Kawasaki Z900RS - Στα χνάρια του θρύλου: Τεχνική ανάλυση!

Όλα όσα θέλετε να μάθετε για το νέο Z900RS!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

27/10/2017

Το νέο Z900RS δεν είναι απλώς ένα Ζ900 με ρετρό κουστούμι. Ούτε όμως ακολουθεί την παλιά  λογική σχεδιασμού των αερόψυκτων Zephyr 750/1100, που έβαζε σε δεύτερη μοίρα την τεχνολογία και τις επιδόσεις. Για τον σχεδιασμό της νέας Z900RS, η Kawasaki επιστράτεψε όλη την τεχνολογική γνώση της, τόσο σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό και την απόδοση των μηχανικών μερών, αλλά και σε ό,τι αφορά την ποιότητα κατασκευής.

Διαβάζοντας το press kit που αφορά την νέα Z900RS, πρέπει να μολογήσουμε πως μας δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με τον σχεδιασμό της, έδωσαν απίστευτη προσοχή στις λεπτομέρειες, αλλά κυρίως το έκαναν με βαθύ σεβασμό στην ιστορία των Ζ900 και της Kawasaki. Οι φράσεις "ποιότητα κατασκευής", "ποιότητα υλικών" και "ποιότητα Φινιρίσματος", υπάρχουν σε κάθε πρόταση που έχει γραφτεί για την Z900RS. Βέβαια αρκεί να διαβάσεις σε πόσους τομείς και πόσες διαφορές έχει από το Ζ900 στο οποίο (υποτίθεται) ότι βασίζεται για να καταλάβεις πόσο μεγάλη προσοχή έδωσαν.

Κι αυτό ακριβώς θα κάνουμε εμείς εδώ τώρα!

Επειδή η λίστα είναι τεράστια, θα χωρίσουμε σε ενότητες κάθε τμήμα της μοτοσυκλέτας για να μην χαθούμε μέσα στο λαβύρινθο των αλλαγών.

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Όπως ξέρουμε ήδη, ως βάση έχουμε τον κινητήρα του νέου streetfighter Z900 με τα 948 κυβικά. Όμως η Kawasaki λέει ξεκάθαρα ότι ο βασικός της στόχος ήταν η απόλαυση στην ήρεμη και σβέλτη οδήγηση και όχι στις απόλυτες επιδόσεις στην ευθεία ή μέσα σε μια πίστα. Μάλιστα σε κάποιο σημείο λέει ότι δεν ήθελαν το Z900RS να είναι “too quick”. Επειδή αυτή η φράση μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις, να συμπληρώσουμε ότι η Kawasaki τονίζει πως έως τις 7.000 στροφές ο κινητήρας του RS έχει πιο δυνατό “τράβηγμα” από του Z900. Οπότε είναι καλύτερα να δούμε μία-μία τις αλλαγές που έκαναν, για να κατανοήσουμε ότι αυτό που εννοούν δεν έχει καμιά σχέση με μια αργή μοτοσυκλέτα, αλλά με μια μοτοσυκλέτα που έχει συνολικά πιο φιλικό χαρακτήρα από το streetfighter Z900.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νέος στρόφαλος που είναι 12% βαρύτερος. Όπως γνωρίζουμε από την εμπειρία μας, όσο πιο βαρύς είναι ένας στρόφαλος, τόσο μειώνεται η ταχύτητα ανόδου των στροφών του κινητήρα. Ταυτόχρονα όμως, οι κινητήρες με βαρύ στρόφαλο δίνουν στον αναβάτη την αίσθηση ότι η μοτοσυκλέτα τους έχει περισσότερα κυβικά και η λειτουργία τους έχει λιγότερους κραδασμούς υψηλής συχνότητας. Γενικά οι κινητήρες με βαρύ στρόφαλο έχουν πιο ποιοτική και πολιτισμένη λειτουργία από εκείνους που έχουν ελαφρύ στρόφαλο και η απόδοση της δύναμης είναι πιο γραμμική και ομοιογενής.

Μαζί με τον νέο στρόφαλο, έχουμε νέους, πιο ήπιου χρονισμού, εκκεντροφόρους (εισαγωγής 248⁰ και εξαγωγής 244⁰), ενώ ο λόγος συμπίεσης είναι πλέον 10,8:1 από 11,8;1 του Ζ900. Μικρότερη συμπίεση συνήθως σημαίνει και λιγότερο φρένο κινητήρα στο κλείσιμο του γκαζιού, όπου μαζί με την στροφορμή του βαρύτερου στρόφαλου πιστεύουμε ότι θα έχει δώσει στον κινητήρα του Z900RS πιο γλυκιά συμπεριφορά όταν οδηγείς μέσα στην πόλη ή στον επαρχιακό δρόμο, που ανοιγοκλείνεις συνεχώς το γκάζι και ανεβοκατεβάζεις ταχύτητες. Εδώ να συμπληρώσουμε ότι η πρώτη σχέση στο εξατάχυτο κιβώτιο είναι κοντύτερη (35/12 από 35/13).

Ο ψεκασμός με τους αυλούς των 36mm έχει δύο πεταλούδες σε κάθε έναν, με την κάτω πεταλούδα να ελέγχεται από την ECU, ρυθμίζοντας το μείγμα ανεξάρτητα από την κίνηση του χεριού του αναβάτη στο γκάζι, με στόχο την ιδανική τροφοδοσία του κινητήρα.

Ενδιαφέρον έχει και η προσοχή που έδωσαν στο ζύγισμα του δευτερεύοντος αντικραδασμικού άξονα, όπου ναι μεν περιορίζει τους κραδασμούς του κινητήρα, αλλά έχουν επίτηδες αφήσει κάποιους από αυτούς να δραπετεύουν προς το σώμα του αναβάτη για να του δώσουν την αίσθηση ότι οδηγά μια μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτα.

Φυσικά ο μονόδρομος συμπλέκτης με την υποβοήθηση του Z900, παραμένει και στο RS.

Καθώς η εξωτερική εμφάνιση του κινητήρα είναι σημαντικότατο στοιχείο για μια γυμνή μοτοσυκλέτα και ειδικά για μια ρετρό, η Kawasaki έχει αλλάξει τις διαδρομές ολόκληρης της καλωδίωσης και όσων σωληνώσεων μπορούσε. Μαζί με την προσθήκη ψυκτρών στο μπλοκ των κυλίνδρων και την σχεδίαση στα καπάκια των κάρτερ που είναι εμπνευσμένη από το θρυλικό Ζ1, έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η οπτική ενός κλασικού αερόψυκτου. Σημαντική λεπτομέρεια για τους καστομάδες είναι ότι η χύτευση των αλουμινένιων καπακιών είναι τέτοια, ώστε αναλόγως με τον τρόπο που θα επιλέξεις να τα βουρτσίσεις θα έχεις και διαφορετικό τελικό φινίρισμα!    

Για το νέο φιλτροκούτι θα έπρεπε να αναφερθούμε πιο πάνω που μιλούσαμε για την τροφοδοσία, όμως στην πραγματικότητα έχει πιο στενούς δεσμούς με την εξάτμιση. Γιατί; Μα γιατί και η εισπνοή του φρέσκου αέρα και η εκπνοή των καυσαερίων, γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι ήχοι που παράγει να είναι… μουσική για τα αυτιά του αναβάτη, με ιδιαίτερη έμφαση στις χαμηλές και μεσαίες στροφές του κινητήρα.

Στο Z900 RS η ανοξείδωτη εξάτμιση έχει σωλήνες μικρότερης εσωτερικής διατομής (28,6 αντί 32) με διπλά τοιχώματα για να μην κιτρινίζει από την θερμότητα των καυσαερίων όσο περνάνε τα χρόνια και έχουν αφαιρεθεί οι ενώσεις ανάμεσα στους σωλήνες 1-2 και 3-4 που υπάρχουν στο Ζ900. Για το (ελαφρώς σατινέ) χρώμιο που την καλύπτει, έχει ακολουθηθεί μια διαδικασία τριών σταδίων που εξασφαλίζει βάθος, στιλπνότητα και αντοχή στο χρόνο. Για την χροιά του ήχου που παράγει αυτή η εξάτμιση, η Kawasaki έχει αφιερώσει χιλιάδες ώρες δοκιμών. Σχεδίασαν, κατασκεύασαν και δοκίμασαν είκοσι διαφορετικές εξατμίσεις πριν καταλήξουν σε αυτή. Όσο λιτός και κλασσικός είναι ο εξωτερικός της σχεδιασμός, άλλο τόσο περίπλοκος και τεχνολογικά προηγμένος είναι ο εσωτερικός. Διαθέτει εσωτερική βαλβίδα ροής των καυσαερίων, τα οποία στις χαμηλές στροφές ακολουθούν μια πιο ελεύθερη οδό εξόδου. Το πάχος των μετάλλων, ακόμα και οι κυψέλες του καταλύτη έχουν επιλεχθεί με βασικό κριτήριο τον ήχο!    

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Μην ορκιστείς ότι τουλάχιστον το πλαίσιο είναι ολόιδιο με του Ζ900, διότι θα πέσεις έξω. Ακόμα κι εδώ οι σχεδιαστές έβαλαν το χεράκι τους για να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας και να την κάνουν καλύτερη σε συνθήκες βόλτας και σβέλτης οδήγησης.

Πριν όμως από το καθαρά τεχνικό κομμάτι, έπρεπε πρώτα να ικανοποιήσουν την αισθητική πλευρά. Το χαρακτηριστικό ρεζερβουάρ-δάκρυ που δείχνει να έρχεται κατευθείαν από το Ζ1, δεν έμπαινε στο πλαίσιο το Ζ900. Οπότε ο επανασχεδιασμός ολόκληρου του εμπρός τμήματος του πλαισίου ήταν απαραίτητος. Μαζί άλλαξαν και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Η κατανομή του βάρους είναι λιγότερο εμπροστόβαρη από του Ζ900, για πιο ελαφρύ τιμόνι στις χαμηλές ταχύτητες και για τον ίδιο λόγο το ίχνος έχει μειωθεί (μέσω της αύξησης του offset της πάνω πλάκας στα 34mm από 28mm).

Το υποπλαίσιο είναι φυσικά ολοκαίνουριο, αφού το RS έχει μια κανονικότατη επίπεδη σέλα για δύο άτομα και όχι δύο ξεχωριστές με μεγάλη υψομετρική διαφορά όπως του Z900.

Οι αναρτήσεις του Z900RS, κάθε άλλο παρά ρετρό είναι. Αντιθέτως μπορούμε να πούμε ότι είναι αναβαθμισμένες σε σύγκριση με του Ζ900.

Το upside down πιρούνι των 41mm είναι πλήρως ρυθμιζόμενο σε απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς και έχει πάνω του monoblock ακτινικές δαγκάνες και ακτινική τρόμπα, αντί για τις συμβατικές του Ζ900. Οι δίσκοι εμπρός είναι 300mm, ο πίσω 250 και το ABS είναι της Nissin.

Το πίσω αμορτισέρ είναι επίσης ρυθμιζόμενο, παραμένει οριζόντια τοποθετημένο και έχει προοδευτικό μοχλικό.

Οι αλουμινένιες ζάντες έχουν σύγχρονες διαστάσεις, αλλά είναι ειδικά σχεδιασμένες για να ταιριάζουν με την neoretro αισθητική, όπως και τα ελαστικά GPR-300 της Dunlop.

 

ΕΡΓΟΝΟΜΙΑ-ΘΕΣΗ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

Κανείς δεν είχε παράπονο από την άνεση της θέσης οδήγησης του Ζ900, όμως για το RS η Kawasaki ήθελε να προσφέρει ακόμα πιο χαλαρή ατμόσφαιρα στον αναβάτη. Η πάνω πλάκα του πιρουνιού είναι 40mm πιο ψηλά, αυξάνοντας το ύψος του τιμονιού χωρίς αυτό να χρειαστεί να έχει σχήμα που να θυμίζει cruiser. Έτσι μπόρεσαν να βάλουν έναν όμορφο ίσιο και φαρδύ τιμόνι, που επιτρέπει στον αναβάτη να το χειρίζεται καταβάλοντας λιγότερη δύναμη στα χέρια. Το ύψος της βασικής σέλας είναι στα 835mm, αλλά υπάρχει στα αξεσουάρ και χαμηλότερη σέλα στα 800mm. Το κάλυμμά τους αποτελείται από δύο διαφορετικά υλικά και έχει λευκή ραφή. Φυσικά η πιο όρθια θέση του πάνω μέρους του σώματος επέβαλε και την αλλαγή της θέσης των μαρσπιέ, που τώρα είναι 20mm πιο χαμηλά και 20mm πιο μπροστά.   

 

ΑΣΦΑΛΕΙΑ-ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Πέρα από το ABS, το Z900RS είναι εξοπλισμένο και με σύστημα traction control. Ρυθμίζεται σε δύο θέσεις, όμως όσοι έχουν εντρυφήσει στα συστήματα αυτά, γνωρίζουν ότι τα traction control της Kawasaki έχουν κάποιες διαφορές στον τρόπο που επεμβαίνουν. Για να μην ξαναγράφουμε από την αρχή ολόκληρη τεχνική ανάλυση, κρατήστε απλώς αυτό: Κάθε μία ρύθμιση ευαισθησίας του traction control της Kawasaki έχει το ίδιο φάσμα με δύο ή τρεις ρυθμίσεις των άλλων κατασκευαστών. Δηλαδή μεταβάλει μόνο του την ευαισθησία του αναλόγως τον τρόπο που οδηγείς. Στη θέση 1 η επέμβασή του είναι λιγότερο παρεμβατική και στη θέση 2 γίνεται πιο συχνή και έντονη. Έχεις τη δυνατότητα να το απενεργοποιήσεις αλλά ενεργοποιείται ξανά αν σβήσεις τον κινητήρα από το κλειδί.

Σε μια γυμνή μοτοσυκλέτα και ειδικά σε μια neoretro, η απλότητα και ο νοσταλγικός σχεδιασμός έχουν τον πρώτο λόγο, αλλά όπως είδαμε από το Z900RS δεν λείπουν οι σύγχρονες τεχνολογικές πινελιές. Τέτοιες πινελιές συναντάμε στα full LED φώτα εμπρός – πίσω και στην LCD οθόνη ανάμεσα στο αναλογικό στροφόμετρο και ταχύμετρο.

Ο αναβάτης μπορεί να εμπλουτίσει ακόμα περισσότερο τον εξοπλισμό, μέσα από την γκάμα αξεσουάρ που ήδη έχει σχεδιάσει η Kawasaki ειδικά για να ταιριάζουν με τη φιλοσοφία του Z900RS. Πέρα λοιπόν από τη χαμηλότερη σέλα, υπάρχει χειρολαβή για τον συνεπιβάτη, διάφορες διακοσμητικές βίδες και τάπες, θερμαινόμενα γκριπ, κλασσικά λογότυπα για το ρεζερβουάρ κ.τ.λ.

 

  ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ          
Αντιπρόσωπος:
ΤΕΟΜΟΤΟ ΑΕ
Τιμή:
Αναμένεται
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2100
Ύψος (mm):
1150
Μεταξόνιο (mm):
1470
Απόσταση από το έδαφος (mm):
130
Ύψος σέλας (mm):
835/800
Ίχνος (mm):
98
Γωνία κάστερ (˚):
25
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο
Πλάτος (mm):
865
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/215
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετρακύλινδρος σε σειρά με 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
73,4 Χ 56
Χωρητικότητα (cc):
948
Σχέση συμπίεσης:
10,8:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
111/8500
Ροπή (kg.m/rpm):
10/6500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
117
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός 36 Χ 4
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Μονόδρομος με υποβοήθηση
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
1,627
Τελική μετάδοση / σχέση:
2,800
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,917
2α
2,059
3η
1,650
4η
1,409
5η
1,222
6η
0,967
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
 
Διαδρομή (mm):
140
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5Χ17
Ελαστικό:
180/55-17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 250mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, trip master, full LED φώτα εμπρός και πίσω, ρυθμιζόμενο traction control, ABS
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Upside down τηελσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/41
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5Χ17
Ελαστικό:
120/70-17
ΦΡΕΝΟ
 
 
 
 
 

Δείτε πλήρες φωτογραφικό υλικό της νέας Kawasaki Z900RS:

Ετικέτες

Η ιστορία του Carbon-Fibre

Ο θησαυρός είναι από άνθρακα...
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

9/12/2016

Γράφαμε στο περιοδικό πριν από οκτώ χρόνια, πως έπρεπε το ανθρακόνημα να αντιμετωπιστεί διαφορετικά από τους κατασκευαστές για να φτάσει κάποτε να γίνει δομικό στοιχείο της μοτοσυκλέτας. Πως στόχος δεν θα πρέπει να είναι να αντιγράψει το αλουμινένιο πλαίσιο, αλλά να χρησιμοποιηθεί τελείως διαφορετικά και μόνο τότε θα ξεχωρίσει. Θα έπρεπε να αναθεωρηθεί η ίδια η λειτουργία του πλαισίου και να υποχωρήσει ο βαθμός ακαμψίας του όσο βελτιώνονται άλλοι τομείς, όπως οι αναρτήσεις και τα ελαστικά αφού οι μοτοσυκλέτες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά μηχανολογικά κομμάτια, αλλά ως ένας οργανισμός με ποικίλους βαθμούς ελαστικότητας, συντονισμού και απόσβεσης. Το ανθρακόνημα -είχαμε γράψει- είναι ιδανικό για να λύσει τέτοια θέματα συνεργασίας μέσα σε κατασκευές. Και δείχνει και ωραίο...

 

Το 2017 μπαίνουν σε παραγωγή, περιορισμένη και για πολύ γερά πορτοφόλια, δύο μοτοσυκλέτες φτιαγμένες από carbon. Για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο το σύνθετο αυτό υλικό έχει σημειώσει μία πολύ μακρά πορεία. Μόλις τα τελευταία χρόνια, και με την βοήθεια της τεχνολογίας που με την ακριβή προσομοίωση βοηθά τους μηχανικούς να γλιτώνουν εργατοώρες από δοκιμές, έχουν κατανοηθεί πλήρως οι δυνατότητες του υλικού ως δομικού στοιχείου της μοτοσυκλέτας.

Οι συνδυασμοί και οι ιδιότητες που μπορεί να του προσδώσει εκείνος που το φτιάχνει, είναι πρακτικά ανεξάντλητες και η πληθώρα αυτή σε επιλογές καθιστά την εξέλιξη χαώδη. Μπορεί κάποιος να του δώσει όση σκληρότητα και ελαστικότητα θέλει, και αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να αναθεωρήσει από την αρχή την μοτοσυκλέτα ως σύνολο, πριν φτάσει να το χρησιμοποιήσει ως δομικό στοιχείο. Αυτά γράφαμε και πίσω στο 2008, οπότε πάμε να κάνουμε μία σύντομη αναδρομή στα πρώτα βήματα του carbon για να δούμε πώς φτάσαμε στην Superleggera της Ducati και το HP4 Race της BMW…

 

Το ενισχυμένο ανθρακονημάτινο πλαστικό (CFRP), είναι εξαιρετικά διαδεδομένο συνθετικό, χάρη στη χρήση του στα αεροσκάφη, τα αγωνιστικά αυτοκίνητα και ως ελαφρύ διακοσμητικό σε άπειρα προϊόντα. Παραμένει σχετικά ακριβό, λόγω της πολύπλοκης χημικής διαδικασίας και της χρονοβόρας κατασκευής του.

Το ανθρακόνημα -όπως το ξέρουμε τώρα- εφευρέθηκε από Άγγλους χημικούς, αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά δεν ήταν ευρέως διαδεδομένο, πιο συγκεκριμένα: Οι ιδιότητες του carbon και η διαδικασία δημιουργίας του, είναι γνωστές πριν από το 1900, ωστόσο χρειάστηκαν σχεδόν 60 χρόνια για να βρεθεί τρόπος να παραχθεί σύνθετο υλικό με υψηλή πυκνότητα σε carbon. Ένα από τα άλματα στην πρόοδο οφείλεται στον Ιάπωνα Akio Shindo αλλά τελικά ήταν η αμερικάνικη εταιρία HITCO που λίγα χρόνια αργότερα κατασκεύασε πρώτη υλικό με 99% περιεκτικότητα σε carbon. Η εταιρία αυτή είναι μέχρι και σήμερα πρωτοπόρος στην παραγωγή σύνθετων υλικών, ωστόσο στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, ήταν –τελικά- η Βρετανική Αεροπορία που βρήκε την καλύτερη χρήση για το carbon fibre και κατοχύρωσε τις αντίστοιχες πατέντες, τις οποίες στην συνέχεια παραχώρησε με συμβόλαια σε αγγλικές βιομηχανίες.

 

Εκείνη την εποχή, έπρεπε να τελειοποιηθεί η διαδικασία συνδυασμού του προπανίου (ή του προπυλενίου) και της αμμωνίας -η προηγούμενη διαδικασία περιλάμβανε τη χρήση κυανιδίων υδρογόνου, με προφανή προβλήματα και όχι ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα. Αυτό το υλικό, μετά πολυμερίζεται, με τις ίνες να μεγαλώνουν και να οξειδώνονται επιπλέον πριν ψηθούν στους 2.500°C, μέσα σε ένα πλούσιο σε άζωτο περιβάλλον ώστε να μετατραπεί το πλαστικό σε άνθρακα ή γραφίτη. Τα νήματα στη συνέχεια πλέκονται μεταξύ τους, για να σχηματίσουν το ανθρακόνημα ή απλώνονται ώστε να σχηματιστούν λωρίδες παράλληλων ινών, γνωστές και ως UD (Uni-Directional). Αυτά αποτελούν τη βάση για την κατασκευή εξαρτημάτων όταν οι ίνες συνδυάζονται με διαμορφωμένες ρητίνες. Οι ρητίνες είναι κυρίως εποξικές, καθώς οι ιδιότητές τους ταιριάζουν καλύτερα με τις ιδιότητες των ινών -αν και χρησιμοποιείται μερικές φορές πολυεστέρας ή βινύλιο.

 

Οι διάφορες μορφές των ανθρακονημάτων
Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός μεταβλητών παραμέτρων, που μας έρχεται στο μυαλό, όταν σκεφτόμαστε ανθρακονημάτινες κατασκευές. Αρχικά, υπάρχουν δύο βασικοί τύποι συνδυασμού των δύο υλικών:

Το wet-lay-up, που είναι η ίδια διαδικασία παραγωγής με του fiberglass, όπου στεγνές ίνες απλώνονται μέσα σε ένα καλούπι και προστίθεται ρητίνη αναμεμιγμένη με υγρό σκληρυντικό ή καταλύτη με το χέρι, χρησιμοποιώντας πινέλο, βούρτσα ή σπρέι -ενώ σε πιο σωστές διαδικασίες, ψεκάζεται ή εκχέεται μηχανικά. “Σακούλες” με κενό αέρος ή κλειστά καλούπια μπορεί να χρησιμοποιηθούν, για να βελτιώσουν τη συνέχεια και την ακρίβεια της διαδικασίας.

Το pre-peg, όπου οι UD ίνες έρχονται ήδη εμποτισμένες με την κατάλληλη ποσότητα ρητίνης. Αυτές πρέπει μετά να ενωθούν μέσω θερμικής διαδικασίας σε σακούλες με κενό αέρος, είτε σε φούρνο μόνο με ατμοσφαιρική πίεση, για παράδειγμα, είτε χρησιμοποιώντας παραπάνω πίεση και θερμοκρασία σε κλίβανο, για να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα.

Διαφορετικοί τύποι ινών είναι διαθέσιμοι, που ποικίλουν από άκαμπτες αλλά πιο εύθρυπτες ίνες, μέχρι εξαιρετικά δυνατές αλλά με μικρότερη ακαμψία ίνες, ενώ υπάρχουν και οι πιο κοινές και φθηνές ίνες, λιγότερο ισχυρές και άκαμπτες σαν αυτές που χρησιμοποιούνται στα καλάμια ψαρέματος. Υπάρχουν στο εμπόριο διαφορετικοί τύποι “πλεξίματος” των ινών πέρα από την UD, ενώ μερικές φορές χρησιμοποιούνται και άλλα υλικά, όπως γυαλί ή ίνες αραμιδίου ή διακοσμητικές ενισχύσεις. Οι ίνες μπορούν να απλωθούν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση για να προσδώσουν συγκεκριμένα ενισχυτικά χαρακτηριστικά σε ορισμένες περιοχές, ενώ μπορούν να συνδυαστούν σε διαφορετικές στρώσεις ώστε να έχουν σύνθετες ιδιότητες.

Για κύριες δομικές εφαρμογές, στρώσεις από συγκεκριμένες ίνες με διαφορετικούς συντελεστές συνδυάζονται με άλλα βασικά υλικά. Συνήθως πρόκειται για αλουμίνιο ή αραμίδιο Nomex, το οποίο έχει επίστρωση με ρητίνη ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες, ενώ μπορεί επίσης να είναι και απλά υλικά, όπως το κοντραπλακέ ή η μπάλσα. Αυτά τα υλικά προσθέτουν πάχος, γι’ αυτό και αυξάνεται η στρεπτική ακαμψία των λεπτών ανθρακονημάτινων κομματιών, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ένα μεγάλο φάσμα εφαρμογών, σε τμήματα με μεγάλη καταπόνηση όπως στα ουραία τμήματα των αεροσκαφών ή στα μονοθέσια της F1.

Υπάρχουν επίσης πολλά είδη ρητινών που μπορούν να φτιαχτούν ειδικά για συγκεκριμένες εφαρμογές, οπότε δημιουργείται μια ποικιλία ουσιαστικά άπειρων συνθετικών, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εξειδικευμένες κατασκευές ή σε διακοσμητικές εφαρμογές. Ο λόγος ύπαρξης αυτής της ποικιλίας συνθετικών είναι φυσικά οι ιδιότητες των υλικών, που προσφέρουν σημαντικά οφέλη στο βάρος και στην αντοχή, σε σχέση με τα κράματα αλουμινίου και ατσαλιού, όπως δείχνει κι ο σχετικός πίνακας.

 

 

 

 Όριο θραύσης (kg/mm2)

Πυκνότητα (gr/cm3)

Ειδική αντοχή

Ανθρακόνημα

3,50

1,75

2,00

Ατσάλι

1,30

7,90

0,17

 

Όπως φαίνεται, το ανθρακόνημα έχει αντοχή στην θραύση σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από το ατσάλι, αλλά παρ' όλα αυτά είναι 4,5 φορές πιο αραιό. Όταν συνδυαστεί με υλικά που έχουν ως χαρακτηριστικό τους την προσχεδιασμένη παραμόρφωση κάτω από φορτίο, το ανθρακόνημα έχει αποδειχθεί ανεκτίμητο στις κατασκευές για απόσβεση κρούσης, ακόμη και σε μικρά τμήματα όπως τα ρύγχη των αεροσκαφών. Η αξία του, λόγω του χαμηλού του βάρους, οδήγησε στην υιοθέτησή του από τις μεγάλες αεροπορικές κατασκευές, όπως το νέο Dreamliner 787 της Boeing και το Airbus 380, δημιουργώντας έλλειψη από το υλικό, παρά τους περιορισμούς και το κόστος της παραγωγής.

 

Το Carbon στα πλαίσια μοτοσυκλετών, πολύ πριν την σημερινή εποχή που μπαίνει στην παραγωγή - έστω και περιορισμένη
 
Πολλοί άνθρωποι, κατά τη διάρκεια του Τσεχοσλοβάκικου GP το 1990, ανυπομονούσαν να δουν το ντεμπούτο ενός μοναδικού, νέου μηχανολογικού concept, που κρυβόταν στα πιτς της ιταλικής ομάδας της Cagiva. Ο ενθουσιώδης αλλά και έμπειρος αναβάτης, ο Randy Mamola, θα οδηγούσε για πρώτη φορά το C590, το δίχρονο 500 που διέθετε ένα εξ ολοκλήρου ανθρακονημάτινο πλαίσιο. Αντί για τις συνήθεις αλουμινένιες δοκούς που στήριζαν τα πάντα, η μοτοσυκλέτα είχε μια μαύρη γυαλιστερή στεφάνη από το εξωτικό υλικό, που είχε φέρει την επανάσταση στον χώρο των αγωνιστικών αυτοκινήτων κατά τη δεκαετία του '80.

Ενώ το ανθρακόνημα είχε υιοθετηθεί για να αντικαταστήσει το fiberglass, ως το καταλληλότερο υλικό για τα κοστούμια, ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε ως δομικό στοιχείο της μοτοσυκλέτας. Η μοτοσυκλέτα θα έτρεχε επίσης με το νέο πλαίσιο στον επόμενο αγώνα, στο Ουγγρικό GP, αλλά τα προβλήματα προσαρμογής στο νέο υλικό, σήμαιναν πως θα υπήρχε αναβολή επ' αόριστον. Μέσα στον πυρετό των αγώνων, η σχετικά μικρή ομάδα δεν είχε τον χρόνο ή τον προϋπολογισμό για να επιμείνει στο καινούριο πλαίσιο, και επέστρεψε στο μεταλλικό.

το ανθρακόνημα έχει αντοχή στην θραύση σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από το ατσάλι, αλλά παρ' όλα αυτά είναι 4,5 φορές πιο αραιό

Ενώ το ανθρακόνημα ήταν γνωστό στους αγώνες μοτοσυκλετών για σχεδόν μια δεκαετία, ελάχιστες μοτοσυκλέτες το χρησιμοποίησαν -γι' αυτό και η Cagiva είχε ελάχιστα δεδομένα για να αντλήσει πληροφορίες. Πάντως, λίγα χρόνια πριν οι μοτοσυκλέτες των GP εξοικειωθούν με το υλικό, πολλοί μικροί εξειδικευμένοι κατασκευαστές, είχαν αντιληφθεί τα σημαντικά πλεονεκτήματα που διέθετε το ανθρακόνημα. Ίσως ο σημαντικότερος όλων αυτών, να ήταν ο Νεοζηλανδός αρχιτέκτονας John Britten, με το αγωνιστικό V2 που κατασκεύασε. Εξελιγμένη μέσα από διαφορετικές παραλλαγές, από το 1987 μέχρι το 1991 που κατέληξε στην τελική της μορφή, η μοτοσυκλέτα διέθετε μια ολοκληρωτικά ανθρακονημάτινη ραχοκοκαλιά. Από το 1991, κέρδισε οκτώ αγώνες στη Daytona και το 1995 το παγκόσμιο πρωτάθλημα BEARS, ενώ έγινε ένα από τα κύρια εκθέματα στο μουσείο Guggenheim.

Στο δεύτερο πρωτότυπό του (το aero d-one), ο Britten χρησιμοποίησε ανθρακόνημα τόσο για την έδραση του κινητήρα, όσο και για να ενώσει τα συστήματα μπροστινής και πίσω ανάρτησης. Μέχρι το 1992, η μοτοσυκλέτα είχε εξελιχθεί, με ένα μισό φέρινγκ, έναν κινητήρα που είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει ο ίδιος ο Britten, ένα ανθρακονημάτινο ψαλίδι και ανθρακονημάτινο μπροστινό, αντί ενός συμβατικού τηλεσκοπικού πιρουνιού.

Αντίπαλος του Britten στο πρωτάθλημα BEARS (British European and American Racing Series), ήταν το Triumph Taylormade / Saxon, το οποίο αν και είχε αλουμινένιο σωληνωτό πλαίσιο, έκανε εκτεταμένη χρήση ανθρακονήματος στο κοστούμι του, και στους αεραγωγούς που τροφοδοτούσαν με αέρα το τοποθετημένο προς τα πίσω ψυγείο του. Αυτό, είχε σχεδιαστεί από τον John McQuilliam, ο οποίος μελέτησε πολύ το ανθρακόνημα, φτάνοντας στη θέση του αρχι-σχεδιαστή στην ομάδα Jordan στα GP (πλέον, Spyker F1Team).

Ο John είχε επίσης εμπλακεί εκείνη την εποχή (το 1993) με ένα άλλο ανθρακονημάτινο πρωτότυπο πλαίσιο, από τον Βρετανό ειδικό στα πλαίσια, Hejira, το οποίο ήταν αντίγραφο του αντίστοιχου ατσάλινου. Όπως και του Cagiva, το δοκίμασαν και το εγκατέλειψαν. Το Triumph διέθετε επίσης ανθρακονημάτινες ζάντες με αλουμινένια κέντρα.

Και ο Britten χρησιμοποιούσε ζάντες από συνθετικό υλικό, αρκετά όμοιες με αυτές που πουλάνε η Dymag και η Blackstone Tek. Το όφελος από αυτούς τους τροχούς, είναι η σημαντικά καλύτερη συμπεριφορά και ο έλεγχος, με μικρότερη αδράνεια και ελαφρύτερη μη αναρτώμενη μάζα, ενώ η αντοχή τους είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τους αντίστοιχους αγωνιστικούς τροχούς από μαγνήσιο.

 

Το ανθρακόνημα στην παραγωγή
 
Η χρήση του ανθρακονήματος ως δομικό στοιχείο έμεινε περιορισμένη σ' αυτούς τους μικρούς κατασκευαστές. Πολύ λίγες μοτοσυκλέτες παραγωγής έχουν χρησιμοποιήσει το ανθρακόνημα ως δομικό στοιχείο, λόγω του μεγάλου κόστους και των δυσκολιών που επιφέρει στις αυτοματοποιημένες γραμμές παραγωγής. Η πιο συχνή χρήση του ήταν σε αγωνιστικά φέρινγκ, αλλά και σε μερικά φέρινγκ μοτοσυκλετών δρόμου, όπως το Bimota YB8 Furano, και γύρω από τα όργανα του εξωτικού Mantra, καθώς αυτά είναι από ξύλο!

Η Bimota είχε επίσης κατασκευάσει φτερά από ανθρακόνημα, όπως και η Ducati. Η Ducati είχε αρχικά χρησιμοποιήσει ανθρακόνημα και στην κατασκευή φιλτροκουτιών για την περιορισμένη παραγωγή των 916, ώστε να αυξηθεί η ακαμψία του πλαισίου, ενώ το Bimota SB8R -το οποίο παρουσιάστηκε 1997- έχει ανθρακονημάτινες πλάκες στήριξης του ψαλιδιού, πάνω στις οποίες βιδώνει το αλουμινένιο πλαίσιο. Η Honda έκανε μεγάλη αίσθηση το 1992 με την περιορισμένης παραγωγής NR 750, η οποία εκτός από τα μοναδικά οβάλ έμβολα, είχε ένα εξ ολοκλήρου ανθρακονημάτινο κοστούμι “CFRP”. Το κέρδος σε βάρος βέβαια δεν είχε άμεσο αντίκτυπο, καθώς ξεπερνούσε τα 220 κιλά συνολικά.

 

Από τα μέσα της δεκαετίας του '90, ένας μεγάλος αριθμός από προμηθευτές after market, προσέφεραν εξαρτήματα (όχι δομικά στοιχεία) όπως καπάκια και φτερά, καθώς το ανθρακόνημα γινόταν πιο γνωστό και διαθέσιμο, κυρίως λόγω της χρήσης του στους αγώνες. Στην πραγματικότητα, το ανθρακόνημα είχε τέτοιο αντίκτυπο στα τέλη της δεκαετίας του '90, που πολλές μοτοσυκλέτες παραγωγής, είχαν πολλά πλαστικά κομμάτια διακοσμημένα με αυτοκόλλητα που έμοιαζαν με ανθρακονήματα.

Εκείνη την εποχή πολλές αγωνιστικές ομάδες χρησιμοποιούσαν αυτό το υλικό, για περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι το φέρινγκ και τα φρένα -όπως για την κατασκευή της ουράς της μοτοσυκλέτας ή για τα καπάκια των κινητήρων και των κεφαλών. Επίσης σημαντικό ήταν όμως και το γεγονός, ότι πολλοί είχαν εγκαταλείψει τη χρήση του σε βασικά μέρη, όπως το πλαίσιο και το ψαλίδι, παρά την επιτυχία του Britten -που όμως δεν είχε τρέξει σε επίπεδο GP.

Η Cagiva ήταν η πρώτη εταιρεία που δοκίμασε στους αγώνες ένα πλαίσιο και ψαλίδι εξ ολοκλήρου από ανθρακόνημα. Δυστυχώς, η ελλιπής γνώση πάνω στη νέα τεχνολογία και ο μειωμένος προϋπολογισμός, οδήγησαν σε εγκατάλειψη του σχεδίου

Η Suzuki ήταν επίσης ανάμεσα στις εταιρίες που δοκίμασε ένα ανθρακονημάτινο πλαίσιο το οποίο επίσης εγκαταλείφθηκε, την στιγμή που σε έναν παράλληλο κόσμο εκείνο των αυτοκινήτων, το carbon έκανε μία διαφορετική καριέρα… Η Cagiva είχε στενούς δεσμούς με τη Ferrari, κι αυτή η σχέση ενθάρρυνε την ανταλλαγή τεχνολογίας με τη λογική “αφού το ανθρακόνημα είναι πολύ ακριβό και δουλεύει μια χαρά ως βασικό δομικό στοιχείο για τα F1, σίγουρα μπορεί να κάνει το ίδιο και τις μοτοσυκλέτες των GP”. Στην F1 παρουσιάστηκε πρώτη φορά το ανθρακόνημα το 1981, με τη Lotus και τη McLaren να διαθέτουν ανθρακονημάτινο πλαίσιο. Η Lotus ήταν κατά κάποιο τρόπο “άχαρη” στην αντιγραφή του προηγούμενου αλουμινένιου πλαισίου για το μονοθέσιό της, με κομμένα και ραμμένα ανθρακονημάτινα κομμάτια, αλλά το MP4/1 της McLaren έδειξε το μέλλον, με ένα πιο ψαγμένο πλαίσιο, εξελιγμένο από την αμερικάνικη εταιρεία διαστημικής τεχνολογίας, Hercules.

Τα προτερήματα μιας κατασκευής που ήταν ελαφρύτερη, πιο ανθεκτική και με καλύτερο αεροδυναμικό προφίλ, έγιναν άμεσα εμφανή. Δύο σημαντικά οφέλη που οδήγησαν στη γενικότερη υιοθέτησή του, είναι η ακαμψία του και η δυνατότητά του για ελεγχόμενες παραμορφώσεις κατά την κρούση. Επίσης το γεγονός ότι σε αυτό το σπορ, το κόστος δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, ήταν επίσης σημαντικό.

 

Ακαμψία: Σύμμαχος κι εχθρός
Τα κύρια χαρακτηριστικά της υψηλής αντοχής και του μικρού βάρους είναι ελκυστικά, αλλά ενώ το ανθρακόνημα είναι ελαφρύτερο, μπορεί να είναι υπερβολικά ισχυρό για μερικές εφαρμογές. Όταν το ανθρακόνημα μπήκε αρχικά στις μοτοσυκλέτες των GP, η τάση ήταν να αυξάνεται η ακαμψία των αλουμινένιων πλαισίων, ώστε να συνεργάζονται με τα ελαστικά και τις αναρτήσεις της εποχής. Το άλμα που έκανε η Cagiva, ήταν το επόμενο λογικό στάδιο στην κατασκευή αγωνιστικών μοτοσυκλετών -ιδιαίτερα με την άνθηση που γνώριζε η χρήση του υλικού στην F1.

Οι μετέπειτα εξελίξεις έδειξαν, πως ενώ οι αγώνες μοτοσυκλετών εξελίσσονταν παράλληλα με τη βελτίωση των ελαστικών, τα πολύ άκαμπτα πλαίσια έφερναν ουσιαστικά αντίθετα αποτελέσματα -ειδικά με τις πολύ μικρές διαδρομές των αναρτήσεων. Στη διάρκεια εξαιρετικά μεγάλων κλίσεων, οι αναρτήσεις είναι σχεδόν αναποτελεσματικές στο να αποσβέσουν τις ανωμαλίες -αν και μπορούν να αντιδράσουν πριν και μετά τη μεταφορά βάρους. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, αυτό που χρειάζεται είναι κάποια ελαστικότητα, τόσο στις αναρτήσεις όσο και στο ίδιο το πλαίσιο.

Η Cagiva το ανακάλυψε αυτό, κατά τη διάρκεια των δύο αγώνων πίσω στα 1990, με τον Mamola και τον Ron Haslam, οι οποίοι βρήκαν τη ρύθμιση των αναρτήσεων και την πληροφόρηση από το πλαίσιο τόσο διαφορετικά, που οι νορμάλ ρυθμίσεις τους για τις μοτοσυκλέτες δεν δούλεψαν καθόλου, και η μοτοσυκλέτα δημιούργησε περισσότερα θέματα από αυτά που έλυνε. Αν και εγκατέλειψαν το πλαίσιο, αυτό δεν εμπόδισε την Cagiva να διατηρήσει το ανθρακονημάτινο ψαλίδι (μειώνοντας το μη αναρτώμενο βάρος) μέχρι την απόσυρση της ομάδας από τους αγώνες, το 1995.

Παρ' όλα αυτά τα θέματα, οι αγωνιστικές μοτοσυκλέτες από τα μέσα της δεκαετίας του '90 είχαν κάνει αρκετή χρήση των ανθρακονημάτων σε άλλους τομείς. Εκτός από τα φέρινγκ που έγιναν όσο πιο λεπτά και ελαφριά γίνεται, ενώ άντεχαν σε ταχύτητες των 320 χιλιομέτρων την ώρα, το ανθρακόνημα χρησιμοποιούταν στα φτερά και στα καπάκια των κινητήρων. Επίσης, το ανθρακόνημα είχε αντικαταστήσει το αφαιρούμενο αλουμινένιο υποπλαίσιο ενώ χρησιμοποιούταν και για την ενίσχυση των φιλτροκουτιών, των ρεζερβουάρ και των εξατμίσεων.

Οι ομάδες της Aprilia και της Ducati στα MotoGP είχαν δοκιμάσει ανθρακονημάτινα καλάμια πιρουνιών διαμέτρου 42 χιλιοστών, αλλά λόγω των προβλημάτων που δημιουργούν οι διαφορετικοί συντελεστές ακαμψίας, ή και του ότι δεν υπήρχε κανένα ουσιαστικό όφελος, σε σχέση με τα αντίστοιχα αλουμινένια των 50 χιλιοστών, σταμάτησαν τη χρήση τους.

 

Πριν από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, η πιο σύγχρονη εφαρμογή της τεχνολογίας του carbon ήταν στα αγωνιστικά φρένα, που πρώτη φορά είδαμε στα μέσα της δεκαετίας του '80 στα εμπορικά αεροσκάφη και στην F1. Αυτοί οι δίσκοι από carbon ήταν εντελώς ακατάλληλοι για χρήση στον δρόμο, καθώς η απαιτούμενη θερμοκρασία λειτουργίας τους έπρεπε να είναι μεταξύ 300°C και 600°C. Ήταν επίσης πολύ ακριβοί, λόγω της χρονοβόρας διαδικασίας παραγωγής (τρεις με έξι μήνες), με τον κάθε δίσκο να κοστίζει τότε περίπου €3.500. Οι μοτοσυκλέτες των GP τρέχουν συχνά με ανθρακονημάτινα προστατευτικά, που απομακρύνουν τη ζέστη από την επιφάνεια των carbon δίσκων, ενώ αν είναι “βρόχινος” ο αγώνας, αντικαθίστανται με ατσάλινους δίσκους και αντίστοιχα τακάκια.

Εκείνη την εποχή είδαμε από την αμερικάνικη Starfire Systems την πρώτη μορφή των carbon-κεραμικών δίσκων, τους Starblade, οι οποίοι κατασκευάζονταν από διήθηση των πολυμερών και πυρόληση (PIP) των ανθρακονημάτων και των καρβιδίων σιλικόνης, φτιάχνοντας μια επιφάνεια δίσκων που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τόσο σε στεγνές όσο και σε βρεγμένες και κρύες συνθήκες, παρέχοντας πλήρη απόδοση στην επιβράδυνση, με βάρος όσο το ένα τρίτο των αντίστοιχων ατσάλινων. Πλέον η τεχνολογία έχει κάνει άλματα και στις μέρες μας η Brembo έχει βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό το κόστος των carbon δίσκων αλλά και την διαδικασία ελέγχου που γίνεται με υπερήχους, με τους κεραμικούς δίσκους να είναι πλέον στο προσκήνιο.

Το λάθος που έκανε κάποτε η Cagiva, αλλά και πολλοί άλλοι, όταν σκέφτηκαν αρχικά να χρησιμοποιήσουν συνθετικά υλικά, ήταν ότι προσπάθησαν να αντιγράψουν τα μεταλλικά εξαρτήματα, μετατρέποντάς τα σε ανθρακονημάτινα. Το νέο υλικό ήταν εντελώς διαφορετικό σε ό,τι αφορά τις φυσικές του ιδιότητες σε σχέση με το αλουμίνιο, οπότε γιατί να αντιγράψει κάποιος το σχήμα των μεταλλικών μερών; Αυτό έκαναν αρχικά, όπως παραδέχτηκαν, πολλές αγωνιστικές ομάδες αυτοκινήτων -αλλά πολύ γρήγορα εξοικειώθηκαν με την τεχνολογική χρήση του ανθρακονήματος και επέκτειναν τα μοναδικά χαρακτηριστικά του. Η αλματώδεις εξέλιξή του που βλέπουμε σήμερα, θα είχε έρθει νωρίτερα, αν είχαν ακολουθήσει διαφορετική στάση…

Παρά τις υπερβολικές προδιαγραφές για την προστασία κατά την κρούση, ο λόγος αντοχής προς το βάρος του ανθρακονήματος, μπορεί να προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα αν χρησιμοποιηθεί σωστά -και έφτασε η ώρα να επανεκτιμηθεί. Η κληρονομιά από τις πρώτες προσπάθειες της Cagiva (και της Suzuki) με ένα ανθρακονημάτινο πλαίσιο, οδήγησε τον κόσμο της μοτοσυκλέτας στο να εγκαταλείψει την προσπάθεια (αυτό συνέβη και σε πειραματισμούς με εναλλακτικά μπροστινά συστήματα, με πρωτοποριακές προσπάθειες όπως αυτή της Elf).

Είναι ειρωνεία ότι αυτή η καταπληκτική μοτοσυκλέτα, η Britten, συνδύαζε και τις δύο τεχνολογίες. Τα προβλήματα μ' αυτούς τους πειραματισμούς, σήμαιναν μια επιστροφή στις εξαιρετικά εξελιγμένες τεχνολογίες των τηλεσκοπικών πιρουνιών και των ελεγχόμενων ελαστικοτήτων στα αλουμινένια πλαίσια. Η καλύτερη κατανόηση του ανθρακονήματος και η πιο “ψαγμένη” μηχανολογία, ιδιαίτερα στον τομέα της πλέξης των ινών με τις διαφορετικές ιδιότητες, σημαίνει ότι πρέπει να επανεξεταστεί το θέμα του σχεδιασμού.

Η χρήση του δεν πρέπει απλώς να περιοριστεί στην αντικατάσταση μεταλλικών εξαρτημάτων, αλλά να εφαρμοστεί όπως πρέπει. Ο παράγοντας-κλειδί στις ελεγχόμενες ελαστικότητες του πλαισίου και του ψαλιδιού, λύνεται με τον διαφορετικό προσανατολισμό των στρώσεων, ενώ μπορεί πλέον και η ίδια η κατασκευή να αποκτήσει ικανότητες απόσβεσης δυνάμεων. Μερικές ομάδες ρητινών αυτή τη στιγμή προσφέρουν δυνατότητες “υστέρησης”, αλλά με επιπλέον εξέλιξη μπορεί να επιφέρει βελτιωθεί αυτό που ονομάζεται “χημική απόσβεση”.

Αυτός ο συντονισμός, που λειτουργεί ξεχωριστά από την ικανότητα απόσβεσης και απορρόφησης των αμορτισέρ και των ελατηρίων, έχει αποδειχθεί πολύ σημαντικός τα τελευταία χρόνια. Η Yamaha του Παγκόσμιου Πρωταθλητή του 2006, Valentino Rossi, έμεινε πίσω στην αρχή της σεζόν, λόγω προβλημάτων με το chattering. Πρόκειται για ένα κραδασμό χαμηλής συχνότητας που δεν έχει αποσβεστεί, και οφείλεται στην ασυμβατότητα μεταξύ ελαστικού, αναρτήσεων και πλαισίου, ενώ δεν ήταν σύμπτωση ότι μαζί με ένα επανασχεδιασμένο πλαίσιο, η Yamaha χρησιμοποιούσε νέα, με καλύτερη πρόσφυση, ελαστικά της Michelin.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο δημιούργησε ένα απροσδόκητο πρόβλημα, όπως και το πολύ άκαμπτο πλαίσιο της Cagiva το 1990. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες εξελίξεις και βελτιώσεις, στο συνολικό σχεδιασμό, οι μοτοσυκλέτες δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστά μηχανολογικά κομμάτια, αλλά ως ένας οργανισμός με ποικίλους βαθμούς ελαστικότητας, συντονισμού και απόσβεσης. Το ανθρακόνημα είναι ιδανικό, για να λύσει τέτοια θέματα συνεργασίας μέσα σε κατασκευές. Και δείχνει και ωραίο...

Το SB8R ήταν ανάμεσα στις πρώτες μοτοσυκλέτες παραγωγής που χρησιμοποίησαν το ανθρακόνημα ως δομικό στοιχείο σε συνδυασμό με το αλουμίνιο. Οι πλάκες που ενώνονται με το αλουμινένιο πλαίσιο και όπου στηρίζεται το ψαλίδι, είναι φτιαγμένες από carbon

 

 

Η μοτοσυκλέτα - φαινόμενο, η Britten V2 1000 του John Britten, που οι παλιοί αναγνώστες του MOTO είχαν γνωρίσει από τους πρώτους, είχε ανθρακονημάτινο ψαλίδι, πλαίσιο και εναλλακτικό μπροστινό σύστημα!
 

 

Μια από τις πρώτες διαδεδομένες εφαρμογές στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες, είναι τα φρένα των MotoGP, κάτι που για λειτουργικούς -αλλά και οικονομικούς- λόγους, δεν πρόκειται να φτάσει στις μοτοσυκλέτες παραγωγής
 

 

Το ψαλίδι του Mille Due, του πρωτότυπου της Aprilia στο Σαλόνι του Μιλάνου πίσω στο 2008, είχε ανθρακονημάτινο ψαλίδι και άφηνε υπόνοιες πως θα μπορούσε να φτάσει στην παραγωγή
 

 

Η θρυλική NR της Honda, μια μοτοσυκλέτα η οποία εκτός των οβάλ εμβόλων, είχε ολόκληρο κοστούμι από CFRP
 

 

Το Triumph Saxon διέθετε κι αυτό ολόκληρο κοστούμι από ανθρακόνημα, την εποχή που ανταγωνιζόταν το Britten στο παγκόσμιο πρωτάθλημα BEARS