Editorial 613 - Φέρε κάτι να φύγω…

Από το

motomag

1/12/2020

Στην Αυστραλία συζητείται κάτι που σε εμάς -ακόμη- είναι αντισυνταγματικό, να καθιερωθεί μία κλειδωμένη τιμή για τα οχήματα της Honda και της Mercedes ανεξαρτήτως καταστήματος που θα το αγοράσεις. Όχι προτεινόμενη λιανική όπως είναι τώρα, αλλά μη διαπραγματεύσιμη με την αγορά να γίνεται απευθείας από την αντιπροσωπεία. Θα διαλέγεις μετά από πού θα παραλάβεις το όχημα ή -τις περισσότερες φορές- θα σου έρχεται σπίτι φορτωμένο. Σε κάθε περίπτωση η αντιπροσωπεία θα πιστώνει στον έμπορο που αντιστοιχείς μία συγκεκριμένη σταθερή αμοιβή για την αποστολή ή την παράδοση του οχήματος - κι αυτό ήταν: Τα οχήματα έγιναν κι αυτά αγαθά και τα αποκτάς με τον ίδιο τρόπο όπως ένα ψυγείο ή μία ηλεκτρική κουζίνα. Πάει η έννοια του test-ride, του «πηγαίνω και το βλέπω κάθε μέρα ένα μήνα τώρα» της όμορφης αυτής κατάστασης δηλαδή που κάνεις μία ανάλυση αποφασίζοντας τον τρόπο που θα μετακινείσαι από την επόμενη μέρα! Αντιθέτως οδηγούμαστε στο «Φέρε κάτι να φύγω».

Το συζητάμε γιατί από την στιγμή που ένας από εκείνους που θέλουν να εφαρμόσουν αυτό το σύστημα σε μία ολόκληρη ήπειρο είναι η Honda, θα το δούμε να συμβαίνει γρήγορα και στις μοτοσυκλέτες. Και σιγά-σιγά να εξαπλώνεται. Δεν είναι όμως αυτό πρόβλημα των αντιπροσωπειών, στην ουσία είναι αντίδραση. Διότι αντιμετωπίζουν ήδη μειωμένο ενδιαφέρον διέλευσης στις τεράστιες και ακριβές να συντηρηθούν εκθέσεις ενώ ταυτόχρονα βλέπουν να αυξάνονται προπαραγγελίες για ηλεκτρικά από νέες εταιρείες και start-up που ποτέ πριν δεν είχαν φτιάξει όχημα. Αν θέλετε να δείτε να γκρεμίζονται στερεότυπα σχετικά με τις μάρκες, ή την προέλευση των οχημάτων, δείτε τι συμβαίνει στα αυτοκίνητα, τον προ-άγγελο μίας ολόκληρης δεκαετίας πριν τα δούμε και στην μοτοσυκλέτα. Ναι δεν είναι κάτι που θα μας απασχολήσει αύριο, αλλά είναι η αρχή μίας αλλαγής που φαίνεται πως έρχεται. Η μοτοσυκλέτα θωρακίζεται απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές γιατί είναι όχημα που εμπλέκει το σώμα και μιλά στο συναίσθημα. Ταυτόχρονα. Ό,τι καινούριο και καινοτόμο κι αν έρθει στο μέλλον, ο μελλοντικός αναβάτης θα συνεχίσει να είναι περισσότερο εκτεθειμένος από ότι σε ένα αυτοκίνητο και θα ψάχνει λίγο περισσότερο να δει τι είναι αυτό που πρόκειται να καβαλήσει και ποιος το έφτιαξε. Δεν θα του φτάνει ένα “unboxing” δηλαδή, αλλά θα θέλει πρώτα να δει αναλυτικές δοκιμές και σε περίπτωση νέας εταιρείας να αρχίσει να βλέπει σειρές από μοτοσυκλέτες, αντί για την πρώτη και μοναδική που έφτιαξαν.

Στην Κίνα ζουν αυτή την στιγμή την δική μας «δεκαετία του ’80»: Περισσότερες από 500.000 μεγάλες μοτοσυκλέτες άνω των 500 κυβικών πουλήθηκαν μέσα στην χρονιά. Μέσα σε ένα σύνολο πολλών εκατομμυρίων οχημάτων είναι ένα νούμερο που χάνεται εύκολα, αλλά που αξίζει να το προσέξει κανείς ιδιαίτερα. Διότι καλύπτει σχεδόν την αγορά της Ευρώπης και έχει μία τεράστια δυναμική αύξησης. Η αγορά τους έχει άλλα στοιχεία και απέχει πολύ από τον κορεσμό. Μονάχα στην Ινδία η Suzuki πουλούσε όλο αυτό το διάστημα όσες Hayabusa θα έδινε και στην Ευρώπη, γιατί να βιαστεί να φέρει καινούρια σε εμάς… Εμείς εδώ περνάμε σταδιακά σε άλλο στάδιο και τα οχήματα αρχίζουν να αντιμετωπίζονται διαφορετικά, δεν έχουμε καμία σχέση με πριν μία δεκαετία και δεν φταίει η ύφεση για αυτό που συμβαίνει. Τι πρέπει να κάνουμε μπροστά σε μία επικείμενη αλλαγή; Να οδηγούμε τις μοτοσυκλέτες, καινούριες και μεταχειρισμένες, παλιές και νέες και να βασίζουμε την επιλογή στο συναίσθημα. Αν γίνει αυτό, κι αν τις κρατάμε στον δρόμο -και τις μεταχειρισμένες τονίζω- τότε θωρακιζόμαστε απέναντι σε όλα!

Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία

x
Από το

motomag

1/9/2016

Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.

Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP!  Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.

 

Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία.  Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.

Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.   

     

Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο. 

 

 

Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!