Editorial 624 - Ζήτημα νοοτροπίας

Από το

motomag

1/11/2021

Ένας από τους βασικότερος λόγος που στην Γερμανία υπάρχουν αρκετοί αυτοκινητόδρομοι χωρίς ανώτατο όριο ταχύτητας είναι η διαφορά νοοτροπίας που διακατέχει τους Γερμανούς χρήστες και καθιστά κάτι τέτοιο εφικτό, χωρίς να αυξάνονται ολοένα τα θανατηφόρα ατυχήματα. Σκοπός μου δεν είναι να αναλύσω τις γερμανικές Autobahn, είναι κάτι παλιό, κάτι ήδη γνωστό, ούτε να πω ποιος αν είναι καλύτεροι ή όχι από εμάς αλλά να τονίσω κάτι πολύ βασικό. Δεν γίνεται να απελευθερώσεις το όριο ταχύτητας οπουδήποτε και υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που κάτι τέτοιο δουλεύει στην Γερμανία και όχι κάπου αλλού.

Από τους βασικότερους κανόνες στον οποίο όλοι ανεξαιρέτως πειθαρχούν είναι να μην προσπερνάνε από δεξιά. Φανταστείτε λίγο την εικόνα των ελληνικών δρόμων για να δείτε πόσο συχνό φαινόμενο είναι η προσπέραση από δεξιά. Η οποία δεν συμβαίνει μονάχα όταν εκείνος που προσπερνά παραβιάζει το όριο ταχύτητας, αλλά και γιατί υπάρχουν αρκετοί που οδηγούν αριστερά και πηγαίνουν σιγά ή κάτω από το μέσο όρο ταχύτητας των υπόλοιπων λωρίδων. Θεωρούν δικαίωμα την παραμονή στην αριστερή λωρίδα και μένουν σε αυτή ακόμη και όταν δεξιά τους είναι κενή, όπως και μπροστά τους. Σε ένα σύστημα δρόμων και οδηγών που επιτρέπεται να πάνε με όσα θέλουν στον αυτοκινητόδρομο, αυτά είναι τεράστια σφάλματα που πρέπει να αποφεύγονται. Η δε καθολική αποδοχή αυτών των απλών κανόνων από όλους είναι η πραγματική αιτία που εξασφαλίζει την διαιώνιση αυτής της παράδοσης και το γεγονός πως λιγότερα θανατηφόρα συμβαίνουν στους αστικούς δρόμους της Γερμανίας, παρά στους αυτοκινητόδρομους. Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν και εκεί οι φωνές που θέλουν την καθολική συμμόρφωση των ορίων ταχύτητας σε όλη την Ευρώπη και υπάρχουν μία σειρά από λόγοι που ακούγονται έντονα και στην Γερμανία, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε προς τα εκεί. Ακόμη και όρια να μπουν παντού, οι παραπάνω κανόνες θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται από όλους, και φυσικά ισχύουν και σε εμάς εδώ απλά δεν εφαρμόζονται καθολικά και με συνέπεια από όλους! Λέμε πως η ταχύτητα σκοτώνει πράγμα που ισχύει και δεν το αμφισβητεί κανείς, ξεχνάμε όμως πως σκοτώνει και η βραδυπορία, η παραμέληση βασικών κανόνων με πρώτο και κύριο πως στόχος μας όταν οδηγούμε είναι να διευκολύνουμε τους άλλους, ούτε να περάσουμε από πάνω τους, ούτε να μην μας νοιάζει πώς θα περάσουν.

Πρόκειται για κάτι τόσο απλό αν το καλοσκεφτείς που δεν καταλαβαίνεις για πιο λόγο δεν συμβαίνει στους ελληνικούς δρόμους. Για πιο λόγο το πιο αργό όχημα θα είναι αριστερά στις λεωφόρους ή θα βγει στην αριστερή λωρίδα χωρίς φλας (το άναμμα την τελευταία στιγμή όταν έχεις πάρει μαζί και το τιμόνι δεν μετράει) και φυσικά όλα αυτά ισχύουν ανεξαιρέτως οχήματος και για αυτοκίνητα και για μοτοσυκλέτες. Το να πηγαίνεις με τριακόσια σε γερμανικό αυτοκινητόδρομο είναι πολλαπλάσια ασφαλέστερο από τα μισά στην Ελλάδα. Προφανώς και συμβαίνουν ατυχήματα και εκεί, δεν χρειάζεται να τονίσω το προφανές μεταξύ μας, προφανώς και χρειάζονται βελτίωση σε πολλά πράγματα, αλλά ας επικεντρωθούμε σε ένα βασικό που αν αλλάξει εδώ θα κάνει τεράστια διαφορά: Πηγαίνοντας με τριακόσια σε γερμανικό δρόμο χωρίς όρια αισθάνεσαι το ίδιο άγχος με το να πηγαίνεις στα όρια του ΚΟΚ, άντε και ελάχιστα παραπάνω γιατί το κοντέρ κλέβει καμιά δεκαριά χιλιόμετρα. Θεωρούμε στην Ελλάδα πως μονάχα η ταχύτητα σκοτώνει και αυτό είναι επικίνδυνο για τον εξής απλό λόγο: Ξεχνάμε έτσι πόσο βασικό πράγμα είναι να προσέχουμε και να τηρούμε όλους τους κανόνες, αντί να λέμε «δεν τρέχω, άρα όλα είναι καλά». Γιατί δεν είναι καλά τα πράγματα, κι αυτό δεν χρειάζεται καμία απόδειξη, το βλέπετε γύρω – τριγύρω καθημερινά…

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!