Και η τιμή, τιμή δεν έχει…

Από το

motomag

1/5/2021

Ετοιμαστείτε γιατί τα πράγματα δυσκολεύουν και θα δυσκολέψουν περισσότερο για την αγορά της μοτοσυκλέτας καθώς οδηγούμαστε σε μαζικές ανατιμήσεις εξαιτίας μίας σειράς πολλών παραγόντων. Το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται με την αύξηση του μεταφορικού κόστους που από τον περασμένο Οκτώβριο μπήκε σε ένα Rally που όμοιό του δεν έχει ξανά γίνει στον συγκεκριμένο τομέα. Από την μία στιγμή στην άλλη ένα τυπικό κοντέινερ 40 ποδιών, που αναλόγως το μοντέλο χωρά από 25 έως 30 μοτοσυκλέτες, σκαρφάλωσε από τα 1.500-2.000 ευρώ, στα 10.000-12.000. Αυτό σημαίνει ένα πρόσθετο κόστος 300-400 ευρώ σε κάθε μοτοσυκλέτα! Ήταν ένα ζήτημα που δεν φάνηκε αμέσως, ιδιαίτερα στην ελληνική αγορά, γιατί οι περισσότερες εταιρείες είχαν δημιουργήσει ένα στοκ και με τα δεδομένα της πανδημίας κατάφερναν να προχωρήσουν την χρονιά ευελπιστώντας πως το ζήτημα αυτό θα ομαλοποιούνταν.

Το κόστος των μεταφορικών ήταν ένα θέμα που επηρέαζε όλο τον κόσμο και όχι μόνο την μοτοσυκλέτα προφανώς και ήρθε στο προσκήνιο από την επάνοδο της παραγωγής στην Κίνα και την έλλειψη κοντέινερ. Με την βίαιη πτώση του εμπορίου τα κοντέιντερ βρέθηκαν να στοιβάζονται σε διάφορα μέρη καθώς δεν υπάρχουν αποθηκευτικοί χώροι για αυτά, από την στιγμή που είναι συνέχεια στην κυκλοφορία. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που συνέβη με τα αεροπλάνα, που επίσης το σύστημα δεν ήταν έτοιμο να τα υποδεχτεί όλα ταυτόχρονα στο έδαφος. Κάπως έτσι τα κοντέινερ βρέθηκαν διάσπαρτα ανά τον κόσμο να χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικός χώρος και να μην επαρκούν για την μεταφορά, την ίδια στιγμή που και τα πλοία είχαν μειωθεί με τις εταιρείες να συγχωνεύουν τα δρομολόγια, συγκεντρώνοντας τα εμπορευματοκιβώτιά τους σε ένα πλοίο, πάλι κάτι σαν κι αυτό που συμβαίνει με τις πτήσεις των συνεργαζόμενων αεροπορικών εταιρειών. Θα περίμενε κανείς πως αυτό ήταν ένα προσωρινό πρόβλημα που γρήγορα θα λυνόταν, αλλά οι ναυτιλιακές έδειξαν πως τα πολύ χαμηλά ναύλα που έμειναν σταθερά για πάνω από μία δεκαετία, είχε έρθει η ώρα να αυξηθούν. Ταυτόχρονα το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται στις συνολικές του διαστάσεις, όσο οι κατασκευαστές παρουσίαζαν ελλείψεις στις γραμμές παραγωγής σε όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως χώρας. Διότι κάθε μοτοσυκλέτα είτε φτιάχνεται στην Ιταλία, την Γερμανία και την Αυστρία, έχει κάποιο κινέζικο εξάρτημα που φτάνει σε μεγάλες ποσότητες με καράβι ή βασίζεται σε πρώτες ύλες που επίσης είχαν αρχίσει να έχουν τεράστιες ανατιμήσεις. Ο χάλυβας σχεδόν διπλασιάστηκε, το λίθιο κατάντησε πιο πολύτιμο από ποτέ και στο τέλος το κοστολόγιο κάθε εταιρείας ανεβοκατέβαινε με τρόπο που ήταν αδύνατο για τους κατασκευαστές να προβλέψουν την πορεία του.

Αυτό ήταν το σημείο που άρχισαν όλοι να αντιλαμβάνονται πως όσο και να περιμένουν, καλύτερες τιμές δεν θα δουν να έρχονται. Κι έτσι ο επαναπροσδιορισμός της τιμολογιακής τους πολιτικής, ήταν ο πρώτος τρόπος να συνεχίσουν. Κι όμως, θα υπήρχε και συνέχεια. Στις 19 Μαρτίου μία πυρκαγιά στην Renesas Electronics, τον μεγαλύτερο κατασκευαστή μικροεπεξεργαστών του κόσμου συγκεκριμένα για την αυτοκίνηση, καταστρέφει μια παραγωγή ύψους 156 εκατομμυρίων και ταυτόχρονα τα πρωτότυπα μηχανήματα που συνθέτουν τα ολοκληρωμένα κυκλώματα. Αυτό το δεύτερο είναι πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί το εργοστάσιο αυτό δεν μπορεί να ξανά στηθεί εύκολα. Η αρχική εκτίμηση μιλά για τέσσερις μήνες καθυστέρηση μέχρι να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο στην Naka αλλά μόλις ένα μηνά μετά, στις 17 Απριλίου, η Renesas επαναφέρει το 10% της παραγωγής και μέχρι τις 23/4 φτάνει στο 30% με ορίζοντα αποκατάστασης τα τέλη Μαΐου. Για να τα καταφέρει τόσο γρήγορα, απευθύνθηκε σε μεγάλους κατασκευαστές που κατασκευάζουν μικροεπεξεργαστές, μνήμες κ.τ.λ. στους τομείς της πληροφορικής και των κινητών τηλεφώνων οι οποίοι έτσι κι αλλιώς έχουν σημαντικά προβλήματα με την πανδημία καθώς αυξήθηκε η ζήτηση για όλα τα ηλεκτρονικά γενικά. Οι μοτοσυκλέτες και τα σκούτερ δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς ECU και οδηγούμαστε σε νέες καθυστερήσεις.

Τα εργοστάσια λοιπόν έχουν μεγαλύτερο κόστος για να βάλουν μπροστά την γραμμή παραγωγής, ελλείψεις όταν η παραγωγή ξεκινήσει και αυξημένο κόστος μεταφοράς μόλις η παραγωγή ολοκληρωθεί. Κράνη, μπουφάν και μπότες δεν ξεφεύγουν φυσικά από τον κανόνα αυτό και μαζί με όλα αυτά ακολουθούν και τα ελαστικά! Θα είναι η πρώτη φορά που θα θέλει ο Έλληνας να αλλάξει ελαστικό και μπορεί να μην βρίσκει διαθεσιμότητα σε οποιαδήποτε εταιρεία. Αυτό δεν έχει ξανά γίνει. Όπως δεν έχει ξανά γίνει να αυξάνεται η τιμή του καουτσούκ τόσο απότομα. Οι καλύτερες πιθανότητες που υπάρχουν για ομαλοποίηση, είναι ο εορτασμός της νέας χρονιάς στην Κίνα δηλαδή σχεδόν σε ένα χρόνο από τώρα. Μέχρι τότε θα παρουσιάζονται καθυστερήσεις και μεγάλες ελλείψεις σε μοτοσυκλέτες, όσο οι κατασκευαστές επαναπροσδιορίζουν τις μεταφορικές τους ανάγκες και αναζητούν εναλλακτικές λύσεις.

Στην χώρα μας που εκτός των άλλων έχει πολύ υψηλό ΦΠΑ κι αυξημένους τελωνειακούς δασμούς και φόρους, οι τιμές των μοτοσυκλετών ήταν έτσι και αλλιώς, δυστυχώς, από τις υψηλότερες στην Ε.Ε. Έτσι όπως διαμορφώνεται η νέα πραγματικότητα η ψαλίδα αυτή θα ανοίξει ακόμη περισσότερο.

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!