Έχοντας εξαντλήσει όλες τις γειτονικές χώρες με κατ' επανάληψη ταξίδια σ' αυτές και με ένα προϋπολογισμό που ακολουθούσε την οικονομική πορεία της χώρας μας, αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε -αν και με λάθος είδος μοτοσυκλέτας- στην Γεωργία και την Αρμενία, εκεί που το αναπάντεχο γίνεται ρουτίνα…
Ίσως ήταν το καλύτερο κομμάτι της διαδρομής μου στην ύπαιθρο της Αρμενίας, που όμως δεν υπερέβαινε τα 500 μέτρα και που η άσφαλτος ήταν άψογη. Φαινόταν ότι ήταν πολύ καινούργιο, αφού τα έργα δεν είχαν ολοκληρωθεί και υπήρχαν σήματα για όριο ταχύτητας 50 χιλιομέτρων. Έτσι, άνοιξα το γκάζι όχι σε καμία τρελή ταχύτητα, απλώς άγγιξα τα 90. Το περιπολικό από απέναντι μου αναβόσβησε τα φώτα, ενώ έβαζε και την σειρήνα και κάνοντας αναστροφή σταμάτησε πίσω μου. Την κάτσαμε την βάρκα, σκέφθηκα, έχοντας διαβάσει άπειρες ιστορίες διεφθαρμένων αστυνομικών. Το όργανο της τάξης με πλησίασε, με χαιρέτισε με αμερικάνικη νέγρικη χειραψία χτυπώντας την παλάμη μου γελώντας σαρδόνια. Δεν μου ζητάει ούτε άδεια, ούτε διαβατήριο και με οδηγεί στο περιπολικό, όπου συνεχίζοντας να γελάει μου δείχνει την οθόνη του ραντάρ που όντως είχε καταγραφεί η ταχύτητά μου: 91km/h. Τότε ο συνοδηγός του εμφανίζει ένα χαρτί με την λίστα των προστίμων ανάλογα με τα χιλιόμετρα. Πάνω από 5.000 ευρώ! Τρελάθηκα και άρχισα να ξεκαρδίζομαι στα γέλια εξηγώντας τους ότι λεφτά-ΔΕΝ-υπάρχουν, αφού τα σύνορα με την Γεωργία απείχαν λίγα χιλιόμετρα και δεν κρατούσα επάνω μου παρά ελάχιστα χρήματα και αυτά για βενζίνη. Τότε μου χτυπάει συγκαταβατικά την πλάτη και σε ένα χαρτί γράφει 500 ευρώ. Σηκώνω τα χέρια ψηλά και μπλοφάροντας του λέω να με ψάξει και όσα βρει δικά του. Η γυναίκα μου που παρακολουθούσε από μακριά, όταν με είδε να σηκώνω τα χέρια τα χρειάστηκε γιατί νόμιζε ότι θα με πυροβολούσαν. Ξαναπαίρνει το χαρτί και γράφει 100 ευρώ. Ούτε για αστείο του απαντώ. "Πόσα έχεις;", με ρωτάει. "5.000 dram" του λέω, δηλαδή 10€ (oύτε εγώ δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου για το θράσος μου) και του τα δείχνω. Τι έκανε; Πήρε τα 2.000 dram που αντιστοιχούσαν σε 4€ -καλά διαβάσατε- και μου άφησε τα υπόλοιπα για να βάλω βενζίνη. Κουφό, έ; Ξεφτίλισε τη χώρα του την αστυνομία της και την υπόληψη του για 4 ευρώ…
Το γεγονός συνέβη λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη Γκιούμρι της Αρμενίας και 30 χιλιόμετρα πριν από τα σύνορα της Γεωργίας και είναι απλώς ενδεικτικό του τι πρόκειται να διαβάσετε στη συνέχεια.
Αυτό το ταξιδιωτικό γράφτηκε στην κυριολεξία στο κρεβάτι του πόνου και δεν είναι σχήμα λόγου. Και βεβαίως το φταίξιμο ήταν δικό μου, διότι κύριε όταν τόσο ο Μητσάκης όσο και ο Βροχίδης σου λένε ότι για Γεωργία και Αρμενία χρειάζεσαι εντούρο, οπότε καλό θα είναι να μην πας με την μηχανή σου, αλλά εσύ κάνεις του κεφαλιού σου, τότε καλά να πάθεις. Και όχι τρεις μήνες που έκατσες σχεδόν ακίνητος καλοκαιριάτικα καταφέρνοντας να διαλύσεις την μέση σου, αλλά άλλο τόσο έπρεπε να κάτσεις για να βάλεις μυαλό. Βλέπετε, δεν μου αρκούσε το κεντρικό οδικό δίκτυο που δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, αλλά έπρεπε να δω και το τελευταίο αξιοθέατο στους απόλυτα εξαθλιωμένους και απερίγραπτους δευτερεύοντες δρόμους. Σε δρόμους με εφτά μπαλώματα το ένα πάνω στο άλλο ή με τεράστιους κρατήρες που φλερτάρανε με τις ζάντες της street μηχανής μου. Και η καημένη η γυναίκα μου τι μου έφταιγε;
Η παγίδα του GPS
Φύγαμε όπως συνηθίζουμε μέσα Μαΐου. Πρώτη διανυκτέρευση στην Αλεξανδρούπολη. Την επόμενη μπήκαμε Τουρκία όπου επισκεφθήκαμε έναν πολύ καλό μας φίλο, που πάντα γίνεται θυσία όταν μας συναντά, στην κωμόπολη Bigadic κοντά στο Balikesir και κατά προτροπή του ξεκινήσαμε την επόμενη για μια κοσμική λουτρόπολη στην Μαύρη θάλασσα, την Akcacoca. Ομολογώ ότι ταλαιπωρήθηκα υπερβολικά για να φθάσω εκεί, αφού σαν πρωτάρης αντί να κοιτάξω το χάρτη που είχα ακριβώς μπροστά μου βλακωδώς ακολούθησα το GPS που με πήγε από ερήμους, εγκαταλειμμένους, κακοτράχαλους δρόμους, ενώ παραδίπλα υπήρχε υπερσύγχρονος αυτοκινητόδρομος. Όντως η πόλη ήταν μοντέρνα, όμορφη και καθαρή, με θαυμάσια παραλία γεμάτη παρτέρια με λουλούδια, καφετερίες και ταβέρνες που όμως δεν σερβίριζαν αλκοόλ και όπως και να το κάνουμε μαριδάκι και μπακαλιαράκι χωρίς μια παγωμένη μπύρα δεν τρώγονται. Πάντως εμένα η πόλη δεν με εντυπωσίασε. Ίσως γιατί ήταν υπερβολικά τουριστικοποιημένη για τα δικά μου γούστα. Μπορεί αν ήμουν νεότερος να ήταν ένας πολύ καλός προορισμός. Επειδή την συγκεκριμένη πόλη δεν την είχα υπόψη μου, ρώτησα τον ξενοδόχο αν ήμουν ο πρώτος Έλληνας που κατέλυε στο ξενοδοχείο του. Έτσι νόμιζα. Με κοίταξε κατάπληκτος ενημερώνοντας με ότι η πόλη κατακλύζεται από Έλληνες την υψηλή τουριστική περίοδο. Τι να πω...;
Την άλλη μέρα ταξιδεύαμε μέσα από εκπληκτικούς δρόμους με τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση -που εμείς θα δούμε τα επόμενα πενήντα χρόνια και ίσως ποτέ- για την Amasya, μια από τις ωραιότερες πόλης της Τουρκίας. Από τα εδάφη της πέρασαν πολλοί λαοί, από τους Χετταίους μέχρι τους Οθωμανούς. Στην αρχαιότητα η Αμάσεια διατέλεσε πρώτη πρωτεύουσα του ελληνιστικού βασιλείου του Πόντου μέχρι το 183 π.Χ. που η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Σινώπη. Στα ασβεστολιθικά βράχια πάνω από το ποτάμι και δίπλα στην παλιά πόλη βρίσκονται σκαμμένοι οι επιβλητικοί τάφοι των βασιλέων του Πόντου. Ψηλά στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα επιβλητικό φρούριο απ' όπου έχεις μια εκπληκτική θέα όλης της περιοχής. Αυτό όμως που πραγματικά μας εντυπωσίασε ήταν ο απίστευτος τρόπος που φωτίζονταν τα παραποτάμια αρχοντικά, αλλά και οι τάφοι και το φρούριο με εναλλαγές από λευκό, κόκκινο και μπλε φως και μάλιστα όχι από προβολείς αλλά από led! Θεωρώ ότι ήταν εξαιρετικός προορισμός -χωρίς ευρωπαίους τουρίστες- με αρκετά αξιοθέατα και αν μου δινόταν η ευκαιρία θα ξαναπήγαινα ευχαρίστως.
Μετά από δύο διανυκτερεύσεις εδώ με ενοχλητική ζέστη στους 33 βαθμούς, αν και μέσα Μαΐου, ξεκινήσαμε για την Τραπεζούντα με τελικό πάντοτε προορισμό την Γεωργία και την Αρμενία. Η αλήθεια είναι ότι η μούρλα μου με οδηγεί στο να προσπαθώ να βρω κατά κανόνα τον πιο περίεργο δρόμο που να συνδέει δύο πόλεις. Στα μισά του δρόμου Amasya - Erzincan έκανα αριστερά για βγω στη Μαύρη Θάλασσα. Το επαρχιακό οδικό δίκτυο δεν ήταν και από τα καλύτερα αφού είχε κομμάτια καλά αλλά και μέτρια, αλλά από εδώ θα έλεγα ότι ξεκίνησαν και οι ατυχίες που με συνόδευσαν σε ολόκληρο το ταξίδι. Στην πόλη Mesudiye διαπίστωσα ότι έφυγαν οι βίδες της ζελατίνας. Εντάξει, είπα, και έπιασα τη ζελατίνα με straps. Στην επόμενη πόλη, το Golkoy, σταμάτησα στην κεντρική πλατεία να ρωτήσω πώς βγαίνουμε από την πόλη. Πάω να βάλω μπροστά και το μόνο που άκουσα ήταν το κρώξιμο από το γρανάζι της μίζας. Μπαταρία γιοκ (yok τουρκική λέξη με αρνητική σημασία, όπως λέμε δεν υπάρχει δεν βρέθηκε κλπ.). Ευτυχώς είχα μαζί μου καλώδια και κάτι νεαροί με ATV που κάνανε μαγκιές στην πλατεία μου δώσανε ρεύμα και ξεκίνησα. Καθ' οδόν, σε μια πολύ μεγάλη ανηφόρα, ένα βαθύ νεροφάγωμα με υποχρέωσε να κόψω υπερβολικά με αποτέλεσμα να μου σβήσει η μηχανή. Και πάλι μπαταρία καπούτ (αυτό στα γερμανικά). Αδύνατον να γυρίσω την μηχανή στην κατηφόρα καθώς η κλίση του δρόμου ήταν υπερβολική και θα έπρεπε πρώτα να την ξεφορτώσουμε. Αφού κατέβασα όλα τα γνωστά μπινελίκια, αλλά και μερικά που δημιούργησα εκείνη τη στιγμή, και επειδή και ο άγιος φοβέρα θέλει, σκάει μύτη μια ντόπια Ural με ένα νεαρό και δυο κοπελιές. Όλοι μαζί με βοηθήσαν να γυρίσω την μηχανή στην κατηφόρα οπότε με λίγο σπρώξιμο πήρε μπρος -εδώ διαφέρουν οι Τούρκοι από άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, αν και έχουν αλλάξει αρκετά μετά την απίστευτη άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου, γι' αυτό θα μιλήσουμε όμως παρακάτω. Απ' ότι κατάλαβα το ηλεκτρικό σύστημα δεν άντεχε τα προβολάκια που είχα μόνος μου βάλει και δεν φόρτωνε επαρκώς την μπαταρία.
Ευτυχώς η διαδρομή πάνω στα χιονισμένα βουνά ήταν θαυμάσια κι εμείς την απολαμβάναμε, μέχρι που ένιωσα το κόμπιασμα αυτό που προειδοποιεί ότι μένουμε από βενζίνη. Ακαριαία το γυρίζω στη ρεζέρβα, ανήσυχος όμως αφού μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα συναντήσει βενζινάδικο. Συνεχίζω με τα χιλιόμετρα αυξάνονται, αλλά βενζινάδικο νιέντε (αυτό ιταλικό). Έχω κάνει περί τα 70 χιλιόμετρα και σε καμιά τριανταριά θα έμενα πάνω στα άγρια βουνά, όπου συναντούσες ένα αυτοκίνητο κάθε μία ώρα και βάλε. Στο τέλος έμεινα και αυτοκίνητο δεν συνάντησα... Πανικοβλήθηκα γιατί δεν ήθελα να αφήσω την γυναίκα μου μόνη της να φυλάει τη μηχανή (το τι έχει τραβήξει και αυτή δεν περιγράφεται!!!). Ευτυχώς ήταν κατήφορος και ρολάροντας έφθασα στο πρώτο χωριό. Τι χωριό δηλαδή, οικισμός τσοπαναραίων ήταν! Ρωτάω το πρώτο περαστικό πού είναι το κοντινότερο βενζινάδικο. Σε 60 χιλιόμετρα, μου απαντάει. Πάγωσα. Και τώρα; Ο άνθρωπος διάβασε την απελπισία στα μάτια μου και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Πράγματι, με οδηγεί σε ένα αγροτόσπιτο, φωνάζει κάποιον και του εξηγεί ότι ο Έλληνας έμεινε από καύσιμα. Εντάξει, μου λέει αυτός, μπορώ να σου δώσω 5 λίτρα αλλά ακριβότερα από το βενζινάδικο. Ωχ, σκέφτηκα. Έχει σκοπό να βγάλει μηνιάτικο από μένα, αλλά και τι να έκανα; Θα έδινα όσα και να μου ζήταγε. Τελικά πόση ήταν η διαφορά; Αν είχε ας πούμε 1,50 ευρώ το λίτρο μου την χρέωσε 1,60! Ακόμη κι έτσι όμως, κάπου με ενόχλησε αφού σε άλλες εποχές δεν θα καταδεχόντουσαν καν να πάρουν χρήματα, ειδικά από Έλληνες. Τελικά λίγα χιλιόμετρα πριν βγω στην Εθνική της Μαύρης θάλασσας βρήκα βενζινάδικο και ηρέμισα.
Μετά από λίγα χιλιόμετρα και με ψιλόβροχο έφθασα απόγευμα στην Τραπεζούντα. Ξενοδοχείο στα 40 ευρώ -το φθηνότερο που βρήκα- ντουζάκι και βόλτα στην πόλη. Η Τουρκία έχει αλλάξει. Και όταν λέω αλλάξει, εννοώ συθέμελα. Τουλάχιστον μια δεκαετία μπροστά από 'μας και μάλιστα από τις δικές μας καλές εποχές. Πριν από το 2010! Απίστευτες οικοδομές, τέλειο οδικό δίκτυο, πλατείες και πεζοδρόμοι με πλούσια καταστήματα γεμάτα πελάτες που ψώνιζαν, με έκαναν να προβληματιστώ έντονα.
Η χώρα του χάους
Σύνορα Γεωργίας την άλλη μέρα πρωί-πρωί. Η ουρά των αυτοκινήτων τεράστια κι εγώ να παρακαλώ την Αστυνομικίνα να μου επιτρέψει την διέλευση. Θα είχα δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο, αν δεν επενέβαινε η γυναίκα μου για να με ηρεμήσει. Κι αυτό διότι ο άσχετος και ανίκανος συμπατριώτης μου δημόσιος υπάλληλος, έγραψε στην άδεια της μηχανής 0930 και στην πινακίδα 930. Κι αυτοί γνήσιοι απόγονοι του προηγουμένου καθεστώτος, γραφειοκράτες ανεγκέφαλοι, με περισσή απάθεια μου λένε: "Κυριέ μου, δεν εισέρχεστε, γυρίστε πίσω." Πού να γυρίσω ρε παιδιά τους λέω, έχω κάνει 2.500 χιλιόμετρα για να φθάσω μέχρι εδώ. Αυτοί ανένδοτοι. Η ουρά πίσω μου ξεπερνούσε τα 300 αυτοκίνητα, με τους οδηγούς να κορνάρουν και να διαμαρτύρονται. Κομφούζιο. Μέχρι και ο διοικητής ήρθε. Τελικά, με τα παρακάλια της γυναίκας μου μας άφησαν να περάσουμε. Έχεις τον τρόπο της... Πάω να βάλω εμπρός, μπαταρία νεκρή. Τα αυτοκίνητα να κορνάρουν πλέον μανιωδώς. Σπρώχνουμε την μηχανή, αλλά άντε να την ανεβάσεις φορτωμένη από τα μεταλλικά υπερυψωμένα σαμαράκια των συνόρων. Εννοείται ότι ουδείς φιλοτιμήθηκε να βοηθήσει. Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα να αποσυνδέσω τα φωτά, αφού ανάβουν βλακωδώς μόλις ανοίξεις τον διακόπτη. Και ως εκ θαύματος πήρε εμπρός κι εγώ γλύτωσα το εγκεφαλικό.
Η πόλη του Batumi απείχε ελάχιστα από τα σύνορα. Σαν πόλη δεν έλεγε τίποτα, εκτός της παραλιακής ζώνης που ήταν εντυπωσιακή συνδυάζοντας πάρκο, πεζόδρομους και παραλία για τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα, την οποία στόλιζαν και μερικά υπερ-μοντέρνα αλλά ιδιαιτέρως κακόγουστα κτίρια και πολλά από αυτά εγκαταλειμμένα. Οι πολυκατοικίες έτοιμες να καταρρεύσουν, τα αυτοκίνητα τζιπ και Mercedes με μαύρα τζάμια ή ετοιμόρροπα χρέπια, Lada τα περισσότερα. Όχι, δεν θα ξαναπήγαινα, αλλά για να μην είμαι και πολύ αυστηρός οφείλω να σας πω ότι στα όρια της πόλης υπήρχε ένας εξαιρετικός τεράστιος και περιποιημένος βοτανικός κήπος, με κάθε είδος δέντρου και πλημμυρισμένος από ολάνθιστα λουλούδια.
Η γυναίκα μου γράφει στο ημερολόγιο της: "Ούτε η χώρα μου αρέσει, ούτε οι άνθρωποι της. Αφήστε που τα μισά αυτοκίνητα είναι δεξιοτίμονα γιατί λένε ότι στοιχίζουν λιγότερο, οπότε όταν προσπερνάνε αντιλαμβάνεστε ότι δεν έχουν την παραμικρή ορατότητα, ειδικά όταν δεν υπάρχει συνεπιβάτης κι έτσι όποιον πάρει ο χάρος. Αν κάνεις το λάθος να βγεις ανάμεσα από τα αυτοκίνητα μπροστά τους στο φανάρι, θα κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να σε κλείσουν και να σε πετάξουν έξω από το δρόμο. Δυστυχώς η φήμη την Γεωργιανών δεν είναι τυχαία."
Την επομένη φτάνουμε στο Kutaisi. Με 16 ευρώ μένουμε στην πολύ καλή πανσιόν Diplomat, την οποία αναφέρω γιατί το δωμάτιο πρέπει να ήταν ακριβές αντίγραφο της κρεβατοκάμαρας της Μαρίας Αντουανέτας στις Βερσαλίες! Η αποθέωση του κιτς. Στην πόλη υπήρχε ο ενδιαφέρον καθεδρικός ναός Bagrati, ο οποίος ανήκει στους πολιτιστικούς θησαυρούς της ανθρωπότητας σύμφωνα με την Ουνέσκο και στα έξι χιλιόμετρα ήταν το μοναστηριακό συγκρότημα Gelati με ωραίες αγιογραφίες. Σε δυο χιλιόμετρα από αυτό, υπήρχε και το μοναστήρι της Motsameta με εκπληκτική θέα στο διπλανό φαράγγι και στην γύρω περιοχή. Σ' αυτά πήγαμε με marshrutkas, τα ιδιωτικά, αφάνταστα κλειστοφοβικά, βανάκια που εκτελούσαν το συγκεκριμένο δρομολόγιο και αν ήξερα πως οδηγούσαν -παρ' όλο που μετέφεραν ανθρώπους- ούτε γράμμα δεν θα έστελνα. Αχαρακτήριστη οδήγηση.
Θέλω να σας ενημερώσω ότι τα περισσότερα αξιοθέατα, τόσο στην Γεωργία όσο και στην Αρμενία, είναι μοναστήρια και εκκλησίες. Παρά το ότι αδιαφορώ πλήρως, για να μην πω ότι διάκειμαι και εχθρικά προς όλα τα δόγματα, οφείλω να ομολογήσω ότι κάποια από τα εκκλησιαστικά συγκροτήματα παρουσίαζαν μεγάλο αρχιτεκτονικό και αισθητικό ενδιαφέρον. Στην περιοχή υπήρχαν και δυο σπήλαια, ένα μικρό και ένα τεράστιο. Τα επισκεφθήκαμε και τα δύο. Στο μικρό, το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν τα ίχνη των δεινοσαύρων επάνω στο βράχο, ενώ το μεγάλο και επονομαζόμενο σπηλαίο του Προμηθέα ήταν εξόχως εντυπωσιακό με εξαιρετικό φωτισμό και η έκπληξη ήταν ότι αν ήθελες έβγαινες με βάρκα μέσα από υπόγειο ποταμό, όπως και κάναμε.
Ταξιδεύοντας για την πρωτεύουσα Tbilisi, ή Τιφλίδα για τους Έλληνες, κάναμε μια στάση στο Gori για να θαυμάσουμε το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες, υπεύθυνος όπως λέγεται για τον άμεσο ή έμμεσο θάνατο 60.000.000 ανθρώπων. Πρόκειται για τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, ο οποίος πέθανε πριν από 62 χρόνια στη Μόσχα και ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος που δεν ξεπερνούσε το 1,62 μέτρα. Ο κακοποιημένος γιος ενός φτωχού, αλκοολικού γεωργιανού τσαγκάρη, ο Josef Vissarionovich Djughashvili -μελλοντικός Στάλιν- είχε αναπηρία στο αριστερό του χέρι, δυσμορφία στο πόδι και πρόσωπο σημαδεμένο από την ευλογιά. Κατάφερε ωστόσο να γίνει ένας από τους πιο διάσημους και αμφιλεγόμενους ηγέτες στην Ιστορία. Πάντως βγάλαμε φωτογραφίες κάτω από το άγαλμά του, ίσως το μοναδικό εναπομείναν αφού παγκοσμίως όπου αλλού υπήρχαν, ο κόσμος τα κατάστρεψε μετά μεγάλης μανίας.
Στην Τιφλίδα, στο ξενοδοχείο που είχα κλείσει μέσω internet, ο ρεσεψιονίστ και ιδιοκτήτης του με απόλυτο θράσος με ενημερώνει πως δεν υπάρχει δωμάτιο γιατί θέλει λέει να του κάνει ανακαίνιση! Καθ' ότι απωθητική αγριόφατσα δεν με έπαιρνε να κάνω φασαρία, οπότε αποχώρισα εξοργισμένος. Εν τω μεταξύ είχε νυχτώσει και μέσα στο κυκλοφοριακό χάος η φορτωμένη η μηχανή μέχρι τα μπούνια, σε μια ιδιαίτερα ανηφορική στροφή μου σβήνει, ενώ ανάβει και το κόκκινο φωτάκι της θερμοκρασίας. Όλοι να κορνάρουνε σαν παλαβοί "ευγενέστατα" (α ρε Γαλλία και Γερμανία με τον πολιτισμό σας), η μηχανή να μην παίρνει μπροστά με τίποτα, η γυναίκα μου να παιδεύεται να κρατήσει κόντρα να μην με πάρει προς στα πίσω στην προσπάθεια μου να την γυρίσω και ούτε ένα γαϊδούρι να προσφερθεί να βοηθήσει. Την ίδια μέρα γραφεί στο ημερολόγιο της: "Μανιακοί, τελείως τρελοί και αγενείς". Κατά καλή μας τύχη, αφού είχα απογοητευθεί μην βρίσκοντας ξενοδοχείο, βλέπω δυο νεαρούς πάνω σ' ένα RR. Tους σταματάω και τους ρωτώ αν έχει πάρει το μάτι τους κανένα μοτέλ στην περιοχή. Ο κατά τα άλλα ευγενικός μηχανόβιος, του οποίου η εμφάνισή παρέπεμπε σε αρχηγό συμμορίας, προθυμοποιήθηκε όντως να με οδηγήσει σε κάποιο που ήξερε. Και το λέω αυτό γιατί όλο το σώμα του ήταν καλυμμένο με τατουάζ όπλων! Πιστόλια, καλάζνικοφ, ούζι, μαχαίρια και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας, κατελάμβαναν το σώμα του. Πολύ επιφυλακτικός τον ακολουθώ και όντως με οδηγεί σε κάποιο που ήταν gay friendly, αφού όλο το άρρεν προσωπικό γουργούριζε σαν γατούλες του σεξ. Να πω και την αμαρτία μου, όταν παίρναμε ταξί δεν έδινα στον ταξιτζή το όνομα του ξενοδοχείου αλλά του δρόμου... Όσο για το δωμάτιο, ήταν το ποιο παράξενο ή πρωτότυπο που έχω συναντήσει όλα τα χρόνια που ταξιδεύω. Εκτός του ότι ήταν τεράστιο, ίσως και 80 τετραγωνικά, στο κέντρο είχε και ένα επίσης τεράστιο μπιλιάρδο με όλο τον εξοπλισμό. Οποίος ενδιαφέρεται πάντως, μπορώ να του δώσω το όνομα του ξενοδοχείου γιατί μπορεί να του αρέσει το μπιλιάρδο…
Παρά το γεγονός ότι ολόκληρη η Γεωργία σαν χώρα βρίσκεται σε απόλυτη παρακμή και εγκατάλειψη, όπως εξ άλλου και η όμορη Αρμενία, την πρωτεύουσα Τιφλίδα με τους 1.7000.000 κατοίκους θα την χαρακτήριζα ενδιαφέρουσα με κάποια όμορφα σημεία. Βεβαίως υπήρχαν οι φρικτές, άθλιες και τρομακτικές στην όψη δεκαπενταόροφες πολυκατοικίες, στις οποίες αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να ζουν άνθρωποι και πιθανώς κάποιοι από σας να έχουν δει αντίστοιχες στην γειτονική Βουλγαρία. Όμως, η κεντρική λεωφόρος της πόλης, η Roustaveli -κάτι σαν την δική μας Πανεπιστημίου- που κατέληγε στην παλιά πόλη, ήταν αντικειμενικά όμορφη με μεγαλειώδη καλοδιατηρημένα κτίρια, όπως η Όπερα και το Κοινοβούλιο. Η παλιά πόλη ήταν φορτωμένη με όμορφα κτίρια ωραίας αρχιτεκτονικής από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, αλλά τα περισσότερα από αυτά βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση. Υπάρχουν πάντως χαριτωμένα ταβερνάκια και καφετερίες, δυσανάλογα ακριβά, απευθυνόμενα μάλλον σε μεγαλοστελέχη και τουρίστες. Από την παλιά πόλη διασχίσαμε το ποτάμι μέσω μιας υπερ-μοντέρνας γυάλινης γέφυρας που με τίποτα δεν κόλλαγε στο περιβάλλον.
Με ταξί επισκεφθήκαμε την μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, αλλά και των γύρω χωρών, τον καθεδρικό της Αγίας Τριάδας την Tsminda Sameba, μέσα στην οποία περιφέρονταν τετράπαχοι ιερωμένοι. Είναι τουλάχιστον λυπηρό και απογοητευτικό για το ανθρώπινο είδος να σπαταλώνται κολοσσιαία ποσά για την δημιουργία μη χρηστικών κτιρίων (χρηστικό κτίριο θα χαρακτήριζα π.χ. ένα νοσοκομείο, ένα ορφανοτροφείο ή ένα γηροκομείο) την στιγμή που ολόκληρη η πόλη ήταν πηγμένη στις εκκλησίες και ο λαός εκτός της πρωτεύουσας δυστυχούσε φανερά, αναγκαζόμενος να ξενιτεύεται. Πολύ κοντά ήταν και το προεδρικό μέγαρο, που μπροστά του ο Λευκός Οίκος των ΗΠΑ φάνταζε μονόκλινο μπροστά σε σουίτα. Ειδικά με αυτό το κτίριο κατάλαβα που πηγαίνανε τα λεφτά της χώρας, αντί να φτιάχνονται δρόμοι για παράδειγμα, με αποτέλεσμα το οδικό δίκτυο να παραπέμπει στον μεσαίωνα. Στην πόλη ακόμη υπήρχαν δυο εντυπωσιακά τελεφερίκ, το ένα με κρεμαστές καμπίνες που ανέβαινε στο φρούριο Narikala, περνώντας πάνω από το ποτάμι που διέσχιζε την πόλη προσφέροντας εκπληκτική θέα, και το άλλο με ράγες ανέβαινε σχεδόν κάθετα ένα ψηλό λόφο στην κορφή του οποίου υπήρχε λούνα-παρκ με χαρακτηριστικό την πελώρια ρόδα, η οποία μαζί με την τεράστια κεραία της τηλεόρασης το βράδυ φωτίζονταν καταπληκτικά.
Τουριστικές παγίδες
Απέχοντας 20 χιλ από την Τιφλίδα, επισκεφθήκαμε την παλιά πρωτεύουσα της Γεωργίας, την Mtskheta, πάλι με marshrutkas τα ιδιωτικά λεωφορειάκια και πάλι κοψοχολιαστήκαμε με τον τρόπο οδήγησής τους. Στο κέντρο της ιστορικής πόλης, που πρώτη παγκοσμίως υιοθέτησε τον Χριστιανισμό το 334 μ.Χ., υπήρχε εντός των τειχών ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός ναός, αυτός της Ζωοδόχου Πηγής ή Svetitskhoveli που αποτελεί έναν από τους ιεροτέρους χώρους της Γεωργίας, περιέχοντας τάφους αρχαίων γεωργιανών βασιλέων και βρίσκεται στην λίστα της Ουνέσκο. Επιστρέφοντας πήραμε το μετρό για να γυρίσουμε στο κέντρο. Αυτή κι αν ήταν εμπειρία. Το τρενάκι του τρόμου. Το τρένο πήγαινε με χίλια νομίζοντας ότι θα εκτροχιαστεί ανά πάσα στιγμή μέσα στα βάθη της γης, οι επιβάτες να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά παρ' όλα αυτά φαινόντουσαν ψύχραιμοι, μάλλον συνηθισμένοι, πράγμα που μας βοήθησε να αντέξουμε.
Οι τρεις ημέρες που μείναμε στην πρωτεύουσα ήταν υπέρ αρκετές κι έτσι βάλαμε πλώρη για το Telavi, την πρωτεύουσα της ανατολικής επαρχίας του Kakheti, με πολλά παγκοσμίου φήμης οινοποιεία. Παρά ταύτα, το κρασί στην Γεωργία ήταν ακριβό με αποτέλεσμα να πίνουμε μέτριας ποιότητας μπύρες.
Η οδός Cholokashvili ήταν ένας από τους ωραιότερους δρόμους της πόλης και φαινόταν πως είχε ανακαινιστεί πρόσφατα. Τα σπίτια σε αυτή την περιοχή ήταν στολισμένα με πολύχρωμες πύλες και περίτεχνα σκαλισμένα μπαλκόνια. Όταν όμως έριξα κρυφά μια ματιά πίσω από τις πορτάρες, αντίκρισα την κακομοιριά και την δυστυχία σε όλο της το μεγαλείο. Όλο το σκηνικό ήταν μια φάρσα για τους χαζοτουρίστες. Σε μια καφετερία που καθίσαμε μας έπιασε κουβέντα η συμπαθέστατη γκαρσόνα, απόφοιτη κάποιας ανώτατης σχολής, που είχε αναγκαστικά επιστρέψει στην πόλη της και την ρώτησα για τον μισθό της. Μου είπε ότι δούλευε από το πρωί μέχρι την ώρα που κλείνανε το βράδυ, εφτά ημέρες την εβδομάδα και έπαιρνε 60 ευρώ. "Την εβδομάδα;" την ρωτάω. Όχι. Τον μήνα, μου απαντάει...
Στη πόλη υπήρχε και ένας πλάτανος 900 ετών, όπως λέγανε, που αν έκανες το γύρο του τεραστίου κορμού του τρεις φορές πραγματοποιούνταν οι επιθυμίες σου. Τον κάναμε και γι' αυτό μας έτυχαν όλα τα κακά της μοίρας μας. Αλλά γι' αυτά παρακάτω...
Εδώ συναντήσαμε και τον μοναδικό φιλικό Γεωργιανό. Ήταν ο ιδιοκτήτης του μικρού ξενοδοχείου που διανυκτερεύσαμε και ο οποίος με πολύ μεγάλη υπερηφάνεια μου έδειξε τα βαρέλια του με κρασί και τσίπουρο. Ειδικά όταν διαπίστωσε ότι έχω γνώσεις οινοποιίας, αφού βάζω σχεδόν κάθε χρόνο ένα 200άρι βαρελάκι, ενθουσιάστηκε και μου χάρισε ένα μπουκάλι τσίπουρο και ένα μεγάλο μπουκάλι κρασί. Μάλιστα, όταν το βράδυ ετοιμαζόμαστε να βγούμε για φαγητό, μας χτυπάει την πόρτα κρατώντας ένα δίσκο με 6-7 πιάτα γεμάτα καταπληκτικούς μεζέδες και ένα μπουκάλι κρασί. Όπως είμαστε κουρασμένοι τα καταβροχθίσαμε και πέσαμε για ύπνο. Όνομα ξενοδοχείου Κavkasioni 33. Προτιμήστε το.
Την άλλη μέρα, με την θερμοκρασία πάνω από 30 βαθμούς, κάναμε μια στάση μετά από 18 χιλιόμετρα στο μοναστήρι Alaverdi. Πράγματι άξιζε και με το παραπάνω. Πανέμορφο, περιποιημένο, στο κέντρο ενός ψηλού οχυρωμένου τείχους με θέα τον χιονισμένο Καύκασο, ήταν η χαρά του φωτογράφου. Ο από τον 11ο αιώνα καθεδρικός του μοναστηριού ήταν από τους ψηλότερους της χώρας. Ο καλόγερος που με ξενάγησε σε άπταιστα αγγλικά, έμοιαζε με φυσιολογικό άτομο θυμίζοντας στέλεχος πολυεθνικής! Παρά το γεγονός ότι ήταν εξυπηρετικός, φωτογραφίες δεν με άφησε να βγάλω παρά τα παρακάλια μου. Βγαίνοντας από την πύλη με πλησίασε ένας κύριος και σε άπταιστα ελληνικά, αφού είχε δει τις πινακίδες της μηχανής και είχε εργαστεί στη χώρα μας -όπως εξ άλλου και ο μισός πληθυσμός της Γεωργίας- μας συστήθηκε και μας είπε λίγα πράγματα για την μονή. Μεταξύ άλλων μας είπε το πόσο πλούσιο είναι το μοναστήρι, από το πανάκριβο κρασί γκουρμέ που εξάγει στην Αμερική και ότι οι καλόγεροι του δεν είναι ιερωμένοι (αυτό το είπε ειρωνικά) αλλά πλούσιοι businessman.
Το άθλιο οδικό δίκτυο με τις άπειρες παγίδες ταλαιπώρησε τόσο την μηχανή, αφού η τσιμούχα του ενός καλαμιού παρέδωσε το πνεύμα δικαίως, όσο και την μέση μου, αυτή όχι εμφανώς αλλά ύπουλα αφού όταν οδηγούσα δεν πόναγα. Πονούσα όμως όταν περπάταγα λίγο παραπάνω από το κανονικό. Ίσως να φταίει και η ηλικία...
Θρησκείας overdose
Το βράδυ θα διανυκτερεύαμε στο Signaghi, μια πόλη που θεωρείται η Αράχωβα ή το Μέτσοβο της Γεωργίας. Πηγαίνοντας προς τα εκεί βλέπω μια καφέ ταμπέλα που οδηγούσε σε μικρή απόσταση, υπέθεσα σε κάτι ενδιαφέρον, που τελικά ήταν άλλο ένα μοναστήρι. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα, ας το δούμε κι αυτό αφού το είχα πάρει απόφαση ότι μετά από αυτό το ταξίδι είχα εξασφαλισμένη Α' θέση στον παράδεισο. Τώρα αν ήθελα να πάω, αυτό είναι άλλο θέμα. Διότι ο μεγάλος Αμερικάνος συγγραφείς Mark twain είχε πει: "Να πας στον παράδεισο για το κλίμα και στην κόλαση για την παρέα". Όντως, βλέπω μια κλειστή περιοχή που την φιλούσαν ένστολοι. Μέσα υπήρχε κόσμος που φαινόταν κάτι να περιμένει. Τους παρακάλεσα να βάλω μέσα την μηχανή, πράγμα που μου απαγόρευσαν γελώντας ειρωνικά και σπάζοντας πλάκα. Γενικά όλος ο λαός ήταν ασυμπάθηστος. Ρωτώ πού βρίσκεται το μοναστήρι και μου δείχνουν έναν ανηφορικό δρόμο χωρίς άλλη πληροφορία. Εδώ κοντά σκέφτηκα θα είναι και ξεκίνησα μόνος. Ο ανήφορος πήρε κλίση 40 μοιρών (ναι, μην γελάτε) και μετά από 50 μέτρα σκέφτηκα να επιστρέψω, αφού μου είχε βγει η γλώσσα. Ρωτώ και μια παρέα που κατέβαινε τον κατήφορο πόσο απέχω. Ξέχνα το, μου λένε, γύρνα και περίμενε το λεωφορείο. Σιγά μην μου λέγανε ότι υπήρχε κάτι τέτοιο. Αυτό και κάναμε. Εμφανίστηκε ένα αρχαίο χρέπι Mercedes που μαζί με μας πήρε και μια παρέα ανδρών.
"Να πας στον παράδεισο για το κλίμα και στην κόλαση για την παρέα"
Το ερείπιο περιέργως άρχισε να ανεβαίνει την απίστευτη κλίση σαν άρμα μάχης. Είπα να αρχίσω να πιστεύω! Μέχρι εκεί έφθασα από την τρομάρα μου. Τελικά φθάσαμε μέσα σ ένα σύννεφο μαύρου καπνού, η ανδροπαρέα είδε τα κτίρια μέσα σε 5 λεπτά και επέστρεψε στο σούργελο, του οποίου ο οδηγός άρχισε να μου κορνάρει αγενέστατα να φύγουμε. Φυσικά δεν προλάβαμε να δούμε τίποτα από την μονή Nekresi. Μετά λίγα χιλιόμετρα συναντήσαμε την διασταύρωση για το φημισμένο χωριό. Τα εννέα χιλιόμετρα από τη μονή μέχρι το χωριό ήταν τα καλύτερα που συναντήσαμε σε όλη τη χώρα. Όσο για το χωριό θα έπρεπε να κάνει χαρακίρι αν συναντούσε ένα από τα ελληνικά χωριά που προανέφερα. Απλά συμπαθητικό. Σε μια απ' τις πλατείες του χωριού νοικιάζανε γουρούνες και γινότανε το έλα να δεις από τις μαγκιές, αλλά και την φοβερή ηχορύπανση. Το σίγουρο ήταν ότι κάποιος θα χτύπαγε. Αναρωτήθηκα γιατί δεν επεμβαίνει η Αστυνομία. Και όντως επενέβει. Ο μπάτσος, γιατί θα ήταν ντροπή να τον πω αστυνομικό, εμφανίστηκε με ένα άλλο ATV για να κάνει κόντρες με τους κάγκουρες! Ημερολόγιο Νανάς: "Φτύνουν στο δρόμο, μας κοροϊδεύουν γιατί δεν καταλαβαίνουμε την γλώσσα... Βρε παιδιά έπρεπε να βλέπατε το γκαρσόνι που μας εξυπηρέτησε στο ρεστοράν. Για πολλές κλοτσιές! Μας εξυπηρέτησε πάντως ένας ευγενέστατος γέρος ταξιτζής."
Πολλοί ταξιδευτές βγάζουν λάθος συμπεράσματα για τους ανθρώπους των χωρών που επισκέπτονται, επειδή ζητάνε πληροφορίες από άλλους μηχανόβιους ή λέσχες μοτοσυκλέτας. Η αλήθεια είναι ότι με τον τρόπο αυτό πετυχαίνεις σχεδόν πάντοτε καλά αποτελέσματα κατά το "είδε ο γύφτος την γενιά του και αγαλλίασε η καρδιά του". Έτσι μπερδεύουν την συναδερφική αλληλεγγύη με την ευγένεια και την φιλοξενία. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα συνήθως είναι τελείως διαφορετική. Εμείς σε καμία πρώην Σοσιαλιστική Δημοκρατία πλην της Ρουμανίας και της Αλβανίας, δεν συναντήσαμε ιδιαίτερα ευγενικούς ανθρώπους εκτός εξαιρέσεων.
Των Μιχάλη & Αθηνάς Παπαδάκου φωτό: των ιδίων