Editorial 616 - Θέμα ανακλήσεων και μαζί οι Ευρωπαίοι, Ιάπωνες και οι Κινέζοι

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

1/3/2021

Υπάρχουν δύο κύκλοι στο ΜΟΤΟ, ο κλειστός κύκλος που είστε όλοι εσείς, οι αναγνώστες της έντυπης έκδοσης και ο ανοικτός που περιλαμβάνει εκατοντάδες χιλιάδες που μας βρίσκουν μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες και τα κοινωνικά δίκτυα. Ο κλειστός κύκλος έχει ομοιογένεια, ο ανοικτός πάλι όχι, συνυπάρχουν όλα και κατά καιρούς διακρίνεται ένα μεγάλο ποιοτικό χάος, αλλά αυτό είναι κάτι που θα το εξετάσουμε άλλη φορά στην γενική του εικόνα. Ας δούμε κάτι ειδικό τώρα: Κάθε φορά που στο site του περιοδικού θα ανέβει η είδηση για μία ανάκληση, η πιθανότητα κάποιος να φέρει την καταστροφή είναι πλέον βεβαιότητα. Πάντα με τον ίδιο τρόπο και ανεξάρτητα για το ποια μάρκα πρόκειται. Αν η ανάκληση είναι της Honda φυτρώνει κατευθείαν το πρώτο σχόλιο που είναι "δεν τα φτιάχνουν όπως παλιά", και μετά κάτι σχετικό με τα κόκκαλα του Soichiro Honda και προχωράμε με απόλυτα προβλεπόμενη σειρά, λες και υπάρχει κάποιο είδος καταλόγου από όπου διαλέγονται έτοιμες απαντήσεις και γίνεται διαγωνισμός για το ποιος θα πατήσει  πρώτος το κουμπί.

Το Κάθε Τρίτη Μάστορα είναι όπως το "πύρινη λαίλαπα" Έλληνα ρεπόρτερ μπροστά σε πυρκαγιά. Ξέρεις πως θα το ακούσεις καμιά δεκαριά φορές, αμέσως μόλις κάπου πιάσει φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει και σε ανάκληση για KTM. Για τα BMW ο κατάλογος είναι επίσης μακρύς και αντίστοιχα με την Honda η Yamaha ακούει τα ίδια σχετικά με την σύγκριση παλιού και καινούριου. Η Kawasaki "πάει χάλασε κι αυτή" και η κατάσταση τελειωμό δεν έχει. Ανακλήσεις κάνουν όλοι οι κατασκευαστές και στην εποχή μας περισσότερες. Όχι γιατί στις μέρες μας οι μοτοσυκλέτες χαλάνε περισσότερο ή γιατί έχουν αλλάξει πολιτική οι κατασκευαστές και ψάχνουν να ρίξουν το κόστος. Πάντα το έκαναν αυτό, πάντα έψαχναν να έχουν το δυνατόν μικρότερο κόστος και το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος. Το μόνο που άλλαξε είναι ο τρόπος που επικοινωνούνται οι ανακλήσεις και το γεγονός πως η αντίδραση σε ένα γεγονός έχει αντικαταστήσει την επιθυμία για γνώση. Εκείνος που αντιδρά πετώντας κάτι κοινότυπο και στερεοτυπικό χωρίς να εμβαθύνει, αισθάνεται πως έχει κάνει κάτι για το θέμα αυτό χωρίς να χρειάζεται να επενδύσει άλλο χρόνο. Συχνά χωρίς να διαβάσει κιόλας. Αυτό είναι σημείο των καιρών και κάποια στιγμή θα λυθεί όπως εμφανίστηκε, μέχρι τότε θα το υποστούμε και μαζί του θα ακούμε ολοένα και περισσότερο για τις μάρκες και για την προέλευση κάθε μοτοσυκλέτας. Ένα πράγμα είναι δεδομένο αυτή την στιγμή και τα πάντα ρευστά στο σύντομο μέλλον: Μαζικές αναφορές δεν γίνεται να υπάρχουν. Δεν έχουν μεγάλη ισχύ τώρα και θα έχουν ολοένα και μικρότερη στο μέλλον. Η Honda εδώ και πάνω από μία πενταετία και εντονότερα χρόνο με τον χρόνο, εμπλέκει σχεδιαστές από όλες τις χώρες. Στο τέλος πάντα ένας Ιάπωνας θα επιβληθεί κάθε νέου μοντέλου, φυσικά, αλλά αυτό σημαίνει πως τα σύνορα της ευρωπαϊκής και της ιαπωνικής σχολής έχουν γκριζάρει ακόμη περισσότερο. Το X-ADV είναι το καλύτερο παράδειγμα. Εμπνευσμένο στην Ελλάδα και σχεδιασμένο στην Ιταλία. Πάντα η Honda σχεδίαζε στην Ιταλία, η διαφορά είναι πως οι Ιταλοί δέχονται σχέδια για αξιολόγηση από ολόκληρο τον κόσμο. Όπως για παράδειγμα το μικρό X-ADV. Αυτή την στιγμή ήδη, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για όλους τους Κινέζους μαντρώνοντάς τους σε μία κατηγορία, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε γινόταν για τους Ιάπωνες και σε ένα βαθμό ακόμη γίνεται.

Είναι σαφέστατα ευκολότερο να μαντρώνει κανείς τα πράγματα δίνοντας μία εξήγηση για όλα, είναι πιο εύκολο να σταθείς σε μία ανάκληση ενός μοντέλου χαρακτηρίζοντας μία ολόκληρη εταιρεία, αλλά δυστυχώς -ή μάλλον ευτυχώς- τα πράγματα είναι απείρως πιο σύνθετα και θα γίνονται ακόμη περισσότερο. Για εμάς αυτό είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Κάνει την δουλειά μας ακόμη πιο απαραίτητη αλλά ταυτόχρονα και πιο δύσκολη, ιδιαίτερα στην πρόβλεψη. Ορίστε όμως μία εύκολη και ευοίωνη από κάθε άποψη πρόβλεψη: Η καθολικότητα ενός ηλεκτρικού μέλλοντος είναι πιο μακριά από αυτό που θεωρεί η πλειοψηφία του κόσμου -όχι πως δεν έρχεται αλλά είναι μακριά ακόμη- και ταυτόχρονα η πιθανότητα για δυνατούς Κινέζους κατασκευαστές σε γκάμα και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι ήδη εδώ και ζούμε το πρώτο κύμα. Απλά χρειάζεται να ξεχωρίσουν περισσότερο

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!