Editorial 615 - Ο μύθος της φθήνιας…

x
Από το

motomag

1/2/2021

Πολλά χρόνια πίσω όταν κλείναμε την πρώτη δεκαετία, γυρίστε δηλαδή εικοσιπέντε παλαιότερα, αναρωτιόταν -και στην συνέχεια ανέλυε- ο Χρίστος Χατζάρας αν το φθηνό είναι σκουπίδι. Και φανταστείτε πως τότε το μέτρο που όριζε τι θεωρείται φθηνό με βάση αυτά που έχει πάνω του, ήταν να διαθέτει δισκόφρενα, μίζα, κλειδαριά-διακόπτη και… σχάρα! Ναι, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αυτή ήταν η τεχνολογία που αναζητούσαν οι καταναλωτές, όταν διαμαρτύρονταν για το DR ζητώντας να έχει μίζα! Μία μίζα που αν υποθέσουμε πως κόστιζε 15.000 δραχμές, μπορούσε να αυξήσει πολλαπλάσια την τιμή του μοντέλου, γιατί ενώ η μαζική αγορά ρίχνει την τιμή ενός ανταλλακτικού, η μαζική του τοποθέτηση, εξέλιξη, μελέτη, δοκιμή και πιστοποίηση, καταλήγει να την αυξάνει. Αφορμή για εκείνον τον προβληματισμό τότε, ήταν ένα τεράστιο συγκριτικό 11 μοτοσυκλετών ανεξαρτήτου κατηγορίας με βάση την τιμή: Έπρεπε να κάνουν κάτω από ένα εκατομμύριο δραχμές. Ένα συγκριτικό που οδηγώντας τες για να φωτογραφηθούν, έμοιαζαν σαν να κάνουν μηχανοκίνητη πορεία σπάζοντας το φράγμα για το μεγαλύτερο συγκριτικό μοτοσυκλετών στην Ελλάδα. Οι ομοιότητες με το σήμερα ξεκινούν από το γεγονός πως τα μεγάλα συγκριτικά εξακολουθούν να είναι για εμάς κομμάτι της δουλειάς μας και υποχρέωση απέναντι σε εσάς, κι ακόμη και σήμερα, όταν τα πραγματοποιούμε μας κοιτάνε λες και βλέπουν κάποια πορεία… Μέχρι πρόσφατα και πριν τις απαγορεύσεις, σπάνια έβλεπες 11 μοτοσυκλέτες μαζεμένες να ταξιδεύουν, μία εικόνα που η παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει φροντίσει να εκλείψει. Η άλλη ομοιότητα με το σήμερα είναι η εξίσου μεγάλη ανάγκη για φθηνές μοτοσυκλέτες που αποδίδουν. Οι διαφορές από εκεί και πέρα είναι τεράστιες. Διότι δεν συζητάμε να έχουν δισκόφρενα και σχάρα ή μίζα, αλλά ABS, ηλεκτρονικά που δεν βγάζουν προβλήματα, χαμηλή κατανάλωση και ταυτόχρονα ίππους, και πολλούς.

Υποχρέωση του καταναλωτή να ζητάει περισσότερα, αλλοίμονο αν έμενε στάσιμα ικανοποιημένος, και αναγκαίο επίσης να ψάχνει καλύτερα τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μπροστά του. Αυτό το τελευταίο γίνεται ολοένα και δυσκολότερο βέβαια, ιδιαίτερα για τους μη-αναγνώστες. Κάποτε το πρόβλημα ήταν να έχει δισκόφρενα, τώρα το ζήτημα είναι ποιος δίνει εντολή σε αυτά τα δισκόφρενα και πώς τα ελέγχει κάτω από όλες τις συνθήκες. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά έχουν πάψει να καταδεικνύουν την πραγματική αξία μίας μοτοσυκλέτας, έχουμε ιαπωνικές με πλαστικά που δεν έβλεπες ούτε το ’90, ευρωπαϊκές με προβλήματα και κινέζικες που προσπαθούν να σε δελεάσουν με τον όγκο και μόνο. Κι αυτό το τελευταίο, ο όγκος σε συνδυασμό με το πόσα δίνεις, τραβάει τον Έλληνα από την μύτη με μεγάλη ευκολία. Στα σουπερμάρκετ των μεγάλων ευκαιριών και χαμηλών τιμών, εκείνα που σε αναγκάζουν να ακολουθείς συγκεκριμένη διαδρομή για να πάρεις περισσότερα, θα βρεις σοκολατάκια σε συσκευασία επί δέκα με τιμή μείον δέκα από τα "κανονικά". Δικαίωμα επιλογής έχει ο καθένας για το τι θα πάρει τελικά, το πρόβλημα ξεκινά όταν προσπαθεί να μας πείσει πως είναι όλα ίδια και εκείνος βρήκε την μεγάλη ευκαιρία. Ακριβώς γιατί η επιλογή πλέον έχει γίνει δύσκολη, ακριβώς γιατί εκεί έξω υπάρχουν όλα, καλά και κακά και ξεχωρίζουν και δύσκολα, έχουμε καταλήξει να υπάρχουν στρατόπεδα. Αποσύρεται κάποιος από την διαδικασία της επιλογής κι απλά αποφασίζει να στηρίξει αυτό που πήρε. Με πάθος μάλιστα! Μου στέλνει πρόσφατα κάποιος ένα μήνυμα ρωτώντας αν μία on-off, δεν έχει σημασία ποια, είναι καλή για δικάβαλα ταξίδια. Του απάντησα την αλήθεια, πως είναι η χειρότερη της κατηγορίας για τον συγκριμένο σκοπό. Και συνέχισε τότε λέγοντας πως είναι γυμνασμένοι με την σύντροφο, πως ονειρεύεται να την έχει από κάτω και άλλα πολλά που έδειχναν το αυτονόητο: είχε πάψει να το ψάχνει κι απλά ένιωθε την ανάγκη να υπερασπιστεί την επιλογή του. Το μήνυμα ήταν για να την δικαιολογήσει και στον εαυτό του. Ρωτώντας όμως τους ανθρώπους του ΜΟΤΟ θα πάρεις την αλήθεια, ο πωλητής είναι εκείνος που θα σου πει εκείνο που χρειάζεται να ακούσεις για να κάμψει και την τελευταία αντίσταση, εκείνη που εσύ ο ίδιος θέλεις να πάψει να σε απασχολεί! Εμείς πωλητές δεν είμαστε, άρα θα πρέπει να βολευτείς με την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, για να κάνεις μία συνειδητή επιλογή, την οποία και δεν θα χρειάζεται να δικαιολογήσεις. Τι πιο όμορφο από αυτό; Αντιθέτως όμως έχουμε στρατόπεδα και ισάξιες απόψεις για το ποια είναι "καλύτερη" με τα μοντέλα που κυκλοφορούν εκεί έξω! Βρείτε όποιο θέλετε, θα υπάρχει πάντα εκείνος που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του πως είναι η καλύτερη. Στο μεταξύ υπάρχουν και οι "φωνές" που λειτουργούν ως διαφημιστές αλλά λένε πως κάνουν την ίδια δουλειά με εμάς, δημοσιεύοντας παρουσιάσεις όπου επίσης είναι μυστηριωδώς "Όλα Καλά"! Χαρακτηριστικό παράδειγμα μία μεγάλη παντός δρόμου μοτοσυκλέτα για την οποία γράφαμε πως είναι η χειρότερη της κατηγορίας και αμέσως μετά όλοι οι υπόλοιποι δημοσίευαν αναλύσεις επί αναλύσεων για το πόσο καλή είναι. Η διαφήμιση βγάζει μάτια, όπως μάτια βγάζουν και οι στρατευμένοι οπαδοί. Κι όσο τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η βοή αυτή. Ένα είναι το σημαντικό: Όπως και τότε έτσι και τώρα, το φθηνό σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται να είναι σκουπίδι! Και όχι μόνο αυτό, αλλά το φθηνό μπορεί να είναι και καλύτερο από το ακριβό! Απλά θέλει ακόμη περισσότερο ψάξιμο κι έντονο φιλτράρισμα όλων αυτών που μεταδίδονται…

 

 

 

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.