Με τη Motul στο Sachsenring

Μια μοναδική εμπειρία MotoGP
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

10/7/2017

Μια επίσκεψη σε αγώνα MotoGP, θα έπρεπε να είναι η Μέκκα του κάθε μοτοσυκλετιστή. Ένα "προσκύνημα" που πρέπει να το κάνεις τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σου. Μια εμπειρία μοναδική, απερίγραπτη κι ανεπανάληπτη. Ευτυχώς για εμάς, το επάγγελμα που έχουμε διαλέξει μας έχει προσφέρει αυτή την ευκαιρία αρκετές φορές, με την κάθε μια να είναι ξεχωριστή και συναρπαστική. Ευτυχώς για εσάς, τους φίλους και αναγνώστες του περιοδικού, το ΜΟΤΟ πέρα από την σταθερή και έγκυρη παρουσία του κάθε μήνα εδώ και 32 ολόκληρα χρόνια, έχει διοργανώσει διαγωνισμούς με βραβεία από… μοτοσυκλέτες μέχρι ταξίδια σε αγώνες MotoGP. Και κάθε φορά, μετά από τόσες κληρώσεις και απονομές, πάντα η αντίδραση στην πρώτη ενημέρωση από το τηλέφωνο που κάνουμε στον νικητή, είναι η ίδια: "Μήπως μου κάνετε πλάκα;;;;"

Η πιο πρόσφατη περίπτωση ήταν η κλήρωση για το ταξίδι στο GP του Sachsenring σε συνεργασία με την Motul. Ο τυχερός φίλος Δημήτρης Τσόλας από τα Γιάννενα, όπως μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω, είχε ακριβώς την αναμενόμενη αντίδραση. Και το ταξίδι στη Γερμανία είχε κι αυτό ακριβώς την αναμενόμενη επίδραση σε όλους εμάς που ταξιδέψαμε για να δούμε από κοντά το GP: Μαγεία!

Όσοι από εσάς έχετε πάει έστω και μια φορά σε GP γνωρίζετε, ενώ όσοι δεν έχετε παρακολουθήσει αγώνα από κοντά θα πρέπει να μάθετε, πως ο ίδιος ο αγώνας είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα. Το… υπόλοιπο γλυκό είναι η ατμόσφαιρα, τα paddocksκ, οι εξέδρες, τα happenings, ο κόσμος, οι μηχανικοί που πηγαινοέρχονται, η ένταση που επικρατεί στα πιτς, τα αμέτρητα μαγαζάκια και καντίνες που φυτρώνουν σα μανιτάρια παντού, τα paddock babes που περιφέρονται και σε κάνουν να ξεχνάς το όνομά σου, η μυρωδιά των καυσαερίων από τις ελεύθερες εξατμίσεις των μοτοσυκλετών που ζεσταίνουν τους κινητήρες στα γκαράζ των ομάδων, το οξύ κροτάλισμα από τα πιστόνια που ανεβοκατεβαίνουν και κάνουν τους παλμούς σου να συντονίζονται με τα στροφόμετρα των κινητήρων.

Ο ίδιος ο αγώνας είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα

Όλα αυτά είναι που κάνουν την εμπειρία μοναδική και συναρπαστική. Το GP του Sachsenring δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Μάλιστα, το στοιχείο που πρόσθεσε στο δράμα ήταν ο καιρός, όπου με βροχή και θερμοκρασία στους 16°C τα πάντα γίνονται απρόβλεπτα για όλους. Το καλύτερο μέρος για βρίσκεσαι σε τέτοιες συνθήκες ήταν τα paddocks. Εκεί ήταν που πετύχαμε αλαφιασμένο τον Danilo Petrucci να φτάνει με το σκουτεράκι του στο motor home της Pramac Ducati, και παρόλα αυτά να μην αρνείται να βγει φωτογραφία μαζί μας. Μέχρι εκεί όμως, καθώς έβλεπες στο βλέμμα του ότι ήδη το μυαλό του ήταν αλλού και δεν υπήρχε περίπτωση να απαντήσει σε καμία ερώτησή μας. Σε αντίστοιχη κατάσταση, αλλά σαφώς πιο ήρεμος, ήταν ο πατέρας του Marquez που εμφανίστηκε πάνω σε ένα σκούτερ της Honda καθοδόν προς το φορτηγό της εργοστασιακής ομάδας. Σε λίγη ώρα άλλωστε ξεκινούσαν τα δοκιμαστικά της Moto2 όπου ο μικρός του γιος, ο Alex, θα έμπαινε με τα βρόχινα ελαστικά σε μια πολύ tricky πίστα και λίγη ώρα αργότερα ο μεγαλύτερος Marc θα προσπαθούσε να επιβεβαιώσει τα στατιστικά.

Όση ώρα προσπαθούσα να αποσπάσω τον Δημήτρη από τις αγκαλιές των paddock girls (είναι κι ομορφόπαιδο βλέπετε…) παρατηρούσα τους πιτσιρικάδες της Moto3 –οι οποίοι ήταν εκείνη την ώρα μέσα στην πίστα για τα τελευταία ελεύθερα δοκιμαστικά- που ερχόντουσαν ως συνεπιβάτες σε σκούτερ της οργάνωσης, με τις φόρμες διαλυμένες από τις πτώσεις. Όλοι, ανεξαρτήτως κατηγορίας, δήλωναν προβληματισμένοι για τον συνδυασμό της πρόσφυσης της πίστας με την καινούργια άσφαλτο και της καταρρακτώδους βροχής που έπεφτε με διαλλείματα όλη τη μέρα.

Σε ένα τέτοιο διάλλειμα συναντηθήκαμε και με τους δύο Έλληνες αναβάτες που συμμετείχαν στον ADAC Junior Cup KTM, τον Βασίλη Κορωνάκη και τον Κυριάκο Λιούτα, μαζί με τον Team Manager της ομάδας –και "μπαμπά" τους μέσα στην πίστα, όπως δήλωσαν οι ίδιοι- τον πολυπρωταθλητή Σάκη Σκούρτα. Μια αξιέπαινη προσπάθεια για την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ, που είχε και ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα στον αγώνα την ίδια μέρα, με τον Κορωνάκη να βλέπει δεύτερος την καρό σημαία και τον Λιούτα 31ος.

Λίγο αργότερα, στην τέντα για τους VIP της Motul όπου είμασταν καλεσμένοι, θα βλέπαμε το άγχος εξαιτίας των καιρικών συνθηκών αποτυπωμένο στο βλέμμα των Zarco, Baz και Barbera που είχαν έρθει για να υπογράψουν αφίσες και καπελάκια. Μόνο ο Folger είχε μια χαλαρότητα κι έναν αυθορμητισμό στο χαμόγελό του. Μάλλον είχε προαίσθημα για την εκπληκτική δεύτερη θέση και τις μάχες που θα έδινε στην κορυφή με τον Marquez μέσα στην πατρίδα του, την επόμενη μέρα. Παρόλα αυτά κανείς δεν είχε τον χρόνο για κουβέντες, καθώς έπρεπε να επιστρέψουν στις ομάδες και να αποφασίσουν την τακτική του αγώνα. Την ίδια μέρα πάντως, η selfie με τον Petrucci πρέπει να του έφερε γούρι, καθώς κατάφερε να εξασφαλίσει την δεύτερη θέση στην σχάρα της εκκίνησης για τον αγώνα της Κυριακής.

Ο ίδιος ο αγώνας όμως ήταν μια εντελώς διαφορετική υπόθεση, μιας και η βροχή έμεινε στο επίπεδο της απειλής, με τον ήλιο μάλιστα να κάνει δειλές εμφανίσεις αραιά και που. Την ημέρα του αγώνα η βάση μας ήταν η εξέδρα της Ducati όπου σε συνεργασία με την Motul φιλοξενούσε τους καλεσμένους της εταιρείας λιπαντικών. Το γεγονός όμως ήταν ότι άπαντες στην εξέδρα σηκωνόντουσαν και ζητωκραύγαζαν για δύο μόνο λόγους και κανένας δεν ήταν Ducati… Ο ένας ήταν ο τοπικός Folger που πάλευε με τον Marquez για την πρώτη θέση κι ο άλλος είναι ο προφανής: ο Valentino Rossi.

Το καλό με το συγκεκριμένο σημείο ήταν ότι είχες καλή οπτική σε δύο στροφές (K7 και Κ8) και το video wall ακριβώς φάτσα για να βλέπεις το υπόλοιπο της διαδρομής. Στην απέναντι μεριά, η κερκίδα του Fan Club του Rossi φρόντισε να γεμίσει την ατμόσφαιρα με κίτρινα καπνογόνα, γεγονός όμως που δεν βοήθησε αρκετά το Γιατρό, μιας και δεν είχε καταφέρει να βρει το σωστό στήσιμο του καινούργιου πλαισίου με τα ελαστικά της Michelin για τις συγκεκριμένες συνθήκες, τερματίζοντας τελικά πέμπτος. Παρόλα αυτά η ατμόσφαιρα εξακολουθούσε να είναι μαγική. Με σχεδόν 100.000 θεατές δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα αποτελέσματα του αγώνα είναι απλώς το επιστέγασμα μιας πραγματικής γιορτής κι όχι απλώς ενός αγωνιστικού event. Να σημειώσουμε δε πως το GP της Γερμανίας, είναι ο αγώνας με την μεγαλύτερη προσέλευση θεατών στην Ευρώπη, εκτός των ισπανικών GP. Βιώνοντας από μέσα τον παλμό αυτής της γιορτής είναι εύκολο να καταλάβεις το γιατί. Κι όπως θα διαβάσετε αμέσως παρακάτω την εμπειρία του τυχερού αναγνώστη μας από πρώτο χέρι, (σημειωτέον ότι με τον Δημήτρη και την υπόλοιπη ελληνικά αποστολή της Motul φτιάξαμε ένα απίθανο παρεάκι που και μόνο γι' αυτό αξίζει τον κόπο να δηλώσετε συμμετοχή στον επόμενο διαγωνισμό, για να μη… ζηλεύετε!) οποιοσδήποτε αγώνας GP αξίζει να γίνει η δική σας Μέκκα.

 

ΠΑΣ Γιάννενα ή… πας Sachsenring;

"Oλα ξεκίνησαν ένα απόγευμα: Είμαι πάνω στο μηχανάκι και χτυπάει το κινητό μου. Ο αριθμός είναι από Αθήνα, το σηκώνω.

-Παρακαλώ;

-Ναι γεια σας, ο Θάνος Φελούκας είμαι από το περιοδικό ΜΟΤΟ. Είχατε πάρει μέρος στην κληρώσει για το MotoGP στο Sachsenring. Η κλήρωση έγινε και κερδίσατε το διαγωνισμό.

-Μου κάνεις πλακά ρε φίλε ή να κλείσω το τηλέφωνο;

-Όχι, μου απαντάει, έχετε κερδίσει το ταξίδι για να παρακολουθήσετε από κοντά το GP του Sachsenring.

Η ημέρα του ταξιδιού πλησιάζει. Αναχώρηση από τα Γιάννενα με το αυτοκίνητο μου για Θεσσαλονίκη. Εκεί θα βρεθώ με τα άλλα παιδιά, τον Νίκο και τον Δημήτρη, και μαζί θα πετάξουμε για Αθήνα. Εκεί θα γνωρίζω τους ανθρώπους της Motul μαζί με τον άλλο τον τυχερό του διαγωνισμού της εταιρείας και τον Λάζαρο Μαυράκη από το περιοδικό ΜΟΤΟ. Η ώρα πλησιάζει 8:40 και με λίγη καθυστέρηση στις 9:00 το πρωί αναχωρούμε για Βερολίνο. Μετά από σχεδόν τρεις ώρες πτήσης φτάνουμε Βερολίνο και εκεί παθαίνουμε ένα μικρό σοκ: βροχή και η θερμοκρασία 15 °C από τους 35 που είχε στην Αθήνα. Επιβιβαζόμαστε στα βανάκια και μετά από τέσσερις ώρες δρόμο, με παρά πολύ κίνηση, διανύουμε τα 250 χιλιόμετρα και φτάνουμε στο Chemnitz όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο μας. Το απόγευμα πηγαίνουμε στο χώρο της Motul οπού έχει barbeque με πολύ φαγητό και ποτό.

Το Σάββατο ξεκινάμε νωρίς το πρωί για την πίστα, ώστε να παρακολουθήσουμε της ελεύθερες δόκιμες. Φτάνουμε στην πίστα και το συναίσθημα μοναδικό. Ο ήχος από τα Moto3 και Moto 2, κόσμος ντυμένος με τα χρώματα του αγαπημένου τους αναβάτη... Φτάνουμε στην τέντα της Motul και αφού πίνουμε ένα καφεδάκι μετά από λίγη ώρα αναχωρούμε για τα paddocks. Οι εικόνες μοναδικές, φορτηγά των ομάδων, τα κορίτσια με της ομπρέλες, σκούτερ με τους αναβάτες των αγώνων να πηγαίνουνε πάνω κάτω. Αφού έβγαλα μερικές φωτογραφίες με τα umbrella girls, στην συνεχεία παρακολουθήσαμε τα δοκιμαστικά των Moto3 και Moto2. Το απόγευμα πια, και αφού έχουμε επιστρέψει στο ξενοδοχείο, πηγαίνουμε πάλι στο χώρο της Motul οπού έχει στηθεί το barbeque. Μετά από πολύ φαγητό και αφού προσπάθησε ο Λάζαρος Μαυράκης να μας παίξει λίγο πιάνο -αλλά με μεγάλη αποτυχία- αναχωρήσαμε για το ξενοδοχείο και για ύπνο.

Κυριακή πρωί αναχώρηση πάλι για την πίστα και για την τέντα της Motul. Μετά από λίγη ώρα, εγώ και ο Αποστολής ο άλλος νικητής του διαγωνισμού της Motul, περιμένουμε να πάει η ώρα δώδεκα για να μπούμε στο γκαράζ της Yamaha Tech 3. Στο δρόμο για το γκαράζ βλέπω τον Rossi να μοιράζει αυτόγραφα. Ήταν κάτι μοναδικό για μένα να βλέπω τον Rossi από τόσο κοντά. Μπαίνουμε στο γκαράζ της Yamaha Τech 3 και βλέπουμε της μηχανές των αναβατών από κοντά και των μηχανικό να μας εξηγεί τα χαρακτηριστικά τους. Η ώρα του αγώνα πλησιάζει και παίρνουμε θέσεις στην εξέδρα να παρακολουθήσουμε των αγώνα. Δυστυχώς για μένα ο Rossi δεν τερμάτισε στην πρώτη θέση αλλά πέμπτος. Μετά το τέλος του αγώνα κάνουμε μια τελευταία βόλτα στο χώρο της πίστας και μετά με το λεωφορείο επιστροφή στο χώρο του ξενοδοχείου. Το βραδάκι κάνουμε μια βόλτα για φαγητό στο Chemnitz και γρήγορα επιστροφή στο ξενοδοχείο για ύπνο. Την επόμενη μέρα ξυπνάμε αρκετά πρωί γιατί έχουμε να διανύσουμε 250 χιλιόμετρα μέχρι το αεροδρόμιο του Βερολίνου για να πάρουμε το αεροπλάνο της επιστροφής. Η άφιξη στην Αθηνά υπολογίζεται στις 16:00 το μεσημέρι. Εκεί, αφού θα χαιρετίσουμε τα παιδία της Motul και τον Λάζαρο, εγώ ο Νίκος και ο Δημήτρης θα πάρουμε το αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη και μετά εγώ το αυτοκίνητο για την επιστροφή στα Γιάννενα πολύ αργά το βράδυ.

Θέλω να ευχαριστήσω το περιοδικό MOTO και την Motul που μου έδωσαν την δυνατότητα και την ευκαιρία να ζήσω αυτό το ταξίδι και την εμπειρία του MotoGP από κοντά.

Υ.Γ Αν ήξερα ότι ο Λάζαρος Μαυράκης κουβαλάει τόσο τρέλα πάνω του δεν θα δεχόμουνα να πάω ταξίδι μαζί του!!!!"

Δημήτρης Τσόλας

Η ΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ*

*όταν αφήσαμε τον Λάζαρο "Λύκο" Αλεξάκη να μεγαλουργήσει...
Από το

Στόμα του Λύκου

14/7/2017

 

 

 

 

H Ροπή των Αμνών - ΕΤΣΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΠΟΣ

Το σενάριο του φωτορομάντζου υπήρχε στο συρτάρι μου για πάνω από 5 χρόνια. Ψάχνω πάντα για κάτι καινούριο και τα μόνα πλέον σχέδια μου που δεν είχαν υλοποιηθεί μέχρι τώρα ήταν αυτό και η κατάβαση λόφου με BMW1200GS σε κόντρα με θερμοσίφωνα.

Τα μυστικά της επιτυχίας μου ήταν ήδη γνωστά. Τρέλα, πάθος και μηδενική οργάνωση. Όποτε υιοθετώ αυτή τη μέθοδο είτε πετυχαίνω απόλυτα το στόχο μου είτε μου συμβαίνουν φοβερά ενδιαφέροντα πράγματα. Η ευκαιρία θα μου δινόταν στην μοτοσυγκέντρωση που κάνουμε κάθε πρώτο Σ/Κ του Αυγούστου, τα ‘Καλά Κοπέλια’. Εκεί στο κάμπινγκ θα γυριζόταν λοιπόν το έπος μου.

Ήξερα ότι ήθελα επαγγελματίες ηθοποιούς με περγαμηνές στο χώρο. Όμως ο Ντε Νίρο ήταν αδύνατον να βρεθεί στο τηλέφωνο (δεν αστειεύομαι, προσπαθήστε το) όπως και ο Πατσίνο, ο Ντεπ και ο Μάρκος Λεζές. Έτσι αναγκαστικά στράφηκα στο επίλεκτο τημ που είδατε.

Φυσικά υπήρχαν κάποιες διαφωνίες από όσους δεν επιλέχθηκαν, οι οποίες κινήθηκαν σε ήπια επίπεδα τύπου ‘ναι μωρέ πάρε τον καραγκιόζη τον ατάλαντο αααααε ρε από κει ρε’ μέχρι ένα τύπο με TDM που δεν ήξερα και που με κυνηγούσε και μου ψιθύριζε ύπουλα ‘φίλος εγώ στο σχολείο είχαμε παίξει ένα σκετς και είχα κάνει τον τσέλιγκας και είχα τρομερή επιτυχία, ρώτα και τη μάνα μου’. Είχα πάρει όμως τις αποφάσεις μου. Τις οποίες τις μετάνιωσα στα επόμενα 10 λεπτά. Γιατί με το που ανέθετες σε κάποιον ρόλο μεταμορφωνόταν αυτόματα από σκληροτράχηλο μοτοσυκλετιστή σε πριμαντόνα. Εκτός από τον Βαγγέλη τον Παπά που απλά έμεινε πριμαντόνα.

Τον έβλεπα να πηγαίνει πάνω κάτω ενώ περιμέναμε όλοι στο λιοπύρι γιατί "έπρεπε να προετοιμαστεί". Πότε πότε πετούσε κι ένα υστερικό "ΕΓΩ δε μπορώ να δουλέψω έτσι". Ο Jorge Bonevilla ο οποίος σε χρόνο dt είχε πάρει ρόλο βοηθού σκηνοθέτη, location manager, υπεύθυνου ροής και 5-6 άλλα που δεν ήξερα ούτε σα τίτλους πήγαινε πάνω κάτω κραδαίνοντας το σενάριο και φώναζε αδιακρίτως. Ο Χρήστος έψαχνε τη φωτογραφική. Ο Στάικος πήγαινε πάνω κάτω κάνοντας κάτι τρομακτικές γκριμάτσες που νόμιζα ότι ήταν για προπόνηση αλλά ήταν το φυσικό του. Εκεί το επίπεδο έπεσε τρομακτικά και λυπάμαι που το λέω. Ακούστηκαν πράγματα που δεν ταιριάζουν σε καλλιτέχνες τέτοιους βεληνεκούς όπως "ακόμα ψάχνει τις κάλτσες ο μαλάκας; Ηλίαση έχω πάθει" μέχρι "άμα παίζει όπως οδηγεί βλέπω να στουκάρει στο δέντρο πάνω που θα πει την ατάκα". Ένιωσα μια απέραντη βαθιά ποιητική θλίψη και μετά τους άρχισα στα μπινελίκια, κάτι που αποδείχτηκε πολύ πιο γόνιμο απ’ την θλίψη και το κρατάω για τις επόμενες παραγωγές.

Πρέπει να πήρε τουλάχιστον μισή ώρα να βγάλουμε την πρώτη φωτογραφία. Όχι ότι μετά βελτιώθηκαν οι χρόνοι.

Στο μεταξύ χρειαζόμαστε όχι μόνο πράγματα απ’ το κάμπινγκ – όπως σουρωτήρι για μακαρόνια και πιατάκια φέτα - αλλά και να χρησιμοποιήσουμε χώρους όπως το μπαρ ή το mini-mini-market. Βρήκα την ιδιοκτήτρια του camping. Βρέθηκα να ακούω τον εαυτό μου, σαν να έχω εξωσωματική εμπειρία, να της εξηγεί ότι κάνουμε ένα "έργο" (για να αποφύγω τη λέξη φωτορομάντζο) και ότι θα δημοσιευθεί "στα περιοδικά". Πίσω μου στεκόταν ο Σταφυλάκης και την κοίταζε με κείνο το ύφος που έχει όταν του χαλάσει το Τράιομφ. Η ιδιοκτήτρια ενθουσιάστηκε, μου είπε μάλιστα να το βάλουμε και στο σάιτ του κάμπινγκ. Ίσως δεν έπρεπε να της έχω πει για διεθνή παραγωγή και ότι συζητάμε για αμερικάνικη σειρά με τοπικό χρώμα της πατρίδας μας. Όπως και να χει, μετά που γυρίσαμε τη σκηνή της κόντρας στην οποία αλαλάζαμε σαν τους τρελούς -"σκίστονα Γιώργο, σκίστονα"- δεν μου ξαναμίλησε κι όποτε μ’ έβλεπε έψαχνε κάτι τηλέφωνα.

Κι όμως, από κει και πέρα όλα έγιναν εύκολα. Κι αυτό γιατί έκανα ότι έπρεπε να έχω κάνει απ’ την αρχή: Να αποθρασυνθώ τελείως. Έμπαινα στους κοινόχρηστους χώρους του κάμπινγκ και έλεγα με στεντόρεια φωνή "παρακαλώ ΕΞΩ όλοι κάνουμε Τέχνη".

Δεν έχετε ιδέα ΠΟΣΟ πιάνει αυτό σε όλους, εκτός από μια χοντρή στο μπαρ που ήταν αλλοδαπή, Ρωσίδα κάτι και δεν χαμπάριαζε, δεν πα να φώναζα εγώ, πήγαινε πάνω κάτω κουβαλώντας τέσσερις παλέτες Αμίτα στο κάθε χέρι και με είχε γραμμένο. Είχα ήδη ζητήσει και είχα πάρει βερεσέ ένα πιατάκι φέτα που χρειαζόμαστε για το γύρισμα και με στραβοκοίταζε οπότε η ιδέα που είχα να πω ότι θέλουμε και 12 τοστ για να τονίσουμε τον υλισμό και την κατανάλωση που διακατέχει το σύγχρονο άνθρωπο ξεχάστηκε γρήγορα.

"παρακαλώ ΕΞΩ όλοι κάνουμε Τέχνη".

Υπήρχαν βέβαια και άλλες σκηνές για τις οποίες υπήρξε έντονος προβληματισμός. Στην κόντρα για παράδειγμα ήθελα να χρησιμοποιήσω old school μοτοσυκλέτες. Η μια απ’ αυτές ήταν το εκπληκτικό 750Κ του Χρήστου του Κωστάκη που όμως δεν θα το οδηγούσε ο ίδιος αλλά ο Βαγγέλης. Ο οποίος έχει ένα 675 Triple και σε ότι ανέβει του φέρεται σα να είναι το Triple γιατί το παιδί αυτό ξέρει, αυτό κάνει. Το 750Κ είναι τόσο κοντά στο Triple σε συμπεριφορά όσο και ο Βαγγέλης στον Rossi.

Ο Χρήστος είχε γίνει κίτρινος κι όταν τον ρωτούσα αν θέλει να ανέβει αυτός στο 750Κ για τη σκηνή και να ντουμπλάρουμε το Βαγγέλη με κοίταζε κατακίτρινος κι έλεγε ένα ξέψυχο "όοοχι… δεν πειράζει… δε…".

Όταν δε έκανε ο Βαγγέλης αναστροφή το 750 και τού ‘πεσε στη μια παντόφλα και έκανε ένα "χαχα τι ν’ αυτό ρε, πόσους τόνους είναι;" είπα ότι θα τον χάναμε το Χρήστο, πρέπει να τού ‘χε πάει η πίεση 4. Η μεγάλη.

Η κόντρα υποτίθεται θα ήταν εικονική. Δεν είναι ρεαλισμός να πατήσεις το φωτογράφο φωνάζοντας "ωωωαααααα φρένα ρεεεεεεεε". Αλλά, τα πάντα για την τέχνη.

Ένα άλλο θέμα ήταν το να βρούμε δωμάτιο για τα εσωτερικά γυρίσματα. Είχαμε κανονίσει να μας δώσει το δικό του ο φίλος μου ο Γιαννούλης αλλά κάπου τον είχε αφήσει μάλλον πάλι το 1098 και δεν ερχόταν. Μόνη λύση το δωμάτιο του Χρήστου. Απ’ το οποίο ξεσπιτώσαμε το Χρήστο, την Πόπη και τα δυο παιδιά τους. Έπρεπε να εξηγήσουμε σε ένα μικρό κοριτσάκι ότι ένας κύριος θα ξαπλώσει στο κρεβάτι του για να κάνουμε Τέχνη και για την επόμενη μισή ώρα έβλεπε τον Barbacool να παίρνει εκφράσεις που θα πάγωναν το αίμα του Δράκουλα. Είμαι σίγουρος ότι όλη η οικογένεια κοιμήθηκε σε sleeping bag εκείνο το βράδυ μέχρι να θειαφίσουν το δωμάτιο.

Ένα επίσης τεράστιο πρόβλημα ήταν το πρόβατο. Μεγαλύτερο απ’ ότι περίμενα. Άρχισα να πλησιάζω άγνωστο κόσμο και να τον ρωτάω αν ξέρει που θα βρούμε ένα πρόβατο, κι ότι δε θα το πειράξουμε, θέλουμε μόνο "να το πάρουμε αγκαλιά" για να βγάλουμε "κάτι φωτογραφίες". Μετά από λίγο άρχισα να συνειδητοποιώ κυρίως απ’ τα βλέμματα που μου έριχναν ότι αυτό ακουγόταν από λίγο ύποπτο έως απελπιστικά διεστραμμένο.

Κάποιος μου εξήγησε με ήρεμη φωνή αλλά κοιτώντας με ανήσυχα ότι όλα τα πρόβατα που βλέπουμε στην πλάση, δεν είναι απλά πρόβατα αλλά ανήκουν σε κάποιους. Οι κάποιοι είναι μερικές φορές δίμετροι και με καραμπίνες και πιθανόν να παρεξηγήσουν τις αγνές προθέσεις κάποιου που παίρνει αγκαλιά τα πρόβατα και πιθανόν ο κάποιος που τα παίρνει αγκαλιά να βρεθεί σε καμιά ρεματιά μετά από κανένα εξάμηνο αν τον βρει ο κάποιος που έχει τα πρόβατα.

Ένα επίσης τεράστιο πρόβλημα ήταν το πρόβατο. Άρχισα να πλησιάζω άγνωστο κόσμο και να τον ρωτάω αν ξέρει που θα βρούμε ένα πρόβατο, κι ότι δε θα το πειράξουμε, θέλουμε μόνο "να το πάρουμε αγκαλιά" για να βγάλουμε "κάτι φωτογραφίες". 

Δε μας πτόησε. Πήραμε τα μηχανάκια, το φωτογράφο, και βγήκαμε να γυρεύουμε πρόβατα. Βρήκαμε κάτι κατσίκια. Περιφραγμένα. Ο Βαγγέλης δεν έβρισκε κάποια κατσίκα που να του "βγάζει κάτι". Το πρόβλημα μου ήταν περισσότερο το συρματόπλεγμα και λιγότερο ο Βαγγέλης. Για λίγα δευτερόλεπτα ομολογώ ότι όπως κοίταζαν οι κατσίκες το Βαγγέλη υπήρξε ένας ζωώδης μαγνητισμός, αλλά χάθηκε μόλις σκέφτηκα αυτό με την καραμπίνα που μου είχε πει ο άλλος. Ο Σταφυλάκης ήταν politically correct: "Να ρωτήσουμε το βοσκό".

Σκέφτηκα για ελάχιστα δευτερόλεπτα το να βρω τον βοσκό και να τον ρωτήσω αν μας δίνει ένα πρόβατο για να το πάρουμε αγκαλιά και να βγούμε καλλιτεχνικές φωτογραφίες και τι αντίκτυπο πιθανόν να έχει αυτό. Δεν μου φαινόταν ό,τι καλύτερο σαν στρατηγική. Αντιλήφθηκα ότι είναι πολύ εύκολο να βρεις ψητό πρόβατο, ζωντανό είναι αρκετά πιο δύσκολο. Επίσης τα πρόβατα που βρήκαμε δεν είχαν αυτό το φευγαλέο κάτι από Σοφία Λόρεν ή έστω Σίντυ Κρώφορντ που έψαχνα.

Γενικά ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Θα το ξανάκανα με χίλια, κρατώντας πάντα αυτή την τίμια λαϊκιά ματιά αλλά δοκιμάζοντας και νέα πράγματα, να βάζω π.χ. ένα καρέ τέσσερις φορές για να το φέρω πιο πολύ προς τον Αγγελόπουλο ή να το κάνω manga και να διαβάζεται ανάποδα αλλά έχουμε καιρό. Ελπίζω να το απολαύσετε στην ανάγνωση όσο κι εμείς που το φτιάξαμε.

Γιατί δεν είναι μόνο δική μου η προσπάθεια, αλλά όλων των παιδιών. Είμαστε μια καλή παρέα κι αυτό πιστεύω φαίνεται στο αποτέλεσμα, βγαίνει στον κόσμο, γι αυτό έχουμε και τόση επιτυχία. Και θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συντελεστές, το Σταφυλάκη το Γιώργο, τον Βαγγέλη τον Παπά, τον Χρήστο τον Παπαδάκη, τη Δήμητρα τη Μίζα, τον Στάικο τον Ρομπόλα, τον Χρήστο τον Κωστάκη, την Ρωσίδα τη Μπαργούμαν, την Πυροσβεστική, την Αστυνομία Πόλεων, τους καφετζήδες που δούλεψαν τόσο σκληρά, και μια θεία μου που είχε φτιάξει μια ωραία τυρόπιτα κουρού. Τέλος το Έργο αυτό είναι αφιερωμένο σε όλες τις Αφρούλες του κόσμου που το μόνο που χρειάζονται είναι μια ζεστή αγκαλιά. Ευχαριστώ σεμνά την Ακαδημία.

 

H γνώμη της Zουάντα:

"Ευχαριστώ την οικογένεια μου για την υποστήριξη, αν και θα ήμουν το ίδιο υπέροχη και χωρίς αυτούς! (είχα πιει, δεν ήξερα τι έκανα)".

Η γνώμη του Δον Αλβαράντο:

Μέσα στις προετοιμασίες για τη μοτο-συγκέντρωση που οργανώνουν κάθε χρόνο τα «Καλά Κοπέλια» αλλά και την κάθοδο των Μοτο-Ρεμαλιών στην Κρήτη για να συμ-μετάσχουμε και εμείς στο όλο χάπενινγκ, διαβάζω για την ιδέα του φωτορομάντσου του Λύκου!!

Στην αρχή νόμισα ότι ήταν ένα ευφυέστατο αστείο, μια ακόμη τρέλα του Λύκου, στο πλαίσιο όλων αυτών των παλαβών καταστάσεων που ταλανίζουν το μυαλό του και μας κρατούν σε εγρήγορση κάθε μήνα στο ΜΟΤΟ, αλλά όταν φίλοι μοτοσυκλετιστές δήλωναν συμμετοχή στο καστ δήλωσα κι εγώ την υποψηφιότητά μου!! Ο Λύκος -παρ’ όλο που δεν με ήξερε δια ζώσης- αμέσως μου ανέθεσε το ρόλο του πατέρα «Δον Αλβαράδο» που νομίζω μου ταίριαξε γάντι...

Εξοπλισμένος με ένα πλατύγυρο καπέλο και ένα γιλέκο που ταίριαζαν στο ρόλο ενός γαιοκτήμονα, κατέβηκα στο Νησί... (Σημ.: Ξέχασα να φορέσω και το πορτοκαλί φουλάρι!!)

Η μέρα των γυρισμάτων πρέπει να ήταν επίπονη μέχρι να καταφέρουν να κινητοποιήσουν τον κόσμο που ήθελαν και να βρουν τις τοποθεσίες που ταίριαζαν. Ομολογώ, πως πρέπει να τρόμαξα λίγο τον σεναριογράφο και ιθύνοντα νου του όλου εγχειρήματος, καθώς όλη τη μέρα –εξαφανισμένος- γύρναγα με τις μοτοσυκλέτες μαζί με τα Μοτο-Ρεμάλια τα χωριά της περιοχής πίνοντας ρακί και μιλώντας με ντόπιους!!

Κατά το απόγευμα, όταν πια γυρίζονταν οι δικές μου σκηνές συνειδητοποίησα το μεγαλείο του εγχειρήματος, ένα φωτορομάντσο υπερπαραγωγή!!

Χάρηκα τη συνεργασία των συντελεστών, πέρασα απίθανα με τους άλλους «ηθοποιούς» δημιουργώντας όμορφες φιλίες και κυριολεκτικά είδα μπροστά μου να ξετυλίγονται σκηνές κόντρας βγαλμένες μέσα από τη σειρά κόμικ «Joe Bar Team»!!  αλλά με ηθοποιούς αυτή τη φορά, όχι σκίτσα!!

Ελπίζω να το ευχαριστηθούν κι άλλοι όσο το χαρήκαμε κι εμείς!! Το τρελό πάρτι που ακολούθησε το ίδιο βράδυ, σίγουρα άντλησε ενέργεια και από τα γυρίσματα αλλά και την επιτυχή ολοκλήρωση του φωτορομάντσου.

Πάντα υμέτερος,
Δον Αλβαράδο