Οδηγούμε Aprilia SR GT στην Ιταλία

Το πρώτο “Urban Adventure” σκούτερ της Aprilia
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

28/2/2022

Και κάπως έτσι δημιουργείται μία ολόκληρη νέα κατηγορία! Η Aprilia επενδύει κι αυτή με την σειρά της στα σκούτερ που μπορούν να πατήσουν στο χώμα λίγο πιο εύκολα. Δεν έχει επικρατήσει μέχρι στιγμής συγκεκριμένο όνομα, από το “Urban Adventure” μέχρι σκέτο Adventure και από εκεί στο Crossover Scooter που επέλεξε η Aprilia για την δική της πρόταση, είναι όλα -ακόμη- αποδεκτά για να σημάνουν την διαφορά από την γενική κατηγορία.

Το πρώτο πράγμα που για εμάς κάνει μεγάλη διαφορά και υποδεικνύει και τον βασικό λόγο που πρέπει το ΜΟΤΟ να πηγαίνει στις παρουσιάσεις ώστε να ξεχωρίζει η ουσία, είναι η ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι της Aprilia το νέο SR GT, μιλώντας για αυτό χωρίς να κρύβουν ή να υπονοούν κάτι διαφορετικό!

Σε αντίθεση λοιπόν με το αγγλικό δελτίο τύπου που πάντα συντροφεύει κάθε νέο μοντέλο και δεν παύει να χρησιμοποιεί την λέξη Adventure, προσεκτικά επιλεγμένη σε πρόταση με την λέξη Enduro, παρόλο που υπονοεί την εμφάνιση και μόνο, οι άνθρωποι της Aprilia ήταν από κοντά εξαιρετικά ειλικρινείς: Δεν αρνήθηκαν ούτε στιγμή πως πηγή έμπνευσης ήταν το X-ADV της Honda και ήταν σαφείς στο να μην δώσουν καμία χωμάτινη προέκταση στο SR GT. Δικαιολογούν τον όρο crossover και τα χαρακτηριστικά του, στο ότι μπορεί να αντιμετωπίσει πιο άνετα τις ανωμαλίες και τα εμπόδια στην άσφαλτο (π.χ. σαμαράκια, λακκούβες κτλ.). Η θέση της Aprilia είναι πως αξίζει η επένδυση σε ένα τέτοιο, crossover νέο μοντέλο καθώς πρόκειται για επικρατούσα τάση, στην οποία επέλεξαν να απαντήσουν με μετεξέλιξη ουσιαστικά των GT scooters.

Καταρχάς έχουν απόλυτο δίκιο για το τι θέλει ο κόσμος, το διαπιστώσαμε κατά την παρουσίαση του ADV350 της Honda που προέκυψε από απαίτηση του κοινού, ως μία φθηνότερη προσέγγιση στο X-ADV. Σε αυτή την απαίτηση απάντησαν κι άλλες εταιρείες και τώρα που και η Piaggio μπαίνει στην μάχη του ανταγωνισμού, αρχίζει να διαμορφώνεται μία κατηγορία. Για την ιστορία προφανώς και crossover σκούτερ υπήρχαν πάντα και μάλιστα στην Ελλάδα την κατηγορία αυτή την κατοχύρωσε η Piaggio με το θρυλικό Typhoon που ακόμη και τώρα κυκλοφορεί στους δρόμους. Δίχρονο και αργότερα και με τετράχρονη πρόταση το Typhoon ήταν για πολλά χρόνια συνυφασμένο με το ελληνικό καλοκαίρι και τον χωματόδρομο που οδηγεί σε μία καλύτερη παραλία. Καθόλου τυχαία το ελληνικό καλοκαίρι και μία δυσπρόσιτη παραλία στην Ίο ήταν και η έμπνευση πίσω από την δημιουργία του X-ADV, όταν βρέθηκε για διακοπές ένας σχεδιαστής της Honda όπως πολύ αναλυτικά έχουμε εξηγήσει στο ΜΟΤΟ εδώ και χρόνια, και κάπως έτσι ο κύκλος ολοκληρώνεται ξανά πίσω στο SR GT.

Στην συγκεκριμένη κατηγορία της ευρύτερης οικογένειας που η Aprilia ονομάζει Urban Mobility υπάρχουν ήδη τα ηλεκτρικά eSR1 και eSR2 όπως και το κοντινό εμφανισιακά Aprilia SXR 50. Το νέο SR GT βγαίνει σε δύο κυβισμούς, 200-125cc με τον κινητήρα των 200cc να είναι εντελώς καινούργιος και είναι η πρώτη φορά που τοποθετείται σε σκούτερ του Piaggio Group. Σε ερώτησή μας, απάντησαν στο ΜΟΤΟ πως  είναι πολύ πιθανό να τον δούμε και σε σκούτερ άλλων εταιρειών που ανήκουν στο group. Πράγμα ενδιαφέρον ιδιαίτερα όταν ανακοινώνουν πολύ χαμηλή κατανάλωση, της τάξης των 2,5lt/100km, με την πραγματική όπως την υπολόγισε το ΜΟΤΟ να είναι κοντά στο 2,8 με 3 για την έκδοση των 200ων κυβικών. Η κατανάλωση είναι από τα πρώτα πράγματα που θα δούμε και σε μελλοντική δοκιμή στην Ελλάδα, προς το παρόν περιοριζόμαστε στις πρώτες εντυπώσεις κατά την οδήγηση στην Ιταλία.

Ιδιαίτερα θετική πρώτη εντύπωση από την σέλα του SR GT μας άφησε η συναρμογή των πλαστικών χωρίς κενά και τριγμούς, καθώς και η ποιοτική βαφή. Τα πλαστικά που μέσα στην καθημερινότητα μπορεί να τα χειρίζεσαι με περισσότερη ένταση, όπως το ντουλαπάκι για το κινητό με το USB και το καπάκι για την τάπα της βενζίνης, βρίσκονται ποιοτικά ένα επίπεδο πάνω από τα στάνταρ της μεσαίας κατηγορίας των σκούτερ που τελευταία έχουν προσγειωθεί ιδιαίτερα χαμηλά. Σε αυτό το σημείο να τονίσουμε πως το SR GT κατασκευάζεται στο Βιετνάμ που έχει αποδείξει πως το μέσο επίπεδο παραγωγής στα δίκυκλα είναι πιο κοντά σε εκείνο της Ταϊλάνδης, που έχει φτάσει να συγκαταλέγεται στα υψηλότερα της Ασίας και πολλοί Ευρωπαίοι κατασκευαστές να μεταφέρουν εκεί τις γραμμές παραγωγής, όπως η Triumph.

Η προσοχή που έχει δοθεί στις λεπτομέρειες ακολουθεί λοιπόν την επιτηδευμένη και προσεκτικά σχεδιασμένη εμφάνιση με την οποία η Aprilia προίκισε το SR GT. Το Piaggio Group θέλει κάθε μάρκα να είναι ξεχωριστή και να εκφράζει διαφορετικό κοινό, καλύπτοντας έτσι μεγαλύτερο μέρος τις αγοραστικής πίτας, οπότε δεν γινόταν παρά να θέλουν να τονίσουν το μοτοσυκλετιστικό υπόβαθρο της μάρκας. Για αυτό και το μούτρο του SR GT είναι ένα πάντρεμα μοτοσυκλέτας και σκούτερ, ξεκάθαρα εμπνευσμένο από RS. Ευτυχώς αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην εμφάνιση αλλά επεκτείνεται και στο πιρούνι που είναι κανονικής μοτοσυκλέτας όπως και το τιμόνι με τα καβαλέτα.

Η διαδρομή εμπρός είναι 122mm από τις μεγαλύτερες της ευρύτερης κατηγορίας των μεσαίων σκούτερ, βασικά μόνο το ADV350 έχει 3mm μεγαλύτερης διαδρομής, ενώ το πιρούνι του Aprilia είναι της Showa με διάμετρο 33mm και η πρώτη εντύπωση που δίνει είναι αρκετά θετική για τις αποσβέσεις συμπίεσης και επαναφοράς με προοδευτική λειτουργία.

Πίσω έχουμε δύο αμορτισέρ επίσης της Showa με διαδρομή 102mm που η Aprilia αναφέρει πως είναι 7% παραπάνω από τον ανταγωνισμό, όπως αντίστοιχα αναφέρει πως η διαδρομή εμπρός είναι 22% παραπάνω από τον ανταγωνισμό. Αυτό είναι κάτι που πράγματι ισχύει αν όμως περιοριστούμε στον κυβισμό του SR GT πριν φτάσουμε για παράδειγμα στο ADV350 μιας και το αντίστοιχο 150 δεν εισάγεται στην Ευρώπη.

Οι διαδρομές αυτές δίνουν στο καλοζυγισμένο σκούτερ των 144 κιλών – 148 κιλά για την έκδοση 200ων κυβικών – μία απόσταση από το έδαφος στα 175mm που είναι εξαιρετικά γενναία και υπόσχεται ανεμπόδιστη διέλευση από κράσπεδα και σκαλοπάτια ακόμη, που στην Ελλάδα μπορεί να είναι αναγκασμένος να περνά ο ιδιοκτήτης για να παρκάρει στον χώρο του. Στον αντίποδα το SR GT είναι ένα ψηλό σκούτερ που σημαίνει πως για να πατά ο αναβάτης στο έδαφος με όλο το πέλμα θα πρέπει να ανήκει στο άνω άκρο του μέσου όρου ύψους για τους αναβάτες στην Ελλάδα ή να είναι και ψηλός, οπότε από 177εκ και πάνω όχι μόνο ο αναβάτης πατά καλύτερα στο έδαφος αλλά απολαμβάνει και άνεση που δεν βρίσκεις στην κατηγορία.

Επιστρέφοντας στον τομέα των αναρτήσεων και συγκεκριμένα με ό,τι έχει να κάνει με την συμπεριφορά τους στον δρόμο, η αρχική εντύπωση είναι πως κρίνονται αρκετά σφιχτές, ευνοώντας την γρήγορη οδήγηση αλλά ευτυχώς όχι σε σημείο που να αρχίσεις να ταλαιπωρείς την μέση σου σε λακκούβες και σαμαράκια. Ούτε από την πραγματικότητα των ιταλικών δρόμων λείπουν τέτοια παραδείγματα, ενώ κι εγώ τρέφω μία ευαισθησία σε ότι αφορά τα κραδασμούς και κοπανήματα που προσπερνούν τις αναρτήσεις και διοχετεύονται στην μέση και ως πρώτη εμπειρία οδήγησης, φαίνεται πως η Aprilia προσπέρασε αυτό τον σκόπελο. Σε κάθε περίπτωση πολύ καλή πρώτη εντύπωση αφήνει και η ισορροπία του SR GT, διότι εκ των πραγμάτων είναι πρόβλημα η κατανομή του βάρους στα σκούτερ, πόσο δε μάλλον σε ένα ψηλό σκούτερ με τέτοια διαδρομή αναρτήσεων και μεγάλη απόσταση από το έδαφος. Παρόλα αυτά το SR έχει πολύ καλή συμπεριφορά και το ζύγισμά του σε βοηθά να διατηρείς τον έλεγχο όσο είναι σταματημένο χωρίς να ζορίζεις τετρακέφαλο και γενικά το πόδι που πατά στον δρόμο, δείχνοντας ότι έχει γίνει δουλειά στο κέντρο βάρους και έχουν προσέξει την κατανομή του προς κάθε άξονα. Φυσικά η αναλυτική δοκιμή στην Ελλάδα θα φανερώσει περισσότερα, κυρίως όμως θα δείξει και με νούμερα τι συμβαίνει, αφού στο MOTO είμαστε οι μόνοι που ζυγίζουμε τις μοτοσυκλέτες που παίρνουμε για δοκιμή.

Κάτω από την σέλα χωρά άνετα ένα jet κράνος ή ένα full face αν δεν έχει πολλές αεροτομές, αν ο αναβάτης δηλαδή δεν χρησιμοποιεί καθημερινά ένα racing κράνος που φορά σε sport μοτοσυκλέτα που έχει μόνο για track days, πράγμα συνηθισμένο τόσο για Ιταλούς γενικά, όσο και για… Apriliaνους ειδικά. Σε αυτή την περίπτωση κανονικού full face κράνους θα χωρέσει κάτω από την σέλα και ένα σετ αδιάβροχα, ώστε παρκάροντας να μπορείς να αποθηκεύσεις τα περισσότερα που σε βαραίνουν.

Η σέλα τώρα κρίνεται σκληρή και το σήκωμα που κάνει στο σημείο που διαχωρίζεται για τον συνεπιβάτη προσφέρει μεν καλή στήριξη αλλά περιορίζει την μετακίνηση του σώματος εμπρός πίσω, πράγμα που δεν θα απασχολήσει ιδιαίτερα όμως, γιατί η γεωμετρία θέσης οδήγησης είναι αρκετά γενναιόδωρη παρόλο που τοποθετεί το σώμα σε μία θέση. Στην πράξη η θέση οδήγησης αφήνει πίσω της τα δεδομένα των σκούτερ και αρχίζει να πλησιάζει εκείνα των μικρών μοτοσυκλετών καθώς τοποθετεί τα χέρια σε πιο ψηλή και φυσική γωνία, με το τιμόνι να μην βρίσκει στα γόνατα, ακόμη και σε αναβάτες πάνω από 1,80μ ύψος. Κι αυτό το διαπιστώσαμε επί τούτου οδηγώντας με έναν Άγγλο συνάδελφο με ύψος 1,95. Καλύτεροι αφρώδες θα ήθελε και η σέλα του συνεπιβάτη, από εκεί και πέρα όμως προσφέρει καλή στήριξη με σωστά τοποθετημένες χειρολαβές και πολύ καλά υπολογισμένη γωνία για τα πόδια.

Άνετος είναι και ο χώρος για τα πόδια στην ποδιά που φτάνει μέχρι και πατούσες-βατραχοπέδιλα. Φυσικά και δεν λείπει η θέση πάνω στην ποδιά για πιο απλωτή στάση, που εξαιτίας του καλού ζυγίσματος, μπορείς να διατηρείς αυτή την στάση ακόμη και με μικρές ταχύτητες και όχι μόνο στον ανοικτό δρόμο.

Η οθόνη είναι μία ευανάγνωστη LCD με μαύρο φόντο και λευκή γραμματοσειρά, αλλά δυστυχώς δημιουργεί πολλές αντανακλάσεις, που θα προβληματίσουν σε έντονο ηλιακό φως. Έχει την δυνατότητα διασύνδεσης μέσω της εφαρμογής Aprilia MIA που ακόμη και σαν after market επιλογή εξοπλισμού, αναγάγει το SR GT σε ένα από τα πιο εξοπλισμένα της κατηγορίας του και όχι μόνο, καθώς εδώ ανταγωνίζεται και προτάσεις μεγαλύτερης κι ακριβότερης κατηγορίας.

Στον εξοπλισμό αξίζει μία αναφορά στα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης, καθώς δεν θα δει κανείς Michelin Anakee για σκούτερ. Παρότι προέρχεται από εργοστάσιο την Ασία, που δικαιολογεί ένα σετ ελαστικών από την περιοχή εκεί, μειώνοντας το υψηλό κόστος κάποιου πιο επώνυμου, το SR GT έχει τα συγκεκριμένα Michelin που κρύβουν αρκετά μεγάλη πορεία εξέλιξης. Είναι εξαιρετικά σε πρόσφυση και αίσθηση με απρόσμενα καλό κράτημα και στο βρεγμένο που το οδηγήσαμε και μένει να δούμε την συμπεριφορά τους στην ελληνική άσφαλτο που η μοναδική σύστασή της αλλάζει πάντα τα δεδομένα για τα ελαστικά και για αυτό δίνουμε ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή στις δοκιμές ελαστικών που πραγματοποιούμε στην Ελλάδα.

Στην διάθεσή μας είχαμε και τις δύο εκδόσεις, 200 και το 125 κυβικών, εξοπλισμένες με την after market ψηλότερη ζελατίνα, που προστατεύει εξαιρετικά χωρίς να μπαίνει μέσα στο οπτικό σου πεδίο, που είναι σημαντικό για τα σκούτερ. Παρατυπία ωστόσο το γεγονός πως στο μέγιστο κόψιμο του τιμονιού έρχονται πολύ κοντά οι μανέτες στην ζελατίνα και δεν χωράνε τα δάχτυλά σου.

Ο κινητήρας του 125 είναι ο πιο δυνατός στην κατηγορία και αρκετά εύστροφος που για εμάς είναι εξίσου σημαντικό με την ιπποδύναμη για σκούτερ που κινούνται σε αστικό περιβάλλον, αλλά τόσο στο 125 και περισσότερο στο 200, καταλαβαίνεις κάποιους κραδασμούς οι οποίοι βρίσκουν τον δρόμο τους και φτάνουν μέχρι και το τιμόνι και γίνονται αντιληπτοί στα γκριπ ενώ περνούν και από την σέλα αν και λιγότερο. Η αναφορά είναι περισσότερο συγκριτική καθώς πρόκειται για Piaggio Group που έχει το Medley, ένα Bentley των σκούτερ κυριολεκτικά, ενώ και ο ήχος του κινητήρα είναι περισσότερος στο SR. Αντίστοιχα με το Medley, το SR GT διαθέτει Start & Stop, το γνωστό πλέον RISS (Regulator Inverter Start & Stop System) που σημαίνει πως στην θέση της παραδοσιακής μίζας έχει μπει ένα ηλεκτρικό μοτέρ μειωμένων τριβών (brushless) απευθείας στον στρόφαλο. Εκτός από την αμεσότητα του συστήματος start & stop στα φανάρια, όλες οι εκκινήσεις ακόμη κι ένα κρύο πρωινό όπως αυτό της παρουσίασης, δίνουν αμεσότητα χωρίς κραδασμούς και πολλές περιστροφές. Το Start & Stop σβήνει τον κινητήρα από ένα δευτερόλεπτο μετά την ακινητοποίηση στο φανάρι, μέχρι όμως και πέντε, που είναι αρκετά και σε κάνουν να αναρωτιέσαι αρχικά, αν το έχεις απενεργοποιήσει. Ο αναβάτης δεν έχει παρά να ανοίξει το γκάζι για να πάρει ο κινητήρα αθόρυβα μπροστά και να ξεκινήσει το σκούτερ, χωρίς κραδασμούς, χωρίς τον παραδοσιακό ήχο μίζας, μιας που δεν υπάρχει τέτοια, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο πρώτο που δίδαξε κάτι τέτοιο, το PCX. Κλειδί για την απόφαση της ECU για το πότε θα σβήσει ο κινητήρας είναι η θερμοκρασία του. Σε περίπτωση που είναι ανεβασμένη, το SR GT κρατά τον κινητήρα σε λειτουργεία για να γυρίσει το κύκλωμα ψύξης λίγο περισσότερο. Δεν ζεσταίνεται εύκολα σε φυσιολογικές συνθήκες, αλλά το ζήτημα είναι πως σε προδιαθέτει να κινηθείς γρήγορα μιας και υποστηρίζει την πιο σπορ οδήγηση.

Ταιριάζει όμως στην Aprilia ένας πιο σπορ χαρακτήρας, που γίνεται ακόμη πιο αντιληπτός με την έκδοση των 200 κυβικών και την χαρακτηριστική ευστροφία που επιτρέπει να κυνηγάς μεγαλύτερα σκούτερ όπως το Beverly 300 που είχε ο πλοηγός μας!

Ευτυχώς τα φρένα αφήνουν τις καλύτερες εντυπώσεις σε ένα γρήγορο σκούτερ όπως το SR, έχοντας μονοκάναλο ABS στο 200 που επεμβαίνει μόνο μπροστά, αλλά το κάνει εκεί που πρέπει και χωρίς να αμολά απότομα. Το 125 έχει συνδυασμένη λειτουργία εμπρός και πίσω φρένου, αλλά με ακριβώς ίδιες δαγκάνες και δίσκους με το 200 και φυσικά εξίσου πολύ καλή απόδοση.

Η αρχική τιμή που είπε ο product manager στο ΜΟΤΟ είναι ότι θα ξεκινάει από τα 3.990 για το 125 και 200 ευρώ παραπάνω για το 200. Το πρόβλημα είναι πως εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε αρκετούς φόρους, υψηλότερο ΦΠΑ και δασμούς που ψαλιδίζουν τα περιθώρια. Επιπρόσθετα το μεταφορικό κόστος είναι υψηλότερο από κάθε άλλη φορά. Η ελληνική αντιπροσωπεία έχει καταφέρει στο παρελθόν να κάνει απίστευτες κινήσεις, όπως τιμή κάτω και από την Ιταλία, αν κι αυτή την περίοδο που επίσης έχει αυξηθεί το μεταφορικό κόστος, κάτι τέτοιο  (με τις διαφοροποιήσεις στις χώρες ανάλογα με τους φόρους κτλ) Από τον Μάρτιο θα είναι διαθέσιμες και οι σπορ εκδόσεις, που θα έχουν τα σπορ χρώματα της Aprilia (κόκκινο μαύρο και κίτρινο μαύρο, με αντίστοιχες εξωτερικές ραφές στη σέλα).

 

Aprilia SR GT 125/200 – Τεχνικά Χαρακτηριστικά

Κινητήρας

Μονοκύλινδρος

Υγρόψυκτος

τετράχρονος

Piaggio i-get με 'Start & Stop'

(SOHC) - 4 balb;idew

Χωρητικότητα

124.7 cc / 174 cc

Διάμετρος  x Διαδρομή

52 mm / 58.7 mm και

61.5 mm / 58.7 mm

Ιπποδύναμη

14,7hp (11 kW) στις 8750 rpm

17,4 (13 kW) στις 8500 rpm

Ροπή

12 Nm στις 6500 rpm

16.5 Nm στις 7000 rpm

Τροφοδοσία

Ηλεκτρονικός Ψεκασμός

Λίπανση

Υγρό κάρτερ

Μετάδοση

Αυτόματο φυγοκεντρικό CVT

με ξηρό συμπλέκτη

Πλαίσιο

Ατσάλινο σωληνωτό μονής δοκού

Ανάρτηση Εμπρός

Τηλεσκοπικό πιρούνι 33 mm διάμετρο

122 mm διαδρομή

Ανάρτηση Πίσω

Υδραυλικό αμορτισέρ dual action

5 θέσεις προφόρτισης 102 mm διαδρομή

Έλεγχος φρένου

Συνδυασμένα / Μονοκάναλο ABS της BOSCH

Φρένο Εμπρός

Δίσκος 260mm με 25.4mm

δαγκάνα δύο εμβόλων

Φρένο Πίσω

Δίσκος 220mm με 22mm πλευστή

δαγκάνα δύο εμβόλων

Ελαστικό Εμπρός

Tubeless 110/80-14”

Ελαστικό Πίσω

Tubeless 130/70-13”

Ύψος σέλας

799 mm

Μεταξόνιο

1350 mm

Βάρος γεμάτο

144 Kg και

148 kg

Ρεζερβουάρ

9 λίτρα

 

 

 

 

Ducati Multistrada V2 S 2025 - Την οδηγούμε στην Ισπανία

Τα πάντα νέα, όμως με έμφαση στη βελτίωση και όχι στην επανάσταση
Ducati Multistrada V2 S 2025 - Αποστολή στην Ισπανία
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

3/2/2025

Η Ducati πήρε την Multistrada V2 / V2 S του 2024, και άλλαξε σχεδόν τα πάντα πάνω της, αφήνοντας όμως την εμφάνιση στα ίδια πρότυπα, ενώ και το αποτέλεσμα που εισπράξαμε από τα 200 γρήγορα και απαιτητικά χιλιόμετρα που διανύσαμε στην Ισπανία για την πρώτη δημοσιογραφική παρουσίαση ήταν αυτός της βελτίωσης παντού, χωρίς… επαναστατικές ορέξεις.

Η ”μικρή” (τρόπος του λέγειν και όρος ανάγκης αφού δεν υπάρχει κάτι μικρότερο στην γκάμα της εταιρείας) Crossover μοτοσυκλέτα των Ιταλών ονομάζεται και πάλι Multistrada V2 για το 2025, είναι 18 ανακοινώσιμα κιλά ελαφρύτερη από πριν (με αστερίσκο υποσημείωσης), με ολοκαίνουργιο V2 κινητήρα μικρότερου κυβισμού αλλά υψηλότερων επιδόσεων, πακέτο ηλεκτρονικών βοηθημάτων και γενικότερο εξοπλισμό υψηλού επιπέδου, και νέο τρίγωνο οδήγησης που σε συνδυασμό με το μεταβλητό ύψος σέλας -με ακόμα μεγαλύτερη έκταση από προηγουμένως- μπορούν να βολέψουν όλα τα αναστήματα αναβατών.

Εξωτερικά, με μια πρώτη ματιά θα μπορούσες να ορκιστείς ότι πρόκειται για το ίδιο μοντέλο με το 2024, κάτι που δεν προδίδει την έκταση των αλλαγών του Borgo Panigale που βελτίωσε παντού τη συνταγή σε σχέση με πέρυσι.

Ducati Multistrada V2 2025

Μιλάμε για μια Crossover μοτοσυκλέτα τουρισμού, με χυτούς τροχούς με μπράτσα (οι βαρύτερες ακτινωτές ζάντες ανήκουν στον έξτρα εξοπλισμό) 19 και 17 ιντσών, και ολοκαίνουργιο V2 κινητήρα 890 κ.εκ. (αντί για 937 κ.εκ. προηγουμένως) και 54,9 κιλών (-5,8 kg από τον κινητήρα της Multistrada 950) απόδοσης 115 / 10.750 rpm και 9,4 kgm / 8.250 rpm -αντί 113 hp / 9.000 rpm και 9,6 kgm / 6.750 rpm. Όπως βλέπετε πλέον ο κινητήρας είναι αρκετά πιο πολύστροφος και πιο σπορ, έχοντας και αντίστοιχες απαιτήσεις και από το δεξί χέρι και το αριστερό πόδι του αναβάτη. Επιπλέον, περίεργη είναι η επιλογή των Ιταλών να τον συγκρίνουν σε βάρος με τον κινητήρα της 950 και όχι με εκείνον του 2024, ενώ παρά την ιδιαίτερα ευέλικτη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας στις αλεπάλληλες στροφές κρατάμε μια πισινή για τον ισχυρισμό των συνολικά 18 λιγότερων κιλών σε σχέση με το περυσινό μοντέλο, λόγω κάποιων ασυμφωνιών στα τεχνικά χαρακτηριστικά που δείχνουν πως η διαφορά βάρους θα μπορούσε να είναι μικρότερη. Οι ζυγαριές ακριβείας του ΜΟΤΟ θα έχουν τον τελικό λόγο όταν πάρουμε τη μοτοσυκλέτα για δοκιμή στην Ελλάδα.

Πλαίσιο - υποπλαίσιο
Desmo και πλαίσιο χωροδικτύωμα δεν βρίσκονται πια μαζί μας στη Multistrada V2

Στα πρότυπα της πρόσφατης τακτικής της Ducati να μην μεταχειρίζεται ως “ιερά κειμήλια” τεχνολογικές λύσεις που την χαρακτήριζαν και συναντούσαμε σε όλα της τα μοντέλα στο παρελθόν, το δεσμοδρομικό σύστημα βαλβίδων μας αποχαιρετά στον νέο V2 κινητήρα, παραμένει όμως ο μεταβλητός χρονισμός βαλβίδων. Το ψαλίδι παραμένει ως είχε με δυο μπράτσα, ενώ το πλαίσιο χωροδικτύωμα μας άφησε χρόνους μαζί με το Desmo -έχουμε όμως βιδωτό υποπλαίσιο χωροδικτύωμα.

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε την ταυτότητα της μοτοσυκλέτας με λίγα λόγια, η Multistrada V2 είναι το οικονομικότερο, πιο λογικό σε επιδόσεις και κατανάλωση μοντέλο Multistrada της εταιρείας, που έρχεται να συμπληρώσει την τεράστια γκάμα εκδόσεων της πανίσχυρης (170-180 hp) ναυαρχίδας Multistrada V4 που αποτελεί υπερβολή για το 90% των χρηστών.

Multistrada V2 2025
Εργονομία που θα βολέψει τόσο τους κοντούς όσο και τους ψηλούς. Με μερικές κινήσεις έρχονται τα πάντα στα μέτρα σας

Όσον αφορά στους πολλούς δρόμους του ονόματος Multistrada, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς αυτοί στην περίπτωση του V2 θα λέγαμε πως είναι ένας μόνο, η άσφαλτος, και ίσως ήρθε η ώρα για αλλαγή ονόματος (Solostrada;), με μόνη “παραφωνία” εδώ τον 19άρη τροχό, που στο μέλλον θα μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν 17 ιντσών, με την προσθήκη πιο μαλακών αμιγώς ασφάλτινων ελαστικών και ίσως και κατά τι πιο μικρών διαδρομών στις αναρτήσεις.

Όταν στο press kit της μοτοσυκλέτας βλέπουμε δύο μόνο πλάνα στο χώμα, όπου ο αναβάτης με street κράνος βρίσκεται… καθιστός στη σέλα, οδηγώντας στην ευθεία σε εξαιρετικά βατό χωματόδρομο, κι όταν στην αποστολή δεν έγινε ποτέ και πουθενά λόγος για χώμα, με τα 200+ χιλιόμετρα της οδήγησης να περιλαμβάνουν αποκλειστικά άσφαλτο, ίσως το "Multi" να αποτελεί ένα ακόμα ιερό κειμήλιο που θα μπορούσε να μπει στο ράφι, χωρίς πολλή σκέψη.

Multistrada V2 2025
Τετραπίστονες ακτινικές δαγκάνες της Brembo με δίσκους-ταψιά 320 mm

Γιατί με 19άρη μπροστινό τροχό, χυτές ζάντες, 220 περίπου γεμάτα κιλά, κόστος μοτοσυκλέτας στα 20.000 ευρώ, χαμηλό φτερό μπροστά και αναρτήσεις με διαδρομές 170 mm, η άσφαλτος δείχνει μονόδρομος.

Ένα ακόμη σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι η υψηλή τιμή της μοτοσυκλέτας, που στη χώρα μας κυμαίνεται από τα 17.300 ευρώ για τη βασική έκδοση, έως τα 21.100 για την έκδσοη V2 S Travel - Storm Green με τις ηλεκτρονικές αναρτήσεις. Σε αυτή την τιμή περιμένει κανείς από μια μοτοσυκλέτα να έχει τα πάντα -και μάλιστα στον βασικό εξοπλισμό-, και κάποιες ελλείψεις που θα συγχωρούσες σε φθηνότερα μοντέλα εδώ δεν μπορούν να μείνουν ασχολίαστες -περισσότερα στο τεστ. Κι όταν μπει στην εξίσωση ο σύγχρονος κινέζικος ανταγωνισμός τότε ξεκινούν συγκρίσεις με πολλές φορές απρόσμενα αποτελέσματα…

Multistrada V2 2025
Radar; Adaptive Cruise Control; Blind spot detection; Ίσως να κοιτάγατε στην Multistrada V4

Παραμένοντας στον τιμοκατάλογο της ιταλικής εταιρείας, η βασική έκδοση του Multistrada V4 δεν απέχει πολύ από την κορυφαία του Multistrada V2 S, και αυτό είναι κάτι θα μπορούσε να προκαλέσει εσωτερικό ανταγωνισμό, κάτι που κάθε εταιρεία προσπαθεί να αποφύγει, διαφοροποιώντας επαρκώς τα μοντέλα της. Όσον αφορά στον ανταγωνισμό από άλλες εταιρείες, στα μοντέλα που η νέα Multistrada V2 αποτελεί αντίπαλο, θα βάζαμε τα MV Agusta Turismo Veloce, Yamaha Tracer 9 GT+, Triumph Tiger 900 GT Pro, BMW F 900 GS / F900 XR, KTM 790 Adventure, Honda Transalp 750, Suzuki V-Strom 800/1050, Kawasaki Versys 1100, Voge DS900X, κ.α.

Οι πρώτες εντυπώσεις μας στον δρόμο δείχνουν ένα Crossover με σπορ ορέξεις, που μπορεί να προσφέρει έντονες συγκινήσεις στους οπαδούς της εταιρείας που περιμένουν κάτι ανάλογο, και όχι μια ράθυμη χρηστική τουριστική μοτοσυκλέτα που κάνει τα πάντα βαρετά.

Multistrada V2 2025
Πολλοί είναι οι κατασκευαστές που παρέχουν στενές ζελατίνες στα Crossover μοντέλα τους. Όχι η Ducati

Κι αν ορισμένα μοντέλα της Ducati έχουν κατηγορηθεί στο παρελθόν για ψεγάδια σε ψεκασμό, μη-γραμμική απόδοση κινητήρα και δυσκολία κίνησης με χαμηλές ταχύτητες πόλης ή σταθερό γκάζι, εδώ οι Ιταλοί έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά, προσφέροντας έναν ολοκληρωμένο όσο ποτέ χαρακτήρα, που τα καταφέρνει καλύτερα από ποτέ τόσο στο ταξίδι, όσο παράλληλα και σε χρήση πόλης. Το ιδιαίτερα μεγάλο τιμόνι κόβει πολύ, ενώ οι συγκεντρωμένες μάζες κάνουν ακόμα και τον υποφαινόμενο αναβάτη, ύψους 1.70 και βάρους 63 κιλών, να μην φοβάται το βάρος ακόμα και σε αναστροφές σε οδόστρωμα με κλίση. Είναι όλα τέλεια; Όχι, τέλεια δεν είναι σε καμία μοτοσυκλέτα, και το V2 έχει κι αυτό κάποια θέματα που η Ducati δείχνει ακόμα να μην έχει λύσει εντελώς, υποσχόμενη λύσεις σε κάποια από αυτά σε επόμενες αναβαθμίσεις λογισμικού, όπως θα σας πούμε λεπτομερώς στο αναλυτικό άρθρο που θα ακολουθήσει στο επόμενο τεύχος ΜΟΤΟ.

Η κατανάλωση δείχνει λογική, και κατά τη διάρκεια της οδήγησης είχαμε τιμές από 20 χλμ. ανά λίτρο, που έπεσαν έως τα 17 όταν ανέβηκε ο ρυθμός, με το 19λιτρο ρεζερβουάρ να επαρκεί για ταξιδιωτική αυτονομία.

Multistrada V2 2025
Κι αν βάζαμε 17άρη μπροστινό;!

Η διαδρομή μας στα βουνά έξω από τη Valencia ήταν άκρως απολαυστική, λες και φτιαγμένη ειδικά για αναβάτες με σπορ ανησυχίες. Διαδοχικές φουρκέτες και κλειστές στροφές, με ελάχιστες ευθείες, όπου είχες τη δυνατότητα να οδηγήσεις ανάλογα με τα γούστα και το επίπεδό σου, έχοντας πλοηγό που ήξερε τα κατατόπια και ουραγό για να μη χαθεί ακόμα και ο πιο αργός. Και αν στην αρχή οδήγησα με ρυθμό ταξιδιωτικό, ώστε να εκτιμήσουμε την άνεση της σέλας, την κάλυψη της ρυθμιζόμενης με το χέρι ζελατίνας, την απόδοση του ψεκασμού στο σταθερό γκάζι και στις χαμηλές στροφές, αλλά και το Quickshifter των Ιταλών που δουλεύει τόσο στα ανεβάσματα όσο και στα κατεβάσματα και έχει δυο πρόσωπα αναλόγως το πόσο τον πιέζεις, στο τέλος καταλήξαμε να κινούμαστε σε παρανοϊκούς ρυθμούς, καταλήγοντας να μείνουμε δυο-τρεις αναβάτες κοντά στον Road-Racing πλοηγό, φέρνοντας στα όρια τα φρένα, το πλαίσιο και τις αναρτήσεις. Η μοτοσυκλέτα μπορεί σίγουρα να κινηθεί σε ρυθμούς... Ducati, με τα όρια να έρχονται από δυο-τρεις παράγοντες που θα παραθέσουμε διεξοδικά στο τεύχος.

Multistrada V2 2025
Πιέζοντας το δεξί βελάκι στο αριστερό γκριπ για 3 δευτερόλεπτα αλλάζει η διαμόρφωση των ενδείξεων, προσφέροντάς σας τρεις απεικονίσεις

Η έγχρωμη TFT οθόνη θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη αφού δεν μιλάμε για γυμνό μοντέλο, ενώ ο όγκος πληροφορίας είναι μεγάλος, και τα ηλεκτρονικά βοηθήματα εκτενή -IMU μονάδα για Cornering δυνατότητες, 5 Riding Modes, 4 Power Modes, δικάναλο ABS που μπορεί να απενεργοποιηθεί πίσω, Traction Control που μπορεί να απενεργοποιηθεί, Ducati Quick Shift 2.0, ρυθμιζόμενο φρένο κινητήρα, Ducati Wheelie Control που μπορεί να απενεργοποιηθεί, Ducati Brake Light EVO που αναβοσβήνει το πίσω φωτιστικό σώμα σε φρενάρισμα πανικού και Cruise Control. Full-LED είναι τα φώτα, ενώ εκείνα μπορούν να παραμείνουν ανοιχτά για λίγο στο κλείσιμο της μοτοσυκλέτας, φωτίζοντας σας τη διαδρομή από το γκαράζ στην πόρτα του σπιτιού σας.

Multistrada V2 2025
Είσοδος με λίγα ή πολλά είναι στις δυνατότητες της Multistrada που δεν θα απογοητεύσει τους φαν της εταιρείας που ζητούν σπορ χρήση

Η έκδοση S που οδηγήσαμε είχε επιπλέον ηλεκτρονικές αναρτήσεις, ενώ στον εξοπλισμό και των δυο εκδόσεων περιλαμβάνεται ρυθμιζόμενη ζελατίνα με το χέρι ακόμα και εν κινήσει, μεγάλες σέλες με εκείνη του αναβάτη να μπορεί να ρυθμιστεί καθ' ύψος από τα 790 mm έως και τα 870 mm, TFT οθόνη με συνδεσιμότητα (αλλά η πλοήγηση turn by turn είναι στα έξτρα), USB θύρα στο φαίρινγκ που προστατεύει την άκρη του καλωδίου από νερά, πορτάκι στο φαίρινγκ για εύκολο έλεγχο του ψυκτικού, φρένα της Brembo με δυο δίσκους 320 mm μπροστά με 4πίστονες ακτινικές δαγκάνες κι έναν ακόμα δίσκο 265 mm πίσω, και ελαστικά Pirelli Scorpion Trail II.

Η Multistrada V2 θα κυκλοφορήσει τόσο σε βασική και S έκδοση, σε έκδοση Α2, και στα χρώματα κόκκινο και χακί.

Multistrada V2 2025
Όμορφο το κουρμπαριστό ψαλίδι με το κενό στη μέση, θα θέλαμε μοχλικό στο πίσω αμορτισέρ, ενώ δεν θα μας χάλαγε και ένα ζευγάρι αμιγώς street ελαστικών

Μείνετε συντονισμένοι για το αναλυτικό άρθρο της δοκιμής στο περιοδικό, με όλες τις απαντήσεις, τα συν και τα πλην της νέας Multistrada V2 η οποία λόγω τιμής έχει πολύ δυνατό ανταγωνισμό σε αρκετές κατηγορίες, με μοτοσυκλέτες που κινούνται σε παραπλήσιο, αν όχι ίδιο, πεδίο χρήσης.

Ετικέτες