Editorial 634

x
Από το

motomag

1/9/2022

Τις ημέρες που θα κυκλοφορεί αυτό το τεύχος θα σβήσουν τα αγωνιστικά φώτα για ακόμη έναν αναβάτη, ο Andrea Dovizioso αφήνει την αγωνιστική καριέρα στα MotoGP προχωρώντας στο επόμενό του βήμα. Μακάρι βέβαια αυτή την ευκαιρία του επόμενου βήματος να την είχαν τόσο ο Nicky Hayden, όσο και ο Marco Simoncelli με τον δεύτερο ειδικά να μην έχει προλάβει να ολοκληρωθεί αγωνιστικά στον βαθμό που το κατάφερε ο Hayden κερδίζοντας έναν τίτλο. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μέσα από αυτή τη θέση κατάφερα να συναναστραφώ και με τους δύο και να γνωρίσω τι άνθρωποι ήταν, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά πως ο αγωνιστικός κόσμος της μοτοσυκλέτας δεν έχει κλειδαρότρυπα αλλά κανονικό παράθυρο χωρίς κουρτίνες και πολύ λιγότερα από αυτό που πιστεύουμε μένουν στο σκοτάδι για πάντα. Όσες φορές επίσης μίλησα με τον Andrea Dovizioso το ίδιο κατάλαβα, πως για ορισμένους αναβάτες το ζήτημα της ψυχολογίας στηρίζεται περισσότερο στην ομάδα, ενώ σε άλλους είναι περισσότερο εσωτερικό θέμα -και δίχως ψυχολογία δεν γίνεται να γυρίσεις γρήγορα. Οπότε ο Andrea Dovizioso καλά κάνει και φεύγει νωρίτερα, αφήνοντας την τρέχουσα σεζόν καθώς ανήκει στην πρώτη κατηγορία και δεν γίνεται να γυρίσει τώρα τον διακόπτη στην εσωτερική αναζήτηση και να βρει το σθένος να συνεχίσει. Με την αποχώρηση του Dovizioso, ο Aleix Espargargo θα είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία αγωνιζόμενος της μεγάλης κατηγορίας του MotoGP σε ενεργό δράση, και όπως μόνο στον κόσμο των MotoGP μπορεί να συμβεί, αυτή είναι και η καλύτερή του χρονιά, ενώ όπως και ο Rossi ανήκει στους αγωνιζόμενους της δεύτερης κατηγορίας.

Ωστόσο θα σταθώ σε ένα άλλο κομμάτι για μία από τις πιο δυνατές περιόδους των MotoGP μέχρι αυτή τη στιγμή, που καμία σχέση δεν έχει να κάνει με τους αγωνιζόμενους. Αντίστοιχα καλοί υπήρχαν πάντα μην μπερδεύεστε. Εκείνο που άλλαξε δραματικά αυτή τη δεκαετία, είναι ο τρόπος που βλέπουμε αγώνες, τα κοινωνικά δίκτυα και η αμεσότητα με την οποία αγκαλιάζουμε τους νικητές και ζούμε την νίκη τους. Ο Rossi ήταν ικανός αλλά ταυτόχρονα και τυχερός που πέτυχε την κορυφαία κατηγορία σε αυτή την περίοδο και όχι σε μία προγενέστερη που οι θεατές των αγώνων έκαναν λιγότερο ντόρο. Λιγότερες φωτογραφίες ανέβαζαν από εκεί που πήγαιναν, λιγότερο φωτογραφίζονταν με τους «Θεούς τους», λιγότερα μάτια έβλεπαν τις φάτσες τους. Οι -περισσότερες- μανάδες των οπαδών των MotoGP, έμαθαν τους αγωνιζόμενους όταν πλέον ο γιόκας τους τους έκλεβε την ώρα στην κοινή τηλεόραση για να παρακολουθήσει τον αγώνα και αργότερα έκλεβε την μετάδοση από κάποιο πειρατικό κανάλι, ποστάριζε τις φωτογραφίες και έγραφε τα ονόματά τους.

Ένας αναβάτης διέγνωσε σωστά την εποχή του και -επειδή μπορούσε- πάτησε σε αυτό και ανέβασε κατακόρυφα την δημοφιλία του και μαζί την δημοτικότητα ολόκληρου του αθλήματος. Σε μία εκ βαθέων συζήτηση με τον Freddie Spencer, τον Fast Freddie, ο άλλοτε καλύτερος αναβάτης των ημερών του και δημοφιλής στον μέγιστο βαθμό που εκείνη η εποχή μπορούσε να προσφέρει, μου εξηγούσε πως ορισμένοι από τους πρωταθλητές που μετά τα MotoGP δεν θα χρειαστεί να δουλέψουν θα πρέπει να ευχαριστούν τον Rossi για αυτό. Προσέξτε, αυτά είναι λόγια του Fast Freddie όχι δικά μου, παρότι τα ασπάζομαι πλήρως μετά την συζήτηση που είχα μαζί του, λίγο πριν εκδώσει το βιβλίο με τις μαύρες αποκαλύψεις για την ζωή του και ενώ ετοιμαζόταν για τα χειμερινά τουρ που κάνει για να συμπληρώσει το εισόδημά του! Πριν γίνει και μέλος της επιτροπής κριτών και βρει τρόπο να αποκατασταθεί επαγγελματικά, σε αυτή την ηλικία, κερδίζοντας ταυτόχρονα και πολλούς εχθρούς από εκεί που είχε μόνο φίλους. Μου έλεγε χαρακτηριστικά πως ο Lorenzo ασχολείται τώρα με το real estate και έχει ακριβά αυτοκίνητα γιατί κάποιος κατάφερε να διαπραγματευτεί απίστευτα υψηλά συμβόλαια αμοιβής, συμπαρασύροντας και των υπολοίπων. Ο Casey Stoner μπορούσε, λέει ο Freddie, να επιλέξει να φύγει γιατί κατάφερε να επιστρέψει πίσω στην οικογένειά του τις τεράστιες θυσίες που έκαναν για να φτάσει ο ίδιος να γίνει Πρωταθλητής. Σε μία άλλη περίοδο θα τους επέστρεφε πίσω τα κύπελλα και όλοι μαζί θα έψαχναν μετά να βρουν δουλειά, όχι ποιο κτήμα θα αγοράσουν για να ζήσουν ευτυχισμένοι. Τον ρώτησα αν έβγαζε εκείνη την στιγμή κάποια πίκρα ή μιλά με θαυμασμό και μου εξήγησε πως θα ήταν ζήτημα πίκρας αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει, όμως όχι. Ήταν απλά η εποχή, η απαρχή των κοινωνικών δικτύων, η ευκολία ταξιδιών και ένα σωρό άλλοι παράγοντες που συνετέλεσαν στην τρομακτική άνοδο του αθλήματος. Δεν ήταν μόνο οι αναβάτες. Για αυτό και τα πράγματα θα συνεχίσουν να πηγαίνουν μπροστά, διότι οι θεσμοί προσαρμόζονται και ακολουθούν την εποχή, γιατί τα MotoGP έχουν τώρα κάμερες 2.500 frame για να σου δίνουν το καλύτερο πλάνο. Το μόνο που αλλάζει είναι η διάθεση των παλαιότερων οπαδών να μαθαίνουν καινούρια πρόσωπα μεγαλώνοντας. Παθαίνουν το ίδιο με τις μοτοσυκλέτες, σε αρκετούς ανθρώπους το πάθος ξεφτίζει αλλά το πρόβλημα είναι πως δεν το καταλαβαίνουν ή απλά είναι το τελευταίο που θέλουν να παραδεχτούν. Ξεχνούν πως μία νέα γενιά έρχεται που θα έχει τους δικούς της ήρωες στους αγώνες, θα ακούει την δική της μουσική, θα αναγνωρίζει διαφορετικούς ηθοποιούς και θα οδηγεί διαφορετικές μοτοσυκλέτες, γενικό είναι το πράγμα. Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει αυτή την στιγμή πώς θα είναι, καλύτερο ή χειρότερο. Περιμένουμε να το δούμε με την ίδια όρεξη για το μέλλον και σιγά-σιγά σκιαγραφούμε και την πιθανότερη εκδοχή του…

Στη "σχολή" του 2010 και ανά γραμμή ξεκινώντας από κάτω, βλέπουμε τους:

Nicky Hayden, Casey Stoner, Jorge Lorenzo, Valentino Rossi, Dani Pedrosa, Andrea Dovizioso.

Alvaro Bautista, Loris Capirossi, Colin Edwards, Ben Spies, Hiroshi Aoyama.

Mika Kallio, Aleix Espargaró, Marco Simoncelli, Marco Melandri, Randy De Puniet, Hector Barbera και με εξαίρεση τις δύο μεγάλες απώλειες είναι όλοι τους επαγγελματικά αποκατεστημένοι, κάποιοι δεν χρειάζεται και να ξανά δουλέψουν σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές που στα όρια της σύνταξης αναρωτιούνται τι άλλο μπορούν να κάνουν για να συμπληρώσουν εισόδημα…

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.