Editorial 637 - Η σωστή δημοσιογραφία δεν είναι απαραίτητο να ενοχλεί

Από το

motomag

1/12/2022

Πριν τον τελευταίο αγώνα των MotoGP η ομάδα PR της αγωνιστικής ομάδας της Ducati απέκλεισε τον Mat Oxley, δημοσιογράφο του MotorSport και σε αυτή την δουλειά από το 1988. Του απαγόρευσαν να μιλήσει με τους μηχανικούς της ομάδας σε ένα γύρο συνεντεύξεων που τον κάνει χρόνια τώρα με όλους κι εκείνος έβγαλε ένα πύρινο άρθρο με υπότιτλο: «Έγραφα για πράγματα που δεν τους αρέσουν και με έβαλαν στην μαύρη λίστα. Μπουχου!». Σε πολλά πράγματα δεν συμφωνώ με τον Oxley και ιδιαίτερα η κριτική που άσκησε στην Ducati για τις πιέσεις των ελαστικών και ξεκίνησε την μεταξύ τους διαμάχη, δεν ήταν ολοκληρωμένη και στοιχειοθετημένη αλλά κυρίως μετέφερε τα παράπονα των υπολοίπων ομάδων. Δικαίως η Ducati είχε θέμα μαζί του αλλά ο τρόπος που αντέδρασε η ομάδα PR είναι πρωτόγνωρα αντιεπαγγελματικός. Για τον τρόπο που χειρίστηκαν όλα τα ζητήματα που προέκυψαν και όχι μόνο αυτό, από το τρακάρισμα του Bagnaia ενώ ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και έπειτα την δημόσια υποστήριξή του στον Dennis Rodman που έχει καταδίκες για ατύχημα με εγκατάλειψη, οδήγηση υπό την επήρεια και προπηλακισμούς, μέχρι φυσικά το τελευταίο αυτό παράδειγμα. Για αυτό τον λόγο δεν χρειάζεται να επεκταθώ καθώς καμία πλευρά δεν έχει απόλυτο δίκιο. Αντί αυτού ας αντλήσουμε το παράδειγμα για να έρθουμε στα δικά μας δεδομένα. Την τελευταία τριετία οι εταιρείες που δεν άσκησαν απολύτως καμία πίεση στο ΜΟΤΟ για σκληρή κριτική που δέχτηκαν σε δοκιμές μοντέλων και συγκριτικά που δημοσιεύθηκαν, του Mega Test συμπεριλαμβανομένου, είναι οι παρακάτω μαζί με ορισμένα τρανταχτά παραδείγματα από αυτά που τους «κάναμε».

Η BMW είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα σωστής ανταπόκρισης στην κριτική, όπως έχω δηλώσει πολλές φορές, καθώς διαβάζει τα πάντα που γράφεις για όλους και κοιτά αν κρατάς ίσες αποστάσεις. Με βάση αυτό δέχεται τα πάντα. Μόλις δει πως κάποιο από τα σκοινάκια που τους έχεις όλους κρεμάσει είναι πιο κοντό από τα υπόλοιπα, σε βάζει στην μαύρη λίστα. Δίκαιο. Πέρα από μειονεκτήματα που αναδεικνύουμε, όπως για παράδειγμα το quickshifter που ήταν και αντικείμενο της αλληλογραφίας στο προηγούμενο τεύχος, το 2020 πήγαμε σε Mega Test των mini on-off με ξεχωριστό “box” κειμένου που έλεγε πως δεν χρειαζόταν να πάρουμε μαζί τον δικό τους εκπρόσωπο στην κατηγορία καθώς ήταν τόσο πίσω σε διαφορά, που δεν υπήρχε κανένας λόγος. Ξεκινούσαμε λοιπόν ξεκαθαρίζοντας την τελευταία θέση του συγκριτικού, σε μία παγκόσμια πρωτοτυπία. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό.

Σε πρόσφατη δοκιμή του NC750 που και πάλι είχε γίνει θέμα στην αλληλογραφία, η Honda δεν είχε κανένα θέμα για την κριτική που ασκήσαμε στο πιρούνι της μοτοσυκλέτας, οι μόνοι που είχαμε να γράψουμε και ένα μειονέκτημα με όλο τον υπόλοιπο Τύπο να έχει μόνο διθυράμβους. Ούτε και για τον διαχωρισμό που έχουμε κάνει στις εκδόσεις της Africa Twin βάζοντας σε απόσταση την μία από την άλλη.

Η CFMOTO / ROYAL ENFIELD (ίδια αντιπροσωπεία οπότε τα βάζω μαζί) αξίζει επίσης συγχαρητήρια γιατί κρατά την στάση της BMW χωρίς να έχει την εδραίωση των Γερμανών στην αγορά και σαφώς μεγαλύτερο άγχος για την άσκηση κριτικής. Η δοκιμή του CFMOTO 800MT στο προηγούμενο τεύχος ή στο Mega Test απλά δείχνουν πως αν και νέα εταιρεία μπορεί να διαχωρίσει το εμπορικό από το δημοσιογραφικό, όπως αντίστοιχα κάνουν άλλοι που έχουν πολλά χρόνια εμπειρίας στην ελληνική αγορά μοτοσυκλέτας.

Η Suzuki επίσης, όπως και η Kawasaki / KSR Hellas μπορούν απόλυτα να διαχωρίσουν την σωστή κριτική από την στοχευμένη επίθεση, όπως και όλο το Piaggio Group με το απόλυτο παράδειγμα εδώ να είναι το Dorsoduro 1200 γιατί δεν έχει ξανά γίνει να είμαστε τόσο σίγουροι πως κάποιος τα σκάτωσε τόσο πολύ, που σε μόλις 150 χιλιόμετρα να κατεβαίνουμε και να τους λέμε να το πάρουν πίσω και να το ξανά φτιάξουν από την αρχή. Οι παλαιότεροι αναγνώστες θα το θυμούνται, είναι ένα ακόμη έπος του Μπάμπη Μέντη. Η KTM/HUSQVARNA/GASGAS/BAJAJ/SWM (επίσης μία αντιπροσωπεία) δεν είχε κανένα θέμα όταν αποκαλύψαμε πρώτοι και μόνο εμείς, το πρόβλημα στο ρεζερβουάρ τoυ 790 Adventure πρώτης γενιάς. Η Triumph δεν είχε να μας πει κάτι όταν γράφαμε πως το Traction Control σε προσγειώνει σαν μουλαρωμένη καμήλα στην έρημο. Η SYM/DAYTONA/ZONTES, ας μην γράψω όλες της μάρκες του ομίλου που έχει σχεδόν την μισή ελληνική αγορά, δεν είχε καμία διαφωνία για την σκληρή κριτική του Explorer 125 μόλις τρία τεύχη πριν. Συνεργαζόμαστε με όλους, είτε διαφημίζονται σε εμάς, είτε όχι και γι αυτό ακριβώς θεωρούμε πως πλέον δεν έχουν μείνει και πολλά μέρη εκεί έξω που η διαφήμιση είναι τόσο ξεκάθαρη ως προς ποια είναι και που σταματά, χωρίς να εμπλέκεται σε άρθρο που φέρει τον τίτλο «δοκιμή» ή «παρουσίαση» ή «συγκριτικό». Για αυτό και δεν υπάρχει ουσιαστικός μοχλός πίεσης όλα αυτά τα χρόνια ή αυτά τα τελευταία τρία, από όλους όσους προσπάθησαν.

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!