Editorial 640 - To Bradefer KTM - BAJAJ και στην μέση τα 490…

Από το

motomag

1/3/2023

Ο μεγιστάνας Stefan Pierer, από τους πλέον δραστήριους και πανέξυπνους ανθρώπους της βιομηχανίας μοτοσυκλέτας όπως τον χαρακτήρισε ο Eric De Seynes, CEO της Yamaha Europe (και για εμένα εξίσου έξυπνος και δραστήριος), διαλέγει να συνεργαστεί με τον μεγιστάνα Rahul Bajaj, έναν από τους πιο ικανούς ανθρώπους σε ολόκληρη την Ινδική βιομηχανία. Η συνεργασία δύο μεγιστάνων που είναι εξίσου φιλόδοξοι και ικανοί στους ίδιους ακριβώς τομείς δραστηριοτήτων, ξεκινά πάντα με την ορμή που δημιουργεί αυτή η ταύτιση προσωπικοτήτων και κοινών στόχων και αναπόφευκτα οδηγεί στη σύγκρουση. Διότι η κορυφή δεν έχει χώρο για δύο και όταν έχεις στόχο να την κατακτήσεις θα συμπορευτείς στους πρόποδες με όποιον πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση αλλά όσο ανεβαίνεις και το πλάτος στενεύει, τόσο κοιτάς να βρεθείς πιο μπροστά από κάθε άλλον δίπλα σου. Κι αν δεν υπάρξει προσπέραση, τότε μοιραία έρχεται η σύγκρουση. Managing director της Bajaj Auto είναι από το 2005 ο Rajiv Bajaj που είναι νεότερος από τον Pierer. Ωστόσο ο Rahul εγγονός το ιδρυτή του τεράστιου αυτού γκρουπ που εκτείνεται σε 40 εταιρείες και σε διαφορετικούς τομείς, όχι μόνο στις μοτοσυκλέτες, παραμένει επικεφαλής και επιβλέπει τα πάντα. Rahul και Stefan έχουν πολλές ομοιότητες και αντίστοιχο πεδίο δράσης στον χρηματιστηριακό τομέα όπου ο Pierer θεωρείται αυθεντία από μία μικρή μερίδα ανθρώπων που έχει δει το έργο του εκεί, με το ευρύτερο κοινό να τον γνωρίζει μονάχα μέσα από την πορεία του στην KTM, ενίοτε και από τις καυστικές του δηλώσεις στον Τύπο. Για μία από αυτές ο λόγος, απλά πρέπει να περιγράψουμε πρώτα το πεδίο της μάχης. Ο Rahul ανέλαβε την Bajaj το 1994 όταν απεβίωσε ο θείος του, Ramkrishna που είχε πάρει τα σκήπτρα της εταιρείας από τον πατέρα του Rahul, τον Kamalnayan. Εκείνος ήταν που έβαλε την Bajaj στα σκούτερ την ταραχώδη εποχή πριν τελειώσει ο ΒΠΠ έχοντας αναλάβει την εταιρεία από τον πατέρα του, τον πρώτο της δυναστείας ονόματι Jamnalal και μαθητή μάλιστα του Mahatma Gandhi. Για αυτό και η Bajaj πορεύτηκε με τις αρχές του Γκαντισμού. Ο Rahul αναλαμβάνει το 1994 τα ηνία της Bajaj, ο Pierer διανύει εκείνη την στιγμή την δεύτερη χρονιά στο τιμόνι της KTM και χρόνια αργότερα οι δύο αυτοί μεγιστάνες θα συνεργαστούν στενά. Ο Rahul απεβίωσε ακριβώς πριν από ένα χρόνο σε ηλικία 83 ετών και μπορεί το τεράστιο αυτό γκρουπ να ήταν ήδη πολύ μεγάλο για έναν άνθρωπο και να διοικούταν ήδη από μέλη της οικογένειας, αλλά μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε λόγο σε κάθε σημαντική απόφαση.

Στην τελευταία μου επίσκεψη στα κεντρικά γραφεία της KTM AG στο Mattighofen, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος που σπάνια εμφανίζεται στις δημοσιογραφικές αποστολές και αγαπά πολύ την Ελλάδα την οποία επισκέπτεται οικογενειακώς για διακοπές, μου λέει χαρακτηριστικά πως σε μία κρίσιμη καμπή της πορτοκαλί πορείας η επιτυχία των μονοκύλινδρων που κατασκευάζει η Bajaj τους ανέκοψε από μία κατηφορική βουτιά. Έχουν φυσικά οριστικά γλιτώσει καταφέρνοντας να γίνουν ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος κατασκευαστής. Δεν είναι άλλωστε μυστικό πως τα 200, 250 και κυρίως τα 390 έδωσαν στην KTM μία τεράστια ώθηση τόσο στην τεράστια αγορά της Ινδίας, όσο και στην Ευρωπαϊκή. Ο Rajiv Bajaj, στρατηγικός εταίρος της KTM με 48% χαιρετά την απόκτηση της Husqvarna και όλα δείχνουν πως αυτή η συνεργασία έχει γίνει ένας γάμος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Για αυτό και δεν υπάρχει κανένας ντόρος, όταν ένα χρόνο πριν από όλα αυτά, ο Pierer ξεκινά συνεργασία με την CFMOTO θεμελιώνοντας εργοστάσιο στην Κίνα. Παράλληλα η Bajaj ανακοινώνει την έναρξη συνεργασίας με την Triumph, αυτό είναι πιο ανησυχητικό καθώς η συνεργασία αφορά τις αγορές που ήδη εμπλέκεται η KTM και όχι ένα νέο πεδίο όπως η Κίνα. Περνά όμως πιο ήπια, πρώτα γιατί δεν υπάρχει δεδομένο πλάνο συνεργασίας και έπειτα γιατί δεν έχει οριστικοποιηθεί ο ορίζοντας της εκκίνησης της. Ταυτόχρονα η πλευρά της Αυστρίας εξηγεί πως στόχος είναι η αγορά της Κίνας και εταίρος σε αυτό μία εταιρεία με λαμπρό μέλλον εκεί, διαλύοντας και το παραμικρό συννεφάκι στο γάμο με την Bajaj. Παράλληλα με τα παραπάνω ο Pierer παραχωρεί συνέντευξη στον Alan Cathcart ρίχνοντας την βόμβα πως έχει ξεκινήσει η δημιουργία μίας ολόκληρης σειράς δικύλινδρων μοντέλων 490 στην Ινδία! Κυλά ο χρόνος χωρίς να βλέπουμε τέτοια μοντέλα και φτάνουμε στο 2020 όπου σε νέα συνέντευξη και με ξεκάθαρη ερώτηση αν έχει εγκαταλείψει το πλάνο των 490, ο Pierer ρίχνει την βόμβα πως το R&D στο Pune της Ινδίας όπου βρίσκεται και το εργοστάσιο της Bajaj έχει δουλέψει σκληρά και έχουν το πλάνο ανάπτυξης έτοιμο, αλλά ενδέχεται η παραγωγή του να φύγει και να πάει στην CFMOTO αναβαθμίζοντας τον ρόλο της, ως στρατηγικό εταίρο. Τα τηλέφωνα στην Αυστρία αρχίζουν να χτυπάνε αμέσως μόλις ο Cathcart μεταδίδει τα λόγια του Pierer πρώτα από τους αντιπροσώπους που ρωτάνε να μάθουν πότε έρχονται τα μοντέλα και έπειτα από τα ίδια τα στελέχη της KTM που δεν γνωρίζουν τίποτα για το σχέδιο αυτό. Είναι η πρώτη ένδειξη προς τα έξω πως υπάρχουν σύννεφα στις σχέσεις των δύο μεγιστάνων. Στην πορεία των γεγονότων η Bajaj ενισχύει τους δεσμούς με την Triumph και αμέσως μετά η Triumph ανακοινώνει το πλάνο της να μπει στην αγορά Motocross και Enduro, εκεί δηλαδή που κατεξοχήν δραστηριοποιείται η KTM! Τα 490 κάνουν την εμφάνισή τους σε συνέδριο μετόχων του Pierer Group όπου εργοστάσιο κατασκευής αναφέρεται η Bajaj και στην πορεία ο Rahul εγκαταλείπει τον μάταιο τούτο κόσμο. Πριν από λίγες ημέρες ο Pierer εξηγεί πως η πλατφόρμα 490 εγκαταλείφθηκε για πάντα και θα στραφεί σε μία νέα που θα αναπτύξει η CFMOTO. Αυτό σημαίνει πως μπήκαμε σε μία νέα δυναμική ισορροπία και όχι οριστική ρήξη στις σχέσεις τους και πως φυσικά 490 καλά κάναμε και περιμέναμε, αλλά δεν θα τα δούμε ποτέ. Οι δύο τους θα συνεχίσουν από κοινού για όσο χρειαστεί, αλλά από άλλο δρόμο προς την κορυφή, κι όποιος φτάσει πρώτος…

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!