Αρμενία– Γεωργία – Τουρκία (Μέρος Β’)

Κάθε χιλιόμετρο και πρόκληση!
20/8/2017

Ένα ταξίδι είναι πάνω απ' όλα μια βιωματική εμπειρία, που μας διδάσκει, μας κάνει σοφότερους και αποτελεί κέρδος, έστω κι αν όλα αυτά που ζούμε δεν συγκαταλέγονται ακριβώς στις… ευχάριστες αναμνήσεις. Το συγκεκριμένο ταξίδι στην Αρμενία και η επιστροφή στην Ελλάδα μέσω Γεωργία και Τουρκίας μας μαθαίνει ότι καλό θα είναι να μην μπερδεύουμε την φιλοξενία με την συναδελφική αλληλεγγύη γιατί κατά κανόνα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και στις δυο χώρες οι άνθρωποι δεν ήταν ούτε φιλικοί, ούτε φιλόξενοι

Διαβάστε το 'Α Μέρος

Τα σύνορα με την Αρμενία στο Bagratashen απείχαν 100 χιλιόμετρα. Κοντά ε; Με ένα ΧRθα χρειαζόταν μιάμιση ώρα. Για street μηχανή τέσσερις! Με το που περάσαμε την μπάρα και μπήκαμε στην χώρα βλέπω κάποιον να τρέχει καταπάνω μας χειρονομώντας έντονα. Ωχ, σκέφτηκα. Κάτι θα έκανα. Κατέβα, μου λέει, και ακολούθα με. Μπαίνω σ'ένα καμαράκι, όπου μου ζητάει 50 ευρώ. "Γιατί;", τον ρωτάω."Ασφάλεια για την μηχανή", μου απαντάει, "για 10 ημέρες". Ρε φίλε, του λέω, στην πατρίδα μου τόσο είναι για πέντε μήνες. Απάντηση: "Εσείς οι Έλληνες έχετε λεφτά". "Κι αν δεν πληρώσω;", τον ρωτάω. Τότε μου δείχνει ένα σταματημένο περιπολικό λέγοντας: "Με το που θα βγεις από δω θα σε σταματήσει και θα στην ζητήσει"! Εννοείται ότι τα πλήρωσα. Και ξεκινήσαμε για το Yerevan.

Στο πρώτο χιλιόμετρο ο δρόμος καλός. Ωραία, σκέφτηκα, πολιτισμός όχι όπως στην Γεωργία. Ρε είμαι πολύ γκαντέμης. Τι ήταν να το σκεφτώ; Όνειρο τέλος. Ο δρόμος βομβαρδισμένος. Όπου δεν υπήρχαν τρύπες να σε ρουφήξουν υπήρχαν εκατομμύρια μπαλώματα. Πρώτη και 10km/h. Ξαφνικά ακούω σειρήνα περιπολικού. Κάνω στην άκρη για να προσπεράσει, όμως αυτοί ήθελαν εμένα. Κατεβαίνουν και μου ζητάνε χαρτιά και ασφαλιστήριο (!). Τους τα δείχνω και μου ανακοινώνουν ότι πήγαινα με 50. Ούτε Navara δεν θα πήγαινε με τόσα στο κομμάτι αυτό. Οπότε κι εγώ βγάζω την υπηρεσιακή μου ταυτότητα και τους δηλώνω Έλληνας αστυνομικός (είμαι ένστολος, αλλά όχι αστυνομικός).Στενοχωρήθηκαν γιατί δεν τους έπαιρνε να μου ζητήσουν λεφτά αλλά με ρώτησαν αν ήμουν ανώτερος τους. Δήλωσα Στρατηγός! Με χαιρέτησαν δια χειραψίας κι έφυγαν. Πάλι καλά. Παρόλο που έκανα το ίδιο όταν με σταμάτησαν στο Gyumri όπως διαβάσατε στην αρχή του ταξιδιού, το κόλπο τότε περιέργως δεν έπιασε.

Ο καιρός εν τω μεταξύ αγρίεψε και πήγαινε για καταιγίδα. Σταματώσε μια εγκαταλελειμμένη λαϊκή αγορά στην άκρη του δρόμου να βάλουμε αδιάβροχα. Δίπλα υπήρχε ένα ξύλινο κουτί σαν τουαλέτα. Δεν μπήκα μέσα επειδή σιχάθηκα και πήγα από πίσω. Ξαφνικά η γη υποχωρεί και πέφτω μέσα στο βόθρο! Καλά λέω ότι δεν υπάρχει Θεός. Εννοείται ότι χτύπησα λιγάκι, όμως το σπουδαιότερο ήταν πως τα απόβλητα ήταν πολυκαιρισμένα και στεγνά οπότε την γλύτωσα. Κάτι ήταν κι αυτό…

 

Η χώρα των δύο όψεων

Η πρώτη πόλη που συναντήσαμε ήταν το Alaverdi. Η κόλαση επί της γης. Βρωμερή, άθλια και μισοκατεστραμένη. Άδεια κτίρια με τα παράθυρα σπασμένα δίπλα σε ερειπωμένες πολυκατοικίες, που όμως ζούσαν άνθρωποι, και κάτι φουγάρα ύψους 100 μέτρων μέσα στο κέντρο της. Ξερνάγαμε μαύρο καπνό που κάλυπτε τα πάντα που με έκανε να σκεφτώ το βιβλίο του Τάκη Λαζαρίδη, "Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι". Μπορεί να φθάσαμε σαν χώρα εκεί που φθάσαμε, αλλά βρε αδελφέ περάσαμε και μερικές δεκαετίες καλά, όπως και να το κάνουμε. Μέχρι την πρωτεύουσα συναντήσαμε δεκάδες κατεστραμμένα σκουριασμένα και εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Ούτε ένα σε λειτουργία σε ολόκληρη την Αρμενία δεν είδαμε. Ούτε ένα, έτσι για δείγμα. Κανένας δεν μου έλυσε την απορία με τι πόρους ζούνε αυτοί οι άνθρωποι. Τελικά μετά από 300 χιλιόμετρα και 8 ώρες ασύλληπτου μαρτυρίου, φθάσαμε στο Yerevan. Μείναμε στο πρώτο ξενοδοχείο που συναντήσαμε και εδώ ήμουν τυχερός γιατί το δωμάτιο ήταν πολύ καλό, αλλά του προσωπικού σε κάποια άλλη ζωή πρέπει να τους είχα δολοφονήσει την οικογένεια γιατί δεν εξηγείται τόση αγένεια και ξινίλα.

Ντουζάκι, ταξί και στο κέντρο της πόλης. Φτάνουμε και παθαίνουμε σοκ. Η απόλυτη ομορφιά. Η πλατεία ήταν τέλεια. Απίστευτη. Καταπληκτική. Εκπληκτική. Και λίγα λέω. Τα ημικυκλικά κτίρια από ροζ γρανίτη κύκλωναν ένα σιντριβάνι, τα νερά του οποίου χόρευαν ενώ τα φώτιζαν εκατοντάδες αμφίβιοι προβολείς υπό τους ήχους μουσικής που ποίκιλε από ροκ μέχρι κλασσική, ενώ ακούσαμε ακόμη και τα παιδιά του Πειραιά. Πολύς κόσμος, πανέμορφες κοπέλες, καλοντυμένες, συνοδευόντουσαν από τους πιο άσχημους άνδρες που υπάρχουν στην γη.Μοντέλα δίπλα σε κουασιμόδους. Σοκαριστικό... Εν πάσει περιπτώσει, η πόλη του 1.000.000 κατοίκων -όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό που θα π - για μένα ήταν ωραιότερη και από την Βιέννη. Μεγαλειώδης, πεντακάθαρη, χλιδάτη. Όλος ο κόσμος έξω πλημμύριζε τα ακριβά καταστήματα, τους πεζόδρομους και τις καφετέριες. Βέβαια, αυτή η ομορφιά δεν ήταν τυχαία αφού η πόλη κατασκευάστηκε εξ αρχής προκειμένου να αποτελέσει το πρότυπο του Σοβιετικού ιδεώδους στην πολεοδομία. Επισκεφθήκαμε όπως έπρεπε το μουσείο της γενοκτονίας των Αρμενίων αλλά και το μουσείο Cafesjian Museum of Art,άλλο καταπληκτικής έμπνευσης κτίριο το οποίο σκαρφάλωνε σε ένα λόφο της πόλης και τα εκθέματα τα έβλεπες βρισκόμενος επάνω σε κυλιόμενες σκάλες, ενώ από τεράστιες βεράντες σε διάφορα επίπεδα διακοσμημένες με υπερμοντέρνα σιντριβάνια,είχες και μια υπέροχη θέα της πόλης αλλά και της μπροστινής πλατείας που κοσμείτο από αγάλματα του διάσημου γλυπτή Fernando Botero. Περπατήσαμε τόσο πολύ, που το παντελόνι μου έλιωσε και αγόρασα καινούργιο. Το βράδυ όμως μετά από 12 ώρες καθημερινό περπάτημα, το παυσίπονο ήταν απαραίτητο. Αυτό το περπάτημα το πλήρωσα με το παραπάνω. Τρεις μήνες καλοκαιριάτικα στο κρεβάτι...

Περιπετειών συνέχεια…

Με ορμητήριο το Yerevanεπισκεφθήκαμε την ίδια μέρα το μοναστήρι Khor Virap κάτω από το Αραράτ και κολλητά με τα σύνορα της Τουρκίας, που όμως δεν έλεγε σπουδαία πράγματα, και μετά το μοναστήρι Geghard που πραγματικά άξιζε αφού βρισκόταν συν τοις άλλοις σε υπέροχο μέρος. Σε κάποια μάλιστα από της εκκλησίες του υπήρχε μια λακκούβα με αγιασμένο (;) νερό. Τώρα πως τα καταφέραμε και πέσαμε μέσα, δεν το καταλάβαμε. Ευτυχώς που δεν υπήρχε κόσμος, αφού σε αυτό βούταγαν κύπελλα και το έπιναν για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Μετά πήγαμε στον αρχαίο ναό του Garni. O ναός ήταν της ελληνιστικής εποχής αφιερωμένος στον ήλιο, σωστά αναστηλωμένος και πολύ εντυπωσιακός, χωρίς φυσικά να φθάνει το μεγαλείο ενός Παρθενώνα. Στην πορεία προς το Garni,ξεκίνησαν και τα μεγάλα προβλήματα που με ταλαιπώρησαν για μεγάλο διάστημα. Το πρόβλημα ξεκίνησε μέσα στο Yerevanκαι κορυφώθηκε σε ένα απλό ανήφορο έξω από την πόλη. Έβλεπα ότι η θερμοκρασία του κινητήρα ανέβαινε και το βεντιλατέρ δεν σταματούσε, το απέδωσα όμως στο έντονο μποτιλιάρισμα. Σε μια στιγμή ανάβει το κόκκινο λαμπάκι της υπερθέρμανσης.

Φρένο, στην άκρη, ενώ με ζώσανε και τα φίδια. Περίμενα κανένα μισάωρο, έσβησε και συνέχισα. Η θερμοκρασία όμως δεν κατέβαινε από τους 100 βαθμούς και μέσα μου ανησυχούσα.

Πάντως οι δρόμοι γύρω από την πόλη ομολογώ ότι ήταν άψογοι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Εννοώ σε μια ακτίνα 50 χιλιομέτρων γύρω από αυτήν. Μετά από αυτά τα 50 άρχιζε το δράμα, αφού ήταν τελείως κατεστραμμένοι όπως εξάλλου ολόκληρη η χώρα πλην του Yerevan. Πόλη κράτος. Κάτι σαν την αρχαία Αθήνα.

Επόμενος προορισμός η λίμνη Sevan. Ο φαρδύς δρόμος που από μακριά θύμιζε αυτοκινητόδρομο ήταν γεμάτος επικίνδυνες παγίδες και -το σπουδαιότερο- η λίμνη ήταν μαύρο χάλι. Ξεκοιλιασμένα ερειπωμένα ξενοδοχεία, παράγκες, σκουπίδια, θλίψη και παρακμή. Μην πάτε. Για δυο ενδιαφέροντα εκκλησάκια σ ένα ακρωτήρι της λίμνης δεν άξιζε τον κόπο.

Αυτό που είχε όμως ενδιαφέρον ήταν το νεκροταφείο στην πόλη Noratus που απείχε μόνον 40 χιλιόμετρα από τη άσχημη και άθλια πόλη της Sevan. Ο χώρος χωριζόταν στα δυο. Το σύγχρονο και το παλιό. Ακόμη και του νέου τα μνήματα ήταν τόσο εντυπωσιακά που οι κάτοικοι του πάμπτωχου χωριού θα πρέπει να αποταμίευαν χρήματα από την μέρα που γεννήθηκαν για την κατασκευή αυτών των τεραστίων και περίτεχνων μνημάτων. Αν δεν έβλεπα τις φωτογραφίες των νεκρών θα νόμιζα ότι πρόκειται για αυτό που ήρθα να δω. Στον παλιό τομέα οι επιτύμβιες στήλες, τα διάσημα khachkars, ηλικίας εκατοντάδων ετών καλυμμένες τώρα από τα βρύα και την πατίνα του χρόνου, ήταν σκαλισμένες με μεγάλη τέχνη με ρόδακες, σταυρούς αλλά και σκηνές από την ζωή του θανούντος.Ένα δημοφιλές παραμύθι που σχετίζεται με το νεκροταφείο, αφορά την εισβολή του στρατού του Ταμερλάνου στην πόλη. Σύμφωνα με μια ιστορία, οι χωρικοί τοποθέτησαν κράνη στην κορυφή των khachkars. Αυτά από απόσταση έμοιαζαν με ένοπλους στρατιώτες που κατείχαν αμυντική θέση, με αποτέλεσμα ο στρατός του Ταμερλάνου να υποχωρήσει.

Όταν έφτιαχνα το ταξίδι είχα τσεκάρει και δυο καταρράχτες. Ο πρώτος ήταν στην πόλη Jermuk. Η πόλη των 7.000 κατοίκων ήταν γραφική αλλά παρακμασμένη και λίγο μελαγχολική, ίσως επειδή λόγω εποχής δεν είχε καθόλου κόσμο και έκανε αρκετή ψύχρα. Υπήρξε τουριστικό θέρετρο για τα μέλη της κομουνιστικής νομενκλατούρας, δηλαδή της αριστοκρατίας του κόμματος-ξέρετε αυτών που ήταν ίσοι αλλά μερικοί ήταν πιο ίσοι από τους άλλους- όχι μόνον της Αρμενίας, αλλά όλης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με ξεπεσμένα σήμερα αριστοκρατικά ξενοδοχεία και μια όμορφη μικρή λιμνούλα στο κέντρο της. Ο καταρράχτης της όμως δεν παιζότανε. Εντυπωσιακός, πανέμορφος και λαμπερός παρόλο που δεν έπεφτε κάθετα αλλά έγλυφε τα γκρίζα γλιστερά βράχια.

Ατελείωτες εκπλήξεις

Μετά συνεχίσαμε για το Goris από ένα κατ' ευφημισμό δρόμο που μόνον για Lada Niva που δεν το λυπόσουν έκανε, προκειμένου να δούμε -τι άλλο;- ένα ακόμη αρχαίο μοναστήρι. Η πόλη τώρα… Φαντάζομαι έχετε δει ταινίες με θέμα τη Γη μετά το Γ' παγκόσμιο πόλεμο. Φρίκη! Αυτή δεν ήταν πόλη. Σκηνικό του Χόλυγουντ για ταινίες τρόμου ήταν. Τα ζόμπι μόνον λείπανε. Για κλάματα. Ευτυχώς που δεν νικήσατε σύντροφοι...

Την άλλη μέρα πήγαμε να επισκεφθούμε το περίφημο μοναστήρι του Tatev του 9ουαιώνα, και αυτό στην λίστα της Unesco, που στην ακμή του είχε 600 μοναχούς. Το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ από το άγχος μου αφού έπρεπε να γυρίσω πίσω για 17 χιλιόμετρα από τον ίδιο "μη-δρόμο". Α! Και η άλλη τσιμούχα του πιρουνιού αποδήμησε εις Κύριον, ενώ χαθήκαν και τα αντίβαρα του τιμονιού μαζί με τις μισές βίδες της μηχανής. Τα υγρά είχαν πλημμυρήσει τα μπροστινά φρένα που δούλευαν από καθόλου φρένο, σε ξαφνικό μπλοκάρισμα, αν επέμενες. Για να πας στο μοναστήρι υπήρχε τελεφερίκ. Ωχ, σκέφθηκα, αν είναι σαν την πόλη τη βάψαμε. Φθάνω στο πάρκινγκ και τη να δω. Μάλλον είχαμε διακτινιστεί σε άλλο μέρος. Η απόλυτη τελειότητα. Η τεχνολογία στο μεγαλείο της! Μέχρι κούκλες συνοδούς είχαν τα βαγόνια, άψογα ντυμένες σαν μανεκέν της Versace. Πιέζαμε με την γυναίκα μου το στόμα μας να κλείσει από την έκπληξη. Το συγκεκριμένο τελεφερίκ πήγαινε οριζόντια διανύοντας την μεγαλύτερη απόσταση στον κόσμο, περνώντας επάνω από δύο βουνά!

Η θέα ανεπανάληπτη έκοβε την ανάσα όπως και η όμορφη τελεφερικο-συνοδός. Παρένθεση: Οι κοπέλες σε όλη την Αρμενία είναι καρακουκλάρες, ακόμη και στο τελευταίο χωριό. Το μοναστήρι θα το χαρακτήριζα μέτριο, αφού όπως με ενημέρωσαν τα λεφτά χρησιμοποιηθήκαν για το τελεφερίκ και δεν έφθασαν για την αναστύλωσή του. "Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι" που λέει και ο Αστερίξ.

Αφού είδαμε άλλον ένα καταρράχτη στην πόλη Sisian, απλώς χαριτωμένο, επιστρέψαμε στο Yerevan. Ευτυχώς στο ίδιο ξενοδοχείο το δωμάτιο μας ήταν κενό. Αυτήν την πόλη δεν ήθελα να την αποχωριστώ. Πάρτε το αεροπλάνο και πηγαίνετε αν σας δοθεί η ευκαιρία. Και δεν είναι καθόλου ακριβά, αφού το φαγητό ήταν πάμφθηνο, το ταξί κόστιζε για κάθε διαδρομή 1,80 ευρώ! Όσο για την βενζίνη είχε 0,90 ευρώ το λίτρο. Στην Γεωργία ήταν φθηνότερη κατά 10 λεπτά. Παρά ταύτα, οι ντόπιοι την θεωρούσαν πανάκριβη και χρησιμοποιούσαν αέριο. Βλέπετε ο μέσος μισθός στην Αρμενία είναι262 ευρώ στην Γεωργία 207 ευρώ και στην Ελλάδα 712 ευρώ.

Τελικά με μισή καρδιά αναχωρήσαμε από την πανέμορφη πόλη του Yerevan. Ενώ ακόμη ήμουν στα προάστια, κοιτάζω το κοντέρ έτσι ώστε να είμαι στα νόμιμα όρια… νεκρό. Ταχύτης 0. Σταματώ κοιτάζω την ντίζα, κομμένη. Άντε να δω τι άλλο θα μου τύχει σκέφτηκα.

Επόμενη στάση στην Vagharshapat. Αυτή είναι μία από τις ιστορικές πρωτεύουσες της Αρμενίας και το κύριο θρησκευτικό κέντρο του αρμενικού λαού με τον καθεδρικό ναό  Etchmiadzin, την πιο σημαντική Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, που βρίσκεται στην πόλη ανεπίσημα γνωστή ως "ιερή πόλη". Τα περισσότερα κτίρια μέσα στον "ιερό" περίβολο ήταν ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας, με τον καθεδρικό να δεσπόζει πάνω απ' όλα τ άλλα. Ορδές παπάδων περιφερόντουσαν στο χώρο αφού υπήρχε και ιερατική σχολή, όλο δε το σκηνικό ήταν εντυπωσιακό και απέπνεε έναν αέρα υπερβολικής πολυτελείας και χλιδής, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη περιοχή, εκτός όπως σας είπα της πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν αν πέφταμε μέσα. Σταμάτησα από περιέργεια και παρατήρησα μία, διαπιστώνοντας ότι σε βάθος 3-4 μέτρων ήταν γεμάτη σκουπίδια που σήμαινε ότι θα ήταν ανοικτή επί μήνες...

Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν

Αυτή ήταν και η τελευταία εκκλησία που είδαμε γιατί άλλες δεν άντεχα να δω. Στην κυριολεξία τις μπούχτισα. Τόσο στην Γεωργία όσο και στην Αρμενία, πλην μοναστηριών και εκκλησιών, τα υπόλοιπα αξιοθέατα ήταν περιορισμένα. Σε άλλες χώρες τουλάχιστον συναντούσες ενδιαφέροντες ανθρώπους. Εδώ δεν θα το έλεγα... Ας όψεται η κρίση. Βλέπετε το ταξίδι το σχεδίασα με γνώμονα την οικονομία. Σε άλλες εποχές θα πήγαινα μάλλον στην Σκανδιναβία ή στην Γαλλία για μια ακόμη μία φορά, σε ευγενικούς ανθρώπους που σε σέβονται και σε υπολογίζουν.

"Ήτανε στραβό το κλίμα…"

Ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στο Gyumri που θεωρείται μια από τις πλέον μελαγχολικές πόλεις παγκοσμίως και γι' αυτό ευθύνεται ο σεισμός του 1988, στον οποίο κατέρρευσαν οι χάρτινες πολυκατοικίες που κατασκευαστήκαν την εποχή του Μπρέζνιεφ, σκοτώνοντας περισσοτέρους από 25.000 ανθρώπους. Ο τότε πρόεδρος Gorbatsev παραδέχτηκε δημόσια ότι είχε κλαπεί το τσιμέντο από τους τσιμεντόλιθους και είχε απομείνει μόνον το χώμα και ζήτησε την βοήθεια των Αμερικανών.

Πριν φθάσουμε στα σύνορα, η άσφαλτος τελείωσε και πέσαμε σε χωματόδρομο. Αλλά τα Pilot 4 της Michelin, σκυλιά. Με βγάλανε ασπροπρόσωπο παρόλο που γι' αυτά ήταν το δεύτερο μεγάλο ταξίδι μετά το περσινό στην Γερμανία και κρίνοντας από την κατάστασή τους σίγουρα θα βγάλουν και τρίτο. Καταπληκτικά! Και λέω σκυλιά γιατί άντεξαν στο επόμενο κομμάτι, αφού εδώ τελείωσε οτιδήποτε ξέρατε περί δρόμων. Αδυνατώ να περιγράψω την κατάσταση. Μόνον στα αθλητικά κανάλια και σε αγώνες Τrial έχετε δει κάτι παρόμοιο. Το ότι καταφέραμε να περάσουμε με μια μηχανή 650 κυβικών φορτωμένη με δυο άτομα και 50 κιλά φορτίο, αποτελεί από μονό του άθλο. Όταν καθίσαμε στην άκρη του δρόμου να ξεκουραστούμε σταμάτησε ένας αγρότης και μας προσέφερε τρία αγγούρια (!) παραγωγής του. Τα σχόλια από μέσα σας...

Επόμενη διανυκτέρευση στην πόλη Akhaltikhe της Γεωργίας. Ξεχασμένη απ' τον Θεό και αυτή, αλλά το κάστρο της ένα από τα ωραιότερα που έχω επισκεφθεί. Ανακαινισμένο στην εντέλεια. Για να μην νομίζετε ότι είμαι σε όλα αρνητικός.

Από εδώ είχαμε δυο επιλογές για να περάσουμε στην Τουρκία. Η μία σε 20 χιλιόμετρα και η άλλη από το Batumi σε 180 και από εκεί επιστροφή μέσω της διαδρομής που ήδη είχαμε κάνει. Εννοείται ότι διαλέξαμε την πρώτη.

Ο Τούρκος τελωνειακός με κοίταξε περίλυπος όταν τον ρώτησα την κατάσταση του δρόμου και η απάντηση του με αποκάρδιωσε αλλά βαρέθηκα να γυρίσω πίσω. Στην αρχή ο δρόμος ήταν άριστος. Φαίνεται ότι δεν κατάλαβε τι τον ρώτησα, σκέφθηκα. Σιγά σιγά ο δρόμος ανηφόριζε με κλίση σαν του μοναστηριού στο Nekresi και ήταν ατέλειωτος. Το λαμπάκι της θερμοκρασίας πάλι άναψε και δεν έλεγε να σβήσει. Σταματώ και πάλι, περιμένω μισή ώρα, κάνω άλλα 10 χιλιόμετρα, ξανανάβει, περιμένω, άλλα 10 και ξανανάβει. Τα νεύρα μου τσατάλια. Και το κερασάκι; Στην κορυφή κόβεται η άσφαλτος, αφού τα έργα έχουν σταματήσει και εγκαταλειφθεί από την προηγούμενη χρονιά και έχει απομείνει το γαρμπίλι μαζεμένο σε βουναλάκια εδώ κι εκεί. Η μηχανή να γλιστράει σαν μεθυσμένη και η Νανά να περπατάει δίπλα μου για χιλιόμετρα. Έχω φρικάρει. Στον κατήφορο ήταν κάπως καλύτερα μέχρι που πιάσαμε άσφαλτο. Η απολύτως τέλεια άσφαλτος. Εθνική οδός! Εμείς όμως κάθε 20 χιλιόμετρα σταματάμε για μισή ώρα και περιμένουμε να κρυώσει ο κινητήρας για να συνεχίσουμε. Ήταν φανερό πλέον ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα. Παίρνω τηλέφωνο τον μηχανικό μου τον Περικλή στο συνεργείο του Γκινοσάτη να μου πει την γνώμη του. Α, ρε Περικλή τι τραβάς με μένα που έμπλεξες. Θερμοστάτης μου λέει το πιθανότερο. Βγαλ' τον, θα κόλλησε. Βρίσκω ένα βενζινάδικο και σε μια σκιά αρχίζω να λύνω την μηχανή. Έχετε βγάλει ποτέ φαίρινγκ; Και αυτά τα βγάλαμε και την μισή μηχανή λύσαμε, που λέει ο λόγος, για να φτάσω στον θερμοστάτη με την γυναίκα μου να κάνει χρέη νοσοκόμας στο χειρούργο. Πιάσε το δεκαράκι, φέρε το σταυροκατσάβιδο και πάει λέγοντας. Τελικά τον έβγαλα, αλλά η φωλιά του ήταν χτισμένη από τα άλατα του κάκιστου αντιψυκτικού που έβαλα από το βενζινάδικο της γειτονιάς. Ξεκινήσαμε. Σε 20 χιλιόμετρα, τσουπ το φωτάκι ξανάναψε. "Καντήλια", ημίωρο διάλλειμα και πάμε...

Με αυτό τον τρόπο φθάσαμε στο Erzurum. Ανεβάζουμε τα πράγματα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που είχαμε κλείσει, αλλά internet γιοκ. Και εγώ το χρειαζόμουν σαν τρελός. Αλλαγή ξενοδοχείου στα γρήγορα και ευτυχώς το άλλο ήταν απέναντι. Ψάχνω για συνεργείο μοτοσυκλετών της Honda,δεν εμφάνιζε τίποτε. Ψάχνω για γενικό συνεργείο,πάλι τίποτα. Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκα. Η πόλη έχει 400.000 κατοίκους. Κάποιο θα υπάρχει. Μπα, τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίνω στο συνεργείο αυτοκινήτων της Honda. Με το που έφθασα το προσωπικό, που δεν είχε πιάσει ακόμα δουλειά, με καλωσόρισε και συγχρόνως με ενημέρωσε ότι το κοντινότεροι συνεργείο μηχανών ήταν στην Σαμψούντα σε 680 χιλιόμετρα και στην πόλη δεν υπάρχει κανένα αφού κανείς δεν έχει μηχανή. Οι άνθρωποι είδαν την τρομερή απογοήτευση στα μάτια μου αφού στιγμιαία μου πέρασαν απ' το μυαλό τα 2.500 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι μας και το ερώτημα "τώρα τι κάνουμε;" Κάτι είπαν μεταξύ τους και μου ανακοίνωσαν: Θα στην φτιάξουμε εμείς. Από τους πιο συστηματικούς μηχανικούς που έχουν βάλει χέρι στη μηχανή μου. Φέρανε δίπλα τον κυλιόμενο πάγκο και κάθε βίδα την έβαζαν σε ξεχωριστό κουτάκι αφού μελετούσαν πολύ προσεκτικά κάθε τι που έλυναν. Τελικά αφαίρεσαν το ψυγείο. Φυσάνε, τίποτα. Ήταν τελείως βουλωμένο. Μας προσέφεραν τσάι και μας στείλανε βόλτα να δούμε τα αξιοθέατα της πόλης τους μέχρι να το ξεβουλώσουν με χημικά. Η πόλη ήταν αντικειμενικά πλούσια, αλλά εκτός από ένα ιστορικό τζαμί που είχε μετατραπεί σε μουσείο δεν είχε κάτι άλλο να επιδείξει. Όταν μετά από τρεις ώρες επιστρέψαμε, η μηχανή ήταν συναρμολογημένη και έτοιμη για να συνεχίσουμε. Πλήρωσα 150 ευρώ που μπορεί να μου φάνηκαν πολλά (ήταν;), αλλά ας είναι καλά οι άνθρωποι (στην Σερβία μου είχαν χρεώσει 100 ευρώ για δύο μπουζί!). Πάντως πριν από δέκα χρόνια λεφτά δεν θα μου παίρνανε...

"Άριστη" εξυπηρέτηση

Επόμενη στάση στην πόλη Sivas. Την αρχαία Σεβάστεια. Ψάχνοντας για ξενοδοχείο παρκάρω μπροστά από τρία που ήταν κολλητά μεταξύ τους. Πάω στο πρώτο και ο αγενέστατος ρεσεψιονίστ μου δείχνει το μετριότατο δωμάτιο ζητώντας μου γύρω στα 50 ευρώ. Του ζητάω μια καλύτερη τιμή, αρνείται και επιδεικτικά μου γυρίζει την πλάτη. Δεν μίλησα γιατί όταν είμαι κουρασμένος και εκνευρισμένος δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω. Πάω στο διπλανό του οποίου η ρεσεψιόν ήταν στο δεύτερο όροφο. Τον ρωτώ και του λέω χαρακτηρίστηκα: "Θέλω δωμάτιο για μια νύχτα και δυο άτομα. Έχετε"; Βεβαίως μου απαντάει και μου το δείχνει, για 30 ευρώ. Κατεβαίνω φορτωνόμαστε τα 50 κιλά των βαλιτσών και ανεβαίνουμε. Με το που με βλέπει η πρώτη του κουβέντα ήταν: "Θέλω 50 ευρώ, έκανα λάθος νόμιζα ότι ήσουν μόνος σου". Κατάλαβα ότι είχε πέσει τηλέφωνο από το διπλανό. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και ξέσπασα. Άρχισα να κατεβάζω καντήλια και λοιπά γαλλικά ουρλιάζοντας κατεβαίνοντας την σκάλα. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα, θα πάω στο διπλανό. Όντως πηγαίνω και μου ανακοινώνουν ότι ήταν γεμάτο. Η περιοχή είχε πολλά ξενοδοχεία.

Σε όποιο κι αν πήγα μου δήλωναν γεμάτο, αφού θα είχαν πέσει τα σχετικά τηλεφωνήματα. Εν τω μεταξύ νύχτωσε και άρχισε να βρέχει. Κάπου έπρεπε να μείνουμε. Ρωτώ που βρίσκεται και πηγαίνω στο ακριβότερο ξενοδοχείο της πόλης. Πέντε αστέρων. Με το που με βλέπουν μου δηλώνουν κατευθείαν, γεμάτο. Ψέματα μου λες, λέω στον ρεσεψιονίστ. "ΝΑΙ" μου απαντάει θρασύτητα. Με την βροχή άρχισε και το μποτιλιάρισμα και 'μεις αρχίσαμε να μουσκεύουμε. Τελικά σταματάω σ ένα βενζινάδικο βάζω βενζίνη και ζητώ από τον υπάλληλο τον κωδικό του internet για να επικοινωνήσουμε με τα παιδιά μας. Κοιτάζω το GPS,η επόμενη πόλη μετά από 200 χιλιόμετρα. Κλείνω ξενοδοχείο καλού κακού και πάμε να ξεκινήσουμε. Βάζω μπρος, φώτα τίποτα! Εκεί τρελάθηκα. Όλα λειτουργούσαν πλην των κεντρικών φώτων. Άντε λύσε τα μισά πλαστικά μέχρι να φτάσεις στην λάμπα. Αν υπάρχει Θεός, κάηκε η Xenon. Ευτυχώς είχα μια κοινή μαζί μου και την αντικατέστησα. Οι άνθρωποι του βενζινάδικου ήταν ευγενέστατοι, μας προσέφεραν τσάι και χώρο για να ακουμπήσουμε τα πράγματα μας και με νοήματα προσπάθησαν να μας αναπτερώσουν το ηθικό. Ευτυχώς υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Ξεκινήσαμε κατά τις 12. Η βροχή σταμάτησε αλλά η θερμοκρασία έπεσε στους 5 βαθμούς. Τρέμαμε. Παρόλο που ο δρόμος και η σήμανση του άγγιζε την τελειότητα η οδήγηση ήταν μαρτυρική, αφού τα αντιθέτως ερχόμενα αυτοκίνητα δεν έκλειναν τους προβολείς τους και σε τύφλωναν. Οι κεραυνοί γύρω μας έπεφταν αμέτρητοι και το τοπίο φάνταζε εφιαλτικό. Τελικά φθάσαμε στο Tokat. Το ξενοδοχείο ήταν από τα χειροτέρα που έχω μείνει, η ώρα είχε πάει τρεις και εμείς θεονήστικοι από το πρωί. Ευτυχώς βρήκα ένα φούρνο που μόλις είχε βγάλει τα πρωινά κουλούρια και βολευτήκαμε. Με το που μπήκα στο ξενοδοχείο, άνοιξαν οι ουρανοί. Η πόλη πλημμύρισε και το νερό ξεπέρασε σε δευτερόλεπτα το μισό μέτρο. Δέκα λεπτά αν είχαμε καθυστερήσει δεν ξέρω τι θα είχαμε απογίνει.

Το ξενοδοχείο στην Άγκυρα την επόμενη ήταν κορυφαίο. Επειδή ως γνωστό το GPS έχει δικό του τρόπο σκέψης, μέχρι να το βρούμε περιδιαβήκαμε την μισή πρωτεύουσα. Τέλεια, απόλυτα ευρωπαϊκή. Η Τουρκία έχει αλλάξει. Τεραστία εργοστασιακά συγκροτήματα, χιλιάδες νταλίκες να μεταφέρουνε αυτοκίνητα σαν το δικό μου Clioκαι όλα τα αυτοκίνητα των κατοίκων ολοκαίνουργια. Ο κόσμος φαινόταν ότι ευημερούσε. Το έδειχνε και ήταν χαρούμενος. Τι κι αν μερικοί συμπατριώτες μου λένε ότι η οικονομία της είναι φούσκα σαν την δική μας και θα σκάσει. Πώς να σκάσει όταν έξω από κάθε πρωτεύουσα νομού υπήρχε μια τεραστία βιομηχανική περιοχή με υπερσύγχρονα εργοστάσια; Όσα δεν φτάνει η αλεπού...Όμως άλλαξε και η νοοτροπία των ανθρώπων. Δεν έγιναν Βούλγαροι και Γεωργιανοί, αλλά όπως ήτανε δεν είναι. Σίγουρα το χρήμα χαλάει τον άνθρωπο.

Την επόμενη φτάσαμε Κωνσταντινούπολη όπου μείναμε για δυο μέρες. Ίσως ήταν η 15ηφορά για μας στην βασιλεύουσα, που ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου. Και εδώ διαπίστωσα μια από τα ίδια. Ευχαριστημένους ανθρώπους. Ανθρώπους που διοικούνται από σοβαρούς και έμπειρους πολιτικούς και όχι από ένα τσούρμο ερασιτέχνες του αμφιθέατρου και των καταλήψεων.

Μετά από σχεδόν ένα μήνα, φτάσαμε επιτέλους σπίτι μας. Παρά το γεγονός ότι ήταν ένα φθηνό ταξίδι, ό,τι γλύτωσα το πλήρωσα στους γιατρούς και τους φυσιοθεραπευτές. Σίγουρα δεν ήταν από τα καλύτερά μας, αλλά οι μπαταρίες μας γέμισαν. Ας μην είμαστε αχάριστοι. Άντε και του χρόνου να 'μαστε καλά!

 

Κείμενο: Μιχάλη & Αθηνάς Παπαδάκου  φωτό: των ιδίων

Διαβάστε το 'Α Μέρος

 

ZONTES 703F, Κωνσταντίνος Μητσάκης - Πρώτες εντυπώσεις με ταξίδι στη Μάνη

Γη κακοτράχαλη, αδούλωτη, όπως οι άνθρωποί της: περήφανοι, σκληροτράχηλοι, ανυπόταχτοι και αυθεντικοί
Κωνσταντίνος Μητσάκης - Στη Μάνη με το Zontes 703F
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

21/3/2025

Ταξιδέψτε στην Έξω (Μεσσηνιακή) Μάνη με την ολοκαίνουρια ZONTES 703F και μυρίστε το ανοιξιάτικο μοσχοβόλημα του Ταϋγέτου. Εδώ, στο μεσαίο «πόδι» της Πελοποννήσου, το βουνό σμίγει αρμονικά με τη θάλασσα σκιαγραφώντας μ’ έναν τρόπο μοναδικό την φυσιογνωμία ενός τόπου περήφανου και ανυπότακτου, όπου και οι πέτρες ακόμη έχουν την δική τους ιστορία…

Γη κακοτράχαλη, αδούλωτη, όπως οι άνθρωποί της: περήφανοι, σκληροτράχηλοι, ανυπόταχτοι και αυθεντικοί. Τόπος συναρπαστικός στη σκιά του Ταϋγέτου, που δέχεται την απαλή αύρα του Μεσσηνιακού κόλπου: διάφανη θάλασσα, καθαρό βότσαλο, άγριες χαράδρες, βουνά σπαρμένα με πέτρες, πυκνές δασοπλαγιές, γυμνά κορφοβούνια, κελαρυστά ρυάκια και γραφικά ψαροχώρια. Περιοχή με βαθιά ιστορική κληρονομιά και φιλόξενο οικιστικό και παραδοσιακό περιβάλλον: γεροδεμένα πυργόσπιτα, πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα, λουλουδιασμένες αυλές, βυζαντινές εκκλησίες με πετρόκτιστα κωδωνοστάσια, άπαρτα μεσαιωνικά κάστρα, χορταριασμένα ξωκλήσια, αιματοβαμμένες πολεμίστρες και πέτρινα καλντερίμια.

Τι άλλο να πει κανείς για τον πλούτο αυτής της αγέρωχης γης, της Έξω (Μεσσηνιακής) Μάνης;  Πρόκειται για μια περιοχή της Πελοποννήσου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μπορεί να ικανοποιήσει και τον πλέον απαιτητικό επισκέπτη. Το μανιάτικο τοπίο συνδυάζει το κάλλος της ορεινής φύσης με τις ομορφιές της θάλασσας. Αυθεντικά μανιάτικα χωριά κρύβονται στις πλαγιές του βουνού, ενώ σε μικρή μόλις απόσταση γραφικά ψαροχώρια καθρεπτίζονται στα κύματα του Μεσσηνιακού κόρφου.

Στην Έξω Μάνη ο περιπλανώμενος ταξιδιώτης καλείται να βαδίσει πάνω στα ίχνη του Patrick Leigh Fermor, του Άγγλου συγγραφέα–ταξιδευτή που επισκέφτηκε τη Μάνη το 1952 και την ερωτεύθηκε παράφορα. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στη μανιάτικη γη, την περιηγήθηκε σπιθαμή προς σπιθαμή, εμπνεύστηκε από αυτήν και συνέγραψε για τούτη τη αγέρωχη γωνιά του Μοριά.

Η Καρδαμύλη του Ομήρου

Καρδαμύλη

Η προτεινόμενη διαδρομή στην περιοχή της Έξω Μάνης ξεκινά από την παραλιακή  Καρδαμύλη (37 χλμ. νοτιοανατολικά της Καλαμάτας), συνεχίζει πάνω στον ορεινό όγκο του Ταϋγέτου (μέσω των οικισμών Εξωχωρίου, Σαϊδόνας, Καστανέας) και καταλήγει στον παραθαλάσσιο οικισμό Νέο Οίτυλο, διατρέχοντας μια συνολική απόσταση 62 χλμ.

Κάτω από τον Προφήτη Ηλία, την ψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου, και αρκετά κοντά στην είσοδο της περίφημης χαράδρας του Βυρού, απλώνεται η Καρδαμύλη, που λούζεται από τα πεντακάθαρα νερά του Μεσσηνιακού κόλπου. Το γνωστό παραθαλάσσιο θέρετρο των 330 μόνιμων κατοίκων θεωρείται σήμερα ως το πιο αξιόλογο κέντρο της Έξω Μάνης και έχει βαθιές ρίζες μέσα στην ιστορία. Την Καρδαμύλη την συναντούμε στον Όμηρο με το ίδιο όνομα, ενώ κατά τα ρωμαϊκά χρόνια αποτελούσε ένα από τα λιμάνια της Σπάρτης.

Καρδαμύλη

Κάτω από ένα οχυρό λόφο με την αρχαία ακρόπολη, απλώνεται η παλιά Καρδαμύλη, με κυριότερα αξιοθέατα τον περίτεχνο βυζαντινό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα (6ου αιώνα) και την πυργοκατοικία των Μούρτζινων. Αντίθετα, η Κάτω Καρδαμύλη αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και ξεχωρίζει για τα παραδοσιακά νεοκλασικά κτίσματα με τις κεραμοσκεπές και τα ξύλινα παράθυρα. Στους λόφους γύρω από την Καρδαμύλη βρίσκονται διάσπαρτα αρκετά βυζαντινά και μεταβυζαντινά θρησκευτικά κτίσματα (εκκλησίες και μοναστήρια), με χαρακτηριστικότερα αυτά της Αγίας Σοφίας του Καράβελη, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και της Φανερωμένης.

Καρδαμύλη

Σε μικρή απόσταση από την Καρδαμύλη βρίσκονται οι -λαξευμένοι σε βράχο– τάφοι των Διόσκουρων, ενώ μόλις 300 μ. από την παραλία της Καρδαμύλης δεσπόζει το νησάκι Μερόπη, το οποίο κρύβει πάνω του ερείπια ενετικών τειχών. Οι δε φυσιολάτρες μπορούν να διασχίσουν το εντυπωσιακό φαράγγι του Βυρού (μήκους 20 χλμ.). Μέσω του συγκεκριμένου φαραγγιού περνούσε η αρχαία Βασιλική οδός που ένωνε την Καρδαμύλη με τη Σπάρτη. Η είσοδος του φαραγγιού βρίσκεται αρκετά κοντά στην Καρδαμύλη, και η πιο δημοφιλής διαδρομή είναι αυτή που οδηγεί μετά από περίπου 2,5 ώρες πεζοπορίας στις πηγές του ποταμού Βυρού.

Ο ορεινός κόσμος της Έξω Μάνης

Στούπα

Με αφετηρία την Καρδαμύλη, ξεκινά η περιήγηση στην ορεινή Έξω Μάνη. Οδηγώντας με την πλάτη στραμμένη στο γαλάζιο του Μεσσηνιακού κόλπου, ο ορεινός όγκος του Ταϋγέτου ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά του και υποδέχεται τον δίτροχο ταξιδιώτη. Η προτεινόμενη ορεινή διαδρομή, αφού διατρέχει μια πλειάδα ορεσίβιων οικισμών, καταλήγει ξανά στην γαλάζια αγκαλιά της θάλασσας, και συγκεκριμένα στο ψαροχώρι της Στούπας.

Εξωχώρι

Ο οικισμός Εξωχώρι (που παλαιότερα ονομαζόταν Ανδρούβιτσα) είναι ο πρώτος της ανηφορικής διαδρομής και βρίσκεται μόλις 9,5 χλμ. βορειοανατολικά της Καρδαμύλης. Πρωτίστως μεσολαβεί ο οικισμός Προάστιο, ενώ σε μικρή απόσταση από τον ασφαλτόδρομο βρίσκεται και ο οικισμός της Αγίας Σοφίας. Λίγο πριν το Εξωχώρι (κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου) βρίσκεται θαμμένος ο περιηγητής και συγγραφέας Μπρους Τσατουίν και στην γειτονική Χώρα Ανδρουβίτσας ξεχωρίζει ο επιβλητικός πύργος του Προκοπέα. Η ευρύτερη περιοχή του Εξωχωρίου, που αναφέρεται για πρώτη φορά σε βενετσιάνικο έγγραφο του 1278, βρίθει μνημείων κυρίως της βυζαντινής περιόδου, με αντιπροσωπευτικότερες τις πάμπολλες αγιογραφημένες -με εξαίσιες τοιχογραφίες- εκκλησίες της περιοχής (Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Νικόλαος, Ταξιάρχες, Κοίμηση της Θεοτόκου κ.ά.)

Πύργος Κιτρινιάρη

Μετά από 7,5 χλμ. ανηφορικής πορείας με αναρίθμητες στροφές, σειρά έχει ο γραφικός οικισμός Σαϊδόνα να σας καλωσορίσει. Καθοδόν, και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, βρίσκονται τρία αξιοθέατα που αξίζουν μια στάση: ο τρίπατος πύργος του οπλαρχηγού Κιτρινιάρη, η Μονή Βαϊδενίτσας και η Μονή Σαμουήλ. Πρόκειται για τρία ιστορικά κτίσματα, αφημένα δυστυχώς στην φθορά του χρόνου, τα οποία είχαν σημαντική προσφορά στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των ντόπιων κατά των Τούρκων.

Σαϊδόνα

Κτισμένο σαν αετοφωλιά, το γνωστό ανταρτοχώρι Σαϊδόνα είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά ορεινά χωριά της Έξω Μάνης. Ανηφορικά καλοσυντηρημένα καλντερίμια, κατοικίες από πελεκημένη πέτρα, λουλουδιασμένες αυλές και “πετροντυμένα” σκαλοπάτια αποτελούν τις δυνατές εικόνες αυτού του παραδοσιακού μανιάτικου οικισμού με το ξεχωριστό αρχιτεκτονικό χρώμα. Στην περίπτωση που το στομάχι σας διαμαρτύρεται και αποφασίσετε να γευματίσετε στη σκιά του Ταϋγέτου, οι τοπικές γαστρονομικές προτάσεις της ορεινής Έξω Μάνης προσφέρουν γίδα βραστή, παστό, λουκάνικα με πορτοκάλι, κόκορα με χυλοπίτες, αυγά καγιανά και -φυσικά- γουρνοπούλα…

Η Καστανέα (4,2 χλμ. νοτιότερα) απλώνει τις γειτονιές της πάνω σε τρεις βουνοπλαγιές κι είναι από τους παλαιότερους οικισμούς της Έξω Μάνης. Αποτέλεσε προεπαναστατικό προπύργιο κλεφτών και καπεταναίων και έχει ως σημείο αναφοράς τον πύργο Δουράκη. Πρόκειται για ένα πετρόκτιστο πυργοσυγκρότημα στο οποίο είχε βρει άσυλο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η Καστανέα περηφανεύεται επίσης για τις οκτώ βυζαντινές εκκλησίες που σώζονται στα καταπράσινα όρια της, γεγονός μοναδικό για χωριό της Έξω Μάνης.

Σε μικρή απόσταση από τα τελευταία σπίτια της Καστανέας ο δρόμος διακλαδίζεται: η αριστερή διασταύρωση οδηγεί στα υπόλοιπα χωριά της ορεινής διαδρομής (Δρυόπη, Καρυοβούνι, Μηλιά), που διατηρούν το παραδοσιακό μανιάτικο ύφος. Η Μηλιά, το κεφαλοχώρι της περιοχής, απέχει 11 χλμ. από το σημείο της διασταύρωσης και αποτελεί την ιδιαίτερη πατρίδα του Νικήτα Νηφάκη. Πρόκειται για έναν αξιόλογο δάσκαλο, φιλόσοφο και διαφωτιστή (1748–1818) της Έξω Μάνης, που χάρη στο πνευματικό του έργο κατέστησε γνωστά αρκετά τοπικά ήθη και έθιμα, πατροπαράδοτες συνήθειες, λαϊκές παραδόσεις, αλλά και επίκαιρα της εποχής του, όλα σχετικά με τον τόπο του.

Αντίθετα, η δεξιά διακλάδωση οδηγεί στο Πύργο και το Νεοχώρι (δύο κεφαλοχώρια με πλούσια ιστορία και υπέροχη πανοραμική θέα) και καταλήγει κατόπιν στις ακτές του Μεσσηνιακού κόλπου, στο ύψος της Στούπας. Πάμε λοιπόν θάλασσα…

Καλοκαιρινή Ραστώνη

Στούπα

Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, η Στούπα (9 χλμ. νότια της Καρδαμύλης) μετατρέπεται σ’ ένα πολύβουο παραθεριστικό κέντρο, το πιο τουριστικά ανεπτυγμένο της Έξω Μάνης. Η υπέροχη παραλία της Καλογριάς συγκεντρώνει τη προτίμηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ηλιοκαμένων λουόμενων, ενώ οι πιο “ψαγμένοι” θα ανηφορίσουν στον κοντινό λόφο του Λεύκτρου, όπου δεσπόζει το κάστρο Μποφώρ (ή Γιστέρνες), τ’ οποίο έκτισαν οι Βιλεαρδουίνοι (1250).

Η Στούπα είναι ωστόσο γνωστή στο πανελλήνιο για έναν ιδιαίτερο λόγο: εδώ διαδραματίστηκαν στην πραγματικότητα τα γεγονότα που αναφέρονται στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”. Το κοντινό ορυχείο της Παστροβάς (και όχι η Κρήτη) ήταν ο τόπος όπου το 1917 ο συγγραφέας και ο Αλέξης Ζορμπάς συναντήθηκαν, γνωρίστηκαν και συνεταιρίστηκαν.

Στούπα

Απόδραση από την καλοκαιρινή κοσμοπλημμύρα της Σούπας προσφέρουν τα κοντινά γραφικά ψαροχώρια του Αγίου Νικολάου (ή Σελίνιτσας), του Αγίου Δημητρίου και της Τραχήλας. Τι αξίζει να αναζητήσετε εδώ; Στον Άγιο Δημήτριο ξεχωρίζει ο καλοδιατηρημένος πύργος του καπετάν Χρηστέα, στον Άγιο Νικόλαο υψώνεται ο ομώνυμος πύργος, στη θέση Καταφύγι (3,5 χλμ. νοτιοανατολικά του Αγίου Νικολάου) επισκεφθείτε το ομώνυμο σπήλαιο με τους υπέροχους σταλακτίτες, ενώ στην Τραχήλα (8 χλμ. νοτιοανατολικά του Αγίου Νικολάου) ορθώνεται ο πύργος των Λεβή. Και φυσικά, μην παραλείψετε να τιμήσετε τις ψαροταβέρνες και τα ουζερί της ευρύτερης παράκτιας περιοχής, απολαμβάνοντας φρεσκότατο ψάρι, μπακαλιάρο τηγανητό με σκορδαλιά και νόστιμους θαλασσινούς μεζέδες… 

Τρείς ζωές... για τη Μάνη

Άγιος Νικόλαος

Συνεχίζοντας κατά μήκος της στριφτερής διαδρομής από τον Άγιο Νικόλαο ως το Νέο Οίτυλο (30 χλμ.), ο στενός οδικός άξονας (επαρχιακή οδός Καλαμάτα–Αρεόπολη) ελίσσεται μέσα σ’ ένα τραχύ τοπίο, ενώνοντας τους ορεσίβιους οικισμούς Πλάτσα, Θαλάμες, Λαγκάδα, Άγιο Νίκων και Οίτυλο. Αν έχετε χώρο στις αποσκευές της μοτοσυκλέτας, κάντε μια στάση στα χωριά καθοδόν και αγοράστε μέλι, ελιές, σύκα, παστέλια, λουπίνια, τηγανητά κουλούρια (λαλάγκια), τυροκομικά, σταρένια παξιμάδια και παραδοσιακά γλυκά της περιοχής. Ανόθευτες, αυθεντικές γεύσεις Μάνης!

Νέο Οίτυλο

Λίγο πριν αντικρίσετε τον οικισμό Νέο Οίτυλο, ο Μεσσηνιακός κόλπος κάνει και πάλι την εμφάνισή του, σηματοδοτώντας το φινάλε της προτεινόμενης διαδρομής. Μπορεί η δίτροχη περιπλάνηση στην Έξω Μάνη να ήταν χιλιομετρικά σύντομη, όμως, τα αναρίθμητα πέτρινα μνημεία που κρύβει τούτη η αγέρωχη γωνιά του Μοριά ζωντάνεψαν μπροστά στα μάτια σας την μακραίωνη ιστορία ενός αδούλωτου τόπου, τον οποίο σύντομα θα επισκεφθείτε ξανά, αφού: “Ο περαστικός βλέπει τη Μάνη σε τρεις μέρες, ο περπατητής σε τρεις μήνες και για να δεις την ψυχή της θέλεις τρεις ζωές. Μια για τη θάλασσα, μια για τα βουνά της και μια για τους ανθρώπους της…”   

ZONTES 703F - New kid in town: ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΤΟΜΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ

Άγιος Νίκων, Zontes

Όταν παρέλαβα την ZONTES 703F από την αντιπροσωπεία ΓΚΟΡΓΚΟΛΗΣ Α.Ε, το κοντέρ της μοτοσυκλέτας έγραφε μόλις 280 χλμ. Είχα στη διάθεσή μου 700 χλμ. να ολοκληρώσω το στρώσιμό της και να ακολουθήσει μετά το σέρβις των πρώτων 1.000 χλμ. Έπρεπε λοιπόν να φερθώ στην μαύρη “κυρία” με τον αναγκαίο σεβασμό που απαιτούσε η χιλιομετρική της κατάσταση!

Σταθερή και απολαυστική η οδήγηση της ZONTES 703F στον αυτοκινητόδρομο Αθήνα–Τρίπολη–Σπάρτη, επιτακτική η στάση για καφέ στην παραλία του Γυθείου προκειμένου να “αρχειοθετήσω” τις οδηγικές εμπειρίες που αποκόμισα από τα πρώτα 280 χλμ. με την ZONTES 703F.

Zontes

Μπροστά μου είχα μια ολοκαίνουρια -σχεδιασμένη εξ’ αρχής- μοτοσυκλέτα μ’ έναν εκπληκτικό τρικύλινδρο υγρόψυκτο κινητήρα, ο οποίος συνδύαζε άμεση απόκριση στο άνοιγμα του γκαζιού, εξαιρετικές επιδόσεις στις υψηλές στροφές και ισχυρή ροπή στο χαμηλό και μεσαίο φάσμα. Σε καμία περίπτωση δεν ένιωσα κάποιο κενό δύναμης στο δεξί μου χέρι, ενώ ο κινητήρας χαρακτηριζόταν από ομαλή λειτουργία με ελάχιστους κραδασμούς. Δίχως υπερβολή, ο κινητήρας της ZONTES 703F ήταν για μένα μια ευχάριστη, δυνατή έκπληξη!

Zontes

Ώρες αργότερα, οι πρώτες σκιές του δειλινού με βρήκαν στην Καλαμάτα. Έχοντας καταγράψει συνολικά περίπου 470 χλμ., μόνο θετικές εντυπώσεις είχα από την σύντομη “διαβίωσή” μου με την μαύρη μοτοσυκλέτα. Από την πρώτη στάση στο Γύθειο, είχαν μεσολαβήσει 190 χλμ. σβέλτης οδήγησης στο εθνικό και επαρχιακό δίκτυο της περιοχής. Στο στριφτερό παιχνίδι του δρόμου, οι αναρτήσεις της ZONTES 703F (πλήρως ρυθμιζόμενες της Marzocchi μπροστά και πίσω), ανταποκρίθηκαν άριστα στο έργο τους, προσφέροντας βελτιωμένη ευελιξία, υποδειγματική σταθερότητα και ακρίβεια στον έλεγχο της μαύρης μοτοσυκλέτας. Παράλληλα, οι τετραπίστονες ακτινικές δαγκάνες που έχουν αναλάβει το φρενάρισμα την μοτοσυκλέτα, με βοήθησαν καθοριστικά να έχω τον έλεγχο σε όλες τις συνθήκες οδήγησης που απαιτούσε το ταξίδι στη Μάνη.

Από τις 2 χαρτογραφήσεις λειτουργίας (Eco, Sport), στους ελικοειδείς δρόμους της Έσω και Έξω Μάνης επέλεξα την Sport και τοποθέτησα την ηλεκτρική ζελατίνη στη χαμηλή θέση (διαθέτει δυο θέσεις). Η οθόνη TFT 6,75” διέθετε υψηλή ευκρίνεια και φωτεινότητα, δεν είχε αντανακλάσεις και μπορούσα να διαβάζω τις ενδείξεις σε όλες τις συνθήκες (ήλιο ή συννεφιά). Διαθέτοντας εργονομικό σχεδιασμό, η σέλα της ZONTES 703F εναρμονιζόταν απόλυτα με τις γραμμές της μοτοσυκλέτας και μου επέτρεψε να καθίσω πάνω της ξεκούραστα για πολλές ώρες -άνετη και ξεκούραστη ήταν άλλωστε και η συνολική θέση οδήγησης της μοτοσυκλέτας. Κατά τη νυχτερινή επιστροφή μου στην Αθήνα, πραγματοποίησα ένα ασφαλές ταξίδι χάρη στο σύστημα τετραπλών προβολέων LED, που πρόσφεραν εξαιρετική ορατότητα με την ευρεία και φωτεινή δέσμη τους.

Άγιος Νικόλαος

Οι ηλιόλουστες καιρικές συνθήκες δεν συνηγορούσαν στη χρήση των θερμαινόμενων γκριπ (ανήκουν στον βασικό εξοπλισμό), πρακτικές ήταν οι προστατευτικές χούφτες με τα ενσωματωμένα φλας, ενώ δύσχρηστος αποδείχτηκε ο αριστερός διακόπτης στο τιμόνι. Στα θετικά (λειτουργικά) στοιχεία της μοτοσυκλέτας θεωρώ τα ανοξείδωτα περιμετρικά προστατευτικά κάγκελα, τις ανοξείδωτες βάσεις βαλιτσών, την προστατευτική ποδιά αλουμινίου, την διπλή θύρα φόρτισης USB, τα LED φώτα ομίχλης, το σύστημα keyless, το σύστημα ελέγχου των ελαστικών και το κεντρικό σταντ. Κι όσον αφορά την κατανάλωση καυσίμου, κυμάνθηκε σε λογικά επίπεδα (5,5lt–6,0lt /100 χλμ.), που σε συνδυασμό με το ρεζερβουάρ των 22 lt, μού πρόσφερε μια αυτονομία που ξεπερνούσε τα 300 χλμ.

Με κορυφαίο στάνταρ εξοπλισμό, πλαίσιο και ψαλίδι αλουμινίου, επιθετική εμφάνιση κι έναν ισχυρό τρικύλινδρο κινητήρα, η ZONTES 703F μπήκε δυναμικά στη δημοφιλή κατηγορία των Crossover και ανέβασε ψηλά τον πήχη του ανταγωνισμού. Αν μ’ ενθουσίασε η τρικύλινδη πρόταση της ΖΟΝΤΕS; Με το χέρι στην καρδιά, μού άρεσε πραγματικά…