Η συμφωνία έκλεισε με μια χειραψία, μετά από μια επεισοδιακή συνάντηση, νύχτα σε μια σκοτεινή τέντα στα πιτς του Brno, το 2003...
Είχε προηγηθεί μια συνάντηση του Davide Brivio, αφεντικού της ομάδας της Yamaha, όταν πήγε και βρήκε τον Rossi στην Ibiza, στις καλοκαιρινές του διακοπές, και χωρίς περιστροφές του είπε πως τον θέλουν στην Yamaha. Η απάντηση του Valentino ήταν «Ενδιαφέρον είναι. Μπορούμε να ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό...». Εκτός από την Yamaha, και η Honda και η Ducati περίμεναν μια απάντηση. Στο GP του Brno όμως, ο Valentino το είχε σκεφτεί, και μας περιγράφει την μυστική συνάντηση...
«Προφανώς και η συνάντηση ήταν μυστική. Έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Χρειαζόταν να βρούμε το σωστό μέρος, ασφαλές και διακριτικό. Σκεφτήκαμε την κλινική του Dr Costa, που είναι στην άκρη του paddock, όσο πιο μακριά από τα pit γίνεται. Ήμουν σίγουρος πως οι γιατροί, και ειδικά ο φίλος μου Dr Costa, θα μας άφηναν να την χρησιμοποιήσουμε.
Αλλά όταν τελικά αποφασίσαμε να κάνουμε τη συνάντηση ήταν πολύ αργά και είχαν φύγει όλοι, και οι γιατροί. Οπότε, κάναμε μια μικρή διάρρηξη... ή περίπου κάτι τέτοιο. Αποφάσισα να μπούμε στο χώρο φιλοξενίας της κλινικής, κι όχι στην κλινική την ίδια. Καθώς το κάναμε, έφτασαν και οι άνθρωποι της Yamaha, ο Lin Jarvis και ο Davide Brivio, με τα σκουτεράκια τους. Είχαν περάσει κι αυτοί μέσα από το δάσος για να έρθουν, όπως κι εμείς. Μοιάζαμε σαν εραστές σε μεταμεσονύκτιο ραντεβού...
«Ποιός είναι αυτός;», ρώτησε αμέσως ο Jarvis, δείχνοντας το φίλο μου το Nello. «Ένας φίλος,» του είπα, «μην ανησυχείς γι΄αυτόν, θα κρατήσει το στόμα του κλειστό». Ο Nello μας φάνηκε χρήσιμος τελικά. Του είπαμε να μείνει απέξω, να φυλάει σκοπός. Η δουλειά του ήταν να μας προειδοποιήσει αν πλησίαζε κανείς. Για να είμαστε δίκαιοι, ο Nello που είναι μύωπας δεν ήταν κι ο καλύτερος για τη δουλειά, αλλά αυτόν είχαμε.
Δεν έχασα καθόλου χρόνο, και ανακοίνωσα στον Brivio και τον Jarvis την απόφασή μου. «Θα έρθω μαζί σας!», τους είπα. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο, σαν να μην το πίστευαν. «Ναι, σας είπα πως του χρόνου θα είμαι μαζί σας!», επανέλαβα. «Περίμενε, μας λες πως την επόμενη σαιζόν θα τρέχεις για την Yamaha;», ρώτησε ο Brivio, με τις λέξεις του να βγαίνουν αργά, σαν να ήθελε να σιγουρέψει πως δεν υπάρχουν παρανοήσεις. «ΝΑΙ!», είπα. Πάλι. «Οπότε, αυτό που λες είναι πως θέλεις να τρέξεις για την Yamaha το 2004;», ξαναρώτησε ο Brivio, με τον ίδιο αργό, δύσπιστο τόνο. «Για τί άλλο θα βρισκόμουν εδώ;», του είπα. Για ένα λεπτό μείναμε όλοι σιωπηλοί. Ήταν μόνο λίγα δευτερόλεπτα, αλλά τα νιώσαμε σαν λεπτά. Όλοι ήταν χαμένοι στις δικές τους σκέψεις, αναλογιζόμενοι τη σημασία των όσων είχαν μόλις ειπωθεί. Η ησυχία έσπασε από την σχεδόν υστερική κραυγή του Nello. Ναι. Nello. Ο φρουρός. «Έρχεται ένα σκούτερ!», έλεγε. Είχε δει φώτα να πλησίαζουν, φοβήθηκε, και σήμανε συναγερμό. «Δρόμο! Δρόμο! Γρήγορα να κρυφτούμε!», είπαμε όλοι μαζί. Πανικοβληθήκαμε, τρέχοντας πέρα δώθε για να βρούμε μια κατάλληλη κρυψώνα. Δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω – θα φαινόμασταν σαν κλέφτες που εγκατέλειπαν τον τόπο του εγκλήματος.
Το μόνο πράγμα που σκεφτήκαμε να κάνουμε ήταν να κρυφτούμε κάτω από ένα τραπέζι. Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά εγώ γούσταρα τρελά. Η πλάκα του ζητήματος ήταν τόση που αντιστάθμιζε κατά πολύ το ρίσκο να πιαστούμε. Κάτσαμε έτσι για λίγο, μέχρι που είπα: «Με συγχωρείτε, κύριοι, αλλά αν κάποιος μπει εδώ και μας δει όλους μας να κρυβόμαστε κάτω από αυτό το τραπέζι, what the fuck θα του πούμε;». Το να κρυφτούμε κάτω από το τραπέζι μπορεί να φαινόταν καλή ιδέα αρχικά, αλλά ειλικρινά, ήμασταν γελοίοι: Τέσσερις ενήλικες στριμωγμένοι κάτω από ένα μικρό τραπέζι. Έτσι, οι δυο μας σηκωθήκαμε και στηθήκαμε μπροστά από το τραπέζι. Κάναμε πως συζητάγαμε, μασώντας και κάτι μπισκότα. Ο Jarvis και ο Βrivio παρέμειναν κουλουριασμένοι κάτω από το τραπέζι. Ακριβώς τότε, ο νυχτοφύλακας, που τα φώτα του είχαν κάνει τον Nello να σημάνει συναγερμό, μπήκε μέσα. «Όλα εντάξει;», ρώτησε, με ένα ελαφρό τόνο δυσπιστίας στη φωνή του. «Μα βέβαια, γιατί, ναι, όλα εντάξει!», τον καθησυχάσαμε. Μας κοίταξε καλά καλά, το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο χώρο. «Εντάξει, καληνύχτα τότε!», είπε. «Καληνύχτα και σε σένα!», του φωνάξαμε και μεις. Με το που έφυγε, τα κεφάλια των άλλων ξεπρόβαλλαν απ’ το τραπέζι. Κοιταχτήκαμε, γνωρίζοντας πως παρά τρίχα την είχαμε γλιτώσει.
Αρχίσαμε να μιλάμε πάλι για δουλειά. Ο φόβος είχε φύγει. Αλλά στ’ αλήθεια δεν είχα και πολλά ακόμα να πω. Ό,τι ήταν να πω, το είχα ήδη πει. Κι όμως ακόμα με κοίταζαν, γεμάτοι δυσπιστία. Για να τους αποδείξω πως το εννοούσα, αποφάσισα να πάρω το ζήτημα στα χέρια μου. Κυριολεκτικά. Έσκυψα και πήρα το χέρι του Brivio στο δικό μου, κουνώντας το ζωηρά. Στο μυαλό μου, η χειραψία μας σφράγιζε την συμφωνία. Δεν υπέγραψα κανένα συμβόλαιο, δεν χρειαζόταν. Η απόφασή μου είχε παρθεί.»
Στο GP του Μotegi, κανονίζεται άλλη μια top secret συνάντηση του Rossi και των Yamahαίων, ανάμεσά τους και του επικεφαλής αγωνιστικού Kitagawa, όπως και του γενικού διευθυντή Furusawa, που ζήτησε από τον Rossi «να έχει πίστη», όταν ο Ιταλός του ζήτησε τεχνικές διευκρινίσεις για την εξέλιξη της μοτοσυκλέτας.
«Κοιτούσα το πρόσωπό του και προσπαθούσα να καταλάβω τι πραγματικά σκεφτόταν, ενώ παράλληλα, έκανα και τις δικές μου σκέψεις. Ξαφνικά όμως, στη μέση της συζήτησής μας, τον Kitagawa τον πήρε ο ύπνος. Όπως το ακούτε. ΑΠΛΑ, ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΗΚΕ! «Τι στο διάολο;», αναρωτήθηκα. «Μιλάμε για το μέλλον, πολύ σημαντικά πράγματα και για μένα και γι’ αυτούς, κι αυτός ο τύπος απλά το ρίχνει στον ύπνο;». Άρχισα να πανικοβάλλομαι. Αποφασίζαμε για το μέλλον μου, ο Furusawa προσπαθούσε να με πείσει να δεχτώ την προσφορά τους, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ήταν η ώρα της κρίσης κι αυτός ΕΙΧΕ ΚΟΙΜΗΘΕΙ!»
Κι αυτό όμως ξεπεράστηκε, αν και ο Rossi πολύ αργότερα κατάλαβε πως πολλοί Ιάπωνες δεν είναι συνηθισμένοι να ξενυχτάνε...
Η ώρα της κρίσης όμως, ήρθε με τον πρώτο του αγώνα στο νέο στρατόπεδο, στο Welcom στις αρχές του 2004.
«Ήμουν αποφασισμένος να αποδείξω πως μπορούσα να κερδίσω ακόμα και χωρίς μια μοτοσυκλέτα όπως η Honda, που όλοι πίστευαν πως είναι αήττητη. Ήξερα πως αν κατάφερνα να κερδίσω αμέσως, με τη Yamaha, στην πρώτη μου σαιζόν, αυτό θα άλλαζε την εικόνα του μοτοσυκλετισμού για πάντα. Κι αυτό συνέβη. Κέρδισα τον πρώτο μου αγώνα με την Yamaha. Ήταν κάτι εντελώς απίστευτο, ακόμα και για μένα. Μπορεί να με είδατε να σταματάω στην άκρη της πίστας, να κατεβαίνω από την πανέμορφη Yamaha μου, και να με παρακολουθήσατε καθώς κάθισα δίπλα της, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου και κατεβάζοντας το κεφάλι μου. Μπορεί να αναρωτηθήκατε τι έκανα, ίσως νομίσατε πως είχα συγκινηθεί πολύ, κι έκλαιγα λίγο για να ανακουφιστώ. Δεν ήταν αυτό.
Πίσω από τη μαύρη ζελατίνα του κράνους μου, γέλαγα. Και γέλαγα με την ψυχή μου. Αυτή τη στιγμή, καθισμένος δίπλα στη μοτοσυκλέτα μου στο χορτάρι, ακουμπώντας στα λάστιχά της, μόνο εγώ και η Yamaha μου, γελούσα. Γελούσα με αυτό το απίστευτο αίσθημα περηφάνιας, ανακούφισης και ευτυχίας που με είχε κατακλύσει.
«Τελικά είχα δίκιο!», σκέφτηκα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω, τους γάμησα όλους... τι παράσταση!».
Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι πια ιστορία. Κι έντεκα χρόνια μετά, κυνηγά ένα ακόμα παγκόσμιο πρωτάθλημα, και πάλι με Yamaha.
Welkom 2004 - Rossi vs BiaggiPosted by I Fan Di Valentino Rossi Raggrupati in Una Pagina on Παρασκευή, 20 Ιουλίου 2012