Editorial 617 - Τα ζιζάνια

Από το

motomag

1/4/2021

Έχουμε βιομηχανία αυτοκίνησης στην Ελλάδα, ή καλύτερα Έλληνες προμηθευτές των βιομηχανιών αυτοκίνησης από την στιγμή που βιομηχανία κανονική δεν καταφέραμε ποτέ να κρατήσουμε; Είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό αλλά πράγματι υπάρχουν τέτοιοι προμηθευτές, βιοτεχνίες δηλαδή που κατασκευάζουν και στέλνουν προϊόντα στην VW που είναι ένα παράδειγμα, και υποφέρουν από όλα τα τραγελαφικά των εξαγωγών σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, ξεκινώντας από την οδική διασύνδεση με τις υπόλοιπες χώρες. Ο Έλληνας έχει μάθει να περνά την γραφειοκρατία όπως τα κύματα στην αγριεμένη θάλασσα, με μαεστρία. Κι ενώ το δεύτερο είναι μαγκιά, το πρώτο δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κουβαλάμε στην πλάτη μας σαν διαδικασία. Παρά τις παθογένειες κάποιοι καταφέρνουν να εξάγουν, ακόμη και τώρα μέσα στην καραντίνα και μάλιστα με μεγαλύτερο φόρτο εργασίας, καθώς κερδίζουν έδαφος έναντι υπολοίπων. Στην Βόρεια Ιταλία είναι εκατοντάδες οι επιχειρήσεις που προμηθεύουν την βιομηχανία όχι μόνο την εγχώρια αλλά εξάγουν μάλιστα σε σημείο που στην αρχή της καραντίνας όταν έκλεισαν τελείως, κλόνισαν τους Αυστριακούς και τους Γερμανούς και την παραγωγή των εργοστασίων εκεί. Στην Ελλάδα μπορεί να κάνουμε πολύ λίγα πράγματα, αλλά δεν είμαστε στο μηδέν με κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών, πως δεν στηρίζονται στην Ελληνική αγορά. Αυτό, να ξέρετε, είναι και το μυστικό της επιτυχίας τους. Ας ξεφύγουμε από τους μικρούς προμηθευτές και ας πάμε σε εξαγωγικές εταιρείες. Εσκεμμένα δεν θα αναφέρω όνομα γιατί θα θεωρηθεί διαφήμιση, αλλά δεν έχουμε πολλές εταιρείες που να εξάγουν προϊόντα για μοτοσυκλέτες και δεν θα δυσκολευτείτε καθόλου να αντιληφθείτε για πιο πράγμα μιλάω. Σε αντίθεση με μικρές βιοτεχνίες που μόνο η οικογένεια και οι φίλοι όσων εργάζονται εκεί, γνωρίζουν την εξαγωγή τους δραστηριότητα. Τέτοιες βιοτεχνίες δεν φτιάχνουν πράγματα απευθείας για το λιανικό εμπόριο και τα ονόματά τους δεν έχουν κανένα λόγο να γίνουν γνωστά. Και τα ελάχιστα όμως εργοστάσια που έχουμε, από τα ίδια υποφέρουν.

Οι λίγοι αυτοί θαυμαστοί που εξάγουν τα έχουν καταφέρει γιατί δεν στηρίχτηκαν στην εγχώρια αγορά για το πρώτο τους βήμα. Κανείς δεν σνομπάρει την Ελλάδα, το ακριβώς αντίθετο παλεύουν να συνεχίσουν να μείνουν εδώ παρά το τεράστιο δέλεαρ να φύγουν. Κρατιούνται με πείσμα και το πείσμα αυτό πληγώνεται μερικές φορές από όλους εμάς. Στην θεωρία έχουμε αναλύσει όλες τις παθογένειες που άφησαν το ελληνικό κράτος χωρίς βιομηχανία. Από τις μίζες, την διαφθορά, την κακή διαχείριση, τον κακό (υπάρχει και τέτοιος) συνδικαλισμό, όλα έχουν ειπωθεί εκτός από ένα. Την δική μας ατομική ευθύνη. Ναι, εμάς του ευρύτερου κοινού. Διότι μπορεί χωρίς να το καταλαβαίνουμε να είμαστε μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Τι κακό κάνουμε; Γκρίνια αγαπητοί. Γκρίνια, μιζέρια και κουτοπονηριά όλα σε μία μίξη. Βγαίνει ένα προϊόν που σχεδιάστηκε, κατασκευάστηκε και αποδεδειγμένα κάνει την δουλειά που υπόσχεται. Πώς αποδεικνύεται; Με την επιτυχία του, φαύλος κύκλος είναι αυτός. Και τι κάνει ο Έλληνας; Γκρινιάζει για την τιμή. Το πιο βέβαιο από όλα να συμβεί. Γκρινιάζει για το χρώμα, για το κουτί, για όλα και προτρέχει κιόλας. Συνέβη πρόσφατα. Φτιαγμένο στην Ελλάδα, σχεδιασμένο εδώ, με απίστευτη δουλειά επάνω του που έτυχε να δω τα διαφορετικά στάδια. Μιλάμε για μερόνυχτα, πολλά όχι δύο και τρία. Και τα μερόνυχτα από μόνα τους δεν λένε όλη την ιστορία. Αλλά αν ξενυχτά κάποιος έμπειρος, κάποιος που ξέρει πολύ καλά τι κάνει και ξενυχτά γιατί θέλει να φτιάξει κάτι άρτιο σε όλα του, ένα έργο τέχνης για την μοτοσυκλέτα και που θα αποδίδει τον λόγο που κατασκευάστηκε στο μέγιστο, τότε αυτό πρέπει να πληρωθεί. Είναι διαφορετικό όλο αυτό το σκηνικό από το ξενύχτι του νέου που παιδεύεται γιατί δεν ξέρει πολλά και ζητά να ανταμειφθεί για τον χρόνο του, μιας κι αυτό το έχουμε δει να συμβαίνει. Ναι να πληρωθείς και εσύ, αλλά με βάση το αποτέλεσμα και όχι το πόσο παιδεύτηκες.

Το πρώτο παράδειγμα όμως είναι διαφορετικό. Οι εργατοώρες αυτές αξίζουν με το παραπάνω και δίνουν την εγγύηση του αποτελέσματος. Φτιάχνουμε λοιπόν κάτι εδώ, και οι έξω από εδώ το βάζουν σε βιτρίνα, θαυμάζουν και το πληρώνουν όπως του αξίζει. Στην αξία του, όχι παραπάνω. Και έρχεται ο Έλληνας και γκρινιάζει πως αξίζει τα μισά λεφτά. Προσέξτε, μιλάω για αξία δεδομένη που μπορεί να μετρηθεί. Από τα υλικά και τις εργατοώρες, μέχρι την τεχνογνωσία. Μετρήσιμα. Και το πρώτο σχόλιο είναι, "υπερεκτιμημένο". Εκείνο που αμέσως μετά σαρώνει και εξάγεται, αλλά δεν πωλείται στην Ελλάδα; Ποιος φταίει για αυτό αν όχι το ευρύ κοινό; Για να υπάρχει εταιρεία που όλη της η παραγωγή για διάφορα μοντέλα πηγαίνει στην Parts Europe, για παράδειγμα, και έξω γράφουν άρθρα για εκείνη αλλά εδώ δεν την ξέρουν, υπάρχει λόγος. Και ο λόγος είναι πως κάποια στιγμή, είπαν "δεν μπορούμε να ασχοληθούμε άλλο". Πηγαίνουμε να τους στηρίξουμε αφιλοκερδώς και θα βρεθεί κάποιος να μας κατηγορήσει για διαφήμιση για χρήματα που δεν έχουμε πάρει. Αυτοί είμαστε, μέρος του προβλήματος. Η λύση είναι μία, να συσπειρωθούμε. Η φύρα από το στάρι ξεχωρίζει εύκολα. Όταν βλέπετε κάτι που αξίζει και εξάγεται με επιτυχία κόψτε κάθε ζιζάνιο που πάει να φυτρώσει στην ρίζα του. Για να δυναμώσει και να σηκωθεί όσο πιο ψηλά γίνεται, μπας και ρίξει σπόρους και φυτρώσει και τίποτα ακόμη, στην καμένη γη…

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!