Editorial 621 - Η εξέλιξη του είδους έχει και βήματα προς τα πίσω

Από το

motomag

1/8/2021

Τα τελευταία χρόνια στους αγώνες όσα δυστυχήματα και ατυχήματα με σοβαρούς τραυματισμούς συμβαίνουν, έχουν κατά συντριπτική πλειοψηφία ένα κοινό παρονομαστή, οι αναβάτες χτυπούν μεταξύ τους ή δέχονται το μοιραίο χτύπημα από άλλους αναβάτες που δεν έχουν καταφέρει να τους αποφύγουν. Έχουμε πλέον εξελίξει τον εξοπλισμό ασφαλείας που φορά κάποιος σε βαθμό πρωτόγνωρο για άλλες εποχές, αερόσακους που αντιλαμβάνονται σε κλάσματα δευτερολέπτου αν πρόκειται να πέσεις και η μοτοσυκλέτα να μην σηκώνεται, από το αν θα πέσεις και η μοτοσυκλέτα θα μπορεί να συνεχίσει, οπότε δεν θα πρέπει να ενεργοποιηθεί για να μπορέσεις να συνεχίσεις! Τα κράνη αντέχουν πολλά “G” και οι περισσότεροι από όσους βλέπουν αγώνες ακόμη προσπαθούν να καταλάβουν την διαφορά των “G” που δέχεται ο πιλότος και χάνει τις αισθήσεις του με ελάχιστα, από τα δεκάδες που μετρούν οι στολές των αναβατών σε κάθε πτώση. Κι ο κόσμος μπερδεύεται διότι πολύ απλά τώρα άρχισε να γίνεται αποδέκτης αυτής της πληροφορίας και δεν γνωρίζει πώς να την αξιολογήσει!

Παράλληλα και ταυτόχρονα, οι πίστες έχουν αποκτήσει άσφαλτο για να μπορέσεις να διορθώσεις, παγίδες για να σταματήσεις όταν δεν θα καταφέρεις να διορθώσεις και τέλος τοίχο να σε σταματήσει κάπως καλύτερα όταν δεν θα αρκεί και η παγίδα. Πέφτεις με πολλά και γλιτώνεις χωρίς κανένα τραυματισμό ή πολύ πιο ανώδυνα από εκείνο που θα μπορούσε να συμβεί με παλαιότερη χάραξη. Και κάθε έξοδος, κάθε ατύχημα γίνεται αμέσως και μάθημα για να διορθωθεί η κάθε πίστα ακόμη περισσότερο.

Και μετά είναι τα ηλεκτρονικά. Εκείνα που θα προσπαθήσουν να μειώσουν τις πιθανότητες να συμβούν όλα τα παραπάνω, όμως προσέξτε, δεν είναι αυτός ο σκοπός που δημιουργήθηκαν. Δεν είναι η ασφάλεια τους το πρώτο μέλημα, η χρήση τους έχει παρεξηγηθεί από την πλειοψηφία. Τα ηλεκτρονικά είναι εκεί για να πηγαίνουν οι αναβάτες γρηγορότερα. Να κάνουν περισσότερους γύρους κοντά στο όριο και να μην παρουσιάζουν τεράστιες αυξομειώσεις από την αρχή και μέχρι το τέλος του αγώνα. Σε παρόμοια κουβέντα με τον Freddie «Fast» Spenser λίγο πριν αναλάβει πρόεδρος των κριτών στα MotoGP, είχε αναφερθεί σε συζήτηση με τον Rossi σχετικά με τα ηλεκτρονικά της νέας εποχής, ως αναβάτες που ξέρουν πολύ καλά το πριν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να έχουν την απόδοση των σημερινών μοτοσυκλετών χωρίς την συνδρομή τους! Διότι η σύγκριση ιπποδύναμης και βάρους που γίνεται με εκπροσώπους της μεγάλης κατηγορίας από μία παλαιότερη εποχή, δεν έχει καμία υπόσταση, από την στιγμή που τώρα καλείσαι να κάνεις έναν αγώνα στο όριο πολύ καλύτερων ελαστικών, μέσα σε πίστες που επιτρέπουν πολύ καλύτερο ρυθμό. Τα ηλεκτρονικά τους βοηθούν να είναι συνέχεια πολύ πιο κοντά στο όριο κι αν μπορούσαν να αντικαταστήσουν ικανότητες, τότε δεν θα χαιρόμασταν τους αγώνες τόσο πολύ όπως συμβαίνει τώρα.

Όλη αυτή η εξέλιξη όμως έχει φέρει και τους αναβάτες πιο κοντά από κάθε άλλη φορά με την εκπαίδευσή τους να ξεκινά πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά. Μην βιαστείτε να πείτε πως παλιά οδηγούσαν όλοι μαζί μπουλούκι, διότι ναι έτσι ήταν. Αλλά με άλλες συνθήκες από τις σημερινές. Όπως όλες οι μορφές του αθλητισμού, έτσι και ο μηχανικός αθλητισμός δεν υποβάλλει σε κάποιο λάθος όταν ξεκινά από νεαρή ηλικία. Η εξέλιξη κάθε αθλήματος έρχεται από τον πρωταθλητισμό και τέτοιοι είναι οι άνθρωποι που αφοσιώνονται και κάνουν μόνο αυτό στην ζωή τους. Άλλες θυσίες έπρεπε να κάνουμε εμείς, μου είχε πει ο Spencer κι άλλες οι τωρινοί αναβάτες. Κανείς δεν μπορεί να κάνει άμεσες συγκρίσεις του τότε με το σήμερα. Και σήμερα ξεκινάς από νωρίς για να φτάσεις εκεί που είναι οι άλλοι.

Κι όλα αυτά μας έχουν φέρει σε σκηνικά όπως της Μοτο3 και Moto2 που είναι εξαιρετικά να τα βλέπεις από έξω αλλά ανεβάζουν κατά πολύ τον κίνδυνο. Και όσο όλα αυτά τα παραπάνω πεδία εξέλιξης προχωρούν και προς τα κάτω, σε άλλα εθνικά πρωταθλήματα που λειτουργούν ως βάσει για τα MotoGP, ο κίνδυνος μεταφέρεται και σε αυτά. Πρόσφατο τραγικό γεγονός ο θάνατος του 14χρουνου Hugo Millan στον αγώνα της πίστας Aragon για το FIM Repsol CEV. Φοβερή πίστα, φοβερά ελαστικά, φοβερές μοτοσυκλέτες και μία συστάδα νέων αναβατών που όλοι τους οδηγούσαν μαζί γιατί αυτό δημιουργούν τέτοιες φοβερές συνθήκες: Μία θερμοκοιτίδα για στενό ανταγωνισμό – και στον μηχανικό αθλητισμό ο στενός ανταγωνισμός φέρνει και ατυχήματα. Πολλές φορές ανάγονται και σε δυστυχήματα και όσο πιο νέος είναι ο αθλητής, τόσο πιο τραγικό και το γεγονός. Ας σκεφτούμε και μία στιγμή τον συνομήλικό του που έπεσε επάνω του. Δεν είναι ούτε Colin Edwards ούτε Valentino Rossi να αποχαιρετήσουν τον Marco Simoncelli γνωρίζοντας πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να τον αποφύγουν. Πρέπει να ζήσει με κάτι που χαρακτηρίζεται από όλους τραγικό αθλητικό συμβάν, αλλά ο ίδιος το βλέπει διαφορετικά. Η εξέλιξη έχει αυξήσει την ασφάλεια σε πρωτόγνωρο βαθμό σε όλα τα πεδία που έπασχαν οι αγώνες μέχρι τώρα. Από τον εξοπλισμό και τις πίστες μέχρι και τις μοτοσυκλέτες. Χρειάζεται τελείως διαφορετική προσέγγιση από εδώ και πέρα και περεταίρω εξέλιξη της τεχνολογίας για να περιορίσουμε κι αυτό το φαινόμενο. Ένα ηλεκτρονικό, ασύρματο kill switch, έχει ήδη πέσει σαν ιδέα. Θα καταστρέφει τον αγώνα όσων ακολουθούν αλλά αυτό είναι ελάχιστος φόρος. Αν υπήρχε τρόπος να μην οδηγεί σε νέο ατύχημα θα είχε βρει υποστηρικτές. Προς το παρόν λοιπόν δεν είμαστε μπροστά σε τεχνολογία. Είμαστε πίσω…

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!