Editorial 638 - Ο φαύλος κύκλος

Από το

motomag

1/1/2023

Το βασικό πρόβλημα της αγωνιστικής μοτοσυκλέτας στην χώρα μας είναι η υπέρμετρη  εσωστρέφεια που την διακατέχει και από την οποία ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει.  Κομμάτι της ευθύνης ανήκει και σε εσάς, τον κόσμο, γιατί ποτέ δεν την στηρίξατε σταθερά. Υπάρχει περίοδος της ελληνικής ιστορίας με θεατές που ήταν περισσότεροι και από ποδοσφαιρικό αγώνα, υπάρχουν και πιο μελανά σημεία όπως η σύγχρονη περίοδος όπου για μία κόντρα σε έναν άσχετο δρόμο θα μαζευτεί περισσότερος κόσμος από ό,τι αν αθροίσουμε διοργανωτές και θεατές για όλα τα αθλήματα με μοτοσυκλέτα σε βάθος τριετίας. Μία ημέρα >  τρία χρόνια, αυτοί είμαστε. Αν τώρα υπήρχε τρόπος να μαζέψουμε όλους τους δυνητικά θεατές των αγώνων σε ένα μεγάλο στάδιο και τους ρωτούσαμε γιατί ελάχιστοι είναι αυτοί που πηγαίνουν σε αγώνες μοτοσυκλέτας η απάντηση θα είναι ομόφωνη και θα ταξιδέψει με μία βοή: «Και τι να δούμε»! - Προφανώς και θα έχουν δίκιο αυτοί οι συγκεντρωμένοι θεατές. Οι αγώνες δεν απασχολούν παρά μόνο εκείνους που συμμετέχουν και έναν κλειστό κύκλο συγγενών και φίλων, ούτε καν το σύνολο του κοινωνικού περίγυρου των αγωνιζομένων! Σε αυτό το σύνολο πασπαλίζουμε ορισμένους από εσάς τους γενναίους και ρομαντικούς που παρακολουθείτε λίγο περισσότερο από την γενικότερη μάζα και έτσι έχουμε τώρα όλους όσους κοιτούν να μάθουν κάτι για τους αγώνες μοτοσυκλέτας, γνωρίζουν και μερικούς αναβάτες με το όνομα και τέλος, αυτοί είναι όλοι. Το ακούω αυτό που σκέφτεστε: «Και ποιο άθλημα εκτός ποδοσφαίρου και μπάσκετ έχει πολλούς θεατές;» Θα συμφωνήσω. Κατά καιρούς μαζεύουν κόσμο και τα υπόλοιπα αθλήματα, αν ξαφνικά εμφανιστεί ένας αστέρας ή γίνει κάτι συνταρακτικό. Αρέσει στον κόσμο να είναι μέσα στην μόδα και αν αυτό σημαίνει πως θα πάει να δει δύο φορές τένις θα το κάνει. Η μοτοσυκλέτα όμως είναι κάτι διαφορετικό, διαφέρει και από το αυτοκίνητο που επίσης ακολουθεί τους δικούς του κανόνες, επηρεάζεται από την επικαιρότητα, μαζεύει και άσχετους που δεν ξέρουν να συμπεριφερθούν όπως το AKROPOLIS αλλά ναι, ο μικρόκοσμος της μοτοσυκλέτας δεν μπαίνει σε αλλουνού καλούπι. Αν τώρα ρωτήσετε τους ίδιους τους αγωνιζόμενους το ίδιο θα σας πουν, μακάρι να έτρεχαν σε πίστες γεμάτες με συμμετέχοντες. Ειδικά για την Ταχύτητα το «πίστες» δεν έχει πλέον πληθυντικό, μία είναι που μπορεί να κάνει αγώνες στις Σέρρες. Η απουσία θεατών διώχνει και τους χορηγούς, ακόμη και εκείνους που θέλουν να ξοδέψουν χρήματα χωρίς να εισπράξουν την προβολή που να δικαιολογεί το έξοδο. Ανέκαθεν στην ιστορία της μοτοσυκλέτας υπήρχαν αιμοδότες αλλά και η αιμοδοσία έχει ένα όριο πριν γίνει αφαίμαξη. Χωρίς χορηγούς δεν έρχονται περισσότεροι αναβάτες, ιδιαίτερα στην Ταχύτητα που είναι το ακριβότερο άθλημα, μόνο τα ελαστικά να υπολογίσεις. Παρένθεση εδώ πως στην Ελλάδα παίζει και το φαινόμενο «δώσε μου λεφτά να τρέξω» χωρίς να έχει καβαλήσει αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Άγνωστη ιστορία για μερικούς η οικογένεια Stoner ή για να μην πηγαίνουμε μακριά μία χούφτα παιδιά που τώρα αγωνίζονται έξω με τεράστια έξοδα που βαρύνουν πρώτα τις οικογένειές τους και μετά τις όποιες, λίγες χορηγίες. Είναι όμως άλλη κουβέντα αυτή καθώς για να πας έξω, έχεις ήδη κατακτήσει το μέσα ή είσαι πολύ καλός για να ασχοληθείς. Ναι έχουμε και τέτοιους Έλληνες αναβάτες, πολύ καλούς!

Αν παρακολουθήσετε τώρα ένα ξένο περιοδικό εκεί που τα περιοδικά είναι στην εποχή μας πολύ εύρωστα με υψηλά budget, όπως στην Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Αγγλία: Ούτε ένας από τους πρώτους δεν ασχολείται με το εθνικό άθλημα! Εξαίρεση η Αγγλία γιατί εντάξει, BSB είναι αυτό μέχρι και στην Ελλάδα το παρακολουθούμε. Και εκεί οι θεατές είναι λίγοι για αυτό δεν ασχολείται ο Τύπος, τα site κτλ. Έχουν όμως βιομηχανία και τεράστιες αγορές και μπορούν αυτά τα Πρωταθλήματα να συντηρηθούν εκ των έσω. Το ΜΟΤΟ τρέχει σε όλους τους αγώνες ξοδεύοντας χρήμα και κόπο για να υπάρχουν οι φωτογραφίες, τα αποτελέσματα και μία καταγραφή που αν δεν γίνει ούτε από εμάς, σε δέκα χρόνια από τώρα θα ψάχνεις να δεις τι συνέβη το 2022, έτσι για ιστορικούς λόγους, και δεν θα μπορείς να βρεις τι είχε συμβεί στο Πρωτάθλημα! Υπάρχει βέβαια και μία μακρά παράδοση που πρέπει να τιμήσουμε καθώς όχι απλά είμασταν πάντα δίπλα στους αγώνες αλλά ματώσαμε κυριολεκτικά για να μπορούν να γίνουν σωστά: 40.000.000 εκατομμύρια δραχμές έχουν στοιχήσει οι δικαστικοί αγώνες στο ΜΟΤΟ για να μην έχει η αγωνιστική μοτοσυκλέτα κάποιον πάνω από το κεφάλι της! Λίγες ημέρες πριν φύγει το 2022, βρεθήκαμε σε μία συνέντευξη Τύπου στα γραφεία της ΛΕΜΟΤ όπου 4 σωματεία: ΛΕΜΟΤ/ΑΜΛΕΧ/ΑΡΤΕΜΙΣ/ΑΡΗΣ παρουσίασαν τον δικαστικό αγώνα που ξεκινούν απέναντι στην ΑΜΟΤΟΕ. Είμασταν δύο εκπρόσωποι από τον Τύπο ενώ κλήθηκαν όλοι όπως μας είπαν και εκπροσωπήθηκε επίσης ο ΠΑ.Σ.Ε.Ε.Ε.Δ και ο ΣΕΜΕ που μαζί καλύπτουν το σύνολο της αγοράς μοτοσυκλέτας. Ακολούθησε η παραίτηση μέλους του ΔΣ της ΑΜΟΤΟΕ για διαφωνίες με τον οικονομικό απολογισμό του 2021 και την ημέρα ακριβώς που το τεύχος αυτό ταξιδεύει στο Τυπογραφείο, κυριολεκτικά επί του πιεστηρίου ακολούθησε και πρόσκληση για απολογιστική Γενική Συνέλευση: Ποιο είναι το νόημα λοιπόν σε όλα αυτά; Πως πρέπει τα Σωματεία και οι Λέσχες να κινηθούν και να συμμετάσχουν στα κοινά. Μόνο έτσι θα υπάρχει μέλλον. Οι θεατές και οι αγωνιζόμενοι έχουν ήδη ένα κοινό πρόβλημα, το καλεντάρι δεν έχει αποσαφηνιστεί και αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει ήδη από το 2022…

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!