Editorial 649 - Δύο ταχύτητες και μεγάλη απόσταση

Από το

motomag

1/12/2023

Άλλος ένας τίτλος για τον Bagnaia, ο τρίτος του στα MotoGP και δεύτερος κατά σειρά σημαίνει και άλλη μία επιβεβαίωση για την επιλογή της Ducati να επενδύσει στους αγώνες για να αλλάξει τα στερεότυπα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν “τα ιταλικά που στάζουν λάδια και λερώνουν όπου τα παρκάρεις”, τώρα είναι “αυτοί που ξέρουν να φτιάχνουν αποδοτικούς κινητήρες”. Η Ducati είχε όμως ήδη κάνει τρομερά βήματα στην ποιότητα κατασκευής, από την εποχή που μπήκε η Audi και αγόρασε την εξιδεικευμένη υπηρεσία της Porsche για τον επανασχεδιασμό της γραμμής παραγωγής και του εργοστασίου. Ναι η Porsche έχει τέτοια υπηρεσία, και την παρέχει σε πολλά και διαφορετικά εργοστάσια. Παρόλο που η κίνηση είχε ήδη γίνει και η διαφορά ήταν εκεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, τα στερεότυπα δεν είχαν σταματήσει να ακούγονται. Όπως ακούγονται και τώρα για την KTM. Στο μεταξύ επί ευρωπαϊκού συνόλου δεν είναι κάτι ενοχλητικό, ο κόσμος ασχολείται λιγότερο με τα στερεότυπα συγκριτικά με τι συμβαίνει εδώ στη χώρα μας, ωστόσο δεν παύει να ενοχλεί όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Και η Ducati ήξερε πως κερδίζοντας στα MotoGP δεν θα κόψει μαχαίρι μόνο αυτές τις συμπεριφορές, αλλά θα κάνει και το επόμενο βήμα, να μετατραπεί σε μία Luxury εταιρεία από εκεί που είχε δοκιμάσει να είναι απλά premium. Δικά τους τα επίθετα, για αυτό μπαίνουν και στα αγγλικά, έτσι τα χρησιμοποιούν και οι ίδιοι για να περιγράψουν την πολιτική τους. Πέτυχαν τόσο καλά σε αυτό, που πλέον αποτελούν case study και στο μέλλον θα μελετάται η στροφή της αγοράς που έχουν καταφέρει. Ιδιαίτερα αν στενέψει το περιθώριο για Luxury μοτοσυκλέτες ή βρουν και εκεί ανταγωνισμό, καθώς ο Pierer προετοιμάζει την MV Agusta ακριβώς για αυτό το παιχνίδι. Από τη στιγμή που πριν από λίγα χρόνια δεν κατάφερε να αγοράσει την Ducati φτάνοντας μία ανάσα μακριά -είχαν συμφωνήσει ακόμη και το ποσό-, θα φτιάξει τον ανταγωνιστή τους. Ασχέτως με την διάρκεια της επιτυχίας, που αυτή τη στιγμή το ραντάρ δεν πιάνει κανένα σκόπελο, η Ducati έχει κερδίσει κάθε στοίχημα. Έχει κοπεί μαχαίρι κάθε στερεότυπο σε όποιον αμαθή τα χρησιμοποιεί, καθώς τα στερεότυπα τα χρησιμοποιεί εκείνος που δεν γνωρίζει, για να πει πως γνωρίζει, και παράλληλα έχει αυξηθεί η ζήτηση. Στην αύξηση της ζήτησης έχει δύο τρόπους να κινηθείς, αυξάνεις την παραγωγή ή αυξάνεις τις τιμές. Η Ducati έκανε το δεύτερο. Δεν είναι και εύκολο να αυξήσεις την παραγωγή, πρακτικά αδύνατο στην Μπολόνια ενώ έχει και ένα καταπληκτικό εργοστάσιο στην Ταϊλάνδη για την ασιατική αγορά που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει από εκεί με σχετικά μικρή επένδυση που στο τέλος μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε. Μετατροπή σε Luxury brand και καλύπτεις την αύξηση της ζήτησης με διαφορετικό τρόπο, πολλαπλασιάζεις και τα έσοδα. Αυτά τώρα συνδυάστε τα με όσα μου είπε ο Πρόεδρος της Yamaha Motor Europe λίγες σελίδες παρά κάτω που αναφέρθηκε στην Ducati, στην EICMA.

Θα δείτε πως και οι δύο έχουν δίκιο αν λάβει κανείς ως δεδομένο το μέγεθος της βιομηχανίας που αντιπροσωπεύει καθένας. Όπως παλαιότερα μου έχει πει ο Claudio Domenicali “εμείς Θάνο είμαστε βιοτεχνία μπροστά τους” και δεν έχει άδικο, τα νούμερα τα εξηγεί ο Eric λίγες σελίδες μετά. Μία βιοτεχνία μπορεί να τα βάλει απέναντι στις βιομηχανίες μόνο αν επικεντρωθεί σε ένα κομμάτι που θα το κάνει καλά και θα χρεώνει ακριβά. Η άλλη λύση θα ήταν μία τεράστια επένδυση με στόχο να γεμίσει Scrambler και φθηνά Monster η αγορά, σε μία κατά μέτωπο επίθεση με τους Ιάπωνες, και κυρίως με τους Κινέζους που θα σαρώσουν οτιδήποτε βγει με στόχο την σχέση τιμής και απόδοσης. Ορθά κινήθηκαν και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει.

Από τη μία θα συνεχίσει να χτίζεται μία αγορά καθαρά Luxury μοτοσυκλετών, από την άλλη θα αρχίσουν να υπάρχουν νέες ευκαιρίες για όποιον θέλει προσιτή μοτοσυκλέτα, χωρίς να αισθάνεται πως παίρνει κάτι φθηνό. Αυτή τη στιγμή μέσα στην Κίνα υπάρχει ένα πληθυσμιακό σύνολο αντίστοιχο της Ευρώπης με καλύτερο μέσο όρο σε βιοτικό επίπεδο. Αν σας αρέσουν τα στερεότυπα, τότε μπορείτε να προσδώσετε οποιοδήποτε θέλετε για τα σχεδόν 1,4 δις που έχουν πλέον φτάσει σε πληθυσμό, εκτός από το να τους αποκαλέσετε αφελείς ή χαζούς. Όταν αγοράζουν μοτοσυκλέτα για να ταξιδέψουν, που πριν από μία δεκαετία δεν υπήρχε μοτοσυκλετισμός τέτοιου επιπέδου στην αχανή χώρα και επενδύουν τα χρήματά τους, θέλουν να πάρουν κάτι που να είναι αξιόπιστο. Η βελτίωση λοιπόν έρχεται από μέσα και μετά λόγω ανταγωνισμού για την αγορά της Ευρώπης, που σε ένα της σημείο έχει αλλάξει και αρκετά. Ταχύτερες εδώ οι εξελίξεις αλλά και μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στα άκρα της αγοράς, όπως αυτή θα διαμορφωθεί τα επόμενα χρόνια. Εμείς ως η χώρα που πάντα ήταν πιο κοντά στην Ανατολή γιατί είχαμε -και έχουμε ακόμη- παπιά, που χρησιμοποιούμε τη μοτοσυκλέτα πιο καθημερινά και πιο συχνά, θα πρέπει να βρούμε μία νέα ισορροπία. Ευθύνη του κράτους να προχωρήσει στις κατάλληλες κινήσεις, να αφαιρέσει τα βάρη των εισαγωγών και τη φορολόγηση που συγκριτικά με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους -ιδιαίτερα στη Μεσόγειο- είναι δυσβάσταχτα υψηλότερη, για να συνεχίσουμε να είμαστε σταυροδρόμι διαφορετικών δρόμων και να μην βρεθούμε να πλέουμε πιο κοντά στη μία όχθη…

 

 

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!