Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!

 

 

MotoGP: Μεγάλο ιστορικό αφιέρωμα σε όλα τα αδέρφια που έχουν συνυπάρξει στους αγώνες!

Οι Marquez και οι Espargaro δεν είναι οι μόνοι…
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

20/11/2019

Από την επόμενη σεζόν δύο δυάδες επιθέτων, οι Marquez και Espargaro θα βρεθούν όλοι μαζί στην ίδια πίστα. Το περίεργο, όπως το χαρακτήρισαν και οι ίδιοι, θα είναι με τους Marquez που θα αγωνίζονται με την ίδια μοτοσυκλέτα στην ίδια ομάδα. Δεν είναι όμως ούτε η πρώτη φορά που έχουμε τέσσερις αναβάτες που μοιράζονται δύο επίθετα στην ίδια πίστα ταυτόχρονα. Ούτε και αν ανέβουν στα βάθρο δύο με το ίδιο επίθετο θα έχει υπάρξει κάτι που επίσης δεν έχουμε ξανά δει. Όλα αυτά έχουν γίνει κατά περίπτωση ξανά. Σίγουρα όχι με την ίδια προβολή, αλλά έχουν ξανά γίνει – κατά περίπτωση. Η ιστορική αναδρομή θα αφήσει να φανεί για πιο λόγο ενώ όλα αυτά έχουν γίνει ξανά, δεν είναι στην πράξη το ίδιο με αυτό που πρόκειται να δούμε από την επόμενη σεζόν. Μεγαλύτερη ίσως διαφορά, είναι πως ο Alex Marquez θα πρέπει να διαχειριστεί την σύγκριση του τυχαίου σχόλιου στα κοινωνικά δίκτυα σε κάθε αποτέλεσμα, σε κάθε αγώνα, καθώς εκείνος θα ψάχνει την μοτοσυκλέτα ενώ ο αδερφός του θα έχει στόχο την νίκη. Η απόσταση αυτή σε στόχους, είναι τεράστια για δύο αναβάτες της ίδιας ομάδας, όπως είδαμε και φέτος. Πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι και αδέρφια…

Ξεκινάμε από τα MotoGP πριν ξανά πιάσουμε τον χρόνο από την αρχή, διευρύνοντας την λίστα με περισσότερους αγώνες...

 

Στην μακρά ιστορία των MotoGP τα πρώτα αδέρφια που βρέθηκαν να κάνουν το ίδιο άθλημα, ήταν οι Juan Salantino και Eduardo Salantino, έτρεχαν με την ίδια μοτοσυκλέτα και ανέβηκαν το 1962 μαζί στο βάθρο. Ωστόσο δεν θα πρέπει η συγκεκριμένη περίπτωση να συγκριθεί με την τωρινή του Marquez. Κι αυτό γιατί ο Juan Salantino και ο Eduardo Salntino που πήραν μέρος με Norton στον 8ο και τελευταίο αγώνα του 1962 στην Αργεντινή, ήταν «τοπικοί ήρωες» σε ένα ολότελα Αργεντίνικο Grand Prix. Τότε είχαν γίνει συνολικά 11 αγώνες, όμως για τα 500σια μετρούσαν οι 8 ξεκινώντας από το Isle of Man και όχι από το Ισπανικό και Γαλλικό Grand Prix που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα, μαζί και το Γερμανικό αργότερα.

Ο θάνατος τότε του Tom Phillis είχε επηρεάσει την τοπική κοινωνία των αγώνων μοτοσυκλέτας και μπορεί ο Hailwood να μην έτρεξε στην Αργεντινή αλλά πήρε τον τίτλο. Αν είχε τρέξει, τότε τα δύο αδέρφια Salantino δεν θα είχαν βρεθεί στο βάθρο εξαιτίας της διαφοράς χρόνου που θα είχαν με τον Hailwood που με μεγάλη βεβαιότητα θα κέρδιζε τον αγώνα.

 

Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρεθούν δύο αδέρφια στο ίδιο βάθρο και από τότε έχει γίνει άλλη μία φορά και τελευταία, το 1997.

Τότε οι φοβεροί Aoki, τελευταίοι μεγάλοι ήρωες της Ιαπωνίας μαζί με τον Aoyama, είχαν τερματίσει στην Imola πίσω από τον Doohan που επίσης έτρεχε με Honda όπως και εκείνοι. Δεύτερος ο Nobuatsu και τρίτος με διαφορά 20 δευτερολέπτων ο Takuma, χωρίς όμως να έχει καμία επαφή με τον Carlos Checa που ακόμη πιο πίσω τερμάτιζε τέταρτος. Οι αδελφοί Aoki ανέβηκαν το 1997 δικαιωματικά στο βάθρο, στην δεύτερη και τρίτη θέση.

τον Ιούλιο στην Suzuka...

Για την ιστορία και ο τρίτος της οικογένειας, ο Haruchika Aoki, ακολουθούσε ήδη την αγωνιστική καριέρα κερδίζοντας τίτλους στα 125, το ’95 και ’96 και τα αδέρφια είχαν κερδίσει το παρατσούκι, “The Fireball Brothers”. Έναν χρόνο μετά το διπλό βάθρο για τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, το 1998, μία άσχημη πτώση του Takuma θα τραυμάτιζε την σπονδυλική του στήλη και θα τον άφηνε παράλυτο από την μέση και κάτω. Κρατήθηκαν στον χώρο των αγώνων με την Honda ενώ σχετικά πρόσφατα ο Takuma έτρεξε και στο Rally Dakar και σε άλλα χωμάτινα Rally με αυτοκίνητο. Πριν λίγους μήνες, κι από εκεί είναι και η φωτογραφία, ο Takuma οδήγησε ξανά την Honda CBR στην Suzuka με τον Nobuatsu να κρατά και να σπρώχνει την μοτοσυκλέτα μέχρι να μπορέσει να φύγει μόνος του. Με αντίστοιχο μηχανισμό πριν λίγες ημέρες, οδήγησε και o Wayne Rainey στην Suzuka, προκαλώντας παγκόσμια τον θαυμασμό και το ξύπνημα της μνήμης…

 

Τα αδέρφια Aoki βρέθηκαν στο βάθρο με πρώτο τον Doohan, καθόλου τυχαία αυτός είναι ο επόμενος στην λίστα. Ο μικρότερος αδερφός του Mick Doohan, ο Scott Doohan είχε πάρει μέρος στον πρώτο αγώνα του 1994 στην Αυστραλία ως wildcart. Ο Mick έτρεχε με Honda, προφανώς, και ο Scott με Harris Yamaha, τερματίζοντας την 12η τότε θέση με τον Mick να ανεβαίνει τρίτος στο βάθρο.

 

Ο Kenny Roberts JR βρέθηκε σε πολλούς αγώνες μεταξύ 2004 – 2007 στην ίδια πίστα με τον Kurtis Roberts, ξεκινώντας από το Rio de Janeiro φτάνοντας έως και την Laguna Seca το 2007. Με τον πατέρα τους, το θρύλο Kenny Roberts, ο νεότερος Kurtis θα εμπλεκόταν πρόσφατα σε δικαστική διαμάχη με τον Roberts JR να κρατά ουδέτερη θέση, αλλά να πηγαίνει αντίθετα από τον αδερφό του πρακτικά. Φτάνοντας την μεταξύ τους αντιπαράθεση στα δικαστήρια, μετά τις πίστες…

Την ίδια χρονιά και στην ίδια πίστα, ως wildcart συμμετοχή, είδε και ο Nicky Hayden τον Roger Lee.

Μάλιστα o Roger Lee Hayden είχε τερματίσει με την Kawasaki, ψηλότερα από την Honda του Nicky to 2007! Τα αδέρφια Hayden θα βρισκόντουσαν άλλη μία φορά στην πίστα.

Ερχόμενοι πιο πρόσφατα, συναντάμε τους Binder. Ο Brand πέρασε πλέον στα MotoGP έχοντας τρεις σερί νίκες στους τελευταίους αγώνες της Moto2 και έχοντας παλέψει με τον Alex Marquez στο φετινό πρωτάθλημα της μεσαίας κατηγορίας. Έχει όμως κι έναν αδερφό, τον Darryn, στη Moto3 από το 2015.

Από τη λίστα δεν μπορούσε να απουσιάζει και ο Rossi χάρη στον ετεροθαλή αδερφού Luca Marini που έχει τρεις νίκες στη Moto2 απ’ το 2016, που ξεκίνησε να συμμετέχει κανονικά.

Μέχρι ο Alex να ανέβει στα MotoGP, ο Aleix και ο Pol Espargaro αγωνίζονται στα MotoGP απ’ το 2014 ενώ έχουν υπάρξει και στιγμές μονομαχίας μεταξύ τους.

 

Διευρύνοντας την λίστα των αδερφών στα GP γενικά, όπως μέχρι τώρα ήταν ο Alex και ο Marquez και όχι απλά στην ίδια κατηγορία ταυτόχρονα, πρέπει να συμπεριληφθούν οι Christian και Dominique Sarron, οι πιο γρήγοροι της Γαλλίας την δεκαετία του ΄80. Όταν ο Christian κέρδισε τον τίτλο το 1984 στα 250, ο Dominique θα έκανε τέσσερις νίκες στην ίδια κατηγορία το 1986 με την φοβερή Honda NSR250.

Ο Walter Villa έχει κερδίσει τέσσερις τίτλους στα 250 και 300 την δεκαετία του ’70 με τον αδερφό του Francesco να κάνει καριέρα στα 125. Οι δυο τους θα έφτιαχναν αργότερα την ξακουστή, χωμάτινη, Villa με δικούς τους κινητήρες. Κι όπως είχαμε αποκαλύψει από πέρσι στο MOTO, γίνεται προσπάθεια να ξανά ζωντανέψει η μάρκα αυτή, όχι μόνο με κινέζικους κινητήρες και ιταλική συναρμολόγηση, αλλά το πιο σημαντικό – και- με έναν δικό τους κινητήρα, Made in Italy!

Οι Γερμανοί Jurgen και Patrick van den Goorbergh την δεκαετία του ’90 αγωνιζόντουσαν στα 250 και πήραν την σκυτάλη των «αδερφών στα 250» από τους Γάλλους Jacques και Pierre Bolle.

Να βάλουμε στην λίστα και τον αδερφό του Hiroshi Aoyama, του Ιάπωνα παγκόσμιου πρωταθλητή στα 250 το 2009: Ο Shuhei Aoyama ανέβηκε το 2006 σε βάθρο, επίσης στα 250.

Πιο ξακουστοί φυσικά ο Carlos και David Checa κι αυτό γιατί ήταν αδέρφια που όχι μόνο έτρεχαν την ίδια χρονική περίοδο σε κοντινές κατηγορίες, αλλά και γιατί όταν ο Carlos Checa γινόταν παγκόσμιος στο WSBK, ο David Checa κέρδιζε τον παγκόσμιο τίτλο στο Endurance.

Με τον David έχω βρεθεί πρόσφατα στην ίδια πίστα και έχω οδηγήσει μαζί του, είναι εξαιρετικά γρήγορος και διακρίνεται για τον ρυθμό οδήγησης και για την ροή που κρατά, δίχως πολλά φρένα, απόρροια της πορείας του στο Παγκόσμιο Endurance. Υπήρξε και κριτής για το Yamaha bLU cRU, βαθμολογώντας τους νεαρούς Έλληνες αναβάτες που είχαν δηλώσει συμμετοχή…

Ανοίγοντας ακόμη περισσότερο την λίστα, πηγαίνοντας γενικότερα στην αγωνιστική παρουσία, ένα κάπως άγνωστο στο ευρύ κοινό, γεγονός, καθώς ο Giacomo Agostini είχε έναν αδερφό τον Felice. Ο οποίος το 1975 πήρε μέρος σε έναν αγώνα στην Ιταλία στα 250!

Αντίστοιχα ο Carlos Lavado, πρωταθλητής στα 250, είχε έναν αδερφό τον Luis που επίσης έτρεξε έναν μόνο αγώνα το ’89 στην Βραζιλία!

Η διευρυμένη αυτή λίστα πρέπει να περιλάβει επίσης τους Ιρλανδούς Michael και Eugene Laverty, τους Αυστραλούς Rob Eric και Harry Hinton, και Murray και Jeff Sayle, τους Νοτιοαφρικανούς Dave και Robbie Petersen, και τους Γάλλους Bernard και Marc Garcia.

Ετικέτες