Editorial 631 - Η διαφορά δεν είναι στους αριθμούς

Από το

motomag

1/6/2022

Το αυτί και το μάτι του μοτοσυκλετιστή χορταίνουν πολύ δύσκολα, ή ακόμα καλύτερα δεν χορταίνουν ποτέ και θέλουν απλά τα νούμερα να μεγαλώνουν. Δεν έχει σημασία αν κάποιος αναζητά μία καθημερινή μοτοσυκλέτα, ή μία μοτοσυκλέτα αποκλειστικά για track days και στις δύο περιπτώσεις η ιπποδύναμη είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που θα κοιτάξει. Προτού η οικονομία αρχίσει να κάνει τον αναστενάρη πατώντας σε αναμμένα κάρβουνα, τα άλογα ήταν το πρώτο νούμερο που τραβούσε την προσοχή, δίνοντας σταδιακά την θέση του στην κατανάλωση, την τιμή πώλησης, ακόμη και της μεταπωλητικής αξίας.

Πέρα από αυτή την αλλαγή στην βαρύτητα των αριθμών όμως, η νοοτροπία των πολλών δεν έχει διαφοροποιηθεί ουσιαστικά συνεχίζοντας να παραβλέπουν σημεία όπως η ακαμψία του πλαισίου, οι αποσβέσεις των αναρτήσεων και η γεωμετρία θέσης οδήγησης. Εκεί όμως κρύβονται όλες οι μεγάλες διαφορές κυρίως για τα μοντέλα των μικρών κατηγοριών της εποχής μας, έναντι των αντίστοιχων μοντέλων περασμένων δεκαετιών.

Το αποτέλεσμα είναι πως μία συχνή αντίδραση των παλαιότερων απέναντι σε μία νέα σπορ μοτοσυκλέτα 400 κυβικών, για παράδειγμα, είναι πως αποδίδει λιγότερα άλογα από αντίστοιχα μοντέλα που μετρούν τριάντα χρόνια ζωής. Ωστόσο η σύγκριση αυτή είναι άδικη και γίνεται ανάμεσα σε τελείως ανόμοια πράγματα, από την στιγμή που οι παλαιότερες πολύστροφες μοτοσυκλέτες αυτού του κυβισμού ήταν πανάκριβες αγωνιστικές που έγιναν γνώριμες σε εμάς ως μεταχειρισμένες από την Ιαπωνία. Οι νέες μικρό-μεσαίες street μοτοσυκλέτες, μπορεί να μην εξιτάρουν με την ιπποδύναμή τους, όμως ο σπορ χαρακτήρας τους κάνει την εμφάνισή του την στιγμή ακριβώς που θα στρίψεις μαζί τους. Στον νευραλγικό τομέα της οδηγικής συμπεριφοράς, για πρώτη φορά οι μικρές σπορ μοτοσυκλέτες είναι τόσο κοντά στις μεγάλες κυβισμού από την πρώτη κιόλας στροφή, δίχως να χρειάζεται η παραμικρή αλλαγή ή μετατροπή. Είναι επίσης η πρώτη φορά που ένας νέος αναβάτης έχει τόσες πολλές δυνατότητες επιλογής, για μία μοτοσυκλέτα που θα τον καθοδηγήσει με επιτυχία στα διαφορετικά στάδια της εξέλιξής του ως οδηγού. Κι αυτό γιατί ο μέσος όρος αυτής της κατηγορίας προσφέρει υψηλή ενεργητική ασφάλεια και εξαιρετική συμπεριφορά σε κάθε ρυθμό οδήγησης. Τα νούμερα λοιπόν δεν λένε καμία αλήθεια και η οδηγική απόλαυση μπορεί να βρεθεί και σε λιγότερα κυβικά. Κι αν αυτό ισχύει στις σπορ μοτοσυκλέτες, πολλαπλάσια βαρύτητα αποκτά στις on-off. Δεν σταματάμε να επαναλαμβάνουμε σε κάθε Mega Test πως δεν χρειάζεσαι καμία νέα, καμία μεγάλη, θέλεις απλά αυτή που έχεις ή που με ευκολία μπορείς να αποκτήσεις. Σίγουρα το ταξίδι στην Εθνική είναι πολλαπλάσια άνετο με μία μεγάλη on-off των 1.200 κυβικών, αλλά το έχω κάνει άπειρες φορές με 250, 300, 400 και 500 κυβικά και δεν θυμάμαι ούτε μία που να είπα πως θα είναι η τελευταία. Η ιπποδύναμη μόνη της δεν λέει όλη την αλήθεια και οι συγκρίσεις παλαιών δίχρονων με τριπλάσια κατανάλωση από ένα αντίστοιχο σύγχρονο τετράχρονο δεν οδηγούν πουθενά, όπως σε κάμποσα χρόνια από τώρα, δεν θα γίνεται να συγκρίνουμε τις ηλεκτρικές που θα κυκλοφορούν στους δρόμους με τις μοτοσυκλέτες που έχουμε τώρα.

Οι ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες τοποθετούνται χρονικά στο μακρινό μέλλον κι έχουμε εξηγήσει τόσο εγώ, όσο και ο Λάζαρος από αυτές τις σελίδες, πως το βασίζουμε αυτό στα μοντέλα που έχουν προγραμματισμένα οι κατασκευαστές και όχι αυθαίρετα. Βρίσκω επίσης δύσκολο να αποχαιρετήσω γραπτώς τον φίλο μας τον Λάζαρο από εδώ μέσα, γιατί πολύ απλά η επικοινωνία μας θα είναι σχεδόν καθημερινή σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο, που δυσκολεύομαι να πω ένα αντίο που δεν θα συμβεί. Αναλαμβάνοντας υπεύθυνος επικοινωνίας στην εταιρεία Γκοργκόλης Α.Ε. η επικοινωνία παραμένει αδιάλειπτη και αναμένεται να παραμείνει και έτσι στην επόμενη δοκιμή μοντέλου της εταιρείας που δεν ανταποκρίθηκε στα δικά μας στάνταρ. Τώρα μένει να βρεθεί ένας τρόπος να επισκέπτεται κι εσάς, τους αναγνώστες, χρόνο με τον χρόνο…

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!