Editorial 634

x
Από το

motomag

1/9/2022

Τις ημέρες που θα κυκλοφορεί αυτό το τεύχος θα σβήσουν τα αγωνιστικά φώτα για ακόμη έναν αναβάτη, ο Andrea Dovizioso αφήνει την αγωνιστική καριέρα στα MotoGP προχωρώντας στο επόμενό του βήμα. Μακάρι βέβαια αυτή την ευκαιρία του επόμενου βήματος να την είχαν τόσο ο Nicky Hayden, όσο και ο Marco Simoncelli με τον δεύτερο ειδικά να μην έχει προλάβει να ολοκληρωθεί αγωνιστικά στον βαθμό που το κατάφερε ο Hayden κερδίζοντας έναν τίτλο. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μέσα από αυτή τη θέση κατάφερα να συναναστραφώ και με τους δύο και να γνωρίσω τι άνθρωποι ήταν, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά πως ο αγωνιστικός κόσμος της μοτοσυκλέτας δεν έχει κλειδαρότρυπα αλλά κανονικό παράθυρο χωρίς κουρτίνες και πολύ λιγότερα από αυτό που πιστεύουμε μένουν στο σκοτάδι για πάντα. Όσες φορές επίσης μίλησα με τον Andrea Dovizioso το ίδιο κατάλαβα, πως για ορισμένους αναβάτες το ζήτημα της ψυχολογίας στηρίζεται περισσότερο στην ομάδα, ενώ σε άλλους είναι περισσότερο εσωτερικό θέμα -και δίχως ψυχολογία δεν γίνεται να γυρίσεις γρήγορα. Οπότε ο Andrea Dovizioso καλά κάνει και φεύγει νωρίτερα, αφήνοντας την τρέχουσα σεζόν καθώς ανήκει στην πρώτη κατηγορία και δεν γίνεται να γυρίσει τώρα τον διακόπτη στην εσωτερική αναζήτηση και να βρει το σθένος να συνεχίσει. Με την αποχώρηση του Dovizioso, ο Aleix Espargargo θα είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία αγωνιζόμενος της μεγάλης κατηγορίας του MotoGP σε ενεργό δράση, και όπως μόνο στον κόσμο των MotoGP μπορεί να συμβεί, αυτή είναι και η καλύτερή του χρονιά, ενώ όπως και ο Rossi ανήκει στους αγωνιζόμενους της δεύτερης κατηγορίας.

Ωστόσο θα σταθώ σε ένα άλλο κομμάτι για μία από τις πιο δυνατές περιόδους των MotoGP μέχρι αυτή τη στιγμή, που καμία σχέση δεν έχει να κάνει με τους αγωνιζόμενους. Αντίστοιχα καλοί υπήρχαν πάντα μην μπερδεύεστε. Εκείνο που άλλαξε δραματικά αυτή τη δεκαετία, είναι ο τρόπος που βλέπουμε αγώνες, τα κοινωνικά δίκτυα και η αμεσότητα με την οποία αγκαλιάζουμε τους νικητές και ζούμε την νίκη τους. Ο Rossi ήταν ικανός αλλά ταυτόχρονα και τυχερός που πέτυχε την κορυφαία κατηγορία σε αυτή την περίοδο και όχι σε μία προγενέστερη που οι θεατές των αγώνων έκαναν λιγότερο ντόρο. Λιγότερες φωτογραφίες ανέβαζαν από εκεί που πήγαιναν, λιγότερο φωτογραφίζονταν με τους «Θεούς τους», λιγότερα μάτια έβλεπαν τις φάτσες τους. Οι -περισσότερες- μανάδες των οπαδών των MotoGP, έμαθαν τους αγωνιζόμενους όταν πλέον ο γιόκας τους τους έκλεβε την ώρα στην κοινή τηλεόραση για να παρακολουθήσει τον αγώνα και αργότερα έκλεβε την μετάδοση από κάποιο πειρατικό κανάλι, ποστάριζε τις φωτογραφίες και έγραφε τα ονόματά τους.

Ένας αναβάτης διέγνωσε σωστά την εποχή του και -επειδή μπορούσε- πάτησε σε αυτό και ανέβασε κατακόρυφα την δημοφιλία του και μαζί την δημοτικότητα ολόκληρου του αθλήματος. Σε μία εκ βαθέων συζήτηση με τον Freddie Spencer, τον Fast Freddie, ο άλλοτε καλύτερος αναβάτης των ημερών του και δημοφιλής στον μέγιστο βαθμό που εκείνη η εποχή μπορούσε να προσφέρει, μου εξηγούσε πως ορισμένοι από τους πρωταθλητές που μετά τα MotoGP δεν θα χρειαστεί να δουλέψουν θα πρέπει να ευχαριστούν τον Rossi για αυτό. Προσέξτε, αυτά είναι λόγια του Fast Freddie όχι δικά μου, παρότι τα ασπάζομαι πλήρως μετά την συζήτηση που είχα μαζί του, λίγο πριν εκδώσει το βιβλίο με τις μαύρες αποκαλύψεις για την ζωή του και ενώ ετοιμαζόταν για τα χειμερινά τουρ που κάνει για να συμπληρώσει το εισόδημά του! Πριν γίνει και μέλος της επιτροπής κριτών και βρει τρόπο να αποκατασταθεί επαγγελματικά, σε αυτή την ηλικία, κερδίζοντας ταυτόχρονα και πολλούς εχθρούς από εκεί που είχε μόνο φίλους. Μου έλεγε χαρακτηριστικά πως ο Lorenzo ασχολείται τώρα με το real estate και έχει ακριβά αυτοκίνητα γιατί κάποιος κατάφερε να διαπραγματευτεί απίστευτα υψηλά συμβόλαια αμοιβής, συμπαρασύροντας και των υπολοίπων. Ο Casey Stoner μπορούσε, λέει ο Freddie, να επιλέξει να φύγει γιατί κατάφερε να επιστρέψει πίσω στην οικογένειά του τις τεράστιες θυσίες που έκαναν για να φτάσει ο ίδιος να γίνει Πρωταθλητής. Σε μία άλλη περίοδο θα τους επέστρεφε πίσω τα κύπελλα και όλοι μαζί θα έψαχναν μετά να βρουν δουλειά, όχι ποιο κτήμα θα αγοράσουν για να ζήσουν ευτυχισμένοι. Τον ρώτησα αν έβγαζε εκείνη την στιγμή κάποια πίκρα ή μιλά με θαυμασμό και μου εξήγησε πως θα ήταν ζήτημα πίκρας αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει, όμως όχι. Ήταν απλά η εποχή, η απαρχή των κοινωνικών δικτύων, η ευκολία ταξιδιών και ένα σωρό άλλοι παράγοντες που συνετέλεσαν στην τρομακτική άνοδο του αθλήματος. Δεν ήταν μόνο οι αναβάτες. Για αυτό και τα πράγματα θα συνεχίσουν να πηγαίνουν μπροστά, διότι οι θεσμοί προσαρμόζονται και ακολουθούν την εποχή, γιατί τα MotoGP έχουν τώρα κάμερες 2.500 frame για να σου δίνουν το καλύτερο πλάνο. Το μόνο που αλλάζει είναι η διάθεση των παλαιότερων οπαδών να μαθαίνουν καινούρια πρόσωπα μεγαλώνοντας. Παθαίνουν το ίδιο με τις μοτοσυκλέτες, σε αρκετούς ανθρώπους το πάθος ξεφτίζει αλλά το πρόβλημα είναι πως δεν το καταλαβαίνουν ή απλά είναι το τελευταίο που θέλουν να παραδεχτούν. Ξεχνούν πως μία νέα γενιά έρχεται που θα έχει τους δικούς της ήρωες στους αγώνες, θα ακούει την δική της μουσική, θα αναγνωρίζει διαφορετικούς ηθοποιούς και θα οδηγεί διαφορετικές μοτοσυκλέτες, γενικό είναι το πράγμα. Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει αυτή την στιγμή πώς θα είναι, καλύτερο ή χειρότερο. Περιμένουμε να το δούμε με την ίδια όρεξη για το μέλλον και σιγά-σιγά σκιαγραφούμε και την πιθανότερη εκδοχή του…

Στη "σχολή" του 2010 και ανά γραμμή ξεκινώντας από κάτω, βλέπουμε τους:

Nicky Hayden, Casey Stoner, Jorge Lorenzo, Valentino Rossi, Dani Pedrosa, Andrea Dovizioso.

Alvaro Bautista, Loris Capirossi, Colin Edwards, Ben Spies, Hiroshi Aoyama.

Mika Kallio, Aleix Espargaró, Marco Simoncelli, Marco Melandri, Randy De Puniet, Hector Barbera και με εξαίρεση τις δύο μεγάλες απώλειες είναι όλοι τους επαγγελματικά αποκατεστημένοι, κάποιοι δεν χρειάζεται και να ξανά δουλέψουν σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές που στα όρια της σύνταξης αναρωτιούνται τι άλλο μπορούν να κάνουν για να συμπληρώσουν εισόδημα…

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!