Editorial 628 - Η μοτοσυκλέτα στην υπηρεσία της πολιτείας

Από το

motomag

1/3/2022

Η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από βαθιά οξύμωρες αντιθέσεις κι ένα από τα τρανταχτά παραδείγματα είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η μοτοσυκλέτα. Από την μία η Ελλάδα και η πρωτεύουσα πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό μοτοσυκλετιστών ανά μερίδα κατοίκων, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Από την άλλη, ακόμα και σήμερα που η συμπεριφορά των μοτοσυκλετιστών έχει ριζικά αλλάξει, η μοτοσυκλέτα ως μέσο συνεχίζει να δαιμονοποιείται από ένα μεγάλο σύνολο του πληθυσμού. Κι ανάμεσα σε αυτούς ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας. Κάθε φορά που βλέπουμε να μην προχωρά ένας νόμος που θα μπορούσε να βοηθήσει την μοτοσυκλέτα, όπως η ένταξη στον ΚΟΚ της κίνησης των μοτοσυκλετών ανάμεσα στους στοίχους των αυτοκινήτων και ορισμός κανόνων για αυτή την πρακτική, βρίσκουμε από πίσω κάποιες πολιτικές προσωπικότητες που δεν θα έπρεπε να έχουν λόγο γιατί πολύ απλά ούτε οδηγούν, ούτε κυκλοφορούν στους δρόμους, ούτε γνωρίζουν και τον ΚΟΚ! Είναι απλά συνεπιβάτες σε οχήματα που οδηγούν άλλοι. Αντίστοιχα και σε νόμους που κατάφορα αδικούν τους δικυκλιστές, πάλι θα βρεις από πίσω να έχει ψηφίσει κάποιος / κάποια που η εικόνα που έχει για τις μοτοσυκλέτες είναι πως «αυτά τα πράγματα σκοτώνουν». Δεν έχει δηλαδή καμία σχέση με την πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, και παραμένει ξεκάθαρα ελληνικό φαινόμενο, πως ενώ η διείσδυση του δίκυκλου στον γενικό πληθυσμό είναι μεγάλη, στις δημόσιες υπηρεσίες και στα σώματα ασφαλείας, η χρήσης της ξεφτίζει. Επιπρόσθετα, όπου κι αν η χρήση της έχει αναβαθμιστεί, όπως για παράδειγμα στην αστυνομία ή στην παροχή πρώτων βοηθειών, αυτό οφείλεται στις προσπάθειες μεμονωμένων ατόμων. Σε δύο μήνες από τώρα ξεκινά επίσημα η αντιπυρική περίοδος, μία περίοδος κατά την οποία η πρόληψη και οι περιπολίες είναι ζωτικής σημασίας και που κάθε χρονιά βρισκόμαστε προ εκπλήξεως που πιαστήκαμε στον ύπνο. Πρέπει να χαθεί άλλο ένα βουνό, άλλο ένα δάσος για να θυμηθούμε πως οι μοτοσυκλετιστές έχουν προλάβει πολλές πυρκαγιές στην γέννησή τους; Αντιθέτως λοιπόν, η πυροσβεστική υπηρεσία αλλά και τα διάφορα σώματα δασοπροστασίας, είδαν τις ομάδες περιπολίας με μοτοσυκλέτες να καταργούνται πριν από τέσσερα χρόνια. Η περιβόητη ομάδα «Θησέας» ξεκίνησε το 2010 με 100 μοτοσυκλέτες που δώρισε ο Σύλλογος Εφοπλιστών και έφτασε να πραγματοποιεί περιπολίες σε 135 τομείς, 60 από τους οποίους ήταν στην Αττική και οι μισοί από αυτούς στα μέρη που κάηκαν πέρσι. Οι υπόλοιποι 75 ήταν διάσπαρτοι στην περιφέρεια. Κάθε χρόνο η ομάδα «Θησέας» προλάβαινε 20 πυρκαγιές στην Αττική και από την πρώτη χρονιά που καταργήθηκε, η Αττική δεν έχει σταματήσει να καίγεται. Παρόλο που έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να επιβλέπουν και άμεσα να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις σε δύσβατες περιοχές και μάλιστα με μικρότερο συγκριτικά κόστος χρήσης, οι μοτοσυκλέτες καταργήθηκαν. Και τα αίτια της απαξίωσης αυτής δεν πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά ψηλότερα, στην νοοτροπία που έχει η πολιτική ηγεσία για την μοτοσυκλέτα ως μέσο.

Τα παραδείγματα από την Ισπανία και την Ιταλία, που έχουν αντίστοιχα καιρικά φαινόμενα με εμάς και εξίσου μεγάλο κίνδυνο δασικών πυρκαγιών, είναι η απάντηση που ψάχνουμε. Τα οργανωμένα τμήματα δασοπροστασίας μοτοσυκλετιστών έχουν καταφέρει να αποτρέψουν την εξάπλωση δεκάδων πυρκαγιών με βασικό όπλο την ταχύτητα πρόσβασης στην εστία της πυρκαγιάς. Επιπρόσθετα και το πιο σοβαρό, εξίσου γρήγορα ελίσσονται σε μπλοκαρισμένους αυτοκινητόδρομους και μεταφέρουν το οποιοδήποτε μήνυμα. Είναι καλό να το θυμηθούμε από τώρα, λίγο καιρό πριν αρχίσει η κρίσιμη περίοδος και όχι κατά την διάρκεια ή μετά. Είχα συναντήσει πολλές φορές μοτοσυκλέτες της ομάδας «Θησέας» και είναι χαρακτηριστικό πως κανείς τους ποτέ δεν είχε καινούρια ελαστικά. Υπάρχουν μοτοσυκλέτες που έμειναν με τα ίδια από τότε που είχαν αγοραστεί, δηλαδή πάνω από πέντε χρόνια όταν τις είχα δει ο ίδιος προσωπικά. Θα μου πείτε εδώ δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ελαστικά για τις μοτοσυκλέτες των αστυνομικών, πότε να ασχοληθούν με των πυροσβεστών; Οτιδήποτε ξεκινά από κάποια πρωτοβουλία στην Ελλάδα, αδυνατεί να γίνει διαδικασία και να παγιωθεί. Τρέχει για όσο διάστημα μπορεί να ασχοληθεί εκείνος που κατάφερε να το ξεκινήσει και μετά σαπίζει. Αν το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος αφήσει το ΚΠΙΣΝ, έχει κανείς αμφιβολία για το τι θα συμβεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας; Για την ιστορία κάθε τεύχος του ΜΟΤΟ φυλάσσεται σε αντίτυπα και παραμένει στην Εθνική Βιβλιοθήκη καθώς αποτελεί πρωτογενές υλικό και πνευματική ιδιοκτησία της χώρας. Πόσο καιρό να δώσουμε από την στιγμή που το ΙΣΝ σταματήσει να το στηρίζει οικονομικά, μέχρι την ώρα που θα τους πηγαίνουμε το περιοδικό αλλά δεν θα ξέρουν ποιος πρέπει να το παραλάβει γιατί η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν λειτουργεί πια; Ένα τροχαίο δυστύχημα μπορεί να είναι ικανό να σταματήσει την λειτουργία των μοτοσυκλετών σε ολόκληρη δημόσια υπηρεσία, χωρίς βέβαια να εξεταστεί ποτέ αν έπρεπε να είχαν αλλαχθεί ελαστικά, αν είχαν συντηρηθεί όπως πρέπει κτλ. Τα δημόσια κτήρια είναι πάντα άβαφα, πάντα κακοσυντηρημένα και οι δημόσιες υπηρεσίες πάντα υπολειτουργούν. Οπότε και το ποιο ευπαθές μέσο απέναντι στις παθογένειες της Πολιτείας, η μοτοσυκλέτα, είναι καταδικασμένη να υποφέρει. Κι αυτό έχει έρθει η ώρα να αλλάξει για πάντα.

 

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!