Editorial 650 - Αταξικός μοτοσυκλετισμός

Από το

motomag

1/1/2024

Ή αλλιώς ο τρόπος να πάρεις το γκάζι και την ποιότητα στριψίματος χωρίς να δώσεις μία μικρή περιουσία, να μη χρειαστεί να βάλεις τέσσερις τοίχους και τα όνειρα για το δικό σου κεραμίδι πάνω σε μία σέλα, γιατί οι μοτοσυκλέτες που δεν κοστίζουν όσο μία γκαρσονιέρα δεν έχουν να σου προσφέρουν τίποτα. Τον αταξικό μοτοσυκλετισμό τον έκαναν δώρο στην ανθρωπότητα οι Ιάπωνες. Δίχως αυτούς θα είχαμε αγγλικές, ιταλικές, αμερικάνικες και γερμανικές μοτοσυκλέτες που θα ήταν για λίγους και καλούς. Υπέροχες σε κάθε περίπτωση, αλλά για λίγους. Ο Ιάπωνας με τη βιομηχανική του επανάσταση στον κόσμο της μοτοσυκλέτας έφερε την αλλαγή στους αριθμούς παραγωγής σε ένα πολύ κρίσιμο στάδιο, αφότου έχτισε πολύ γρήγορα ο ίδιος μοτοσυκλετιστική κουλτούρα. Ήταν βασικό στοιχείο της ιστορίας τους, το γεγονός πως η Ιαπωνία απέχτησε πολύ γρήγορα μοτοσυκλετιστική κουλτούρα και μάλιστα αντίστοιχη με την ευρωπαϊκή. Μπορεί να υπήρχαν διαφορές και πράγματα που βλέπεις μόνο εκεί, όπως οι ομάδες Bōsōzoku, αλλά σε γενικές γραμμές οι ίδιες μοτοσυκλέτες που πωλούνταν στην Ιαπωνία, έκαναν και εδώ καριέρα αυτούσιες. Φθηνές, καλές και γρήγορες, αυτές τις μοτοσυκλέτες μας έμαθαν οι Ιάπωνες και όπου καλές βάλτε δύο πράγματα, την αξιοπιστία και την οδική συμπεριφορά.

Κι αυτό ακριβώς εξακολουθούν να κάνουν και τώρα. Η μεγάλη διαφορά είναι πως οι τιμές υπολογίζονται με τον μέσο όρο της Ευρώπης και η Ελλάδα απέχει από τον μέσο όρο στα ατομικά έσοδα, ώστε να έχει την ίδια βαρύτητα για όλους ένα μεγάλο έξοδο όπως η αγορά μοτοσυκλέτας. Το καλό για εμάς είναι πως αυτή η ανισότητα υπάρχει και εσωτερικά στις υπόλοιπες χώρες. Προφανώς και το γενικό καλό θα ήταν να μην υπάρχουν ανισότητες αλλά για θέματα ουτοπίας θα συζητήσουμε άλλη φορά. Οι Ιάπωνες το διέκριναν αυτό και ετοίμασαν κινήσεις για δημιουργία πιο προσιτών οικονομικά μοντέλων μόνο που δεν κινήθηκαν γρήγορα. Τα 500άρια δικύλινδρα που φέρνει η Kawasaki για τη νέα χρονιά, θα έπρεπε να είναι μαζί μας εδώ και τουλάχιστον μία τριετία - τετραετία, ενώ θα πρέπει να περιμένουμε άλλον ένα χρόνο για να δούμε το KLE να ζωντανεύει. Δεν τους κατηγορώ για ολιγωρία, γιατί αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, θα προσέξουμε πως κινούνται ταχύτητα σε αγορές που σημειώνουν εκατομμύρια πωλήσεις. Αλλάζουν ισορροπίες σε κεντρική Ασία, σε Κίνα και Ινδία, αγορές που κάθε μήνα πουλούν δεκαπλάσια από το σύνολο της Ευρωπαϊκής αγοράς, μιλώντας με μονάδες. Το κενό εδώ το κάλυψαν αμέσως οι Κινέζοι κατασκευαστές.

Συντελείται αυτή την στιγμή η ίδια ζύμωση στην Κίνα, που συνέβη κάποτε στην Ιαπωνία, όταν ο λαός έμαθε τα παπιά και τα μικρά δίκυκλα ως τον τρόπο να μετακινείται, μην μπορώντας να αποκτήσει αυτοκίνητο. Έχουμε γράψει πολύ αναλυτικά την ιστορία του Soichiro που μετά τον πόλεμο έδωσε στον λαό το παπί για να μπορεί να ζήσει. Ένα μοτοσυκλετάκι για να εργάζεσαι, να κουβαλάς, να μεταφέρεις, να μετακινείσαι. Εκατομμύρια μέσα στην Ιαπωνία και αργότερα σε όλο τον κόσμο, το αγάπησαν. Ένα μικρό ποσοστό από αυτούς πήραν το επόμενο μεγαλύτερο με την πρώτη ευκαιρία, και βήμα - βήμα δημιουργήθηκε ένας μοτοσυκλετισμός που με τη σειρά του απαιτούσε νέα μοντέλα και πλέον πίεζε για την εξέλιξη. Πριν από μία δεκαετία η ίδια ακριβώς αλλαγή ξεκίνησε να συμβαίνει στην Κίνα, και πλέον πάτησε στο πρώτο πλατύσκαλο και δεν υπάρχει επιστροφή. Κινέζος ταξιδευτής που αγοράζει μοτοσυκλέτα ντόπια, μόνο για να ταξιδεύει και έχει και σκούτερ για κάθε μέρα, δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν. Είναι κάτι νέο, όπως συζητούσα με κινέζους κατασκευαστές στην πρόσφατη επίσκεψή μου στη χώρα τους. Καλά κάνει μερίδα των Ελλήνων και κοροϊδεύει τις κινέζικες μοτοσυκλέτες, αν όμως διευκρινίσουμε πως αναφέρεται στην εποχή που πανέξυπνοι Έλληνες έμποροι πήγαιναν στην Κίνα και αγόραζαν παπιά των 150 δολαρίων με το κοντέινερ για να τα φέρουν εδώ και να τα πουλούν στα supermarket. Κυριολεκτικά μιλώντας, πήγαινες supermarket με τα πόδια και έφευγες καβάλα με κράνος αντίστοιχο σε δίκυκλο που το είχες πληρώσει 8 φορές πάνω. Ο Κινέζος αναρωτιόταν τι τύποι τα καβαλούν αυτά, γιατί την ίδια στιγμή υπήρχαν στους δρόμους τους πιο ποιοτικές λύσεις. Εμείς ως ράτσα είμαστε πιο κοντά στον Κινέζο παρά στον Ιάπωνα. Λυπάμαι ας σας χαλάω το αφήγημα αλλά οι δικές μου εμπειρίες με βάση αυτά που εγώ έχω δει, μας φέρνουν πιο κοντά στον Κινέζο ως νοοτροπία. Η Ιαπωνία είναι ένα κράτος με αρχές και τακτοποιημένο γιατί οι πολίτες του είναι τέτοιοι. Το αστείο της υπόθεσης είναι πως σε λίγο καιρό και η Κίνα θα είναι το ίδιο. Ήδη μία ολόκληρη Ευρώπη υπάρχει μέσα στην Ιαπωνία από πλευράς βιοτικού επιπέδου και αστικού τρόπου ζωής. Μία ολόκληρη Ευρώπη που αμείβεται σε όλα τα επίπεδά της με αντίστοιχους μισθούς και έχει αντίστοιχες φιλοδοξίες και όνειρα. Ναι, υπάρχουν και άλλες τρεις “Ευρώπες” που είναι πιο κάτω αλλά έτσι όπως πάνε θα είναι σύντομα δύο και μετά μόλις μία. Να το προσέξουμε γιατί το επόμενο στάδιο είναι να ψάχνουμε φθηνά δίκυκλα από Λ. Αμερική ή να παρακαλάμε τους Αφρικανούς να φτιάξουν τις δικές τους μοτοσυκλέτες, καθώς αν συνεχίσει να ανοίγει η ψαλίδα, στο τέλος ούτε τις κινέζικες δεν θα μπορούμε να αποκτήσουμε από τη στιγμή που κάνουμε βήματα προς τα πίσω αντί για εμπρός. Θα είμαστε βέβαια πολύ καλοί στο να τους σχολιάζουμε. Εμείς εδώ -και εγώ προσωπικά- έχουμε πει τα χειρότερα για τις κινέζικες μοτοσυκλέτες. Από άρνηση για δοκιμή σε ένα Zongshen με 15άρη πίσω τροχό που είπαμε πως δεν πρέπει να του δώσουμε καμία απολύτως σημασία, μέχρι όλα όσα έχουμε γράψει για την απόκριση των CFMOTO, εξετάζουμε τα πάντα και ακριβώς για αυτό βλέπουμε την τεράστια αλλαγή που συντελείται με γεωμετρική πρόοδο. Κι ακριβώς επειδή είναι πολύ κοντά οι Κινέζοι στη δική μας νοοτροπία, το τελευταίο που μπορείς να πεις για εκείνους είναι πως διακατέχονται από αφέλεια και θα δώσουν τα χρήματά τους να αποκτήσουν κάτι που σπάει. Τώρα που έρχονται απευθείας εδώ οι Κινέζοι, με σοβαρές ελληνικές αντιπροσωπείες, και δεν μεσολαβεί ένας τυχοδιώκτης έμπορος supermarket, ας περιμένουμε κάτι διαφορετικό. Ο στόχος είναι ένας: Να έχουμε την καλύτερη μοτοσυκλέτα, στην χαμηλότερη τιμή. Από ανάγκη και όχι από πονηριά καθώς δεν περισσεύουν πολλά. Και στον χαρακτηρισμό καλύτερη περιλαμβάνουμε όπως είπαμε δύο, αξιοπιστία και οδική συμπεριφορά…

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.