και δείγματα γραφής για το βιβλίο που θα έγραφε, σε 122 εκδότες. Μόνο ένας έδειξε κάποιο ενδιαφέρον, εξηγώντας του πως δεν θα έπρεπε να περιμένει και πολλά, ούτε ως προκαταβολή, ούτε σε πωλήσεις. O Pirsig δεν πτοήθηκε. Μέσα σ’ έναν μήνα είχε ξεκινήσει με το Honda Super Hawk του, με συνεπιβάτη τον δεκάχρονο γιό του Chris και παρέα ένα ζευγάρι φίλων, για ένα ταξίδι 17 ημερών από την Minneapolis ως το San Francisco. Μετά το ταξίδι, του πήρε έξι χρόνια για να γράψει το Zen (μάλιστα το τελείωσε μια φορά, το πέταξε και μετά το ξανάγραψε). Οι 700.000 λέξεις του μειώθηκαν στις 200.000 από τον εκδότη κι έγιναν αμέσως bestseller, καθώς εκατομμύρια αναγνώστες το είδαν ως οδηγό για την μετάβαση από την κουλτούρα των επαναστατικών ‘60s στην γενιά των ‘70s. Το Zen and the Art of Motorcycle Maintenance, αναφέρεται στην αναζήτηση της ποιότητας. Αν και φαινομενικά είναι μια αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, ενός ταξιδιού με μοτοσυκλέτα, στην ουσία περιγράφει μια εξερεύνηση της μεταφυσικής της Δυτικής κουλτούρας. Ασχολείται με την φιλοσοφία, με τους Σωκρατικούς και προ-Σωκρατικούς, τους Σοφιστές και τον Πλάτωνα, βάζοντας τον Φαίδρο να συνδέει το τότε με το δικό του σήμερα, αναφερόμενος παράλληλα και σε πυκνωτές, πλατίνες, πατέντες. Η ποιότητα τον απασχολούσε ως συνδετικός κρίκος των Δυτικών και Ανατολικών κοσμοθεωριών.  

 

Αργότερα, το 1974, ο Pirsig πήρε μια χορηγία από το Guggenheim για να γράψει την συνέχεια, το Lila, Μια έρευνα για την Ηθική. Αυτό που τον απασχολεί στο Lila είναι η αντίληψη της πραγματικότητας, μέσα από την αφήγηση ενός καπετάνιου ιστιοπλοϊκού (το οποίο και αγόρασε με τα χρήματα της χορηγίας!). Και εδώ έχουμε ένα πλαίσιο προσωπικών εμπειριών, καθώς ο Pirsig ήταν ικανός πλοηγός και ιστιοπλόος, έχοντας διασχίσει δύο φορές τον Ατλαντικό με το μικρό σκάφος του, την Αρετή.

Ο Pirsig αγαπούσε την τεχνολογία. Την θεωρούσε ένα πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο σε σχέση με την φιλοσοφία, όπου μπορούσες να έχεις συγκεκριμένες απαντήσεις, αλήθειες, αντί για “Ένα εστιατόριο με μενού 30.000 σελίδων, χωρίς όμως φαγητό”, όπως είχε γράψει. Η ενασχόλησή του με τις μοτοσυκλέτες και την συντήρησή τους, τον έκανε να διαχωρίζει την οδήγηση (το Καλό) από την συντήρηση και την επισκευή (το Αληθές). Όταν κάτι δεν πάει καλά με μια μοτοσυκλέτα, δεν φτιάχνεται ως δια μαγείας από μόνο του. Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, εφαρμόζοντας μια αναλυτική διαδικασία. Και μπορεί να το κάνει μόνο μέσω αληθών απαντήσεων – οι βαλβίδες χρειάζονται ένα συγκεκριμένο και ακριβές διάκενο, κι όχι κάτι απροσδιόριστο. Ο ίδιος έλεγε πως το βιβλίο του “δεν λέει και πολλά, ούτε για την ανατολική φιλοσοφία, ούτε για την συντήρηση της μοτοσυκλέτας”. Ήθελε οι αναγνώστες να κάνουν το ταξίδι μαζί του, και να απαντήσουν μόνοι τους τα ερωτήματα που τους απασχολούν. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ζωή του και τα βιβλία του ήταν απλά μια αναζήτηση για την βεβαιότητα, για την σιγουριά. Όπως πάντα, χρησιμοποιώντας την μοτοσυκλέτα και ως μεταφορά και ως κυριολεξία, φαίνεται πως μόνο εκεί την έβρισκε: “Αγοράστε τα καλύτερα εργαλεία που μπορείτε. Δεν θα το μετανιώσετε ποτέ. Τα καλά εργαλεία δεν χαλάνε, δεν φθείρονται. Αγοράστε ακόμα και μεταχειρισμένα, αλλά κορυφαίας ποιότητας εργαλεία. Θα είναι πολύ καλύτερα απ’ το να πάρετε καινούργια, αλλά κατώτερης ποιότητας” – R. Pirsig.

Μπορεί να δοκιμάσω να το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή. Ως τότε, θα ασχολούμαι με την συντήρηση των μοτοσυκλετών μου. Κρατάει το κεφάλι μου πιο καθαρό.

 

 

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.