Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

Δοκιμή NMAX 155 - Μικρό αλλά τέλεια σχηματισμένο

Δυνατές επιδόσεις, κορυφαία ποιότητα κατασκευής, τεχνολογία και χρηστικότητα
Yamaha NMAX 155
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

27/2/2025

Καθώς το νέο NMAX 155 Euro5+ 2025 αναμένεται να φτάσει με μεγάλη καθυστέρηση στην Ελλάδα, ας θυμηθούμε τι προσφέρει η έκδοση 2021-2024 η οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή ετοιμοπαράδοτη στη χώρα μας. Μετά τις μεγάλες αλλαγές που δέχθηκε στην Euro 5 ανανέωση του το 2021, το NMAX 155 παρέμεινε απαράλλαχτο μεταξύ 2021-2024, πέρα από την προσθήκη ενός νέου, λευκού χρώματος, συνεχίζοντας να αποτελεί ένα από τα κορυφαία scooter για το κέντρο της πόλης, όσον αφορά τεχνολογία, χρηστικότητα, κατανάλωση και μεταπώληση.

Θυμίζουμε πως το 2021 η Yamaha είχε φέρει τα 2 scooter της οικογένειας ΝΜΑΧ (125 για την Α1 κατηγορία & 155 για τις Α2 και Α) στην Euro 5 εποχή, με σημαντικές αλλαγές -αλλαγές που προϋπήρχαν στα μοντέλα των ασιατικών αγορών από το 2020.

Οι κυριότερες Euro 5 αλλαγές του 2021 στην οικογένεια ΝΜΑΧ ήταν οι κάτωθι:

  • Νέο design

  • Νέοι Euro 5 κινητήρες Blue Core

  • Νέο πλαίσιο

  • Μεγαλύτερο ρεζερβουάρ καυσίμου στα 7,1 λίτρα

  • Traction Control

  • Σύστημα συνδεσιμότητας

Crème de la crème

Yamaha NMAX 155

Το NMAX αποτελεί χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της νέας υπέρ-εξελιγμένης γενιάς scooter για το κέντρο της πόλης, με τεχνολογία που πολλές φορές δεν διαθέτουν ούτε τα μεγάλα GT Scooter. Τεχνολογία που πρώτα απ’ όλα αφορά στον εξελιγμένης αρχιτεκτονικής Bluecore κινητήρα.

Yamaha NMAX 155

Η Bluecore τεχνολογία στόχο έχει την κορυφαία απόδοση σε συνδυασμό με την μικρότερη κατανάλωση καυσίμου, τις μικρότερες διαστάσεις και το χαμηλότερο βάρος, ενώ περιλαμβάνει: τον offset κύλινδρο, το μεγάλο φίλτρο αέρα, τον βελτιωμένο ψεκασμό, τη μίζα Smart Motor Generator που βρίσκεται πάνω στον στρόφαλο, τη νέα μετάδοση CVT με μικρότερες απώλειες, το σύστημα μεταβλητού χρονισμού βαλβίδων VVA που χαρίζει δύναμη τόσο χαμηλά όσο και ψηλά, το compact ψυγείο στο πλάι του κινητήρα, τον αλουμινένιο κύλινδρο DiASil που δεν χρειάζεται ατσάλινο χιτώνιο, το σύστημα Start & Stop κ.α.)

Yamaha NMAX 155

Η κορυφαία τεχνολογία του ΝΜΑΧ συνεχίζεται και στον εξοπλισμό του, με το σύστημα ελέγχου πρόσφυσης Traction Control, το δικάναλο ABS, το keyless σύστημα εκκίνησης και κλειδώματος, την LCD ψηφιακή οθόνη με συνδεσιμότητα, τα full-LED φώτα και τα DRL LED φωτιστικά σώματα.

Yamaha NMAX 155

Στον ποιοτικό εξοπλισμό, προσθέστε τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης Dunlop ScootSmart, το μονό και το διπλό σταντ, και την εναλλαγή ενδείξεων που γίνεται μέσω του διακόπτη MENU στο γκριπ, δίχως να βγάλεις τα χέρια από το τιμόνι.

Ποιότητα κύλισης, ο ορισμός

Yamaha NMAX 155

Το ΝΜΑΧ 155 διαθέτει κορυφαία ποιότητα κατασκευής, με άριστη συναρμογή πλαστικών και μεταλλικών μερών, δίχως τζόγους και τριγμούς πουθενά. Το χρώμα είναι βαθύ, τα λογότυπα ΝΜΑΧ ανάγλυφα, ο διακόπτης του keyless συστήματος εργονομικός, και ο τρόπος ρύθμισης της προφόρτισης στα πίσω αμορτισέρ είναι απλός και εργονομικός, δίχως να χρειάζονται εργαλεία.

Όμως εκεί που το ΝΜΑΧ αριστεύει, είναι στην ποιότητα κύλισης. Στον μαγικό συνδυασμό που περιλαμβάνει τη βέλτιστη και την ιδανική λειτουργία αναρτήσεων-κινητήρα-ψεκασμού, που χαρίζει στον αναβάτη μια μοναδική αίσθηση πως αυτό που οδηγεί είναι κάτι το κορυφαίο, σχεδιαστικά και κατασκευαστικά.

Yamaha NMAX 155

Άριστη απόκριση κινητήρα, αλάνθαστος ψεκασμός, γραμμική σχέση στο τι ζητάς και το τι παίρνεις όταν ανοίγεις το γκάζι, σβέλτες επιταχύνσεις σε όλη την κλίμακα στροφών, και ποιοτική λειτουργία αναρτήσεων-πλαισίου-φρένων δημιουργούν συνθήκες που σε κάνουν να απολαμβάνεις την κάθε βόλτα.

Το κράτημα είναι πολύ καλό, ενώ εξίσου καλή είναι και η πληροφόρηση για το τι συμβαίνει κάτω από τους τροχούς σου. Τα φρένα συνδυάζουν δύναμη και αίσθηση, με το ABS να συνεπικουρεί τον αναβάτη δίχως να ενοχλεί.

Το Traction Control επεμβαίνει πολύ ομαλά, δίχως να σε τρομάζει, και θα σώσει τον αναβάτη του ΝΜΑΧ από αθέλητα γλιστρήματα σε επιταχύνσεις, κάτι που δεν είναι σπάνιο στο βρεγμένο ελληνικό οδόστρωμα-καθρέπτη.

Αστικό αριστούργημα

Yamaha NMAX 155

Οι αρετές του ΝΜΑΧ στην αστική χρήση είναι πολλές. Το μικρό του μέγεθος (1.935 mm μήκος και 740 mm πλάτος), το μικρό του βάρος (133 γεμάτα κιλά όπως μετρήσαμε στις ζυγαριές ακριβείας του ΜΟΤΟ), το χαμηλό ύψος σέλας (765 mm), το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού, ο αποθηκευτικός χώρος κάτω από τη σέλα και το keyless σύστημα χαρίζουν μεγάλη ευχρηστία στο scooter της Yamaha. Εσύ απλώς καβαλάς και μεταβαίνεις από τον ένα προορισμό στον άλλο, κάνοντας τα ψώνια σου, χωρίς να κουράζεσαι από τις μανούβρες του, χωρίς να ψάχνεις για τα κλειδιά σου, χωρίς να ακούς τον κινητήρα να δουλεύει άσκοπα στο φανάρι (start & stop), χωρίς να πιέζεις τη μίζα για να ξεκινήσεις και πάλι από το φανάρι. Η ζελατίνα μπορεί να είναι ανύπαρκτη, όμως με τελική ταχύτητας 126 χλμ/ώρα στο κοντέρ δεν θα σας λείψει.  

Yamaha NMAX 155

Κάτω από τη σέλα θα βρείτε έναν αρκετά μεγάλο αποθηκευτικό χώρο που ίσα-ίσα δεν χωρά full-face κράνος σε Medium μέγεθος, ενώ μπροστά, στα δεξιά στην ποδιά θα βρείτε ένα σχετικά ρηχό ντουλαπάκι που δεν κλειδώνει, και στα αριστερά ένα ακόμα πιο μικρό ανοιχτό ντουλαπάκι.

Η σέλα είναι ιδιαίτερα άνετη, αν και η σχεδίαση της σου ανοίγει λίγο παραπάνω τα πόδια από όσο θα θέλαμε. Μια περίεργη λεπτομέρεια είναι το εξόγκωμα που βρίσκεται στο κάτω μέρος του δεξιού γκριπ, στο οποίο σκαλώνει αυτόματα το χέρι όταν ψάχνει για τη μίζα, πιέζοντας την προεξοχή αντί για το κουμπί.

Λειτουργική είναι και η δεύτερη θέση των ποδιών του αναβάτη που μπορείς να… οριζοντιώσεις και να ξεκουράσεις τα πόδια σου.

Δεν του λείπει τίποτα

Yamaha NMAX 155

Το Yamaha NMAX 155 είναι μικρό αλλά άρτια ισορροπημένο παντού, προσφέροντας στον αναβάτη κορυφαίες commuting αρετές για το κέντρο της πόλης, με εξαιρετικά ποιοτική αίσθηση παντού. Στα 4.100 ευρώ βρίσκεται στο άνω άκρο της κατηγορίας, όμως αξίζει το αντίτιμο του και με το παραπάνω.

Χρώματα

  • Milky White
  • Deep Blue
  • Power Grey 
  • Ruby Red

Εξοπλισμός Αναβάτη

  • Κράνος: HJC
  • Μπουφάν: Rev-it
  • Παντελόνι: Spidi

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                                         

Αντιπρόσωπος:

ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

Τιμή:

4.100 ΕΥΡΩ

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

1.935

Ύψος (mm):

1.160

Μεταξόνιο (mm):

1.340

Απόσταση από το έδαφος (mm):

125

Ύψος σέλας (mm):

765

Ίχνος (mm):

Δ.Α.

Γωνία κάστερ (˚):

Δ.Α.

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

580

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

780

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

630

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

570

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

133 kg

(χωρίς καύσιμο: 125,8 kg )

Πίσω

58,5

Εμπρός

41,5

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+1,5

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

740

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

Δ.Α. / 131

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος Bluecore με 1ΕΕΚ και 4 Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

58 x 58.7

Χωρητικότητα (cc):

155

Σχέση συμπίεσης:

11.6

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

14,8 / 8.000

Ροπή (kg.m/rpm):

1,4 / 6.500

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

 

Τροφοδοσία:

Ηλεκτρονικός ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Αυτόματη CVT

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

8.000

Αλλαγή λαδιού (km):

4.000

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

0,90

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Σίτα / -

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

8,5

8,8

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ – Δυο αμορτισέρ

 

Διαδρομή (mm):

85

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου χωρίς εργαλεία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

13M/C x MT3.50

Ελαστικό:

110/73-13

ΦΡΕΝΟ – Δίσκος

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακή LCD οθόνη με Bluetooth συνδεσιμότητα. Ενδείξεις ταχύμετρου, στάθμης καυσίμου, θερμοκρασίας κινητήρα, ολικού και δυο μερικών χιλιομετρητών, μέσης κατανάλωσης, βολτόμετρου, ρολογιού. Λυχνίες ABS, TCS, ψεκασμού, λαδιού, συνδεσιμότητας, Start & Stop, Immobiliser, τηλεφωνίας. Keyless σύστημα, start & stop, TCS.

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ – Συμβατικό τηλεσκοπικό πιρούνι

 

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

100 / Δ.Α.

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

13M/C x MT3.00

Ελαστικό:

130/70-13

ΦΡΕΝΟ - Δίσκος

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση (lt / 100 km)

2,9

Αυτονομία (km):

244,8

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

7,1 / Δ.Α.

         
Ετικέτες